Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014
Λευκές βιβλιοθήκες
Δεν αποδέχτηκα, μάλλον, ποτέ το γεγονός πως η μητέρα μου - ίσως να είπα μάνα, αλλά τι σημασία άραγε έχει η προσκόλληση στην τυπική μετατροπή του προφορικού λόγου σε γραπτό; - σταμάτησε να μου διαβάζει για να κοιμηθώ. Αυτό της είπα και εκείνη γέλασε, και εγώ γέλασα με μένα, ήταν μια σκέψη της στιγμής, απόπειρα απλοποίησης του ερωτήματος: εσύ γιατί διαβάζεις; Ερώτημα το οποίο ποτέ δεν αναρωτήθηκα και συνεχίζει να με εντυπωσιάζει ως δέκτη, παρά το πλήθος των φορών εκφοράς του, από την πρώτη εκείνη στην οποία μπορώ να ανατρέξω εμπιστευόμενος τη μνήμη μου, δέκα χρόνια πριν, ίσως και λίγο λιγότερο, σε μια παραλία στο Λειψό, όταν ο ψαράς - φιγούρα ελάχιστα γραφική και σίγουρα καθόλου ποιητική- με ένα βλέμμα που συνδύαζε, εν την αγνοία του, αρμονικά και ταυτόχρονα, τα συναισθήματα της λύπησης, της ειρωνείας και της προσβολής, συναισθήματα συχνά αντικρουόμενα και αυτοαναιρούμενα, μα σε εκείνη την περίπτωση παρόντα σε τρομαχτική μορφή τριαδική, με ρώτησε: εσύ γιατί διαβάζεις, εξετάσεις έχεις να δώσεις; Δεν του απάντησα τίποτα.
Ύστερα το γέλιο κόπασε, συζητήσαμε απολαμβάνοντας τον καφέ, δίχως ζάχαρη πια, εγώ που κάποτε τον έπινα όχι απλώς γλυκό αλλά και με γάλα, θα γελάσαμε ξανά υποθέτω, ύστερα χωριστήκαμε. Όμως άπαξ και η ατάκα αναδύθηκε, δεν υποχώρησε αλλά αντίθετα παρέμεινε στην επιφάνεια, και αν αρχικώς ενθουσιάστηκα με την πρωτοτυπία της και δεν άργησα να τη χρησιμοποιήσω ξανά, προκαλώντας το γέλιο σε διαφορετικούς συνομιλητές, ατάκα ενταγμένη σε ένα μονόλογο περί ανάγνωσης, θέμα αγαπητό, για κάποιους εμμονικό, τελικώς όμως απέμεινε να με στοιχειώνει και τις ώρες που παρέμενα σιωπηλός και μόνος, επιδεικνύοντας, δίχως εντάσεις και φωνές, την προς κατεργασία αξία της. Δεν αποδέχτηκα, μάλλον, ποτέ το γεγονός πως η μητέρα μου σταμάτησε να μου διαβάζει για να κοιμηθώ.
Αναρωτιέμαι, καθώς η μνήμη σε αυτό, όπως και σε άλλα, δε με βοηθά, αν και στην προκειμένη μάλλον δε θα μπορούσε γιατί η προς αναζήτηση ανάμνηση βρίσκεται σε μια περιοχή όπου οι διηγήσεις και οι στατικές εικόνες μπερδεύονται, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα, και είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεχωρίσει κανείς με βεβαιότητα τις δικές του αναμνήσεις από τις εισηγμένες και μετέπειτα δημιουργημένες στο πέρασμα των χρόνων. Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν πρόκειται για μια πράξη επανάστασης ή παράδοσης, σταμάτησε άραγε εκείνη να μου διαβάζει γιατί μεγάλωσα ή απαίτησα εγώ την ανεξαρτησία μου επειδή μεγάλωσα; Νόμισμα με δύο όψεις, μετάβαση που θα λάμβανε χώρα αργά ή γρήγορα, σημείο διακριτό στη σχέση μου με την ανάγνωση, καθώς πλέον αποτελούσα αυτόνομο αναγνώστη, αν και οι δικοί μου - και είναι η στιγμή να προσθέσω και τον πατέρα μου στην εξίσωση γιατί αρκετά μονοπώλησε εκείνη το ενδιαφέρον και την αποκλειστικότητα της διήγησης- επέλεγαν για αρκετά χρόνια ακόμα τους τίτλους που έπαιρναν θέση στην πρώτη εκείνη λευκή βιβλιοθήκη.
Μόλις χθες δέχθηκα κι εγώ αυτήν την ερώτηση : "γιατί διαβάζεις; θα δώσεις;"
ΑπάντησηΔιαγραφήΜάλλον σε ένα μέρος του πληθυσμού έχει περάσει η αντίληψη ότι διαβάζει κανείς μέχρι τα 18 μόνο -άντε το πολύ και στις εξεταστικές, άμα σπουδάζει-, ύστερα τους φαίνεται παράταιρο ένας άνθρωπος, που δεν δίνει εξετάσεις, να διαβάζει...
και η παραλλαγή:"και που διάβασες/ζεις τόσα βιβλία, τι κέρδισες/ζεις"...
ΑπάντησηΔιαγραφή