Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ο κινηματογραφιστής - Luigi Pirandello





Χειμώνας του '02, μάλλον, ημερολογιακά· τι την θέλεις αυτή την εμμονή με τα νούμερα και την ακρίβεια όταν γράφεις, ποτέ μου δεν κατάλαβα, είπε εκείνη ένα βράδυ, χρόνια μετά, και έμοιαζε με συμπληρωματική κατάθεση σε δικαστήριο, τότε που η αίθουσα στέκει άδεια, δίχως ούτε καν εκείνη την τρομακτική στα μάτια μου φυλή που συνθέτει το επονομαζόμενο ακροατήριο, και όμως οι αποφάσεις ακόμα λαμβάνονται, έστω και λιγότερο θεαματικά. Λες και είχε καταλάβει γιατί γράφω, την ένοιαζε απλώς να αναζητά τον εαυτό της, και μαντέψτε, πάντα τον ανακάλυπτε, όσο καλά, περηφανευόταν, και αν τον είχα κρύψει, σε ένα διφορούμενο κομπλιμέντο. Και όμως ήταν χειμώνας, εκεί που η πλειοψηφία είχε κιόλας καλωσορίσει την άνοιξη, να ξορκίσει το κρύο, σε ένα σύντομο διάλειμμα πριν αρχίσει να γκρινιάζει πως φέτος κάνει περισσότερη ζέστη, τέτοιο βροχερό Πάσχα δεν θυμάμαι ποτέ, άντε να έρθει το καλοκαίρι επιτέλους, και κανείς να μην κρατάει πρακτικά. Λίγο πριν ή λίγο μετά από ένα σημείο μηδέν, ίσως το πιο κοντινό στο μηδέν, τότε είχα διαβάσει τελευταία φορά Πιραντέλλο. Και Καλβίνο.

Το μυαλό ορίζει τα σημεία τομής, η αποκοπή γίνεται ξαφνικά· κλείσε τα μάτια και φαντάσου την πτώση ενός τεράστιου κομματιού πάγου στο χλιαρό για εκείνον νερό. Έτσι. Το πριν και το μετά ενώνονται, ένα χάραγμα μένει, πάντα μένει, με την απόσταση δυσδιάκριτο. Ύστερα ήρθε η Μπολώνια -με ωμέγα κύριοι, με ωμέγα-, ευτυχώς. Τους μπερδεύω αυτούς τους δύο, έλεγα. Κάποιοι γέλαγαν, η άγνοια αποτελεί, άλλωστε, προϋπόθεση βασική για να μπορεί κανείς να γελά, και η λήθη. Εγώ ζουμ δεν ήθελα να κάνω. Τους μπερδεύω αυτούς τους δύο λοιπόν.

Θα ήταν η τρίτη φορά που θα ανέβαλα -και ποιος νοιάστηκε- το αφιέρωμα στην ιταλική λογοτεχνία, κατέβασα τον Κινηματογραφιστή από το ράφι, διάβασα την πρώτη παράγραφο:

Μελετάω τους ανθρώπους στις πιο συνηθισμένες τους ασχολίες, μήπως και καταφέρω ν' ανακαλύψω σ' αυτούς εκείνο που λείπει από μένα στο καθετί που κάνω: τη βεβαιότητα. Μήπως αυτοί, τουλάχιστον, καταλαβαίνουν αυτό που κάνουν.
Και κάπως έτσι ο χρόνος πισωπάτησε και οι αντιστοιχίες βρέθηκαν, τώρα όμως έμεινα ατάραχος -αν και μάλλον πρέπει να σταματήσω να θέτω εαυτόν ενώπιον προκλήσεων- σχεδόν. Η βεβαιότητα, α!

Στη βόλτα μέχρι την κουζίνα δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σύνθεση ενός φιλιππικού ενάντια σε όλους εκείνους που δείχνουν τόσο βέβαιοι και σίγουροι, ατσαλάκωτοι υπό το βάρος της ύπαρξης, προφανώς έντυσα το κατακεραύνωμα και με προσωπογραφίες, καρικατούρες ορθότερα, μάλλον βιαστικές και χοντροκομμένες όπως εκείνες των πλανόδιων καλλιτεχνών. Τώρα που κάθησα όμως μου φαίνεται βαρετό.

Τσεκάρω τις σημειώσεις κατά την ανάγνωση, εκεί υπάρχει το απαραίτητο δεκανίκι για την υποστήριξη της ασθενούς μνήμης, μήπως και καταφέρει για μια φορά να σταθεί με αξιώσεις πλάι στο συναίσθημα, για την ισορροπία. Πάλι αφορμή για κρυψώνα βρήκα.

Ο Γκούμπιο, αφηγητής της ιστορίας, μου έφερε στον νου έναν άλλον λογοτεχνικό αλήτη, τον Γιάννη από το Θείο Τραγί. Ο Πιραντέλλο πρέπει να είναι βασική αναφορά του Σκαρίμπα. Ο Γκούμπιο, λοιπόν, αφήνει πίσω την Σαρδηνία για να περιπλανηθεί στα φώτα της μεγάλης πολιτείας. Αν ήταν κάποιος άλλος, η προηγούμενη πρόταση θα είχε ως εξής: Ο Γκούμπιο, αφήνει πίσω την φτωχή Σαρδηνία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στη Ρώμη. Όμως ο Γκούμπιο δεν σκέφτεται έτσι. Εκεί στη Ρώμη, μέσα από μια σειρά συμπτώσεων, ενάντια σε όλα τα προγνωστικά εκείνων που λαμβάνουν αποφάσεις με τη λογική και τις πιθανότητες, σταθμίζοντας πάντα τα υπέρ και τα κατά, και πιστεύοντας πως διαθέτουν το χάρισμα να "ακούν" τα καλέσματα της εποχής ή τα μηνύματα, δεν είμαι βέβαιος, θα βρει δουλειά ως κινηματογραφιστής. Ατάραχος, καθώς είναι, συνεχίζει να γυρίζει τη μανιβέλα ανεξαρτήτως όσων διαδραματίζονται στη σκηνή, κάτι το οποίο, όπως καταλαβαίνετε, θεωρείται τεράστιο προσόν στην βιομηχανία του σινεμά.

Δεν είναι τόσο το επάγγελμα όσο η στάση του Γκούμπιο απέναντι στα πράγματα που μου φέρνει στο νου ένα απόσπασμα, από το οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος του Ναμπόκοφ, Μάτι.

Ο «θεατής» είναι το ον εκείνο, που, κυριευμένο από μια παντοδύναμη αίσθηση αδυναμίας να πράξει, περιορίζεται στο να βλέπει, να σχολιάζει αυτά που βλέπει, να τα μεγεθύνει ή να τα συρρικνώνει, αποφεύγοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τους τρομερούς (γι' αυτόν) κινδύνους και της πλέον απειροελάχιστης πράξης.

Απόσπασμα το οποίο αποτελεί μάλλον και το άτυπο μανιφέστο αυτής εδώ της ψηφιακής γωνιάς. [Το βιβλίο του Ναμπόκοφ δεν ήταν στο δέμα που μου έστειλες πάντως.]


Ήταν η εισαγωγή, τώρα μπορώ πια να λέω: Θα διαβάσω (ξανά;) το Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες
 
  
Μετάφραση Κατερίνα Γλυκοφρύδη
Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος 

1 σχόλιο: