Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Οι χρόνοι του σώματος - Don DeLillo





Ο χρόνος μοιάζει να κυλάει. Ό,τι συμβαίνει στον κόσμο εκτυλίσσεται μέσα σε στιγμές, κι εσύ στέκεσαι και παρατηρείς μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της. Στιλπνές λωρίδες γοργοκίνητου φωτός αυλακώνουν τον όρμο και το περίγραμμα των πραγμάτων διακρίνεται ανάγλυφο. Μια ολόλαμπρη μέρα μετά την καταιγίδα, όταν η συναίσθηση του ποιος είσαι διαπερνά και το παραμικρό πέσιμο ενός φύλλου, γνωρίζεις καλύτερα τον εαυτό σου. Ο αέρας σιγοσφυρίζει ανάμεσα στα κλαδιά των πεύκων, ο κόσμος υπάρχει, αμετάκλητα, και η αράχνη τρέχει πάνω στον ιστό της που πάλλεται από την πνοή του ανέμου.


Διασάλευση της σειράς, σχεδόν συνειδητά, το Σημείο Ωμέγα έπρεπε να ακολουθήσει τους Χρόνους του σώματος, κατά τον δημιουργό. Και όμως, τη στιγμή εκείνη - ένα χρόνο πριν - η απόφαση έμοιαζε σωστή, όπως μια υποχρεωτική πορεία σε μια βραδινή διαδρομή κάπου παράλληλα ή κάθετα με τους μεγάλους δρόμους της πόλης. Αναγνωστικός λογαριασμός για το μέλλον, ένας ακόμα.

Θα επέστρεφα, αργά ή γρήγορα θα επέστρεφα, αναπόφευκτα (σημ. χρήση λέξης με επίγνωση της διαπραχθείσας ύβρεως απέναντι στο άγνωστο μέλλον). Υπεύθυνη η υψηλή ταχύτητα της καθημερινότητας, οι εξοντωτικοί ρυθμοί της μεγαλούπολης σύμφωνα με τη φράση προκάτ. Οι νουβέλες της ύστερης περιόδου του ΝτεΛίλλο λειτουργούν για μένα ως παύσεις, χρονικοί αντίποδες του έξω κόσμου.

Η χρονική υστερία μού χτύπησε την πόρτα, αρχικά ανόρεχτα, από υποχρέωση θαρρείς, στην αδιαφορία μου εκείνη πείσμωνε, δεν την ένοιαζε πραγματικά, όμως ο θιγμένος της εγωισμός λειτούργησε ως κίνητρο. Με τον καιρό οι άμυνες δεν αναλώνονται στη θωράκιση της πόρτας, εμπειρία συσσωρευμένη, σχέδια στη σκόνη που άφησαν πίσω τους οι κατά καιρούς εισβολείς.

Η Λόρεν Χάρτκι βιώνει τη συντροφική απώλεια, ο παφλασμός των ωκεάνιων κυμάτων ενισχύεται με τις αντηχήσεις του τεράστιου νοικιασμένου σπιτιού. Δοκιμάζει τα όρια του σώματος, άσκηση ανάμεσα στην πειθαρχία και την τιμωρία, επίγνωση του εμβαδού. Αφορμή.

Η ιστορία εκτυλίσσεται κάπου ταυτόχρονα με την ανάγνωση. Διατύπωση μπερδεμένη, το ξέρω. Ο ΝτεΛίλλο αραιώνει και επιβραδύνει τον χρόνο, με ένα τρόπο μοναδικό, πρωτόγνωρο, σε μένα τουλάχιστον. Μια κατάσταση σχεδόν ονειρική, η εικόνα εντυπώνεται και διατηρεί τη λάμψη της αρκετά καρέ ύστερα, τυφλώνει και γεννά παραστάσεις, παιχνίδια του φωτός και του σκότους, δίνει το χώρο σε σκέψεις εξωτερικές να παρεισφρήσουν. Και όμως, - και εδώ έγκειται μέρος της μαστοριάς του συγγραφέα - στιγμή δε νιώθεις εκτός της ιστορίας, μια εμπειρία καθηλωτική, μια αποκοπή απαραίτητη για να συνεχίσει κανείς.


υ.γ εδώ το Σημείο Ωμέγα.


Μετάφραση Θωμάς Σκάσσης
Εκδόσεις της Εστίας

 

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Το Καρφί - Pedro Antonio de Alarcón





Πρόλογος

Ο Φελίπε άναψε ένα τσιγάρο και μίλησε κατ' αυτό τον τρόπο.

Τέλος προλόγου


Το άρωμα της οικονομίας λόγου ευδιάκριτο από τον πρόλογο κιόλας, οι λέξεις με το άρμα της ιστορίας στις πλάτες, υποχρέωση ιερή να την συντροφεύσουν ως το τέλος. Η απλότητα της αρχής, καθαρότητα. Κοιτάζοντας με έδρα το σήμερα όμως, γιατί η τεράστια χρονική απόσταση που μεσολαβεί επαναπροσδιορίζει εκ βάθρων την προσέγγιση ενός κειμένου -πια- κλασικού. Η λέξη Παιδικότητα αναζητά μια σχισμή για να περάσει, επιμένει να ζητά αφαίρεση της όποιας αρνητικής χροιάς. Και θα έπρεπε να προστεθεί ως ένα από τα συναισθήματα που γεννά η ανάγνωση της νουβέλας αυτής, μια παιδικότητα τόσο αναγκαία. Ένα σημείο εκκίνησης, που προσφέρει τη δυνατότητα να παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη, τόσο της γραφής όσο και της ανάγνωσης.  Η εξέλιξη όμως, φέρει αναπόφευκτα μαζί της - εκτός όλων των θαυμαστών - και την αλλοτρίωση, την απώλεια της αθωότητας, την ανάγκη για εντυπωσιασμό και πρωτοτυπία. Καινοτομία, λέξη ποθητή μα δύσκολη στην ορθογραφία της. 

Η επιθυμία μου να διαβάσω ξανά, στα ελληνικά ετούτη τη φορά, το διήγημα του Πέδρο Αντόνιο Ντε Αλαρκόν, πέρασε από τρεις φάσεις. Πρώτα ήρθε ο ενθουσιασμός στο άκουσμα της κυκλοφορίας του, κάπου θα το σημείωσα - έστω και νοητά-, το ξέχασα. Ύστερα ήρθε το βραβείο μετάφρασης με το οποίο τιμήθηκε ο Κρίτων Ηλιόπουλος, ενθουσιάστηκα ξανά, το σημείωσα ξανά, το ξέχασα, ξανά. Τρίτη - και φαρμακερή - όπως αποδείχτηκε η ανάρτηση της Βιβλιοσκώληκος, ευτυχώς.

Η επιστροφή στις πηγές προσφέρει νερό γάργαρο που ξεδιψά, σου τονίζει τα αρνητικά του βολέματος στην πολιτεία. Το Καρφί θεωρείται ως το πρώτο ισπανόφωνο αστυνομικό αφήγημα. Στηρίζεται σε μια δικαστική υπόθεση της εποχής (γύρω στο 1850), διαθέτει αρκετά στοιχεία δημοσιογραφικού κειμένου και απαραίτητες επιρροές ρομαντισμού. Δεν του λείπει όμως η ατμόσφαιρα μυστηρίου, προερχόμενη τόσο από το ύφος της αφήγησης, όσο και από μια μυστικοπάθεια στην αποκάλυψη ευαίσθητων στοιχείων ταυτότητας των πρωταγωνιστών και των τόπων. Η ανατροπή είναι (μάλλον) προφανής αλλά προσωπικά ήταν το τελευταίο που με απασχόλησε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, άλλοι - και αρκετοί - είναι οι λόγοι για να αναζητήσει κάποιος το Καρφί.

Και το επιμύθιο, συμπυκνωμένο και ξεκάθαρο: " Η θλίψη δεν είναι δυστυχία όταν δεν έχεις κάνει συνειδητά κακό σε κανέναν."

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις των Συναδέλφων


 

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Το Κλειδί - Τζουνιτσίρο Τανιζάκι






... Από φέτος έχω αποφασίσει να γράφω ανοιχτά πάνω σε κάτι που μέχρι σήμερα δίσταζα ακόμη και να το μνημονεύσω στο ημερολόγιό μου. Είχα αποφύγει να αναφέρομαι με τόσο συγκεκριμένο τρόπο σε ό,τι σχετίζεται με τη σεξουαλική ζωή την οποία μοιράζομαι με τη γυναίκα μου. Κι αυτό από φόβο μήπως εκείνη διαβάσει στα κρυφά αυτό το ημερολόγιο και θυμώσει· από φέτος όμως αποφάσισα να μη φοβάμαι πια τέτοια πράγματα.

Λίγο πιο κάτω σταμάτησα για να πάρω ανάσα, να συνειδητοποιήσω τι διάβασα μόλις, με την ελπίδα της παρανόησης, μακάρι κάτι άλλο να εννοεί ο αφηγητής, σκέφτηκα. Επανεκκίνηση. Οι φράσεις στέκονταν στη θέση τους ίδιες και απαράλλαχτες, ο συντάκτης δηλώνει αποφασισμένος να καταγράψει στις σελίδες του ημερολογίου του στιγμιότυπα και χαρακτηριστικά της σεξουαλικής ζωής "την οποία μοιράζεται με τη γυναίκα του".

Η απουσία επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους που - θεωρητικώς τουλάχιστον - σχετίζονται, είτε ερωτικά είτε φιλικά, είναι κάτι που με σοκάρει, μάλλον επειδή είναι κάτι το οποίο αδυνατώ - και πεισματικά αρνούμαι - να συλλάβω, παρά τα πλείστα παραδείγματα εκεί έξω. 

Αναλογίζομαι τον αφηγητή να κρατά μέσα του όλες αυτές τις σκέψεις και νιώθω το βάρος.

Υπάρχει όμως και δεύτερος αφηγητής, για την ακρίβεια αφηγήτρια. Η σύζυγος αποφασίζει και εκείνη να κρατήσει ημερολόγιο.

Πάνω σε αυτή την εναλλαγή καταχωρήσεων και ύφους - η οποία δυστυχώς δε μπορεί να αποδοθεί τυπογραφικώς στα ελληνικά αφού το ημερολόγιο του συζύγου είναι γραμμένο με ένα συνδυασμό ιδεογραμμάτων και ενός άλλου συλλαβικού αλφαβήτου (κατακάνα) αντί για το σύνηθες (χιραγκάνα) - στηρίζει την αφήγηση της ιστορίας του ο Τανιζάκι. Καθώς οι μέρες περνούν, ένα ιδιόμορφο παιχνίδι στρατηγικής διαδραματίζεται στα γραπτά, καθώς καθένας από τους δύο επιλέγει να αποκαλύψει κάτι ποντάροντας στην πιθανότητα ο άλλος να το διαβάσει κρυφά και παράνομα, αντίστοιχο παιχνίδι όμως παίζεται και σε "βάρος" του αναγνώστη, που δυσκολεύεται να δείξει εμπιστοσύνη και μένει να παρατηρεί τις παγίδες που στήνουν οι δύο σύντροφοι.

Η απόσταση που προσδίδει ο πλάγιος λόγος της περιγραφής, οι παρελθοντικοί χρόνοι των γεγονότων και οι παροντικοί της σκέψης είναι στοιχεία που προσδίδουν στο ημερολογιακό κείμενο κάτι το αρρωστημένα απρόσωπο, ακόμα και όταν οι αφηγητές αναφέρονται στις πιο προσωπικές τους στιγμές.

Η υποκρισία μιας κοινωνίας - της ιαπωνικής στην προκειμένη περίπτωση -, το στρίμωγμα των επιθυμιών και των ενστίκτων υπό το βάρος ενός επιβεβλημένου πρωτοκόλλου συμπεριφοράς, ο συναισθηματικός δεσμός ως συμβόλαιο τύπων, η μοναξιά. Αυτά θαρρώ πως είναι τα θέματα που πρωτίστως θίγονται στο Κλειδί, ενώ οι σεξουαλικές/ερωτικές επιθυμίες του ηλικιωμένου κατέχουν σημαντική μα δευτερεύουσα θέση. Η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας του ζευγαριού τα σκεπάζει όλα.

Συγκλονιστικό ακριβώς γιατί το θέμα του είναι τόσο αφύσικο μα ταυτόχρονα συνηθισμένο, λίγα πράγματα μοιάζουν να έχουν αλλάξει στο σήμερα σε σχέση με την Ιαπωνία του 1956. Οποιουδήποτε είδους πρόκληση για την πρόκληση απουσιάζει, υπάρχει κάτι το καθάριο στη γραφή του Τανιζάκι, κομμάτια ατόφια της ανθρώπινης ύπαρξης, αμόλυντα από τεχνητές επεμβάσεις.

Να ζήσεις μονάχος σου όντας περιστοιχισμένος από ανθρώπους, πόσο θλιβερό.

Μια σημαντική επανακυκλοφορία από τις Εκδόσεις Άγρα.


υ.γ όταν ένας εραστής της ανάγνωσης και των βιβλίων ξεχωρίζει ένα και μοναδικό για να σου προτείνει, τότε αυτό κάτι σημαίνει.




Μετάφραση Παναγιώτης Ευαγγελίδης
Εκδόσεις Άγρα   

   

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Deseando amar

Ετοίμαζε τη βαλίτσα της επιστροφής, για μέρες βρισκόταν ανοιχτή δίπλα στο πάντα ανάκατο κρεβάτι του, τη μια στιγμή, με πυγμή, τη γέμιζε, ύστερα μετάνιωνε, την άδειαζε. Κανένα από τα υπάρχοντά του, είτε επρόκειτο για τα μεταφερθέντα κατά την άφιξη, είτε για τα επίκτητα στον ξένο τόπο, είχαν σίγουρη θέση στον περιορισμό των είκοσι κιλών, μαθηματικό πρόβλημα για συναισθηματικούς λύτες. Προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από την οκνηρία, σα να ντρεπόταν για κάτι θαρρείς.

