Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Διαπραγματεύσεις


φώτο Βαγγέλης Μαυρικάκης





Λοιπόν, ας διαπραγματευτούμε. Υπάρχει αρκετός χώρος για όλους μας, νομίζω. Έχω την κάθε καλή διάθεση να συμβιώσουμε, ή και να αγαπηθούμε ακόμα. Όχι, ε; Ακούω τότε. Τι προτείνετε εσείς; Μια στιγμή, μια στιγμή, όχι όλοι μαζί, σας παρακαλώ, δεν μπορώ να σας καταλάβω. Μη. Σταματήστε, σας λέω, μη φωνάζετε, τουλάχιστον όχι όλοι μαζί. Θέλετε μήπως να φύγω; Θα μου απαντήσετε; Γιατί μιλάτε ψιθυριστά; Δεν είναι καθόλου ευγενικό εκ μέρους σας αυτό, τυγχάνει να είμαι ο οικοδεσπότης εδώ, έχω το δικαίωμα να... Όχι, όχι, συγγνώμη, συγχωρέστε με, δεν το εννοούσα. Δεν ξέρω πώς τόλμησα να ξεστομίσω κάτι τέτοιο, πιστέψτε με, πραγματικά δεν ξέρω, δεν είχα πρόθεση, ζητώ συγγνώμη.

Ας κάνουμε μια νέα αρχή. Συμφωνείτε; Ας πούμε λοιπόν ότι εγώ ζητάω να μένω μόνος μου δύο ώρες την ημέρα, τι θα λέγατε εσείς; Και ίσως λιγάκι ακόμα το βράδυ. Θυμάστε παλιότερα που ερχόσασταν επίσκεψη μόλις νύχτωνε; Γιατί γελάτε; Δεν υπήρξα καλός οικοδεσπότης; Έκανα κάτι που σας πείραξε; Το αλκοόλ ίσως; Ή μήπως ο καπνός; Τις άλλες μου παρέες πάντα τις απέφευγα, ήξερα πως σας ενοχλούσαν, ακόμα και αν κάποιος απ' αυτούς με ζητούσε, εγώ δεν απαντούσα, δεν άνοιγα την πόρτα, όσο επίμονα και αν χτυπούσε το κουδούνι. Προσπαθούσα πάντα να έχω τον κατάλληλο φωτισμό, την καλύτερη μουσική μόνο για σας. Όχι, αυτό που λέτε δεν είναι αλήθεια, δεν το έκανα για μένα, για εσάς το έκανα, πιστέψτε με.

Σταματήστε, σας παρακαλώ, να τριγυρνάτε στο χώρο, καθήστε λίγο ακίνητοι σε ένα σημείο, ζαλίζομαι. Καθήστε, δεν μπορεί, θα βρούμε μια λύση που να μας ικανοποιεί όλους. Ας δείξουμε λίγη καλή διάθεση. Ας συζητήσουμε, πάντα βοηθάει ο διάλογος. Πείτε μου εσείς... Τι επιθυμείτε; Πείτε μου να ξέρω, να δω αν μπορώ να το αντέξω. Δεν σας συμφέρει ο αφανισμός μου. Το ξέρω ότι σας αρέσει η παρέα μου, με έχετε ανάγκη και το ξέρετε. Μη φωνάζετε όμως, σας παρακαλώ, ας προσπαθήσουμε να συμπεριφερθούμε πολιτισμένα, μη φωνάζετε. Αρκετά! Μπορώ και εγώ να φωνάξω. Με ακούτε τώρα, ε; Δεν το περιμένατε αυτό από μένα, είδατε όμως πως μάλλον δεν με ξέρετε καλά;

Πάμε πάλι από την αρχή. Ακόμα μια φορά. Ας ελπίσουμε πως θα είναι η τελευταία. Πού είχαμε μείνει; Α, ναι! Στο αίτημά μου για δύο ώρες μοναξιά την ημέρα. Τι είναι δύο ώρες μπροστά στις εικοσιτέσσερις; Μου αρκούν, θαρρώ. Και εσείς δεν χρειάζεται να φεύγετε, θα μπορούσατε ίσως να πηγαίνετε στο δίπλα δωμάτιο και να ξεκουράζεστε ή, ίσως, ακόμα καλύτερα, στην κουζίνα, όπου θα φροντίζω πάντα να υπάρχει αρκετό φαγητό και ποτό για εσάς. Μπορούμε να το δοκιμάσουμε ίσως στην αρχή και, αν όλα πάνε καλά, που είμαι βέβαιος πως όλα θα πάνε καλά, το κρατάμε, αλλιώς ξεκινάμε τις διαπραγματεύσεις από την αρχή, ακόμα μια φορά.

Εγώ είμαι αισιόδοξος. Όλα θα πάνε καλά. Προτείνω να πιούμε σε αυτό. Σε μια καινούρια αρχή συμβίωσης. Ας πιούμε λοιπόν. Τι θα λέγατε να βάζαμε και λίγη μουσική να χορέψουμε; Σκεφτείτε το, επιστρέφω αμέσως, σερβιριστείτε μόνοι σας.

Να 'μαι πάλι, ετοίμασα κάτι πρόχειρο να τσιμπήσουμε. Μια στιγμή όμως, πού πήγαν όλα τα ποτά; Ήταν γεμάτη η κάβα, το θυμάμαι. Μην τα πετάτε στο πάτωμα, θα γεμίσει ο τόπος γυαλιά, προσέξτε, σας παρακαλώ, το χαλί, κι εσείς εκεί, μην πατάτε στους τοίχους με τα παπούτσια, μην κρεμιέστε από τα φώτα. Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ. Είχαμε συμφωνήσει, νομίζω, να κάνουμε μια νέα αρχή, μην επιστρέψουμε στα παλιά, σας παρακαλώ, όχι πάλι. Ας ξεχάσουμε εν τη γενέσει του το όλο θέμα, σαν να μην έγινε τίποτα ποτέ. Σας παρακαλώ.

Δεν καταλαβαίνετε, βλέπω. Συνεχίζετε, δεν σας νοιάζει καθόλου πώς με κάνετε να νιώθω. Ε, λοιπόν βαρέθηκα. Ναι, βαρέθηκα. Δεν σας αντέχω άλλο. Δε σέβεστε τίποτα. Κουράστηκα να προσπαθώ μόνο εγώ για όλους μας, είναι πια πάνω από τις δυνάμεις μου, κάποτε το έβρισκα ενδιαφέρον, μου έδινε ένα κίνητρο, αλλά φαίνεται πως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Δεν με νοιάζει πια. Εγώ θα κάτσω εδώ στη γωνία μου και κάντε ό,τι καταλαβαίνετε εσείς. Δεν με νοιάζει πια. Αδιαφορώ. Κουράστηκα. Δεν είστε άξιοι πια ούτε για την παρατήρησή μου, θα αράξω εδώ πέρα και δεν δίνω δεκάρα για κανέναν σας, αφού έτσι το θέλετε. Αδιάφοροι εσείς; Αδιάφορος και εγώ. Να δούμε ποιος θα επικρατήσει στο τέλος. Ή εσείς ή εγώ. Όλοι μας, πάντως, αποκλείεται. Θα έχουμε απώλειες, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Δεν ιδρώνει το αυτάκι σας βλέπω, δεν σας νοιάζει, συνεχίζετε την γιορτόλου σας εσείς. Καλά λοιπόν, κι εγώ θα κάτσω εδώ στη γωνία μου. Μπα, τι ακούω; Κουδούνι ήταν αυτό; Έχουμε επισκέψεις; Κουδούνι ήταν. Το ακούσατε και εσείς, μην προσπαθείτε να το κρύψετε, βλέπω τον τρόμο στο βλέμμα σας. Ποιος να είναι άραγε; Μόνο αν ανοίξουμε την πόρτα θα μάθουμε, ναι, μόνο αν ανοίξουμε την πόρτα, είναι ο μόνος τρόπος, κάντε στην άκρη σας παρακαλώ, αφήστε με να φτάσω ως εκεί, δεν με ρίχνετε τόσο εύκολα πια. Είμαι αποφασισμένος, θα ανοίξω την πόρτα, δεν είναι σωστό να αφήνουμε κάποιον, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας επισκεφθεί, να περιμένει έξω μες στο κρύο. Αλήθεια, τι καιρό να έχει εκεί έξω; Λέτε όντως να κάνει κρύο; Δεν έχετε και εσείς την περιέργεια να μάθετε; Όχι; Μα, θα δείτε, θα είναι τόσο όμορφα, θα μάθουμε τα νέα από τον έξω κόσμο. Ούτε που να το σκέφτεστε, δεν υπάρχει περίπτωση να μην ανοίξω, εσείς είχατε την ευκαιρία σας και την χάσατε. Εγώ ήμουν καλός μαζί σας αλλά εσείς δεν το εκτιμήσατε. Τώρα είναι η σειρά μου. Ανοίγω, λοιπόν.

Πάνω στην ώρα, να πω καλημέρα;


(πρωτοφιλοξενήθηκε στο ιστολόγιο Logotexnia21)

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Ο πιο πρακτικός άνθρωπος στο δωμάτιο




                                                                                                                                  
Γράφει η anadysi

        


Κάποιος παρατήρησε πρόσφατα πως, ακόμα κι όταν βρίσκομαι με παρέα, ουσιαστικά νιώθω, συμπεριφέρομαι και ενεργώ σαν να είμαι μόνη μου. Σωστή παρατήρηση, ίσως όχι από ακριβή οπτική γωνία, ωστόσο σωστή. Το είχα σκεφτεί κι εγώ πριν λίγο καιρό, όταν συνειδητοποίησα πως, ενώ ποτέ δεν απολαμβάνω τον άρτο μόνη μου, στα θεάματα προτιμώ συστηματικά να μην έχω παρέα, κι όταν έχω, τείνω να την απομονώνω και να την αγνοώ.  Αυτή τη φορά όμως ήταν λίγο διαφορετικά. Γιατί μας κάλεσαν σε ρεβεγιόν. Και όταν μας καλούν σε ρεβεγιόν βάζουμε τα καλά μας, φτιάχνουμε τα μαλλιά μας, κομψευόμαστε, και αγωνιούμε όλη τη μέρα για το βράδυ. Ο θίασος μας κάλεσε. Οι ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης, αυτοί που κάνανε την τεχνική υποστήριξη. Σε ρεβεγιόν πρωτοχρονιάτικο, με άξονα κεντρικό το φαγητό. Που μαγειρεύουμε και τρώμε. Ο ένας τον άλλο.

Ωστόσο, προκειμένου να λειτουργήσει ευεργετικά αυτό το ανθρωποφαγικό στοιχείο, χρειάζεται να ενεργοποιηθούν ορισμένοι μηχανισμοί. Και σε ποιον πέφτει ο κλήρος σε παρόμοιες περιπτώσεις, αν όχι στον πιο πρακτικό άνθρωπο στο δωμάτιο που είναι πάντα ο καλλιτέχνης; Σε κάθε δωμάτιο. Όχι γιατί θα δώσει τη λύση στο  εκάστοτε πρόβλημα, αλλά γιατί θα δώσει εκείνη την εξήγηση στα πράγματα που όλους θα τους βολεύει, αλλά κανέναν πραγματικά, έτσι που όλοι θα καθίσουν στις καρέκλες τους να φάνε, αλλά με μια υποψία καρφιού στο κάθε κάθισμα.  Αυτό που οι περισσότεροι ωστόσο αγνοούν είναι πως τα καρφιά αυτά συνιστούν κάτι σαν ανάποδο βουντού, που ο καλλιτέχνης τα έχει κάνει στο δικό του σώμα πρώτα, στο δικό του πνεύμα κύρια, πριν να έχουν οποιοδήποτε αντίκτυπο σε όλους μας. Επειδή στην τέχνη όλα επιτρέπονται, γιατί είναι χώρος ασφαλής για προσομοίωση, αλλά διεξάγεται σε χρόνο επικίνδυνο πολύ για αφομοίωση.



Η αφομοίωση γίνεται αντιληπτή στον εξωτερικό παρατηρητή απ’ το φαινόμενο της μπάμπουσκας, όπου αλληλοδιαδοχικά κατασπαράζονται οι άνθρωποι και μπαίνουν και ταχτοποιούνται άψογα ο ένας μες στον άλλο. Εντούτοις, χρόνια τώρα υποστηρίζω πως το  πιο ωραίο ποίημα στο Ελληνικά είναι η Οκτάνα: επειδή έχει αυτό το ρυθμό που σε κάνει να πιστεύεις ότι κάπου υπάρχει, έστω εντός δύο ανθρώπων ταυτόχρονα, ένας τόπος όπου όλα επιτρέπονται, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που επιτρέπονται στην τέχνη. Αυτό είναι και το θιμ του ρεβεγιόν, που είναι θεματικό και θεαματικό μαζί. Νιώθαμε σαν να μας κρατούσε ο σκηνοθέτης από δυο σκοινάκια και να κουνούσε την καρδιά μας όπως του άρεσε. Συνέβη δε και κάτι ακόμα πιο απίστευτο. Ενώ δεν έτυχε να  ακούσουμε ούτε ένα τραγούδι που δεν ξέραμε, όλα τους βρήκαν ένα καινούργιο νόημα στ’ αυτιά μας.

Ναι πέρασα τέλεια εκείνη τη μέρα. Αισθανόμουν αλλιώς, υγιής και καλώς. Έτσι κι αλλιώς
    Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
    Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
    Οκτάνα θα πη αγάπη.
    Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.

Και κάτι ακόμα σπουδαιότερο, για εσάς που δεν θα πάτε μόνοι σας: Οκτάνα θα πη στα Ελληνικά μετά από την παράσταση αυτή που εγγράφει ένα ακόμα στρώμα σημασίας στο Ποίημα μεταφράζοντας, Οκτάνα θα πη πως συγχωρείται το εγώ και το εμείς. Χωράνε δηλαδή μαζί στο ίδιο μέρος, χωρίς να καταπίνει το ένα το άλλο.


Σημ. No14Me: Όταν τελείωσε η παράσταση*, ρώτησα την anadysi πώς της φάνηκε. Τα μάτια της έλαμπαν καθώς μου έλεγε: μου άρεσε πολύ. Της ζήτησα να γράψει ένα κείμενο, καλά έκανα.

*Με αφορμή την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου, το Θέατρο του Πανικού και η Fabrica Athens  παρουσιάζουν στο Θέατρο Βυρσοδεψείο (Ορφέως 174, Βοτανικός) κάθε Κυριακή, από 14 Δεκεμβρίου 2014 έως και 1η Φεβρουαρίου 2015, στις 19:00, τη θεατρική παράσταση «Villa Utopia» σε σκηνοθεσία-εγκατάσταση του Λύσανδρου Σπετσιέρη και κείμενο της Βιβής Πινιώτη.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Η θεραπεία - David Lodge




Η αναμονή, ενίοτε, είναι απόρροια της τύχης, της καλής τύχης. Διάβασα τη Θεραπεία τη στιγμή που έπρεπε, όπως της έπρεπε, και ας γυρνούσε από χέρι σε χέρι, σε εκείνη την παρέα, πάνε -πόσα αλήθεια;- οχτώ χρόνια, ίσως εννιά, από σύμπτωση και μόνο αποτέλεσα την εξαίρεση. Με τα χρόνια, αυτά που μεσολάβησαν μα και τα προηγούμενα, είχα στήσει το εξής πιστεύω: πως ο Λοτζ είναι συγγραφέας campus novel. Ισχύει, αλλά η Θεραπεία δεν ανήκει στην κατηγορία αυτή, ξεκάθαρα όχι. Είναι πολλά τα βιβλία εκείνα τα οποία θέλω να διαβάσω, και εντέλει διαβάζω, δίχως να ρίξω ούτε την ελάχιστη ματιά στο οπισθόφυλλο, κίνηση που θα είχε εγκαίρως διαλευκάνει τα πράγματα. Ίσως και να με είχε αποθαρρύνει να το κατεβάσω από το ράφι, γιατί η αλήθεια είναι πως εγώ campus novel ήθελα να διαβάσω, και κάτι να γελάσω, το κωμικό στοιχείο, βλέπετε, τονιζόταν ιδιαιτέρως στις τότε αναφορές, δεύτερο πιστεύω. Ο Λοτζ ξεκάθαρα διακρίνεται για το χιούμορ του. Υποθέτω πως τότε θα μου είχε φανεί τρομερά αστείο, περισσότερο απ' όσο σήμερα, όχι γιατί το χιούμορ του είναι ανώριμο, μα ακριβώς γιατί δεν είναι, είναι ένα χιούμορ ώριμο, με διάθεση κριτική, αυτοκριτική, σαρκαστική. Γλυκόπικρο. Περισσότερο συγκινήθηκα παρά γέλασα, ή και τα δύο ταυτόχρονα. Τελικά αυτό είχα ανάγκη.

Είμαι πενήντα οχτώ χρονών, ένα και εβδομήντα πέντε ύψος και ογδόντα έξι κιλά βάρος -δηλαδή, κάπου δεκατρία κιλά περισσότερο από το ιδανικό μου βάρος σύμφωνα με τον πίνακα του Οικογενειακού Οδηγού Υγείας με τις τσακισμένες στις γωνίες σελίδες. Το παρατσούκλι  "Τάμπυ" μου το κόλλησαν την εποχή της στρατιωτικής μου θητείας και από τότε μου έμεινε. Όμως πάντα ήμουν λίγο πιο βαρύς από το ύψος μου, ακόμα και όταν έπαιζα ποδόσφαιρο στα νιάτα μου, με κορμό σαν βαρέλι, που σχημάτιζε ελαφριά καμπύλη από το στήθος μέχρι το υπογάστριο. Το στομάχι μου ήταν όλο μυς εκείνη την εποχή, ό,τι έπρεπε για να σπρώχνω τους αντιπάλους μακριά από τη μπάλα, αλλά όσο μεγάλωνα, παρά τη συστηματική άσκηση, οι μύες μετατράπηκαν σε πλαδαρή σάρκα, που σιγά σιγά απλώθηκε στους γοφούς και τον πισινό μου. Έτσι τώρα έχω μάλλον σχήμα σαν αχλάδι παρά σαν βαρέλι.

Ο Λώρενς Πάσμορ είναι επιτυχημένος, δεν ήταν πάντα, τα τελευταία χρόνια όμως έχει πιάσει την καλή, όντας σεναριογράφος της πλέον επιτυχημένης κωμικής σειράς της βρετανικής τηλεόρασης, με παγκόσμια διανομή και διασκευή για την αμερικανική αγορά. Χρήμα. Ένας επιτυχημένος γάμος, με δύο παιδιά ενήλικα που τραβούν πλέον το δικό τους μονοπάτι, συμπληρώνουν το επιτυχημένο κάδρο. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Και όμως, κάτι λείπει ή περισσεύει, ποτέ δεν είναι κανείς σίγουρος. Η διάγνωση είναι κατάθλιψη. Η συγκριτική/λογιστική προσέγγιση δεν υποστηρίζει τη διάγνωση και τονίζει δίχως ίχνος διάθεσης για φιλαυτία: δεν έχεις το δικαίωμα στην κατάθλιψη, τα έχεις όλα. 

Πρώτο αποτέλεσμα η εσωστρέφεια. Η απόπειρα να βρει μόνος του τη θεραπεία, καθώς -νομίζει πως- διακρίνει τη δυσπιστία στο βλέμμα των άλλων, ακόμα και της ίδιας του της συντρόφου. Θεραπείες εναλλακτικές και συμβατικές διαδέχονται η μία την άλλη. Ούτε με τους θεραπευτές νιώθει την άνεση της απόλυτης ειλικρίνειας, αποκρύπτει στοιχεία νιώθοντας μια ενοχή, πείθοντας τον εαυτό του πως είναι άσχετα με την εκάστοτε συνεδρία. Αποφασίζει, μετά και από προτροπή της ψυχολόγου του, να κρατήσει ημερολόγιο.

Αρχικά, η αμηχανία απέναντι στη λευκή σελίδα και η "υποχρέωση" της αναφοράς στο προσωπικό, προκαλούν μια λογοτεχνικότητα, περιγραφές του περιβάλλοντος κόσμου, τα σκιουράκια έξω από το παράθυρο, οι σταθμοί των τρένων, τα πλεονεκτήματα της ζωής μακριά από το Λονδίνο. Περιγραφή της καθημερινότητας στα παπούτσια ενός τυχαίου παρατηρητή, ελάχιστα σχόλια και σκέψεις. Όμως αυτό δεν κρατάει για πολύ, η φωνή ακούγεται όλο και πιο δυνατή καθώς οι μέρες περνούν. Στην πορεία θα ανακαλύψει τον Κίρκεγκωρ και το έργο του, αργά και σταθερά θα βυθιστεί στον υπαρξισμό, αναζητώντας και βρίσκοντας απαντήσεις, ίσως βέβαια σε ερωτήματα που ποτέ δεν διατύπωσε. Όλα ξεκίνησαν όταν μια φίλη του τον ρώτησε: Και πώς πάει το Angst;
   
Αντιγράφω από μια παλιότερη ανάρτηση: Για κάποιον λόγο, προς το παρόν άγνωστο, ταυτίζομαι με τους μεσήλικες εκείνους άντρες οι οποίοι είδαν τη ζωή τους, έστω και από ασήμαντη αφορμή, να ανατρέπεται.

Ταυτίστηκα με τον Λόρενς, και ας μην είμαι μεσήλικας, τότε δεν θα είχε γίνει κάτι τέτοιο, θα μου έμοιαζε μάλλον με καρικατούρα, ίσως και να με ενοχλούσε η υπέρμετρη δραματικότητα. Σιγά, θα έλεγα. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Τώρα ήταν η στιγμή. 
    

Μετάφραση Μπαρουξής Γιώργος
Εκδόσεις Bell

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Έθιμα ταφής - Hannah Kent




Η Χάνα Κεντ, γεννημένη στην Αυστραλία το 1985, βρέθηκε στην Ισλανδία ως υπότροφη της Λέσχης Ρόταρι· εκεί άκουσε πρώτη φορά την ιστορία της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Ήταν έφηβη.

Τη λένε Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Είναι μια από τις παραδουλεύτρες που καταδικάστηκαν για τους φόνους του Νάταν Κέτιλσον και του Πέτουρ Γιόνσον. Την έστειλαν να μείνει εδώ ώσπου να την εκτελέσουν.
Η Άγκνες, σε αναμονή της επικύρωσης της ποινής της, ζητά την πνευματική καθοδήγηση ενός νεαρού ιερέα, του Τότι. Μεταφέρεται πίσω στην κοιλάδα όπου γεννήθηκε, όπου, και για λόγους οικονομίας, θα φιλοξενηθεί, με εντολή του Νομαρχιακού Επιτρόπου, στο σπίτι του Νομαρχιακού Υπαλλήλου Γιον Γιόνσον, ο οποίος, παρά τις ενστάσεις της οικογένειάς του, δεν μπορεί να αρνηθεί. Η αναγκαστική συμβίωση και οι δυσκολίες της καθημερινότητας με τις δουλειές στο σπίτι και στον αγρό θα επαναπροσδιορίσουν σιγά σιγά την πραγματικότητα.    

Η ιστορία, που έλαβε χώρα στη Βόρεια Ισλανδία το 1829, στοιχειώνει την Κεντ, και της γεννά την επιθυμία να τη διηγηθεί. Δεν είναι η πρώτη που θα το επιχειρήσει. Με συστηματική έρευνα φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές της πρώτης αφήγησης, τα στοιχεία δεν πτοούν τη φαντασία της, η πραγματικότητα, άλλωστε, πολλές φορές ξεπερνά τον μύθο, ιδιαίτερα σε έναν τόπο όπως η Ισλανδία.

Η νεαρή συγγραφέας φροντίζει να αξιοποιήσει το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της Άγκνες, ένα περιβάλλον σκληρό και αφιλόξενο, με ακραία καιρικά φαινόμενα και στοιχειώδεις υποδομές, μια αραιοκατοικημένη χώρα που στηρίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με τρομερή προσήλωση στην προετοιμασία για την αντιμετώπιση του χειμώνα, άνθρωποι που περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους στο σκοτάδι, με ελάχιστες κοινωνικές συναναστροφές, με ένα κεντρικό σύστημα διοίκησης, υπόλογο στον Δανό βασιλιά και με έντονη την επιρροή της εκκλησίας. Ταυτόχρονα, όμως, και μια χώρα με πλούσια παράδοση, θρύλους και ήρωες, τις Ισλανδικές Σάγκα. Έτσι λοιπόν, η Κεντ δεν χρειάζεται να καταφύγει σε μια γλώσσα ποιητική ή επιτηδευμένη για να αποδώσει την ατμόσφαιρα, δίχως αυτό να σημαίνει γλωσσική αδυναμία, βέβαια, αλλά αποφυγή ενός αχρείαστου φορτώματος και επικέντρωση στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και την αφήγηση της ιστορίας.

Και είναι εκεί, στην αφήγηση, που η Κεντ δείχνει την οξυδέρκειά της, βασίζοντάς την σε μια παράλληλη εναλλαγή πρώτου και τρίτου προσώπου αφήγησης. Σε πρώτο πρόσωπο, η Άγκνες, μια μελοθάνατη σε ένα νέο περιβάλλον, καλύτερο ως προς τις συνθήκες σε σχέση με την προηγηθείσα απομόνωση της φυλακής, μα εξίσου εχθρικό, η σιωπή των τοίχων δεν πονά τόσο όσο εκείνη των ανθρώπων, κλεισμένη στον εαυτό της, στις σκέψεις της, φοβάται, και πώς να μη φοβάται, πως ό,τι και αν πει θα χρησιμοποιηθεί σε βάρος της. Όσο ανοίγεται, απόρροια της σχέσης της με τον ιερέα Τότι και της οικειότητας με τις γυναίκες του σπιτιού, τόσο παίρνει θάρρος και δύναμη να διηγηθεί την ιστορία της, την ιστορία που σίγουρα εκείνη γνωρίζει καλύτερα από τους κριτές της. Σε τρίτο πρόσωπο, ένας παρατηρητής βοηθάει τη διήγηση να προχωρήσει, ευρισκόμενος και σε μέρη εκτός σπιτιού, εκεί που η Άγκνες πάλι πρωταγωνιστεί παρά την απουσία της. Παρατηρητής που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη δράση και δευτερευόντως για τον ψυχισμό των χαρακτήρων, γνωρίζοντας πως η φλόγα της Άγκνες αρκεί.
   
Σελίδα τη σελίδα η ένταση κορυφώνεται, υπολογισμένα και μαεστρικά, από την παράθεση, στις πρώτες σελίδες, του αρχειακού υλικού και τις πρώτες πληροφορίες σχετικά με την Άγκνες, μέχρι το τέλος, η Κεντ ανεβάζει την ένταση, εμπλέκοντας τον αναγνώστη στην ιστορία στηγ οποία πρώτη εκείνη ενεπλάκη, και εκεί, μάλλον, βρίσκεται το μυστικό, στην ιστορία της Άγκνες που στοίχειωσε τη δημιουργό.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Ίκαρος


          

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Ο Λαγκάς - Δημοσθένης Βουτυράς





Ένας άνθρωπος που εκτιμώ με προέτρεψε να διαβάσω Δημοσθένη Βουτυρά, με διάθεση να μοιραστεί και όχι δακτυλοδείχνοντάς με· έτσι, με τον τρόπο του, συνεπικουρούμενο από έναν πηγαίο ενθουσιασμό στον λόγο του, με κινητοποίησε. Έκανα όπως συνήθως κάνω: αγόρασα το βιβλίο και το τοποθέτησα σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη, να το βλέπω, να με βλέπει, να γνωριζόμαστε. Πέρασε κάποιος καιρός, μεσολάβησε η ζέστη και κάποια ξεφυλλίσματα, δήθεν αδιάφορα.

   Ο Λαγκάς εκοιμήθηκε βαρύ ύπνο, σαν ο νους του να βυθίστηκε σε αβύσσους. Όταν εξύπνησε, είχε βαρύ πολύ το κεφάλι και ο νους του ήτανε θολός σαν ημέρα γεμάτη ομίχλη. Ήτανε χαράματα. Μια ενθύμιση σαν ακτίνα ήλιου έπεσε στο νου του. Θυμήθηκε τη χθεσινή διασκέδαση, την εξαδέλφη του την Ελένη και την κόρη του Πορταλιά, που είχε δει στην εκκλησία.
   Όλα αυτά του διώξανε την ομίχλη και του καθαρίσανε το νου.
   Σηκώθηκε. Καθώς ντυνόταν, έφερνε με το νου του όλα τα χθεσινά. Η επιθυμία που είχε χθες το βράδυ, να εκτελέσει ένα σχέδιο, του ήρθε πάλι. 
   -Είδες πώς με κοίταζε; είπε σταματώντας το κούμπωμα του κολάρου του για να φέρει το βλέμμα της κόρης εμπρός του.
   Ύστερα απ' αυτό, παρουσιάσθηκε η κόρη του Πορταλιά και τότε του φάνηκε σα μέσα στο νου του δυο λάμψεις να παλέψανε ποια να νικήσει, ποια να μείνει.
Διαβάζω τις πρώτες γραμμές και βγαίνω από το σπίτι βιαστικά, με το φόβο πως πάλι θα αργήσω, παράλληλα νιώθω ένα συναίσθημα αναγνωστικής ευφορίας, συναίσθημα οικείο και ας είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κάτι δικό του, γεγονός που μου κινεί τα νήματα και με σπρώχνει σε αναζήτηση νημάτων. Ξάφνου, το φωτάκι ανάβει: αντίστοιχα είχα νιώσει έχοντας διαβάσει τις πρώτες γραμμές από το Θείο Τραγί του Σκαρίμπα. Στη σκέψη μου δημιουργείται μια συγγένεια ανάμεσα στους δύο συγγραφείς, ενθουσιάζομαι στην ιδέα πως ο Βουτυράς αποτέλεσε επιρροή για τον Σκαρίμπα, αναρωτιέμαι αν ο συλλογισμός μου έχει, πέρα της προσωπικής διαίσθησης, και κάποια φιλολογική βάση. Έφτασα καθυστερημένος τελικά, οι υπόλοιποι όμως δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί.

Και είναι, το πρώτο αυτό απόσπασμα, δείγμα αντιπροσωπευτικό όλης της νουβέλας, καθώς σε αυτό διαφαίνονται με ευκρίνεια τόσο η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα, όσο και το ποιόν του ήρωα και η στάση του αφηγητή απέναντί του. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Βουτυράς, ιδιαίτερα προσωπική, ρέει γάργαρη και διακρίνεται για την αμεσότητά της, με αποτέλεσμα η νουβέλα, γραμμένη το 1903, να μοιάζει πιο φρέσκια από αρκετά έργα σύγχρονης παραγωγής, που μυρίζουν ναφθαλίνη σε μια απόπειρα λογιότητας και δήθεν ποιητικότητας. Το διαρκές πήγαινε-έλα από τη σοβαρότητα στη σοβαροφάνεια προσδίδει αβίαστα το κωμικό στοιχείο, μια πειρακτική διάθεση, ενώ η αποστροφή του συγγραφέα προς τον διδακτισμό τού δίνει το δικαίωμα να μεταχειρίζεται την Ιστορία ως σκηνικό, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει συνοδευτικό μα δεν είναι. Ο Λαγκάς αποτελεί (και) ένα διαχρονικό αντιπολεμικό αφήγημα, ακριβώς επειδή ο Βουτυράς μένει προσηλωμένος στην ιστορία του.     


Η βουή, το μουγκρητό της διαδήλωσης έφθανε, πλησίαζε. Φώτα κόκκινα, κίτρινα σημείωναν την πορεία της και βάφανε το σκοτάδι. Φώτα λάμψανε στον αντικρινό μεγάλο δρόμο και φάνηκε η κεφαλή της διαδήλωσης. Η κεφαλή ήταν παιδιά, μάγκες και μεγάλοι άντρες της αγοράς. Έπειτα απ' αυτούς σημαίες, σημαίες...

Ο Λαγκάς, επώνυμο που φέρει την απαραίτητη βουκολική αύρα, αφού ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του στη Νομική Σχολή της Αθήνας, μαζεύει τα λίγα του υπάρχοντα και επιστρέφει στο χωριό του. Εκεί, βαρυφορτωμένος με τις δάφνες της μόρφωσης, προνόμιο που ελάχιστοι διαθέτουν εκεί, περνά μια περίοδο χαλάρωσης και αναψυχής, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από μια ερωτική διάθεση και αναζήτηση· μία θέλει την ξαδέλφη του και μία την κόρη του Πορταλιά. Είναι κάτι σύνηθες αυτό για τον Λαγκά, να στέκει αναποφάσιστος ανάμεσα σε δύο επιλογές, αδρανής, δίχως να κάνει βήμα. Όταν θα επιστρέψει στην Αθήνα, για να επισκεφτεί τον άρρωστο θείο του, ξεσπά ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, και εκείνος, πάλι, στέκει αναποφάσιστος ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, τη στράτευση ή τη μη στράτευση, την παραμονή στην Αθήνα ή την επιστροφή στο χωριό. Ένας ήρωας με πάσχουσα ηθική και ένας αφηγητής που τον αφήνει ελεύθερο, δίχως να τον κατευθύνει ή να τον κρίνει. Και ως προς αυτό το σημείο έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι κριτικές τόσο του Ξενόπουλου όσο και του Παλαμά, που περιέχονται στη συγκεκριμένη έκδοση, και στις οποίες, αν και οι δυο αναγνωρίζουν τις αρετές της πρωτόλειας νουβέλας του Βουτυρά, εντούτοις αντιμετωπίζουν με αμηχανία και σκεπτικισμό, ιδιαίτερα ο Παλαμάς, τον ήρωα αυτό, που έρχεται έξω από τα γνωστά έως τότε πλαίσια της λογοτεχνίας. 

Μέρες μετά, ενθουσιασμένος ακόμα, μιλάω με τον Γ. Δεν έχω διαβάσει, μου λέει, να διαβάσεις, του λέω. Συζητάμε για το πόσες εκπλήξεις να κρύβει ακόμα η ελληνική λογοτεχνία που τόσα της σέρνουμε κατά καιρούς. Και ο Παπαδημητρακόπουλος είναι πολύ καλός, μου λέει, δεν έχω διαβάσει, του λέω, να διαβάσεις. Συμφωνήσαμε σε αμοιβαία ανταλλαγή.


υ.γ Εκτός από τον Σκαρίμπα, η γραφή του Βουτυρά μου έφερε στον νου και τον Αλέξανδρο Κοτζιά.


υ.γ2 Το βιβλίο, αν και με ημερομηνία έκδοσης το 2000, μυρίζει όπως το δωμάτιο της γιαγιάς μου, γλυκά και οικεία, με μια αίσθηση καμφοράς.  

   
Εκδόσεις Δελφίνι Στάχυ




Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Δεν είν' έτσι; - Πάνος Τσίρος



Όσες καταχωρίσεις και αν επενδύσει ένας εκδοτικός οίκος, όσες λέξεις και αν αφιερωθούν σε ένα βιβλίο, ειλικρινείς ή μη, το αποτέλεσμα της διάδοσης από στόμα σε στόμα δύσκολα θα το επιτύχουν· ο ενθουσιασμός είναι δύσκολο να συγκρατηθεί, η ομορφιά έχει την ευλογημένη τάση να απαιτεί το μοίρασμά της, μέχρι την τελική και αναπόφευκτη επικράτησή της. Οι γνώμες που έφταναν σε μένα, σχετικά με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Πάνου Τσίρου, διέθεταν μια σύγκλιση ακριβή, επαναλήψεις ολιγόλογες μα προστακτικές: να το διαβάσεις. Και είχαν δίκιο.

Στο βιβλιοπωλείο διάβασα την πρώτη παράγραφο, του πρώτου διηγήματος: Διαχείριση ποιότητας

Η εταιρεία στην οποία εργάζομαι στεγάζεται στο πέμπτο πάτωμα ενός επταόροφου κτιρίου. Στην άκρη της πόλης. Όλες οι εταιρείες, όσες δηλαδή κατάφεραν να επιβιώσουν από την κρίση, μετακινήθηκαν στα περίχωρα. Γιατί εκεί τα ενοίκια είναι πιο λογικά, πιο φτηνά απ' ό,τι στο κέντρο.

Δυσκολεύομαι να διακρίνω και να διατυπώσω τον ακριβή λόγο της έλξης που μου δημιούργησε· πώς μέσα από μια περιγραφή ρεαλιστική γεννιέται μια ατμόσφαιρα απόκοσμη, μεταποκαλυπτική· πώς η απόσταση που χωρίζει το κέντρο από τα περίχωρα αποκτά χαρακτήρα απόλυτου κενού, αβύσσου. Και ανάμεσα σε όλα η λέξη ταμπού: κρίση, που κανονικά θα έπρεπε να απωθήσει, δεν προεξέχει καθόλου.       

Ο Τσίρος διαθέτει μια ευδιάκριτη αφηγηματική φωνή, ήπιων τόνων και ομαλά ενταγμένων επιρροών, στηριγμένη στην αμεσότητα του πρώτου προσώπου και κατοικούσα στον ρεαλισμό, δίχως να κλείνει τη χαραμάδα επικοινωνίας με το μεταφυσικό, το απόκοσμο. Πιθανά θραύσματα αυτοβιογραφικά μπολιασμένα με τον απαραίτητο μύθο και μεταποιημένα σε μικρά διηγήματα, ως προς το μέγεθος και όχι ως προς την αξία. Τα μοτίβα και τα πρόσωπα επανέρχονται από διήγημα σε διήγημα, δημιουργώντας μια αίσθηση σπονδυλωτή, αβίαστη. Το μεταπτυχιακό, η εταιρεία, η Αθήνα σήμερα, η Θεσσαλονίκη χτες, τα όνειρα. Η Ξανθίππη, ο Δ., οι συμφοιτητές και οι καθηγητές από το μεταπτυχιακό, τα στελέχη της εταιρείας. Και στο κέντρο όλων ο αφηγητής. Κάπως έτσι, και ύστερα από τρεις ή και τέσσερις αναγνώσεις του κάθε διηγήματος, με παραβιασμένη την ορισθείσα από τον συγγραφέα σειρά, οι ιστορίες έχουν περιπλεχτεί στη μνήμη μου, σύνολο ενιαίο και αδιαίρετο, όπως η πρωινή ανάμνηση των ονείρων.     

Ο χρόνος, που μεσολάβησε από τον χρόνο κάθε ιστορίας μέχρι την αφήγησή της ή που ο συγγραφέας αποφάσισε να αφήσει, δίνει την απαραίτητη αποστασιοποίηση στον αφηγητή, που φυλάγεται σοφά από τέρατα επικίνδυνα, αν και στη θέα όμορφα, όπως η ωραιοποίηση, ο συναισθηματισμός, η σπουδαιότητα· η μελιστάλαχτη και ηρωική αποτύπωση του παρελθόντος, εν ολίγοις. Και έτσι, βρίσκει τον χώρο και τον χρόνο να ασχοληθεί με τις λέξεις, τη φόρμα, τη λεπτομέρεια, το ύφος και το στυλ, στοιχεία που θα μετατρέψουν μια όμορφη/ενδιαφέρουσα/πρωτότυπη κεντρική ιδέα σε λογοτεχνία που αφορά και άλλους πέραν από τον ίδιο τον συγγραφέα και τον στενό του κύκλο.

Περίεργο γεωλογικό φαινόμενο. Έτσι μας είπαν. Ολόκληρη η περιοχή, το έδαφος μετακινείται. Χιλιοστά βεβαίως. Αλλάζει θέση ωστόσο. Επομένως και το κτίριο. Σε μερικά χρόνια από το παράθυρό σου θα βλέπεις κάτι διαφορετικό.

Τώρα είναι η σειρά μου να πω: να το διαβάσεις.





(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Εκδόσεις Μικρή Άρκτος.


Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Σάνσετ Παρκ - Paul Auster




Σχεδόν έναν χρόνο τώρα φωτογραφίζει εγκαταλελειμμένα πράγματα. Τουλάχιστον δύο φωτογραφίσεις τη μέρα, ενίοτε μέχρι και έξι ή επτά. Κάθε φορά που μπαίνει με την κουστωδία του σε κάποια από τα σπίτια, έρχεται αντιμέτωπος με τα πράγματα, τα αναρίθμητα σκόρπια πράγματα τα οποία άφησαν πίσω τους οι οικογένειες που έφυγαν. Οι απόντες είχαν όλοι τους αποχωρήσει μέσα σε φοβερή βιασύνη, ντροπή και σύγχυση, ενώ είναι βέβαιο πως, όπου και αν έχουν εγκατασταθεί τώρα -εφόσον έχουν βρει ένα μέρος να ζουν και δεν κοιμούνται στους δρόμους-, η νέα τους κατοικία είναι μικρότερη από εκείνη που εγκατέλειψαν. Κάθε σπίτι και μια ιστορία χρεοκοπίας, πτώχευσης και ανεκπλήρωτων οφειλών, χρέους και κατάσχεσης. Αυτός έχει αναλάβει να καταγράψει τα τελευταία, εναπομείναντα ίχνη εκείνων των διασκορπισμένων ζωών, προκειμένου να αποδείξει ότι οι εξαφανισμένες οικογένειες έμεναν κάποτε εδώ, ότι τα φαντάσματα των ανθρώπων που δεν θα συναντήσει και δεν θα γνωρίσει ποτέ εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσα στα πράγματα που είναι παρατημένα μέσα στα άδεια σπίτια.
Ο Μάιλς Χέλερ προΐσταται μιας τετραμελούς ομάδας, επιφορτισμένης με την απομάκρυνση της οικιακής σαβούρας από τα σπίτια που πλέον έχουν περιέλθει στη δικαιοδοσία κάποιας τράπεζας, απόρροια της αδυναμίας των δανειοληπτών να ανταποκριθούν στους όρους και τις δεσμεύσεις απέναντι στον δανειστή. Έχουν περάσει επτάμισι χρόνια από τότε που πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το κολέγιο και να διακόψει την επικοινωνία με τους γονείς του, αφήνοντας πίσω του τη Νέα Υόρκη σε μια συνεχή εναλλαγή πόλεων και επαγγελμάτων, μια πορεία προς τα δυτικά· τον τελευταίο καιρό ζει στη Φλόριντα.

Μια μέρα, απολαμβάνοντας το ρεπό του, διάβαζε τον Υπέροχο Γκάτσμπυ, ακόμα μια φορά, δώρο του πατέρα του πριν χρόνια, σε ένα πάρκο. Η Πιλάρ Σάντσεζ ξαπλωμένη λίγο πιο δίπλα απολάμβανε το βιβλίο της. Ναι, σωστά μαντέψατε. Τον Υπέροχο Γκάτσμπυ διάβαζε και εκείνη, για πρώτη φορά, στην κατάλληλη ηλικία, λίγο πριν τελειώσει το λύκειο. Και καλύτερη βιβλιοφιλική αφορμή για να ανθίσει ο έρωτας δεν θα υπήρχε, το σημάδι της σύμπτωσης πάντα γοητεύει, όσο προφανέστερο τόσο πιο ισχυρή η επίδρασή του. Εκείνη όμως δεν είναι ακόμα ενήλικη και ο νόμος καραδοκεί, και, αν δεν σε καταγγείλει ο δικός σου άνθρωπος, τότε ποιος, αλήθεια, θα το κάνει; Ο Μάιλς αναγκάζεται να φύγει για την Νέα Υόρκη, για τους λίγους μήνες που μεσολαβούν μέχρι τα γενέθλια της Πιλάρ.

Ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο έχει κρατήσει επαφή όλα αυτά τα χρόνια, κρίκος συνδετικός με το παρελθόν, είναι ο Μπιγκ Νέιθαν, ο οποίος τους τελευταίους μήνες, μαζί με την Έλεν και την Άλις, ζει σε ένα σπίτι, στο Σάνσετ Παρκ, το οποίο ήταν κενό από τότε που περιήλθε στην ιδιοκτησία του δήμου, και ένα κενό του συστήματος συνέχιζε να του εξασφαλίζει την παροχή νερού και ρεύματος. Σε αυτό το κενό του συστήματος στήριξαν οι καταληψίες τις ελπίδες τους για μια στέγη. Ο Μάιλς, επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, θα αποτελέσει τον τέταρτο συγκάτοικο.

