Η ξηρασία αναγκάζει την οικογένεια του Φαμπιάνο να βρεθεί, για ακόμα μια φορά, στο δρόμο, αναζητώντας νέο μέρος για να εγκατασταθεί. Η φαζέντα στην οποία δούλευε ως γελαδάρης δεν υπάρχει πια, οι καλλιέργειες κάηκαν από την ανομβρία , το κάποτε γόνιμο χώμα έγινε έρημος σε μια στιγμή, όρνια λυμαίνονται τα κουφάρια των ζώων. Ο ήλιος φέρει θάνατο σε τούτα τα μέρη. Ο Φαμπιάνο, η κυρά-Βιτόρια, τα δύο παιδιά και η Φάλαινα – η πιστή ηλικιωμένη σκύλα – περπατούν κάτω από τον καυτό ήλιο, γυρεύοντας ίσκιο και τροφή. Κουβαλούν τα ελάχιστα υπάρχοντά τους σε μια πορεία προς το άγνωστο. Το άγνωστο δεν τους τρομοκρατεί, αλλά αντίθετα τους γεμίζει ελπίδα, γιατί πουθενά δε μπορεί να είναι χειρότερα από τη μέση του τίποτε.
Οι πρώτες γραμμές της νουβέλας φέρνουν στο νου την εναρκτήρια παράγραφο του διηγήματος του Χουάν Ρούλφο, Μας δώσανε τη γη.
«Τόσες ώρες περπάτημα, χωρίς να βρούμε ούτ’ έναν ίσκιο δέντρου, ούτ’ έναν σπόρο δέντρου, ούτε μια ρίζα από τίποτα, και τώρα ακούμε να γαβγίζουν τα σκυλιά.» (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου)
Καθώς η ανάγνωση προχωρά το νήμα που ενώνει τους δύο συγγραφείς γίνεται πιο ορατό. Το έργο του Ράμος θα αποτελέσει επιρροή για αρκετούς δημιουργούς, ένας σπόρος λογοτεχνικού ρεαλισμού φέρνει επιτέλους στο προσκήνιο τους ανθρώπους της γης, τους περιθωριοποιημένους αυτόχθονες, την πλειοψηφία. Η οικογένεια Buendia έχει στενούς δεσμούς συγγένειας με την οικογένεια του Φαμπιάνο.
Βρισκόμαστε στη Σερτάο, έτσι ονομάζεται το εσωτερικο της Βραζιλίας. Τόπος άγονος. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει σε συνθήκες πρωτόγονες, τα ποσοστά αναλφαβητισμού είναι σχεδόν καθολικά. Ο Ράμος έζησε αρκετά χρόνια σε εκείνες τις περιοχές. Γνώρισε από κοντά τον καθημερινό μόχθο των ανθρώπων αυτών, τους είδε να πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς γαιοκτήμονες. Για τις αγωνίες αυτών των ανθρώπων θέλησε να γράψει, να διηγηθεί τις δυσκολίες αλλά και τις ελπίδες τους, τα όνειρά τους.
Η μόρφωση αποτελεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τη μόνη ελπίδα για αυτούς τους ανθρώπους, μόνο έτσι θα μπορέσουν να υπερασπιστούν το μόχθο τους και να διεκδικήσουν ένα καλύτερο αύριο. Η πρόσβαση των παιδιών στη μόρφωση είναι σχεδόν αδύνατη, αλλά δε δείχνει να αποτελεί και προτεραιότητα των γονιών. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα στο οποίο ο Φαμπιάνο σκέφτεται πως « εάν μάθαινα κάτι, θα ήθελα να μάθω περισσότερα και ποτέ δε θα ήμουν ευχαριστημένος». Κάπως έτσι το καθεστώς αμάθειας περνά από γενιά σε γενιά.
Παρά τις δυσκολίες, οι κάτοικοι στη Σερτάο δεν παύουν να ονειρεύονται με έναν τρόπο συγκινητικά απλό και εξόχως χρηστικό. Το όνειρο της κυρά-Βιτόρια είναι κάποια στιγμή να αποκτήσουν με τον άντρα της ένα κανονικό κρεβάτι, άνετο, πάνω στο οποίο ο ύπνος θα αποτελεί ένα πραγματικό διάλειμμα ανάπαυσης από το κάμα της ημέρας. Ξέρει πως αποτελεί πολυτέλεια αφού απαιτεί έναν σταθερό τόπο κατοικίας και αρκετά χρήματα. Η μονιμότητα σε αυτά τα μέρη εξαντλείται στις συνθήκες διαβίωσης.
Ο λόγος του Ράμος στεγνός και λιτός, μεταχειρίζεται λέξεις ανθεκτικές στο περιβάλλον που κινούνται οι ήρωες του, λέξεις περιορισμένου ύψους και ακανθώδεις, μοιάζουν με τους κάκτους της ερήμου, τους φαινομενικά εχθρικούς που όμως προσφέρουν την ελάχιστη σκιά και το νερό που με κόπο μάζεψαν. Οι αχρείαστες γλωσσικές φιοριτούρες μαράθηκαν πριν καν γεννηθούν, οι προτάσεις μικρές όπως τα βήματα στο πυρωμένο έδαφος. Περιθώρια για ωραιοποίηση δεν υπάρχουν, σκοπός του Ράμος είναι να δείξει, η αλήθεια είναι σκληρή όπως το άνυδρο έδαφος. Η αφήγηση ακολουθεί την κυκλική πορεία των εποχών, τροχός σε αιώνια περιστροφή. Η μετάφραση του Ρούβαλη, απευθείας από τα πορτογαλικά, σέβεται το κείμενο και υπηρετεί το όραμα του δημιουργού, δε διστάζει να ελληνοποιήσει ορισμένους όρους (γεωγραφίας και βοτανολογίας κυρίως) και εκ του αποτελέσματος δικαιώνεται.
Η νουβέλα του Ράμος , Άγονες ζωές, εκδόθηκε το μακρινό 1938. Θεωρείται ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του μοντερνισμού στη Βραζιλία. Είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί αυτόνομο κάποιο έργο του Βραζιλιάνου συγγραφέα στα ελληνικά (είχαν προηγηθεί κάποιες μεταφράσεις διηγημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά). Η παρούσα έκδοση καλύπτει ένα σημαντικό κενό της μεταφρασμένης λογοτεχνίας.
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο bookstand.gr)
Μετάφραση Γιώργος Ρούβαλης
Εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων
Κορυφαίο, λέμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή