Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Με αφορμή ένα βιβλίο

Την Τετάρτη το βράδυ ξεκίνησα να διαβάζω Το Παρελθόν του Άλαν Πάουλς (εκδ. Πάπυρος). Χριστουγεννιάτικο δώρο από αγαπημένο πρόσωπο, πήρε τη θέση του στο προσεχώς μέρος της βιβλιοθήκης. Η σειρά του έφτασε σχετικά γρήγορα για δύο λόγους. α) Σε πρόσφατη συζήτηση σχετικά με το τελευταίο αναγνωστικό μου κόλλημα, τον Χαβιέρ Μαρίας, μου πρότειναν το συγκεκριμένο βιβλίο. β) Λόγω μεγέθους. Είχα την ανάγκη να χωθώ σε ένα πυκνό κείμενο, που να καταλάβει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μου και της σκέψης μου.

Το βιβλίο, αν και το σχόλιο φέρει το ρίσκο του ενθουσιασμού της αρχής, είναι εξόχως γοητευτικό, αλλά περισσότερα σε προσεχή ανάρτηση αφιερωμένη αποκλειστικά στο βιβλίο του Αργεντινού συγγραφέα. Σήμερα ήθελα να μιλήσω για μια ταινία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Όπως προέγραψα ήδη, διαβάζω το Παρελθόν του Πάουλς. Στις πρώτες σελίδες εμφανίζεται μια ανάμνηση από το παρελθόν κατά την οποία το ζευγάρι για πολλοστή φορά πηγαίνει στον κινηματογράφο για να παρακολουθήσει την ταινία του Βισκόντι, ο Ρόκο και τα αδέρφια του. Μια παράγραφο καταλαμβάνει η περιγραφή της σκηνής στο σινεμά, που όμως στάθηκε ικανή να με κινητοποιήσει.

Πίσω στη εποχή κατά την οποία οι κυριακάτικες (και όχι μόνο) εφημερίδες συνόδευαν αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, οι λάτρεις της έβδομης τέχνης και όχι μόνο είχαμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε μια μίνι ταινιοθήκη στο σπίτι μας. Μία από τις ταινίες αυτές ήταν και το (θεωρούμενο ως) αριστούργημα του ιταλικού κινηματογράφου, ο Ρόκο και τα αδέρφια του.

Και όμως μέχρι τώρα ποτέ δεν έτυχε, αν και πολλές φορές έφτασα κοντά, να τη δω. Ανασταλτικός παράγοντας συνήθως η διάρκειά της σε σχέση με την ώρα προβολής. Είχα και την κρυφή ελπίδα μήπως πετύχω κάποιο αφιέρωμα σε μεγάλη οθόνη και μπορέσω έτσι να μεγιστοποιήσω την προσδοκόμενη απόλαυση.

Την Πέμπτη το βράδυ λοιπόν, και ενώ η αρχική ιδέα για σινεμά (υπάρχει το αφιέρωμα στον Θεόδωρο Αγγελόπουλου αυτές τις μέρες) μούλιασε στο νερό της βροχής και στις δυσκολίες της μετακίνησης, αποφάσισα πως έφτασε η στιγμή. Έχοντας δει μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του Βισκόντι, με αγαπημένη στιγμή μάλλον το Θάνατο στη Βενετία - ταινία που ίσως ξεπερνά και το βιβλίο του Τόμας Μαν στα σημεία- , ο πήχης των προσδοκιών βρισκόταν ψηλά και το τελικό αποτέλεσμα ενέτεινε την πεποίθησή μου για τη σπουδαιότητα του σκηνοθέτη και μου υπενθύμισε πως καλό θα ήταν να ξεκινήσω μια ευρύτερη κινηματογραφική αναδρομή-επανάληψη.

Ο Βιτσέντζο (Σπύρος Φωκάς) έχει μεταναστεύσει στον ιταλικό βορρά, στο Μιλάνο, για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Άφησε πίσω τη χήρα μάνα του και τα τέσσερα αδέρφια του. Η ταινία ξεκινά με την άφιξη της οικογένειας στο σταθμό των τρένων του Μιλάνο (έναν από τους ομορφότερους σταθμούς τρένων που έχω δει), όμως, αν και έχουν στείλει γράμμα στο οποίο ανακοινώνουν την άφιξή τους, ο Βιτσέντζο δεν τους περιμένει στο σταθμό. Κατάκοποι από το πολύωρο ταξίδι και με εφόδιο μόνο μια διεύθυνση θα καταφέρουν τελικώς να φτάσουν στο σπίτι του πρωτότοκου που όμως αποδεικνύεται πως φιλοξενείται στο σπίτι της οικογένειας της κοπέλας του και για εκείνο το βράδυ είναι προγραμματισμένοι οι αρραβώνες. Η άφιξη, παρά την αρχική χαρά, προκαλεί τον πανικό με αποτέλεσμα ο αρραβώνας να ματαιωθεί και η οικογένεια Παρόντι να βρεθεί στο δρόμο.

Το κυρίαρχο θέμα της ταινίας είναι η μετανάστευση από τον ιταλικό νότο στο βορρά, εκατοντάδες χιλιάδες Ιταλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για να αναζητήσουν δουλειά στον πλούσιο βορρά. Είναι χαρακτηριστικό το σημείο στο οποίο η μάνα λέει πως τόσα χρόνια έβλεπε τον άντρα της να ταλαιπωρείται για ένα κομμάτι ψωμί στα χωράφια και εκείνη φανταζόταν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, ένα μέλλον με σταθερή δουλειά, σπίτι και ένα πιάτο φαγητό. Όμως, ακόμα και εντός της ίδιας χώρας, ο οικονομικός μετανάστης αντιμετωπίζεται πάντοτε ως ξένος, το επίθετο νότιος μόνο υποτιμητική χροιά έχει. Αλλά και ο μετανάστης δυσκολεύεται να προσαρμοστεί καθώς  του λείπει ο τόπος του.

Δε λείπει όμως και ο έρωτας. Μία πόρνη γίνεται σημείο τριβής ανάμεσα στο Ρόκο και το Σιμόνε. Η υπέροχη σκηνή στη στέγη του καθεδρικού ναού ανάμεσα στο Ρόκο και εκείνη αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας.

Η ταινία, χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια, ένα για κάθε αδερφό,  αν και φέρει αρκετά στοιχεία νεορεαλισμού (σημαντικό κομμάτι άλλωστε στη φιλμογραφία του Βισκόντι) εντούτοις δεν περιορίζεται σε αυτό και φλερτάρει σε αρκετά σημεία με τον ποιητικό κινηματογράφο. Οικογενειακό δράμα ( με έντονες αιχμές για τη μεσογειακού τύπου αντίληψη περί οικογένειας) που άφησε έντονο το στίγμα του. Γυρισμένο την ίδια χρονιά με το φιλμ  του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Με κομμένη την ανάσα, φέρει κάτι από το φρέσκο παρισινό αέρα της γαλλικής Nouvelle Vague. Ακόμα μια φορά ο Βισκόντι εμπνέεται από τον Τόμας Μαν και πιο συγκεκριμένα από το βιβλίο του, Ο Ιωσήφ και τα αδέρφια του.    
Μια ακόμα σπουδαία ταινία του ιταλικού κινηματογράφου, του παλιού γιατί ο σύγχρονος περνάει περίοδο τρομακτικής κρίσης με ελάχιστες εξαιρέσεις και πυροτεχνήματα.





2 σχόλια:

  1. ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΒΙΕ ΜΑΡΙΑΣ:
    ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ-ΑΠ ΟΣΟ ΞΕΡΩ-ΕΚΔΟΘΕΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ 'ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ ΑΥΡΙΟ' ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΙΑΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ.
    ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έχεις δίκιο ανώνυμε, δυστυχώς η μετάφραση της τριλογίας έχει μείνει στο πρώτο βιβλίο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή