Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Expo 58 - Jonathan Coe





Με ένα σημείωμα που έφερε ημερομηνία 3 Ιουνίου 1954, ο πρέσβης του Βελγίου στο Λονδίνο διαβίβασε στην κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος της Μεγάλης Βρετανίας μια πρόσκληση: την πρόσκληση να συμμετάσχει στη νέα Παγκόσμια Έκθεση, την οποία οι Βέλγοι αποκαλούσαν Exposition Universelle et Internationale de Bruxelles 1958.

Οι προετοιμασίες της βρετανικής συμμετοχής ξεκινούν, είναι η πρώτη έκθεση μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και όλες οι χώρες επιθυμούν διακαώς να επιδείξουν τον καλύτερό τους εαυτό, δε θα μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό για τους Βρετανούς. Προτάσεις, συσκέψεις, προσχέδια, διαφωνίες και πολιτικά παιχνίδια στο παρασκήνιο χαρακτηρίζουν την περίοδο πριν τη λήψη των οριστικών αποφάσεων σχετικά με το βρετανικό περίπτερο, αναπόσπαστο μέρος του οποίου κατέχει η παραδοσιακή παμπ.

Ο Τόμας Φόλεϊ, ήρωας της ιστορίας μας, απλός γραφιάς στην περισπούδαστη Κεντρική Διεύθυνση Πληροφοριών, ταπεινός δημόσιος υπάλληλος δηλαδή, με αυστηρό ωράριο και συγκεκριμένες αρμοδιότητες, επιλέγεται στο ρόλο του υπεύθυνου για την εύρυθμη λειτουργία της παμπ, κάτι το οποίο σημαίνει παραμονή έξι μηνών στη μετέπειτα πρωτεύουσα της Ενωμένης Ευρώπης.

Το επίπλαστο σκηνικό που έχει στηθεί με αφορμή την έκθεση, ένας μικρόκοσμος με πεπερασμένες χωροχρονικές διαστάσεις, αναδίνει μια μεθυστική ελαφρότητα, την αίσθηση ενός διαλείμματος από την πραγματική ζωή. Η περιπέτεια του Τόμας ξεκινά, αφήνει πίσω γυναίκα και μωρό και πηγαίνει στις Βρυξέλλες με σκοπό να φέρει εις πέρας το χρέος του προς την πατρίδα.

Είχα χρόνια να διαβάσω Κόου: το τελευταίο χρονικά βιβλίο του, Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο δε μου κίνησε ποτέ πραγματικά το ενδιαφέρον, τουλάχιστον όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιχειρήσω το αναγνωστικό βήμα. Διαβάζοντας το Expo 58, του ενός κεντρικού ήρωα που πλαισιώνεται από αρκετούς χαρακτήρες μικρούς, δίχως τον απαραίτητο χώρο να αποκτήσουν διαστάσεις και να ξεκολήσουν από την καρικατούρα αποκτώντας μορφή ανθρώπινη, σκεφτόμουν πως ίσως υποσυνείδητα η αναφορά του ονόματος του Μάξουελ Σιμ στον τίτλο του μυθιστορήματος να αποτέλεσε τελικώς το βασικό συστατικό της άρνησης. Βλέπετε, εγώ τον Κόου τον αγάπησα για τα μυθιστορήματα των πολλών ηρώων, με τις ιστορίες τους να πλέκονται υπέροχα, τις ατέλειες και τα πάθη τους, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις τους, τους πρώτους δύσκολες έρωτες, η επιλογή του Κόου για έναν κεντρικό ήρωα με ξένισε και ακόμα με ξενίζει.

Ο Κόου γυρίζει το χρόνο πίσω, επιχειρεί να γράψει ένα prequel του μετέπειτα έργου του, τοποθετώντας στο μικροσκόπιο τη Βρετανία - αλλά και την Ευρώπη - του 1958, πριν τη γέννηση της Ένωσης, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου. Προσωπικά δε μπόρεσα να αποφύγω τη σκέψη πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2012  αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης, ως ένα σύγχρονο αντίστοιχο πανηγύρι, με την "αρμονική" συνύπαρξη των λαών, το ολυμπιακό ιδεώδες των χορηγών, το χωριό των αθλητών κτλ κτλ. Ένα βιβλίο του Κόου δε θα μπορούσε ποτέ να μην είναι έντονα πολιτικό ή, για την ακρίβεια, κριτικό ως προς την πολιτική. Με δεδομένο το κλίμα που επικρατεί στην απολιτίκ Διεθνή Έκθεση, με την αγάπη για το διαφορετικό να κυριαρχεί και τη διάθεση για κυριαρχία στον χάρτη να μακιγιάρεται υπερβολικώς, ο συγγραφέας θα αμολύσει πράκτορες όλων των ειδών, άνδρες και γυναίκες, δυτικούς και ανατολικούς, εχθρικούς και φιλικούς, να περικυκλώσουν τον καημένο και άμαθο Τόμας. Μοιραίες γυναίκες και αφελείς Ρώσοι θα τον παρασύρουν σε μονοπάτια πρωτόγνωρα.

Με μια διάθεση ανάλαφρη και παιχνιδιάρικη, ο συγγραφέας προτάσσει το κωμικό στοιχείο και γύρω από αυτό τοποθετεί τα κομμάτια της ιστορίας του. Ανέφερα και παραπάνω πως οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι μάλλον καρικατούρες, βασισμένες σε γεωγραφικά και κοινωνικά στερεότυπα, ενώ ο Τόμας, ως πιο ολοκληρωμένος ήρωας, ξεφεύγει από τον χαρακτηρισμό αυτό, παρά το γεγονός πως διαθέτει κάποια συγγενή χαρακτηριστικά. Το χιούμορ του Κόου, εδώ πιο φωτεινό από ποτέ, στοιχείο γνώριμο της πένας του, βρίσκει γόνιμο έδαφος σε καταστάσεις εκ των προτέρων βαρετές και παρωχημένες, αποδεικνύοντας πως εξαρτάται από την ικανότητα του δημιουργού η εκμετάλλευση και η αποφυγή του εγκλωβισμού σε αυτές. Με αναφορές στον κινηματογράφο της εποχής, κωμωδίες ασπρόμαυρες που διακρίνονται για την αθωότητά τους (ή μήπως αφέλεια), - ο Τόμας μου θύμιζε έντονα κάποιες στιγμές τον κύριο Ιλό από το μοναδικά γλυκό και αστείο Playtime -, το βουβό κινηματογράφο καταστάσεων, τις ρομαντικές κομεντί ή ακόμα και την απόλυτη παρωδία του Ψυχρού Πολέμου: Sos Πεντάγωνο καλεί Μόσχα, με υπογραφή Κιούμπρικ. Ο Κόου καταφέρνει να αποδώσει πειστικά την περιρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής και να (μου) δημιουργεί διαρκώς την εντύπωση πως έξω από  το παράθυρο είναι καλοκαίρι και τα θερινά σινεμά μάς περιμένουν. Επιπλέον, οι υπότιτλοι των κεφαλαίων, εμπνευσμένοι και αστείοι, είναι ένα μίνι εύρημα που λειτουργεί θαυμάσια.
       
Η ανάγκη μου για Κόου δεν καλύφθηκε, αυτό όμως δε σημαίνει πως πρόκειται για ένα κακό μυθιστόρημα, κάθε άλλο, απλώς δε θα το πρότεινα σε κάποιον για πρώτη επαφή με το έργο του Βρετανού συγγραφέα. 

υ.γ αδυναμία διαχρονική: Το σπίτι του ύπνου, και ας μην ήταν το πρώτο του που διάβασα.



Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Πόλις




 

1 σχόλιο:

  1. Ή κάτι έλλειπε από αυτό το βιβλίο ή εγώ μεγάλωσα και άλλαξα από τότε που απολάμβανα να διαβάζω το Πλιάτσικο και τη Λέσχη (και το Σπίτι του ύπνου). Σε κάποια σημεία μου φάνηκε λίγο ψεύτικο, λίγο αμήχανο. Δεν είναι πάντως κακό μυθιστόρημα, όπως λες, αλλά όταν μπαίνεις έπειτα από χρόνια (όπως λες) στη διαδικασία να ξαναδιαβάσεις Κόου περιμένεις να τον χαρείς όπως τότε.

    Ωραία η παρατήρηση για τους Ολυμπιακούς, δεν το είχα σκεφτεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή