Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Τέσσερα ερωτικά γράμματα - Niall Williams

Πριν από τρία χρόνια, πάντα από τις εκδόσεις Δώμα, που φροντίζουν να «ακολουθούν» τους συγγραφείς που εντάσσουν στον κατάλογό τους, κυκλοφόρησε το Αυτό είναι ευτυχία του Νάιαλ Ουίλλιαμς, ένα βιβλίο που διαβάστηκε αρκετά και αγαπήθηκε ιδιαιτέρως. Προς τα τέλη της περασμένης χρονιάς, ένα ακόμα βιβλίο του γεννημένου το 1958 στο Δουβλίνο συγγραφέα κυκλοφόρησε και πάλι στα ελληνικά είκοσι πέντε χρόνια μετά και αφού έμεινε για καιρό εκτός κυκλοφορίας. Ο λόγος για τα Τέσσερα ερωτικά γράμματα, το λογοτεχνικό ντεμπούτο τού Ουίλλιαμς, η αρχή μιας μακράς λίστας βιβλίων που έμελλε να γράψει και να τον καταξιώσουν σε μια δυσπρόσιτων κορυφών λογοτεχνία όπως είναι η ιρλανδική. Και τι ντεμπούτο!

Δύο παράλληλες ατομικές ιστορίες, εκείνη του Νίκολας, σε πρώτο πρόσωπο, που όταν ήταν δώδεκα χρονών είδε τον πατέρα του να εγκαταλείπει την ασφαλή θέση του δημοσίου υπαλλήλου ισχυριζόμενος πως ο Θεός του μίλησε και του ζήτησε να αφιερωθεί στη ζωγραφική, με τη ζωή της οικογένειας του να ανατρέπεται ολοσχερώς· ό,τι υπήρχε ως δεδομένο ξάφνου έγινε φτερό στον άνεμο. Και η ιστορία της Ίζαμπελ, ειπωμένη σε τρίτο πρόσωπο, που μια μέρα είδε τον αδερφό της να χάνει τη μιλιά του και να καθηλώνεται σ' ένα καροτσάκι, από το οποίο μάταια περίμεναν οι γονείς της να σηκωθεί, προσμένοντας ένα θαύμα, φορτώνοντας όλες τους τις προσδοκίες σ' εκείνην.

Σ' ένα ανάπτυγμα σχεδόν τετρακοσίων σελίδων, για τη μεταφορά του οποίου στα ελληνικά «υπεύθυνη» υπήρξε η Δέσποινα Κανελλοπούλου, ο Ουίλλιαμς μαεστρικά καταφέρνει να διανύσει τον χρόνο και να συμπληρώσει τα κομμάτια της μεγάλης εικόνας όπως αυτή θα εμφανιστεί στο τέλος του μυθιστορήματος. Με μια αφήγηση κλασικότροπη, συνέχεια της σπουδαίας ιρλανδικής λογοτεχνικής παράδοσης, εστιασμένη στον άνθρωπο μέσα από τους άρτια δοσμένους χαρακτήρες, όχι μόνο των δύο κεντρικών αλλά και των συμπληρωματικών προσώπων, ο συγγραφέας χαρίζει μια χορταστική αναγνωστική εμπειρία και όλα αυτά στο πρωτόλειο έργο του.

Ισορροπώντας περίτεχνα στην κόψη του συναισθηματισμού, χωρίς να πέφτει και να βυθίζεται στην άβυσσο του μελοδραματισμού, ο Ουϊλλιαμς αφηγείται μια δυνατή ιστορία στην οποία τα πρόσωπα παλεύουν να διαβάσουν και να ερμηνεύσουν τα σημάδια, τις μεγαλύτερες ή μικρότερες ανατροπές, τα σταυροδρόμια που η ζωή τους επιφυλάσσει και εκείνος, ο συγγραφέας, δείχνει όλη την υπομονή και τη φροντίδα που απαιτείται. Άλλωστε, κάθε ζωή, ιδωμένη εκ των υστέρων, άλλο δεν είναι παρά ένα κουβάρι από γεγονότα και συγκυρίες, που η λογική μάταια και άστοχα επιχειρεί να διακρίνει.

