Νότιο Λονδίνο, γειτονιές τουριστικά αδιάφορες, συνοικίες αμιγώς εργατικές στη σκιά των προβολέων που φωτίζουν τη μητρόπολη. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και ο κόσμος αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, οι κανόνες του εμπορίου μεταβάλλονται, τα μικρά καταστήματα δέχονται την ασφυκτική πίεση των πολυκαταστημάτων. Ο Τζακ Ντοτζ είναι χασάπης, επαγγελματικός μονόδρομος στα βήματα του πατέρα του, αν ήταν στο χέρι του θα σπούδαζε ιατρική – ευχή διατυπωμένη ψιθυριστά. Μια ζωή περνούσε τα πρωινά στην κεντρική κρεαταγορά και την υπόλοιπη μέρα, φορώντας τη ματωμένη ποδιά, πίσω από τον πάγκο. Λίγο μετά που παντρεύτηκε την Έϊμυ έφυγε φαντάρος, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ήταν σε εξέλιξη, βρέθηκε να πολεμά στην αιγυπτιακή έρημο. Εκεί γνώρισε τον τυχεράκια Ρέι, κοντογείτονες, μεγάλωσαν στον ίδιο δρόμο μα έμελλε να γνωριστούν στη σκιά των πυραμίδων, παιχνίδια της ζωής. Το τέλος του πολέμου αφήνει το Λονδίνο γεμάτο πληγές, ανθρώπινες απώλειες, σπίτια ανέπαφα ανάμεσα σε χαλάσματα, μέσα όμως στα ερείπια συναντάται κυρίαρχη η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Μια μέρα, χρόνια μετά, ο Τζακ γυρίζει σπίτι και ανακοινώνει στην Έϊμυ πως αποφάσισε να αλλάξει ζωή, θα πουλήσει την επιχείρηση και με τα χρήματα αυτά θα μπορέσουν να αγοράσουν ένα σπίτι στο Μάργκεϊτ, δίπλα στη θάλασσα μακριά από τη λονδρέζικη γκριζάδα, οι δυο τους, μετά από τόσες στερήσεις και δυστυχία. Εκείνη δεν ενθουσιάζεται, δύο φορές την εβδομάδα, εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, επισκέπτεται την μοναχοκόρη τους, Ιουνία, στο ίδρυμα, υποχρέωση ιερή την κρατά στο Λονδίνο. Το όνειρο για αλλαγή δε θα κρατήσει πολύ, οι εξετάσεις δείχνουν καρκίνο του στομάχου. Τελευταία του επιθυμία η διασπορά της στάχτης του στη θάλασσα, στον προβλήτα του Μάργκειτ.
Ο Ρέι, ο Βικ, ο Βινς και ο Λέννυ δίνουν ραντεβού στην Άμαξα, την παμπ στην οποία συνηθίζουν να πίνουν μια μπύρα – ίσως και μια δεύτερη – από πάντα, τόπος συνάντησης, σημείο αποφόρτισης από την καθημερινότητα. Παραγγέλνουν έναν τελευταίο γύρο πριν ξεκινήσουν το ταξίδι για τη θάλασσα, το κουτί με τη στάχτη του φίλου τους είναι στο διπλανό σκαμπό. Ο Βινς έχει εξασφαλίσει μια πολυτελή Μερσεντές, θα ήταν ευχαριστημένος ο Τζακ.
Μέσα από μια πολυφωνική αφήγηση, ο Σουίφτ εκμεταλλεύεται την αμηχανία που επικρατεί στο αμάξι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού – μετρημένες κουβέντες και χώρος διαθέσιμος για ενδοσκόπηση – για να συνθέσει, μέσα από τις διαφορετικές οπτικές, τη ζωή στο Νότιο Λονδίνο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Χωρισμένο σε ολιγοσέλιδα κεφάλαια, που το καθένα φέρει το όνομα του αφηγητή, το μυθιστόρημα αποτελεί φόρο τιμής στα χαμένα όνειρα, τις δυσκολίες αλλά και τις μικρές χαρές της ζωής.
Πομπή νεκρική, το Λονδίνο δίνει τη θέση του στην ύπαιθρο, το τοπίο παύει να είναι αμιγώς αστικό, το μάτι βρίσκει περιθώριο να δραπετεύσει λίγο μακρύτερο απ’ όσο ήταν συνηθισμένο, το γκρίζο παύει να κυριαρχεί. Καθώς τα χιλιόμετρα περνούν, οι αφηγήσεις δένουν μεταξύ τους, μυστικά αποκαλύπτονται ενώ αναμνήσεις έρχονται στην επιφάνεια. Η ένταση οδηγεί σε ξεσπάσματα, η απώλεια είναι ακόμα νωπή. Μια θλίψη αυθεντική αναβλύζει, ένα κλάμα ήπιο που διακόπτεται από χαμόγελα υγρά, γεύση γλυκόπικρη έχει η ζωή. Οι ήρωες του Σουίφτ είναι βαθιά ανθρώπινοι, μπορεί κανείς να τους αγγίξει, να ακούσει την ιστορία τους, να γελάσει και να κλάψει στο πλάι τους.
Λογοτεχνία βρετανική, με τα μουντά χρώματα και το υγρό τοπίο. Με ένα εύρημα αφήγησης που αναδεικνύει τη συγγραφική ευφυία του Σουίφτ, εργαλείο λειτουργικό που δε βάζει τρικλοποδιές στον δημιουργό. Γοητευμένος από το σύνολο του βιβλίου, αναγνωστική απόλαυση καθάρια δίχως ενστάσεις, λογοτεχνία υψηλή.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο Bookstand.gr)
Μετάφραση Άντζελα Δημητρακάκη
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου