Ένα αργόσυρτο και λεπτομερές κινηματογραφικό τράβελινγκ σε τοπίο αστικό, κίνηση κυκλική που αναδεικνύει εικόνες της καθημερινότητας. Διασχίζοντας διάφορους δρόμους της μικρής πολιτείας, οι ράγες, πάνω στις οποίες ταξιδεύει η κάμερα, θα καταλήξουν σε ένα δρόμο με λίγα μόνο νούμερα, από τη μία τα μονά και από την άλλη τα ζυγά, σπίτια χαμηλά, κάποια με φθαρμένες σκεπές, στεγάζουν τις ζωές συνηθισμένων ανθρώπων που νιώθουν άνετα στην "ανωνυμία" τους. Μια μέρα συνηθισμένη, όπως τόσες και τόσες άλλες, λίγο πριν συμβεί κάτι τρομερό που θα σημάνει τελεσίδικα την καταγραφή της στη μνήμη των παρόντων, μια ιστορία μικρή, στα πίσω παρασκήνια του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, δίχως φώτα και μικρόφωνα, υπό ένα εκνευριστικό ψιλόβροχο.
Έτσι κυλούν οι πρώτες σελίδες του εντυπωσιακού (πρωτόλειου) μυθιστορήματος του Βρετανού συγγραφέα, Τζον ΜακΓκρέκορ. Αφήνεις στην άκρη την προσπάθεια να κατανοήσεις τα πάντα, διαβάζεις μαγεμένος, πράττεις σωστά.
"Αν στήσεις αυτί, θα την ακούσεις.
Την πόλη, τραγουδάει.
Αν σταθείς ήσυχα, στην άκρη του κήπου, στη μέση του δρόμου, στη στέγη του σπιτιού.
Πιο καθαρά ακούγεται τη νύχτα, τότε ο ήχος, πιο αστόμωτος, τέμνει την επιφάνεια των πραγμάτων, τότε το τραγούδι φτάνει μέχρι τα μέσα σου.
Είναι ένα τραγούδι στο μεγαλύτερο μέρος του χωρίς λόγια, πάντως ένα τραγούδι κι όποιος το ακούει, δεν αναρωτιέται τι είναι αυτό που τραγουδάει. Και το τραγούδι γίνεται ακόμη πιο δυνατό, όταν την κάθε νότα την πιάνεις χωριστά."
Ποιητικό θρίλερ, έτσι θα ονομαζόταν η κατηγορία, αν υπήρχε η υποχρέωση. Είναι αυτό το ανομολόγητο τρομακτικό συμβάν που διαρκώς αιωρείται και δεν αφήνει σε ηρεμία τον αναγνώστη, καθώς ο χρόνος επιβραδύνεται μέχρι να αγγίξει το σημείο μηδέν καρέ καρέ, και ο συγγραφέας επιμένει να περιστρέφει την παρατήρησή του από σπίτι σε σπίτι, να περιγράφει το σύνολο των πράξεων και των σκέψεων, ενώ προσπαθεί να αποτυπώσει συναισθήματα και να δώσει διαστάσεις στους χαρακτήρες του που προσδιορίζονται από κάποιο στοιχείο, όπως για παράδειγμα το νούμερο του δρόμου, το χρώμα των μαλλιών ή οτιδήποτε άλλο παρεμφερές θα μπορούσε να επιστρατεύσει η ανάγκη ενός εξωτερικού παρατηρητή να τους διακρίνει. Είναι αυτό το προσωπικό φίλτρο του συγγραφέα, μέσα από το οποίο συλλαμβάνει την πραγματικότητα και την αποτυπώνει σε ένα μήκος κύματος τόσο διαφορετικό αλλά ταυτόχρονα οικείο. Δίχως όμως την ιδιαίτερη γλώσσα, η αποτύπωση αυτή πιθανότατα θα έστεκε τεχνικώς άρτια μα ψυχικώς κενή. Επίσης, ο ενσωματωμένος στην αφήγηση ευθύς λόγος, καθιστά το κείμενο ακόμα πιο ζωντανό ενώ προσθέτει ροή στην ανάγνωση.
Μία από τις πρώτες σημειώσεις σχετικά με το βιβλίο υπήρξε η λέξη υπέροχο, λίγες σελίδες αρκούσαν άλλωστε. Το συναίσθημα δεν υποχώρησε στιγμή, μάλλον εντάθηκε, αποτέλεσμα να αναζητώ ξανά και ξανά τη σωστή σελίδα στο τετράδιο για να σημειώσω : υπέροχο. Αυτή η συνεχής επιστροφή οδήγησε στην εξής σημείωση : επιμένω να σημειώνω πόσο υπέροχο είναι. Λες και υπήρχε η πιθανότητα να το ξεχάσω.
Στα μάτια του ΜακΓκρέγκορ δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε σημαντικές και ασήμαντες υπάρξεις, κάθε ύπαρξη είναι εξόχως σημαντική, μοναδική και σπουδαία. Αντίστοιχα και οι πράξεις, τα γεγονότα. Μοιάζει να σιχαίνεται την εστίαση στις ζωές των λίγων και εκλεκτών, βρίσκει ενδιαφέρον και έμπνευση σε αυτό που τον περικλείει και μπορεί να αγγίξει, όχι στην εικονική πραγματικότητα. Προτιμά τη θέα από το παράθυρό του παρά εκείνη του δέκτη της τηλεόρασης. Όπως ο νεαρός ήρωας του βιβλίου που μαζεύει, θαρρείς, τις λεπτομέρειες του κόσμου· συλλέγει φαινομενικά άχρηστα μικροαντικείμενα, φωτογραφίζει το ασήμαντο, στριφογυρίζει γύρω από τον πυρήνα των μικρών πραγμάτων.
" Κάνει διάφορες συλλογές λέει, μαζεύει πράγματα από το δρόμο, αποδείξεις από ταμειακές μηχανές ας πούμε και πανεπιστημιακές σημειώσεις και φύλλα από περιοδικά, μια φορά μάζεψε ένα σωρό σπασμένα γυαλιά από τζάμι αυτοκινήτου και έφτιαξε ένα κολιέ λέει.
Είπε ότι είναι αστικά διαμάντια, λέει."
Είχε προηγηθεί η ανάγνωση του μυθιστορήματος του Γκράχαμ Σουίφτ, Τελευταίος Γύρος. Ήμουν σε τοπία βρετανικά και εκεί ήθελα να παραμείνω, εύστοχη επιλογή ενός πραγματικά σπουδαίου μυθιστορήματος.
Μνεία ιδιαίτερη στο μεταφραστικό έργο της Αθηνάς Δημητριάδου.
Εκδόσεις Άγρα
Χρόνια τώρα στέκει στα αδιάβαστα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉ, καλύτερα, στα αρχινισμένα, παρατημένο στη σελίδα 55.
Το κριτήριό μου να το επιλέξω/αγοράσω ήταν όσα υποσχόταν το οπισθόφυλλο και οι κριτικές που είχα διαβάσει τότε.
Έλα όμως που κάθε φορά που το βλέπω, η πρώτη σκέψη είναι: "Αργότερα!" Κι έτσι περνούν τα χρόνια. Και παραμένει στα (καμιά 50αριά) αδιάβαστα.
Το αστείο είναι ότι ενώ μου άρεσαν οι 55 πρώτες σελίδες, εντούτοις, κάτι με αποτρέπει να το ξαναπιάσω στα χέρια μου.
Συμβαίνουν αυτά. Μάλλον δεν ήρθε η ώρα του...
Η ανάρτησή σας με έβαλε σε σκέψεις, όπως καταλαβαίνετε.
κ.κ.
Είναι, θεωρώ, βιβλίου ρυθμού, ως εκ τούτου απαιτεί...
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σας έβαλα σε σκέψεις!
Δελεαστικότατο πόστ !!Ευχαριστούμε
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, δελεαστικότατο βιβλίο, εγώ απλώς μετέφερα μικρό μέρος της εμπειρίας...
ΔιαγραφήΈχω διαβάσει το προηγούμενό του -πρόταση φίλης - και μου άρεσε πολύ. Οπότε μπαίνει στα υπόψη :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο οποίο μπήκε άμεσα στη λίστα με τα προσεχώς!
Διαγραφή