Σε μια απόφαση κάπως έξω από την επικράτεια του κλασικού, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του ενός μέρους θα ενωθεί στις τελευταίες σελίδες με τον παντογνώστη αφηγητή, απόφαση τόσο καλά εκτελεσμένη και ομαλή που όχι απλώς δεν ξενίζει τον αναγνώστη, αλλά δεν γίνεται και αντιληπτή παρά μόνο κάποια στιγμή, αρκετές σελίδες αργότερα. Απόφαση καθοριστική για την κατασκευή αλλά και τη συνολική λειτουργία του Τέσσερα ερωτικά γράμματα

Η ιρλανδική ύπαιθρος, τα απομονωμένα και αραιοκατοικημένα νησιά που τη συνθέτουν, ο ωκεανός που βρέχει τις ακτές και εν πολλοίς καθορίζει το κλίμα της αλλά και τη ροπή προς το μεταφυσικό, τους θρύλους και τις δοξασίες που συνοδεύουν εδώ και χρόνια τη ζωή στα μέρη εκείνα, όλα αυτά συντελούν και επιτείνουν την ατμοσφαιρικότητα της ιστορίας αυτής, δικαιολογώντας, γιατί και αυτό στοιχείο ταυτότητας ενός βιβλίου είναι, την επιλογή του σκοτεινού και ανησυχαστικού εξωφύλλου. Και σε μια ευτυχή συγκυρία, λίγο μόλις καιρό πριν, διάβασα ένα από καιρό εξαντλημένο βιβλίο, ένα μικρό αριστούργημα, την Υδάτινη χώρα του Γκράχαμ Σουίφτ. Αυτά τα δύο βιβλία κάνουν έναν όμορφο αναγνωστικό συνδυασμό μεταξύ τους.

Λογοτεχνία ίσως να είναι η τέχνη με την οποία μια ιστορία, που μπορεί να συνοψίσει κανείς σε μερικές μόλις γραμμές, να απλώνεται σε δεκάδες σελίδες. Και ίσως αναγνωστική απόλαυση να είναι όταν η ανυπομονησία για το τι συνέβη τελικά να παραμερίζεται για να δώσει τη θέση της στο πώς συνέβησαν τα πράγματα, στην απόλαυση της διαδρομής, στην ανάγκη για λεπτομέρειες, αναλήψεις, παρεκβάσεις και εσωτερικούς μονολόγους, λεπτομέρειες για ανθρώπους και τοπία. Και ακόμα παραπέρα, όταν το τέλος του βιβλίου αφήνει τον αναγνώστη με την επιθυμία για έστω λίγο ακόμη, για μια αναγνωστική παράταση. Αν τα παραπάνω όντως ισχύουν, τότε η λογοτεχνία του Ουίλλιαμς είναι σπουδαία.

υγ. Για την Υδάτινη χώρα περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου
Εκδόσεις Δώμα

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

Τα πρόσωπα - Tove Ditlevsen

(Θα σου αρέσει. Το είπε με αυτοπεποίθηση η Σ. Δεν είχα διαβάσει το Η τριλογία της Κοπεγχάγης που κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι και είχε συζητηθεί αρκετά. Εμένα μου άρεσε πολύ, θα διαβάσω και αυτό σύντομα. Συνέχισε. Υπάκουσα. Το ξεκίνησα την ίδια μέρα. Ήταν Παρασκευή. Σ' ευχαριστώ Σ.)

«Κοιμούνταν όλοι, εκτός από τον Γκερτ που δεν είχε γυρίσει ακόμα σπίτι, παρόλο που ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Κοιμούνταν, και τα πρόσωπά τους ήταν κενά και γαλήνια, αφού δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιηθούν ξανά ως το πρωί. Ίσως μάλιστα να είχαν βγάλει τα πρόσωπά τους και να τα είχαν τοποθετήσει με επιμέλεια πάνω από τα ρούχα τους για να τα ξεκουράσουν· δεν τους ήταν απολύτως απαραίτητα όσο κοιμούνταν. Τη μέρα, τα πρόσωπα άλλαζαν συνεχώς, λες και δεν έβλεπε παρά την αντανάκλασή τους στο νερό. Μάτια, μύτη, στόμα, ένα τόσο απλό τρίγωνο — πώς όμως μπορούσε να εμφανίζεται σε τόσες, άπειρες, παραλλαγές; Για πολύ καιρό απέφευγε να βγει στον δρόμο γιατί το πλήθος των προσώπων την τρόμαζε. Δεν τολμούσε να συναναστραφεί τα καινούρια και φοβόταν μήπως ξανασυναντήσει τα παλιά».

Η Τόβε Ντιτλέουσεν γεννήθηκε το 1917 στα περίχωρα της Κοπεγχάγης, υπέφερε από διαζύγια, ψυχολογικά προβλήματα και κλινικές αποτοξίνωσης, αυτοκτόνησε το 1976, έχοντας αφήσει πίσω της ένα πολυποίκιλο έργο. Τα πρόσωπα κυκλοφόρησαν το 1968. Η μυθοπλασία δύσκολα μπορεί να απελευθερωθεί παντελώς από το βίωμα, ο τρόπος να κοιτάμε και να προσλαμβάνουμε τα πράγματα, έχει εν πολλοίς να κάνει με το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, καθώς και με την επεξεργασία του στην τριβή με τον τριγύρω κόσμο. Το βιογραφικό, σύντομο ή εκτενές, δημιουργεί ένα ακόμα αναγνωστικό πλαίσιο, αναπόφευκτα.

Στην περίοδο της αυτομυθοπλασίας, η οποία δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός, απλώς πρόσφατα κατονομάστηκε, ξεχνάμε συχνά τον τρόπο, μεροληπτώντας υπέρ του περιεχομένου, κάποιοι από εμάς γινόμαστε ντετέκτιβ αναζητώντας την απόλυτη αλήθεια πίσω από την αληθοφάνεια, περιφέρουμε ανά χείρας ζυγαριές μέτρησης προνομίου και πόνου. Τα λέω αυτά γιατί τα θεωρώ σημαντικά, είναι θέματα που συχνά προκύπτουν σε διάφορες συζητήσεις, είτε αμφισβητώντας την αλήθεια —σιγά μην έγιναν έτσι τα πράγματα— είτε διατυμπανίζοντας την αδιαφορία μας —και τι με νοιάζει εμένα; Η αλήθεια είναι πως η ολοένα και πιο ατομική πρόσληψη και επικοινωνία της λογοτεχνίας γεννά αντιδράσεις, αμφιβολίες, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια της ενσυναίσθησης που το οικουμενικό συνήθως τραβάει στην επιφάνεια, οδηγώντας μετωπικά σ' ένα: έχω και εγώ τα προβλήματά μου· ένας προβληματικός αγώνας που κανένας αφέτης δεν έδωσε το σύνθημα, κανείς θεατής δεν βρίσκεται στις εξέδρες, κανένας αντίπαλος δεν παίρνει θέση στα κουλουάρ δίπλα μας, εμείς όμως επιμένουμε, ναι αλλά εγώ, βάζουμε και τρεις τελείες μετά. Εδώ, λέμβος φανταχτερά κόκκινη στη μέση του πελάγους και του σκότους, εμφανίζεται ο τρόπος. Ένα κλισέ με παρομοίωση υπερβολική. Αλήθεια είναι.

Η Λίζε, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών δυσκολεύεται στην καθημερινότητά της. Πιστεύει πως τα παιδιά της την απεχθάνονται, πως ο σύζυγός της θα την εγκαταλείψει, πως δεν θα καταφέρει να γράψει ξανά. Κατατρύχεται από οικείες μορφές και φωνές. Νοσηλευτικά ιδρύματα και φαρμακευτικές αγωγές. Στιγμές ανέφελες, νησιά σ' έναν απέραντο αφρισμένο ωκεανό.

Συχνά γίνεται αναφορά σε εγκεφαλική κατασκευή όταν μιλάμε για συγκεκριμένα έργα. Λες και υπάρχουν βιβλία που δεν αποτελούν εγκεφαλική κατασκευή, λες και υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα, από την πλέον ελάχιστη ως την πλέον θαυμαστή, που δεν υπάγεται στη λειτουργία του εγκεφάλου. Όπως όταν ένας υγιής δικαιολογεί μια ξαφνική λιγούρα λέγοντας πως του έπεσε το ζάχαρο. Ίσως η διάκριση μεταξύ εγκεφαλικής και συναισθηματικής κατασκευής να έχει να κάνει με την αγωνία κάποιων για ψυχή. Στα Πρόσωπα το επίθετο εγκεφαλική έχει μεγαλύτερη δόση ακρίβειας, καθώς εδώ τα πάντα διαδραματίζονται στο εσωτερικό, ακόμα και η παντογνώστρια αφηγήτρια εκεί, στο εσωτερικό της Λίζε, έχει στήσει το παρατηρητήριό της. Δεν υπάρχει τελειότητα. Ακόμα ένα κλισέ που εδώ βρίσκει ορθότερη εφαρμογή. Τελειότητα, ωστόσο, ως προς τι; Ως προς έναν μέσο όρο φυσιολογικού, εκείνου που η επιστήμη μπορεί να αντιληφθεί και να περιγράψει. Ως προς αυτή την κανονικότητα, η Λίζε νοσεί.

Η αφηγήτρια, παρότι παντογνώστρια, απλώς καταγράφει τις φωνές, σκιαγραφεί τις μορφές, περιορίζεται στο φίλτρο μέσω του οποίου ο έξω κόσμος διαστρεβλώνεται, δεν αναλώνεται σε αχρείαστα και περιττά δίπολα σωστού λάθους, υγειούς και νοσούντος. Δεν το δηλώνει αλλά στέκεται φύλακας στα σημεία εισόδου, αποτρέπει τον αναγνώστη να περιδιαβεί εντός, να παρηγορηθεί με εξηγήσεις. Αν κάθε βιβλίο, όπως κάθε μορφής επικοινωνία, προϋποθέτει έναν δέκτη, εδώ τα πράγματα είναι θολά. Θέλω να πω πως η ίδια η Λίζε δεν επιθυμεί να επικοινωνήσει, ίσως και να αδυνατεί ή να το κάνει με ένα ιδιαιτέρως προσωπικό τρόπο. Την επικοινωνία την αναλαμβάνει η αφηγήτρια, εκείνη είναι που καταγράφει και αποτυπώνει, εκείνη παρουσιάζει το αποτέλεσμα στον αναγνώστη. Ο αναγνώστης ίσως και να ενοχληθεί μη βρίσκοντας ένα κοινό εμβαδόν, ίσως και να θυμώσει με την αφηγήτρια για τον τρόπο της, για την άρνησή της. Και όμως.

Κανένα ρεύμα της τέχνης δεν γεννήθηκε απαλλαγμένο από τους ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς. Κάποιες φορές προηγήθηκε πριν οι συσχετισμοί αυτοί γίνουν ορατοί, κατονομαστούν και περάσουν στη θεωρία της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της λογοτεχνίας, της ανθρωπολογίας, της κάθε λογής λογίας, πριν επιχειρήσει η επιστημονική κοινότητα να τους επισημάνει και να τους αντιμετωπίσει στρέφοντας το βλέμμα στο κάθε πρόσφατο παρελθόν, γυρεύοντας τις πηγές. Το λέω αυτό εξαιτίας των παραπάνω. Ακόμα και αν αφήσει κανείς έξω από Τα πρόσωπα το βίωμα της Ντιτλέουσεν, την πιθανή ανάγκη της να το διαπραγματευτεί ή και να το επικοινωνήσει με τον τρόπο που οι συγγραφείς επικοινωνούν ή δοκιμάζουν να το κάνουν, Τα πρόσωπα μόνο επιφανειακά αποτελούν μια ιδιωτική μυθιστορία, μόνο με παρωπίδες ανάγνωσης θα διέφευγαν της προσοχής τα υποστρώματα. Και είναι αυτά τα υποστρώματα που δίνουν βάθος, όχι απλά ως διακριτό, αλλά ως συναισθηματικό, το εμβαδόν που απουσιάζει από την επιφάνεια της εσωτερικής και ιδιωτικής αυτής αφήγησης, απλώνεται από κάτω. Οι φωνές που φτάνουν από τα αμπάρια.

Η επίδραση της Γουλφ είναι εμφανής. Όμως μια στιγμή. Ίσως δεν το έθεσα σωστά. Η επίδραση του κόσμου πάνω της όπως το απέδωσε η Γουλφ είναι εμφανής. Καλύτερα έτσι. Δεν αποφασίζει κανείς —εντάξει το αποφασίζει καμιά φορά, αλλά έχει κοντά πόδια— να βιώσει τον κόσμο με τον τρόπο κάποιου άλλου, αυτό το χαζό να μπει στα παπούτσια του άλλου. Η Λίζε μοιάζει με αρκετά από τα γυναικεία πρόσωπα του γουλφικού έργου, η Ντιτλέουσεν μοιάζει με την ίδια τη Γουλφ, όχι από επιλογή ωστόσο. Γυναίκες, ενός κάποιου προνομίου, ασφυκτικά τοποθετημένες στον ρόλο της συζύγου της μητέρας της κόρης της αδερφής της γυναίκας της εποχής τους, η γραφή ήταν μια διέξοδος, σίγουρα ήταν, ήταν όμως και μια χύτρα με το καπάκι σφιγμένο καλά και τον εξαερισμό πότε να λειτουργεί και πότε όχι, υπακούοντας κάποιο δικό του μάνιουαλ λειτουργίας, μέχρι που έσκασε. Η γυναικεία γραφή του εικοστού αιώνα έχει πολλά κοινά, διόλου τυχαία. Μήπως κατάφερα να υπονομεύσω την εγκεφαλικότητα, αν τουλάχιστον με αυτό εννοεί κανείς τη συνειδητή απόπειρα κατασκευής και/ή υπονοεί μια χάλκευση από πλευράς υποκειμένου. Ίσως και να το έκανα.

Λογοτεχνία από το πάνω ράφι.

Με την πρώτη ευκαιρία θα αναζητήσω την Τριλογία της Κοπεγχάγης.

(το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
 
Μετάφραση Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πατάκη