Η μέρα έφτασε, το μεσημέρι θα έπαιρνε το τρένο, η βαλίτσα έκλεισε. Με φώναξε στο δωμάτιο, μου έτεινε μια βιντεοκασέτα, "αυτή για σένα Έλληνα", είπε. Τη θυμόμουνα την κασέτα αυτή, προοριζόταν να αποτελέσει δώρο επετείου, ο χωρισμός προηγήθηκε όμως. Έμεινα να τον κοιτάζω, εκείνος διάβασε τη σκέψη μου, "δε χωράει" είπε κυνικά, δε με έπεισε. Αγκαλιαστήκαμε, ευτυχώς είχε αργήσει, πόσο μισητοί και αμήχανοι οι αποχωρισμοί ρε γαμώτο. Τον είδα ξανά, χρόνια μετά, στο Τολέδο, για τη σχέση εκείνη καιγόταν ακόμα να μιλάει, επιζητούσε να ακούσει λόγια δικαίωσης, όμως αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Ύστερα από λίγες μέρες έφτιαξα και εγώ τη δική μου βαλίτσα, το πλοίο μου έδινε την ελευθερία να κουβαλήσω όσα το σώμα άντεχε να σηκώσει, άφησα πίσω αρκετά, την κασέτα όμως όχι.

Μεσολάβησε μια περίοδος προσαρμογής, παράξενη μα εποικοδομητική, ύστερα η καθημερινότητα έγινε αμιγώς ελληνική, ο περασμένος χρόνος έμοιαζε με όνειρο πια. Ένα βράδυ αποσύνδεσα το dvd player, στη θέση του, μετά το απαραίτητο ξεσκόνισμα, τοποθέτησα το βίντεο, ήταν η στιγμή να δω επιτέλους το Deseando amar, του Wong Kar-wai.



Γρήγορα συνειδητοποίησα πως αδυνατούσα να παρακολουθήσω τους ισπανικούς υπότιτλους, είχα προφανώς υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις μου. Ανέβαλα προσωρινά τη σκέψη να εγκαταλείψω, απέμεινα να κοιτάζω την οθόνη, την είδα ολόκληρη τελικά.

Την επόμενη μέρα την είδα ξανά.

Την είδα πολλές φορές μέχρι να πράξω το απλό: να κατηφορίσω ως το βίντεο κλάμπ και να την αναζητήσω. Μετά την εικόνα και τη μουσική, ήταν η σειρά του λόγου. Ένιωσα να την παρακολουθώ για πρώτη φορά.

Οι επόμενοι μήνες πέρασαν ως εξής: μόλις γύριζα σπίτι, πατούσα το play, δυνάμωνα τον ήχο και ύστερα συνέχιζα με όσα είχα να κάνω, ανά τακτά χρονικά διαστήματα επέστρεφα στο σαλόνι, στεκόμουν μπροστά στην οθόνη, τις περισσότερες φορές καθόμουν στον καναπέ και δε σηκωνόμουν πριν τους τίτλους τέλους που ακολουθούν την καθαρτήρια εκμυστήρευση στο ναό. Πάντα μόνος όμως, σαν εμμονή, αργότερα μόνο ήρθαν οι εξαιρέσεις.
 

Σήμερα, στο λεωφορείο της επιστροφής από τη δουλειά, δίχως προφανή λόγο, έκανα μια λίστα με τα υπέρ και τα κατά της ζωής δίχως τηλεόραση. Αναπόλησα την παρουσία του In the mood for love στο χώρο. Μπαίνοντας σπίτι, έβαλα το soundtrack να ακούγεται από τα ταπεινά ηχεία του υπολογιστή και θυμήθηκα την υπόσχεση στον Lou πως μια μέρα θα γράψω για την ταινία αυτή. Η ζωή δίχως τηλεόραση είναι μια χαρά, μια οθόνη όμως τη χρειάζομαι.

        

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Ρόζα - Jonathan Rabb






Το Βερολίνο το Δεκέμβριο, για όσους γνωρίζουν την πόλη, δε μοιάζει με κανένα άλλο μέρος. Τα πρώτα χιόνια το στρώνουν για τα καλά και οι φαρδιές λεωφόροι από το Σαρλότενμπουργκ μέχρι το Ρόντελ ανασαίνουν την αψάδα του πρωσικού χειμώνα. Είναι η εποχή που τα αγοράκια τραβάνε με βιασύνη τις μανάδες τους από τις στολισμένες βιτρίνες του ΚαΝτεΒε ή του Βέρτχαϊμ ή τις κομψές αίθουσες τσαγιού του ξενοδοχείου Άντλον, για να πάνε πέρα στο Τίεργκάρτεν ή στη Ζίγκεσαλέ με την εντυπωσιακή σειρά των μαρμάρινων αυτοκρατόρων της.

Τώρα όμως ήταν Ιανουάριος και το χιόνι είχε μετατραπεί σε αδιάκοπο ψιλόβροχο, τόσο διαπεραστικό που περνούσε ακόμα και τις πιο χοντρές στρώσεις ρούχων. Κι αν αλλού διατηρούσαν ακόμα πεισματικά κάποια ίχνη ευγένειας, εδώ στην ανατολική πλευρά της πόλης, μέχρι πέρα τις φθηνές πανσιόν ύπνου του Πρεντσλάουερ Μπεργκ, οι άνθρωποι δεν είχαν ούτε το χρόνο ούτε την υπομονή για τέτοιες χειρονομίες. Τα Χριστούγεννα δεν είχαν φέρει τίποτα, εκτός ίσως από την αλήθεια πως ο πόλεμος είχε χαθεί πολύ πριν από το καλοκαίρι, και ότι οι στρατηγοί τούς δούλευαν όλους ψιλό γαζί μέχρι το τέλος του και τη συνθηκολόγηση του Νοεμβρίου. Αυτό είχαν φέρει τα Χριστούγεννα.

Το Βερολίνο υποβλητικό, λίγο μετά το - γραφειοκρατικό - τέλος του πολέμου, παρά τις φθορές, εξωτερικές και μη. Ο χειμώνας βαρύς, να το ντύνει με τα χρώματα, εκείνα τα σκούρα, που περισσότερο απ' όλα το κολακεύουν. Το σκοτάδι αναπόφευκτο, το φως του ήλιου δεν αρκεί, η υγρασία τροφή θρεπτική για τη μούχλα που έρχεται από τα χαμηλά. Το τοπίο ρευστό, ιδανικό προς διαμόρφωση, η χαρά των κρατούντων.

Γοητευμένος από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ (ή το μύθο αυτής), ο Ραμπ, επιλέγει το άνωθεν τελάρο για να κεντήσει την ιστορία του, ακόμα μία με πρωταγωνίστρια την Κόκκινη Ρόζα, τη μικρή Εβραία που προσπάθησε να μεταφέρει την επανάσταση του Λένιν στο Βερολίνο. Ο συγγραφέας επιχειρεί στον κορμό της Ιστορίας να μπολιάσει τη δική του, να τη δει να αναρριχάται και να πυκνώνει τα φύλλα της, από κάποια απόσταση να δείχνει ένα. Έτσι γεννιέται ο αστυνομικός επιθεωρητής Νικολάι Χόφνερ.

Η ανακάλυψη μιας σειράς από γυναικεία πτώματα κινητοποιεί τις αρχές, ο δράστης - με χαρακτηριστικά serial killer - απειλεί να διασαλεύσει τη φαινομενική και μόλις προσφάτως επανακτήσασα κανονικότητα της πόλης. Η έρευνα αλλάζει χαρακτήρα όταν ανακαλύπτεται το νεκρό σώμα της Ρόζα, η υπόθεση περνά υπό την αυστηρή επιτήρηση της Πόλπο, της πολιτικής αστυνομίας. Ο Χόφνερ όμως, όπως κάθε ντετέκτιβ της αστυνομικής λογοτεχνίας που σέβεται - έστω και ελάχιστα - τον εαυτό του, θα επιμείνει να οδηγήσει μέχρι τέλους την έρευνα, επιθυμώντας να αντικρίσει κατάματα την αλήθεια. 

Παρά την αδιαπραγμάτευτη υποβλητικότητα του Βερολίνου και τη συγγραφική ικανότητα του Ραμπ να δημιουργεί ατμόσφαιρα, η αλήθεια είναι πως άργησα να μπω στην ιστορία, ίσως να έφταιξαν τα πολλά ονόματα, ονόματα όχι μόνο προσώπων, αλλά και περιοχών ή οργανώσεων, ίσως και η - δεδομένη - ασθενής μου μνήμη. Όμως, άπαξ και εισήλθα δεν εγκατέλειψα στιγμή. Η συγκεκριμένη επιλογή αποτελούσε εξαρχής ένα στοίχημα διπλό, συνδυασμός ιδιαίτερος αυτός του αστυνομικού μυθιστορήματος  και του μυθιστορήματος εποχής, καθώς κανένα από τα δύο είδη δεν αποτελούν αναγνωστική μου αδυναμία. Έχοντας όμως ακούσει σχόλια κολακευτικά, ανθρώπων που με τα χρόνια έμαθα να εμπιστεύομαι την κρίση τους, αποφάσισα να δοκιμάσω ξανά, να προβώ σε ένα μίνι έλεγχο της αναγνωστικής μου εξέλιξης. Είναι τέτοιο άλλωστε το πνεύμα που φέρει η κάθε καινούρια αρχή.

Το αποτέλεσμα αναμενόμενο. Ναι μεν, αλλά. Υψηλή αναγνωστική απόλαυση, απόρροια της γραφής και της ιστορίας, το ξετύλιγμα της έρευνας προσφέρει επιπλέον αναγνωστικές λαβές, το μεσοπολεμικό Βερολίνο αποτελεί το κατάλληλο σκηνικό, οι ομοιότητες με το σήμερα δημιουργούν σκέψεις ανατριχιαστικές, η αύρα της Λούξεμπουργκ πανταχού παρούσα. Όμως, παρά τα όσα θετικά, το μυθιστόρημα του Ραμπ δεν κατάφερε να με ξεσηκώσει, να με ψυχαγωγήσει. Ένιωθα διαρκώς ένα διδακτισμό, η Ιστορία έριχνε τη σκιά της βαριά, το τέλος γνωστό και δεδομένο. Αν προσθέσει κανείς και την αδιαφορία μου για τη λύση των μυστηρίων γενικότερα, τότε μάλλον αντιλαμβάνεται γιατί αδυνατώ να δηλώσω γοητευμένος, παρόλο που στη Ρόζα αναγνωρίζω ένα καλογραμμένο βιβλίο, το οποίο οι λάτρεις του είδους πιθανότατα θα αγαπήσουν από τις πρώτες κιόλας σελίδες.


Μετάφραση Ρηγούλα Γεωργιάδου
Εκδόσεις Πόλις

   

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Νουθεσία ημιόνου - Γιάννης Αστερής





Το βράδυ της εικοστής έκτης Νοεμβρίου του προπερασμένου έτους, λίγες ώρες προτού επιστρέψει στο διαμέρισμα όπου αντίκρισε τη σύζυγό του ξαπλωμένη και ασάλευτη στη συζυγική κλίνη, παραμορφωμένη από μια γκριμάτσα που για μια στιγμή τον τάραξε με τη θανατερή της ένταση, και ακριβώς το λεπτό (σκέφτηκε μήνες αργότερα) που η σύζυγός του, ακόμα ζωντανή και θλιμμένη, θα πρέπει να ετοίμαζε κάτι πρόχειρο για βραδινό, ο αρχιτέκτονας Γιώργος Αυγέρης έστεκε όρθιος ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες του δικηγόρου πνευματικών δικαιωμάτων Κώστα Μάρκου και συλλογιζόταν την ιστορία του γλύπτη ο οποίος, παραλυμένος σε σημείο που να μην μπορεί να κουνήσει ούτε δάχτυλο, καθόταν νυχθημερόν μπροστά στο ημιτελές  αριστούργημά του, χυμένος σε μια μαυρισμένη , ξεσκισμένη και βρομερή πολυθρόνα, με τη σκέψη ότι όχι μόνον οφείλει αλλά είναι και ικανός να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά το βλέμμα του στη θέση της σμίλης.

Ο Γιώργος Αυγέρης θα βρει τη σύζυγό του δολοφονημένη στη συζυγική κλίνη, εκείνος έλειπε καλεσμένος σε δείπνο στο σπίτι του δικηγόρου πνευματικών δικαιωμάτων Κώστα Μάρκου. Όμως οι υποτιθέμενοι συνδαιτυμόνες του θα αρνηθούν την ύπαρξη δείπνου στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές. Το άλλοθι καταρρέει.

Η ιστορία του μοναχού Διονύσιου - αρχικώς εγκιβωτισμένη - διεκδικεί τις διαστάσεις που τις αναλογούν και έρχεται να συνομιλήσει με την κυρίως αφήγηση, προσδίδοντάς της στοιχεία μη αναμενόμενα εκ πρώτης και καθιστώντας εαυτό ισάξιο σκέλος του τελικού συνόλου.

Λόγος μακροπερίοδος, σμιλεμένος στη λεπτομέρεια, ικανότητα ζηλευτή - ας μην κοροϊδευόμαστε. Αναρωτιέμαι πόσες φορές να μετακινήθηκαν οι λέξεις μέχρι να ριζώσουν στη θέση τους, πόσα περάσματα μέχρι να λειανθεί εντελώς η επιφάνεια, να μη σκαλώνει ο λόγος πουθενά. Δεν αποκλείω όμως και την αβίαστη εναπόθεση μετά από πολυκαιρισμένη κύηση - τέτοια είναι η λάμψη του.

Το έδαφος υποχωρεί, η τελεία αργεί, μια λεκτική δίνη είναι αυτή που δίνει το ρυθμό. Τα σημεία στίξης διατηρούν ένα ρόλο λίγο πιο αφανή στην προκειμένη περίπτωση δίχως όμως να χάνουν την εμπιστοσύνη στην κομβικότητα της ύπαρξής τους. Κατηφόρα, δρόμος απείρως δυσκολότερος του αντιθέτου της, τα χαλικάκια ακούγονται καθώς οι σόλες σέρνονται επ' αυτών και τα τρίβουν με βία στην ίδια τη γη που τα γέννησε, ο ορίζοντας παραμένει σταθερός παρά την ψευδαίσθηση της νέας αποκάλυψης που δημιουργεί η υψομετρική διαφοροποίηση. Άφημα.

Δεν είναι μόνο πως το κείμενο το ίδιο ορίζει το ρυθμό, είναι και εκείνη η δεύτερη φωνή που, αρχικώς ανεπαίσθητα, σαν ηχώ επαναλαμβάνει τις λέξεις στο κατόπι σου, φωνή που δυναμώνει όσο βυθίζεσαι στην ανάγνωση, φωνή δίχως συναίσθημα, μηχανική, σίγουρα όχι του δημιουργού, υπηρέτρια του κειμένου και όχι αντικαταστάτρια αυτού.

Το ερώτημα που θέτει αρχικώς ο Αστερής είναι αν ο αναγνώστης πιστεύει τον Αυγέρη ή όχι. Το αστυνομικού χαρακτήρα ζήτημα υποχωρεί καθώς η αφήγηση αναζητά μονοπάτια πιο εσωτερικά, έτσι ο συγγραφέας επιτυγχάνει - μαεστρικά - να σπρώξει τον αναγνώστη από την ασφαλή θέση του θεατή/κριτή και να τον μετακινήσει - έστω λίγο - πιο μέσα στον ίδιο του τον εαυτό στα πλαίσια της υλοποίησης των ξεχασμένων υποσχέσεων της λέξης ψυχαγωγία.


υ.γ Την απόσταση προς τη νουβέλα του Γιάννη Αστερή συντόμευσε αυτή η αναφορά



Εκδόσεις Ίνδικτος  

     

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Η Βικτώρια δεν υπάρχει - Γιάννης Τσίρμπας





«Έχουμε και λέμε. Το παίρνω από πάνω προς τα κάτω. Έκτος όροφος, η κυρία Αληθινού, μόνη της. Οροφοδιαμέρισμα κουφέτο η γριά. Ένα-μηδέν. Πέμπτος, οι Αλβανοί στο δυάρι. Δύο γονείς, δύο παιδιά, ένα-τέσσερα. Και στο τριάρι οι Λουκάδες. Δύο, συνταξιούχοι. Δεν τους παίρνεις μυρωδιά. Τρία-τέσσερα. Στον τέταρτο οι Κούρτηδες με τα παιδιά τους, καλοί άνθρωποι, και οι άλλοι Αλβανοί, γριά, ζευγάρι, μωρό, τέσσερις και αυτοί. Μας κάνει εφτά-οχτώ το σκορ. Στον τρίτο εμείς και ο Αλεξαντρ ο πλακάς, Ουκρανός εργένης, έντεκα-εννιά. Κι από κει και κάτω χάνεται η μπάλα.»


Σκηνή γνώριμη. Στο ταξί, στην ουρά για το ταμείο, στο λεωφορείο, στο περίπτερο, στην είσοδο της πολυκατοικίας, το παραλήρημα του αγνώστου στάζει μίσος και χολή, ακινητοποιεί με τη σιγουριά της γνώμης, τη βεβαιότητα. Δεν αφήνει περιθώρια για διάλογο, πόσο μάλλον για ενστάσεις, έτσι είναι τα πράγματα, εκείνος ξέρει. Φαινόμενο διαχρονικό, αχ και να με κάνανε πρωθυπουργό για μια μέρα, τότε θα έβλεπες... Σε ένα περιβάλλον ευμάρειας, μια τέτοια συμπεριφορά, φάνταζε σχεδόν γραφική, τώρα που το γάλα ξίνισε, αναβλύζει μια δυσωδία σήψης, κοινωνικός ιστός σε προχωρημένη αποσύνθεση.

Αριθμώντας Έλληνες και Ξένους στην πολυκατοικία που μένει, έτσι ξεκινά το λογύδριο του ο συνεπιβάτης του συγγραφέα αρκετά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Με μια νοσταλγικότητα για τα περασμένα, τις παλιές καλές εποχές στη γειτονιά στα πέριξ της Βικτώριας, τότε που ο ήλιος έλαμπε πιο πολύ, τα νυχτολούλουδα μεθούσαν τους ερωτευμένους με το άρωμά τους, τα περιστέρια κελαηδούσαν, οι πολυκατοικίες ήταν πιο όμορφες, τα αυτοκίνητα ήταν αθόρυβα, οι γείτονες χαμογελούσαν μονίμως, η ελληνικότητα αποτελούσε εχέγγυο ευζωίας.

Ναι καλά.

Η Αθήνα χωρισμένη στα δύο, ακόμα και το κέντρο της, περιοχές εγκαταλελειμμένες, δίχως κανένα σχέδιο, καμία πολιτική, έδαφος πρόσφορο για την καλλιέργεια του μίσους, χώρος απόθεσης ψυχών σε συνθήκες ντροπής, η ανέχεια δεν είναι δικαιολογία αλλά δύναμη που χαλυβδώνει το ένστικτο της επιβίωσης, πέρα από οποιαδήποτε έννοια δικαίου, όπως στη ζούγκλα.

Η νουβέλα του Τσίρμπα έχει μια σαφέστατη δυναμική, ο αφηγητής μιλά τη γλώσσα της Αθήνας, χρησιμοποιεί τη σοφιστεία για να προβεί σε λογικά άλματα στην προσπάθειά του να αποδείξει την ορθότητά των λεγομένων του, δε διστάζει να υψώσει τον τόνο της φωνής, να δείξει απειλητικός. Ο συγγραφέας, ακούει με απέχθεια και κάποιο φόβο το παραλήρημα του αφηγητή του, ελέγχει την ηλεκτρονική αλληλογραφία στο κινητό του, ανάλογα με το περιεχόμενο, είτε διαγράφει είτε προωθεί τις καταναλωτικές προσφορές που κατακλύζουν τα εισερχόμενα. Βιάζεται να βγει στην επιφάνεια, να καπνίσει με ανακούφιση.

Η κεντρική αφήγηση ανακόπτεται από την παρεμβολή επιμέρους κειμένων, ιστορίες του χτες και του σήμερα, ειπωμένες σε μια γλώσσα παλιά, σφηνωμένες στο σώμα της εποχής, αφηγηματικά κατάλοιπα του παρελθόντος. Η συνύπαρξη προκαλεί μια αντίθεση, δύο φωνές διαφορετικές, ο αφηγητής και ο συγγραφέας σε αναμέτρηση, ο αγώνας λήγει υπέρ του πρώτου.

Η κεντρική ιστορία θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομη και να αποτελέσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κυοφορούμενης νεοελληνικής λογοτεχνίας της κρίσης. Όμως, όπως και η ίδια η εποχή, έτσι και η λογοτεχνία που την περιγράφει, θα χρειαστεί χρόνο για να δει τη σκόνη να κατακάθεται και την εικόνα να γίνεται ευδιάκριτη.




(πρωτοδημοσιεύτηκε στο Bookstand.gr)




Εκδόσεις Νεφέλη

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Η πόλη και η σιωπή - Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης






Πάντα κάτι λείπει. Ο Αργύρης μασούσε ανόρεχτα το κολατσιό του, προσπαθώντας να καταλάβει τι δεν έκανε σωστά και του βγήκε τόσο άνοστο, όταν άκουσε τις κραυγές. Χαμήλωσε την ένταση του ραδιοφώνου και αφουγκράστηκε καλύτερα. Όντως, κάποιος καλούσε σε βοήθεια.

Η πολιτεία αποπνέει τη δυσκολία των καιρών. Μα, όπως συμβαίνει σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας, το ατομικό αποτελεί απλώς ελάχιστη συνεισφορά στη σύνθεση της μεγάλης εικόνας, κάθε μικρή ιστορία χάνεται στην ανωνυμία και περιορίζεται στον κύκλο του καθενός, κύκλος με τάση να στενεύει στα ζόρια. Και όμως, μία μικρή ιστορία αρκεί για να δώσει τις συντεταγμένες του σήμερα.

Αρχικώς με ξένισε η επικαιρότητα της ιστορίας, μα γρήγορα η γνώριμη φωνή του συγγραφέα με έκανε να νιώσω οικεία. Ο Τζαμιώτης επιλέγει το σήμερα της οικονομικής/κοινωνικής κρίσης ως πλαίσιο, για τους δικούς του λόγους, συνθέτει - όπως συνηθίζει άλλωστε - έναν χαρακτήρα που αποτελεί το κεντρικό σημείο αναφοράς και μελετά την αντίδρασή του σε ακραίες καταστάσεις.

Ο Αργύρης Τρίκορφος αναγκάστηκε να αλλάξει στρατόπεδο, από την άνετη ζωή που του εξασφάλιζε η οικογενειακή βιοτεχνία κουμπιών βρέθηκε στο κυνήγι του μεροκάματου πίσω από το τιμόνι του ταξί. Καλά να πάθει, θα πουν κάποιοι, δίχως να του δώσουν την ευκαιρία να διηγηθεί.

Διάβασες διηγηθεί ή μήπως δικαιολογηθεί; Η ανοχή μας αρκείται πια στη δικαιολογία, δεν της περισσεύει χώρος για μια απλή διήγηση. Η κρίση - εκτός άλλων πολλών - έχρισε κριτές.

Και το πολυπόθητο θαύμα θα λάβει χώρα, το τσαντάκι, γεμάτο ευρώ, θα παραπέσει από τον πελάτη και θα κρυφτεί κάτω από το κάθισμα, η λύση βρέθηκε, τέλος καλό όλα καλά.

Μισό λεπτό. Ο Αργύρης θα αποφασίσει, όχι εμείς.

Τα λεφτά αυτά δεν είναι δικά μου, πρέπει να τα επιστρέψω. Αποφάσισε. Και τα επέστρεψε. Με τη συνείδηση ήσυχη έπιασε πάλι το τιμόνι, το μεροκάματο έπρεπε να βγει.

Μια απόφαση καθαρά προσωπική στο επίκεντρο του σχολιασμού, η ηρωική - αυτό είναι το ορθό επίθετο σε περιπτώσεις όπως αυτές - πράξη γρήγορα θα λάβει τις διαστάσεις δημοσιότητας που λαχταρά η αδηφάγα κοινή γνώμη. Η γνώμη κοινή, η πράξη ξεχωριστή, βρες την παγίδα.

Το ανέφικτο της ατομικής ιδιαιτερότητας, ο κοινωνικός κανόνας που παραμονεύει. Η γενίκευση: έτσι είναι τα πράγματα δυστυχώς. Ο αφορισμός: μα εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο; Και ο κόσμος γυρίζει στην ίδια τροχιά.

Θα μπορούσε να αποτελεί τη - χαλαρού νήματος - συνέχεια του προηγούμενου μυθιστορήματός του με τίτλο Η εφεύρεση της σκιάς. Οι κεντρικοί ήρωες των δύο μυθιστορημάτων, άλλωστε, θα συναντηθούν στο ταξί και θα ανταλλάξουν απόψεις για την επικαιρότητα. Η εκτίμηση του Αργύρη για τον Ισίδωρο Γεωργίου γρήγορα θα καταρρεύσει, η απομυθοποίηση του παρελθόντος είναι πάντοτε οδυνηρή, παγκόσμια σταθερά.

Καθώς οι μέρες από την ανάγνωση περνούν, οι λεπτομέρειες της ιστορίας αδυνατίζουν, με αποτέλεσμα η μάχη για την προάσπιση της λογικής και της ατομικής αξιοπρέπειας να εξυψώνεται πάνω από την εποχή και τα χαρακτηριστικά της, διαχωρίζοντας την Πόλη και τη Σιωπή από την καιροσκοπική λογοτεχνία της κρίσης.


υ.γ Εδώ η συνέντευξη του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη στο Mixtape.


Εκδόσεις Καστανιώτη


Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

360 - Αχιλλέας Κυριακίδης





Το ταξί δε σταμάτησε στη διάβαση πεζών. Το σώμα δέχτηκε το χτύπημα στη δεξιά κνήμη, απογειώθηκε, έφερε μιάμιση περιστροφή στον αέρα σα να ασκούνταν σε κατάδυση με μικρομεσαίο βαθμό δυσκολίας, τσακίστηκε στη στέγη του οχήματος που στο μεταξύ είχε ακινητοποιηθεί στριγγλίζοντας, και προσεδαφίστηκε με το κεφάλι ανοιγμένο νεκρώσιμα και το ένα γόνατο τελεσιδίκως γυρισμένο.

Άπαξ και το κέντρο οριστεί ο σχηματισμός του κύκλου ακολουθεί, άνευ αυτού δεν ορίζεται άλλωστε. Το ταξί δε σταμάτησε στη διάβαση πεζών, ο χρόνος πάγωσε και η περιστροφική κίνηση του κορμιού στον αέρα χάραξε με ευκρίνεια την περίμετρο. Στην ακίδα του διαβήτη οι πρωταγωνιστές, στο μολύβι οι θεατές, ο χώρος ισούται με το εμβαδό.
 
Στη θέση του συμβάντος τοποθετείται η κάμερα του δημιουργού, σταθερή στο τρίποδο και με δυνατότητα περιστροφής στον άξονά της. Αναστροφή της διάταξης, οι θεατές πρωταγωνιστές στη θέση των απερχόμενων προκατόχων τους από τη κεντρική σκηνή. Ιστορίες ιδιωτικές, στις ύστερες συντεταγμένες του κύκλου, η κάμερα σταθεροποιείται, όταν είναι απαραίτητο ζουμάρει, αναδεικνύει όσα οι τοίχοι κρύβουν, ενισχύει τους ψίθυρους. Ενδεχόμενη επιμονή στην κυκλική κινηματογραφική λήψη, είτε την εκ του κέντρου σταθερή, είτε την ταξιδεύουσα στις ράγες της περιμέτρου, θα προσέφερε ένα πυκονγραμμένο σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Δεν ήταν όμως αυτή η πρόθεση του δημιουργού.

Ο Κυριακίδης χρησιμοποιεί λέξεις ιδιαίτερες, σχεδόν ξεχασμένες, στα όρια της επιτήδευσης. Πράξη που πηγάζει από μια βαθιά καλλιέργεια και δεν αποτελεί μια ποιητικίζουσα πούδρα μακιγιαρίσματος του λόγου, και ως εκ τούτου γοητεύει τον αναγνώστη και υπηρετεί την ιστορία. Η λεκτική αντίστιξη με την παρουσία, ακόμα και στην ίδια περίοδο, λέξεων μαλακών και σκληρών, του σαλονιού και του δρόμου, του χτες και του σήμερα. Επιμονή στη λεπτομέρεια και αναζήτηση της ιδανικής λύσης, γνωρίσματα μάστορα καλού.

Η Αθήνα του Κυριακίδη φαντάζει πόλη κεντροευρωπαϊκή, με τα χρώματα μουντά και τα ρείθρα γεμάτα φύλλα φθινοπωρινά. Η λιτή αστική θέα από το παράθυρο του ηλικιωμένου ζευγαριού στην Αγάπη του Χάνεκε δε μου έφυγε στιγμή από το μυαλό. Οι αναφορές, ορατές και μη, σε έργα και δημιουργούς από το σύνολο των τεχνών, αυξάνουν το βαθμό πυκνότητας, νήματα απαραίτητα για τον αργαλειό που ακατάπαυστα συνθέτει.  

Δε μπόρεσα να κατεβώ από το καρουζέλ μετά την πρώτη ανάγνωση, μήτε το θέλησα όμως. Ακολούθησε δεύτερη διαδρομή, λεπτομέρειες, που διέφυγαν της πρώτης, ήταν εκείνες που σε συνδυασμό με την απόλαυση επέβαλαν μια τρίτη.


Εκδόσεις Πατάκη

 

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Oh Boy (2012)








Κάθε κινηματογραφική σεζόν χαρακτηρίζεται από κάποιες προσωπικές σταθερές, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη μίας τουλάχιστον καλής γερμανικής ταινίας. Το Oh Boy επιβεβαίωσε τον κανόνα αυτό!

Η πρώτη σκηνή, σε συνδυασμό με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, μου έφερε στο νου το υπέροχα γοητευτικό - αλλά μάλλον λησμονημένο - ισλανδικό Dark Horse. Πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε, ο κινηματογράφος εκείνος - όπως και αρκετοί ακόμα - έχει πια κλείσει, ενώ με την Α. μιλάμε όλο και σπανιότερα.

Η ταινία διαπραγματεύεται το εικοσιτετράωρο του Niko Fischer, ενός νεαρού flaneur που περιδιαβαίνει τους δρόμους του Βερολίνου και έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά από αναποδιές. Σίγουρα δεν είναι η μέρα του.

Η κεντρική ιδέα σίγουρα δε χρήζει πρωτοτυπίας, όμως η υλοποίησή της αποζημιώνει τον θεατή εκείνο που ξεπερνώντας τη χλιαρή υπόθεση αναζήτησε καταφύγιο στη σκοτεινή αίθουσα. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Jan Ole Gerster,  τα καταφέρνει περίφημα, με πλήθος ευρημάτων, πολλά εκ των οποίων ιδιαιτέρως αστεία, παρουσιάζει ένα σφιχτοδεμένα χαλαρό αποτέλεσμα, σκηνοθετημένο απλά μα με χαρακτήρα, αξιοποιώντας στο μέγιστο βαθμό την παρουσία του ταλαντούχου Tom Schilling στον πρωταγωνιστικό ρόλο, δίχως τον οποίο θα είχαμε να κάνουμε με ένα εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα. Η σκηνοθετική εμμονή στα σταθερά μέσα μεταφοράς στην εξέλιξη της ταινίας λειτουργεί, τα μεταβατικά πλάνα δεν είναι φλύαρα ενώ και η ασπρόμαυρη φωτογραφία προσδίδει μια αίσθηση ονειρική αφαιρώντας ταυτόχρονα κάτι από τη ρεαλιστική χρονική ακρίβεια της ιστορίας. Η ατμόσφαιρα Βερολίνου δίνει επιπλέον πόντους και δείχνει σε πιο καταξιωμένους σκηνοθέτες τον επιτυχημένο τρόπο ένταξης μιας πόλης στο σενάριο και την κινηματογράφηση... 

Παρά τη φαινομενική ελαφρότητα, ο Gerster δε χάνει την ευκαιρία να αναφερθεί και να σχολιάσει αρκετά κοινωνικά ζητήματα και όχι μόνο. Οι οικογενειακές και ερωτικές σχέσεις, το σύγχρονο Βερολίνο, η μοντέρνα τέχνη, η καλλιτεχνική εμμονή στη Γερμανία με την χιτλερική περίοδο, το αίσθημα ενοχής ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Τα αδιέξοδα της ζωής ενός νεαρού, μέλος της προνομιούχας τάξης που επιχειρεί να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του. "Τι έκανες τόσο καιρό που μας κορόιδευες πως δήθεν σπουδάζεις;" απαιτεί να μάθει ο πατέρας και εκείνος θα απαντήσει: "Σκεφτόμουν".    

Με συμμάχους τη γνώση του αντικειμένου και τη σωστή χρήση των μέσων, οι πιθανότητες δε μπορεί παρά να είναι με το μέρος των συντελεστών. Μια πραγματικά όμορφη ταινία, η πρώτη της νέας χρονιάς.

Τελικά τα κατάφερα να πάω, έστω και μετά από πλήθος αναβολών και ακυρώσεων, προς γνώση και συμμόρφωση.  


Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Όροφος τέταρτος.



Λίγο πριν το τέλος του έτους, ή την αρχή του, δεν ξέρω, πάντα μπερδεύομαι στη θέα τέτοιων διατυπώσεων, λεκτικά κομβικών, αρχής και τέλους ή τέλους και αρχής, όπως προτιμάτε, δεν ξέρω τι να διαλέξω: νιώθω άβολα και στα δύο μέρη, με επιθυμία να σταθώ ακίνητος εκεί, στην ελάχιστη στιγμή ανάμεσά τους, αν και μάλλον κάτι τέτοιο φαντάζει, αν δεν είναι, αδύνατο ή έστω σχετικό. Έλεγα λοιπόν, δίχως όμως να υπόσχομαι πως θα απέχω των παρεκβάσεων από εδώ και στο εξής, πως λίγο πριν το τέλος του έτους 13 πήγα σε μια συναυλία που διοργάνωσε το μικροπεριοδικό Lust - μου αρέσει τόσο η λέξη μικροπεριοδικό, που δε θα θεωρήσω το σχόλιο παρέκβαση μα κύριο συστατικό αυτής της διήγησης, της πρώτης του έτους, αν και στο τέλος του προηγούμενου. Κατηφορίσαμε λοιπόν προς το ιστορικό κέντρο, νύχτα λευκή και κάποια μαγαζιά πόνταραν κάποια από τα τελευταία τους χαρτιά στην απόφαση του δήμου να παρατείνει το καταναλωτικό ωράριο μέχρι τις 11 το βράδυ, να βρούνε χρόνο οι άνθρωποι να προβούν σε αγορές, και ήταν όντως οι δρόμοι γεμάτοι από κόσμο και αυτοκίνητα, έφτανε η ουρά της Σταδίου στην Ομόνοια, οι κόρνες διέκοπταν τα χριστουγεννιάτικα άσματα που ακούγονταν σποραδικά, σε πλήρη αρμονία με τα φωτορυθμικά λαμπιόνια που βάραιναν τις προσόψεις των κτιρίων. Ήταν και οι πεζόδρομοι γεμάτοι κόσμο και αυτοκίνητα, οπισθογωνίες, καβαλίκεμα πεζοδρομίων, αποφυγή πεζών - με αγριοκοίταγμα- αγωνία για εύρεση σημείου στάθμευσης με την ασφάλεια που δίνει η απουσία της δημοτικής αστυνομίας - φήμη; - από τους (πεζό)δρόμους της πρωτεύουσας, έτοιμης κατά τα λοιπά να υποδεχτεί το νέο έτος, της ανάκαμψης και της ευημερίας. Σακούλες με ψώνια δεν είδα.

Όροφος τέταρτος. Έτσι ανέγραφε η πρόσκληση, αφού πρώτα πληροφορούσε για την οδό και τον αριθμό. Φτάνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας αναρωτηθήκαμε αν θα έπρεπε να πράξουμε αναμενόμενα και να ανηφορίσουμε μετά του ανελκυστήρος - που μεταξύ μας, δεν ικανοποιούσε καμία ευρωπαϊκή οδηγία περί ασφάλειας - έως τον τέταρτο ή μήπως θα έπρεπε να το σκεφτούμε μια δεύτερη φορά, μήπως μας διέφευγε κάτι, που ίσως αργότερα, στην πορεία της νύχτας αποδεικνυόταν σημαντικό και ως εκ τούτου φρόνιμο να ληφθεί υπόψη εγκαίρως. Ενώ λοιπόν βασανιζόμασταν στιγμιαίως από την ατολμία για το προφανές, μια μεγάλη παρέα έπραξε αναμενόμενα και εμείς ακολουθήσαμε σίγουροι για την επιλογή μας. Το μεγάλο μπαλκόνι, άδειο ακόμα, δεν είχε καμιά σπουδαία θέα, όμως οι φωτισμένες τζαμαρίες στην απέναντι πολυκατοικία απέπνεαν την αίσθηση ενός περιβάλλοντος γόνιμου, ιδανικού για πράξεις δημιουργίας και έρωτα, αν και ανθρώπινη φιγούρα - πρωταγωνίστρια των εμπνευσμένων πράξεων - εντός δεν αντίκρισα καμιά, όσο και αν κοίταξα, και κοίταξα πολύ, αλήθεια σας λέω, πολύ και επισταμένα, και τώρα διακόπτω τη ροή της σκέψης μου - της όποιας σκέψης μου - να αναζητήσω ένα τραγούδι των Κρίνων από το τελευταίο τους δίσκο, με τη φράση κλειδί: αλήθεια σας λέω. Αυτό ναι, είναι παρέκβαση και παρεκτροπή, και για να την ολοκληρώσω με επιτυχία επισυνάπτω το τραγούδι.





Πίσω στο μπαλκόνι, περιμένοντας τη συναυλία να αρχίσει, σκεπτόμενος μάλλον καταναλωτικά, επηρεασμένος ίσως από το κλίμα των ημερών, την πιθανότητα κάποιος - σχήμα λόγου, εμένα εννοώ - να αγόραζε ένα διαμέρισμα, ή για την ακρίβεια ένα πρώην γραφείο και να το διαμόρφωνε σε ένα διαμέρισμα όπως εκείνα τα οποία χάζευα, μου πέρασε γρήγορα και ένιωσα το κρύο, ίσως και γι' αυτό να μου πέρασε, όπως και να έχει μπήκα πάλι μέσα. Το σκηνικό, ταπεινό μα ιδιαίτερης αισθητικής, θύμιζε κάτι από ταινία του Ταραντίνο, μάλλον το Pulp Fiction, σαν αίσθηση περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δηλαδή, και έχει καιρό να κάνει μια ταινία που να μας ξεσηκώσει ο άτιμος, αν και πάντα μου αρέσει να τον σκέπτομαι πίσω από τον πάγκο του video club να προτείνει ταινίες ψαγμένες και να λιώνει βλέποντας b-movies εξ ανατολών. Ο κόσμος πύκνωνε και η συναυλία ξεκίνησε, επιτέλους. Κλισέ αλέρτ, η αναμονή άξιζε τον κόπο, έστω και αν κόπος δε μαρτυρήθηκε εντούτοις η αναμονή τον άξιζε. Ένα απλό φωτορυθμικό, έσπαγε το σκοτάδι και δημιουργούσε σκιές μουσικών σε μονοχρωματικά φόντα, γεγονός που αρκούσε, υποστηριζόμενο και από τη μουσική, για να μου γεννήσει την επιθυμία να αποτυπώσω ψηφιακά τη στιγμή, έβγαλα το κινητό από την τσέπη και έκανα κάτι το οποίο υποτίθεται πως μισώ βαθιά και εκ πεποιθήσεως και ιδού το αποτέλεσμα.

  

                                



Η κόπωση της ημέρας λειτουργούσε εις βάρος μου με το πέρας της ώρας, η ψυχή - ας μου επιτραπεί ο διαχωρισμός για χάρη της αφήγησης έστω - γούσταρε, βιώνοντας συναισθήματα αντιδιαμετρικώς αντίθετα με το σώμα, για το οποίο η μόνη αποδεκτή εναλλακτική, πλην ύπνου, ήταν η στάση για σουβλάκι στο δρόμο της επιστροφής, κάτι το οποίο έγινε, έστω και αν τελικώς επικράτησε η ψυχή, δοκιμάζοντας λίγο ακόμα τα όρια του δοχείου της. Κάπως έτσι τελείωσε εκείνη η βραδιά, παρέα με μια απροσδιόριστη σκέψη σχετικά με τα υπόγεια του παρελθόντος και τους ορόφους του σήμερα, μη σας μπερδεύω όμως, αν ποτέ το κάνω λιανά, ίσως επανέλθω.

Όλα τα παραπάνω τα έγραψα θαρρώ, μόνο και μόνο, για να επισυνάψω το παρακάτω τραγούδι.