Ο Όστερ χτίζει την ιστορία του γύρω από το τεράστιο πρόβλημα στέγης, με το οποίο όλο και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι, όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στην Ευρώπη, αναγκάζοντας τις επιτροπές ειδικών να αμβλύνουν ολοένα και περισσότερο τα κριτήρια θεώρησης κάποιου ως άστεγου, γεγονός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την υπερπληθώρα κτιρίων, που χάσκουν κενά και αποκρουστικά ιδιαίτερα στις μεγαλουπόλεις . Μια ιστορία πυκνή, με αρκετά πρόσωπα να περιστοιχίζουν τον βασικό πρωταγωνιστή, με έναν αφηγητή παντογνώστη να αλλάζει συνεχώς γωνία λήψης με σκοπό να διηγηθεί την ιστορία όσο πιο σφαιρικά μπορεί, μην θεωρώντας ήσσονος σημασίας κανέναν από τους χαρακτήρες. Ένα μυθιστόρημα με όλες τις γνωστές αρετές του Αμερικανού συγγραφέα, σε μεγάλη φόρμα, δίχως την αφαιρετική διάθεση παλαιότερων έργων του -έργα τα οποία του χάρισαν μεγάλο μέρος της φήμης του-, υπενθυμίζοντας ακόμα και στους πλέον δύσπιστους πως, παρά τα όσα οι Κασσάνδρες διατυμπανίζουν, το μυθιστόρημα δεν έχει πεθάνει, ακόμα τουλάχιστον.

Το Σάνσετ Παρκ έφτασε την κατάλληλη στιγμή, προσωπικά μιλώντας, καθώς διένυα μια φάση αμερικανίλας, σκεφτόμουν ξανά την Τυφλόμυγα της Χούστβεντ και τα Μάτια ερμητικά κλειστά του Κιούμπρικ, επιζητούσα αυτή την αίσθηση εναλλαγής φωτός και σκότους, με φόντο τη Νέα Υόρκη, και ποιος καταλληλότερος από εκείνον να την αποδώσει; Παράλληλα, και αναπάντεχα, η αυστηρή προσωπική ηθική των χαρακτήρων, έτσι όπως τους την εμφύσησε ο Όστερ, αυτή η ξεροκεφαλιά, η παλιομοδίτικη αντιμετώπιση των πραγμάτων, ενάντια στο αλλοτριωτικό: "έλα μωρέ, εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο;", λειτούργησε και κούμπωσε απόλυτα με διάφορες σκέψεις μου αυτή την περίοδο. Οι συμπτώσεις είναι πάντα ευπρόσδεκτες, όχι μόνο στον έρωτα.

Και για το κλείσιμο κάτι που λέω πάντα για έργα όπως αυτό: Στο τέλος της ανάγνωσης υπάρχει αυτό το υπέροχο αίσθημα αντίστιξης πως διάβασες κάτι σπουδαίο και ευκολοδιάβαστο ταυτόχρονα.



(πρωτοδημοσιεύτηκε στο Trolling Stone)


Μετάφραση Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Μεταίχμιο     

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Έτσι, αδιάφορα.




Διαβάζω μια αδιάφορη συλλογή διηγημάτων.

  Τι διαβάζεις, με ρωτάει.
  Μια αδιάφορη συλλογή διηγημάτων, του απαντώ.
  Και γιατί δεν την παρατάς;
  Γιατί ψάχνω να βρω το υπέροχο διήγημα της συλλογής.

Το πιστεύω ακράδαντα, στηριζόμενος στην εμπειρία μου ως αναγνώστης, στη μικρή μου εμπειρία, πως ακόμα και σε μια γενικά αδιάφορη συλλογή διηγημάτων υπάρχει ένα αξιόλογο διήγημα, τουλάχιστον ένα, σε μερικές υπάρχει και ένα δεύτερο, ως εκεί όμως. Θυμάμαι μικρός, δίχως μουσική παιδεία, έλεγα πως μου αρέσει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, γι' αυτόν άκουγα, γι' αυτόν έλεγα. Είχα, που λέτε, κάποιες κασέτες, ένα ωραίο τραγούδι η κάθε μία, άντε και ένα δεύτερο στην πίσω πλευρά, σκέτη ταλαιπωρία τα μπρος-πίσω. Έτσι νόμιζα πως είναι τα πράγματα στο σύνολο της μουσικής βιομηχανίας. Ύστερα έμαθα να αγαπώ τους δίσκους που τους άκουγα από την αρχή μέχρι το τέλος, και όχι μία φορά μόνο. Όμως αυτό έγινε αργότερα, αρκετά αργότερα. Ας επιστρέψω, όμως, στη θεωρία μου για τις συλλογές διηγημάτων. Ο συγγραφέας, πιστεύω, στέλνει ένα διήγημα, ένα βράδυ σε κάποιον, εκείνος ο κάποιος, επιλεγμένος με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια του συγγραφέα, του απαντά: γαμάτο! μπράβο! εύγε! ή κάτι αντίστοιχο. Είναι πιθανό η διαδικασία αυτή να επαναληφθεί και με άλλον αναγνώστη. Τότε ο συγγραφέας νιώθει την επιθυμία της έκδοσης να εντείνεται μέσα του και να θεριεύει. Πρέπει όμως πρώτα να το πλαισιώσει και με μερικά ακόμα, έτσι ξεκινά το κακό. Αυτό πιστεύω.

- Τελικά το βρήκες το υπέροχο διήγημα;
- Όχι, παρότι έφτασα μέχρι το τέλος, ούτε ένα δεν ξεχωρίζει.
- Τόσο κακά;
- Όχι, κακά δεν είναι, είναι αδιάφορα. Ακόμα χειρότερα δηλαδή.

Μα να μην έχει ένα φίλο, έναν αναγνώστη να πει: ρε, συ, όχι. Μεταξύ σοβαρού και αστείου σκέφτομαι πως το ζήτημα δεν είναι λογοτεχνικό αλλά ανθρώπινο. Πόση μοναξιά δίχως έναν ειλικρινή φίλο να σου πει: ρε, συ, όχι. Και θα μου πείτε: ποιος είσαι εσύ; Και θα έχετε δίκιο. Ποιος είμαι εγώ; Ακολουθεί τρίτο διαλογικό απόσπασμα.

- Θα γράψεις κάτι σχετικό;
- Όχι.
- Γιατί;
- Γιατί δεν μου κινεί το ενδιαφέρον, ρε, συ.

Και να που έγραψα κάτι σχετικό, ανακόλουθος θα πείτε, και θα έχετε δίκιο, αλλά να, ήθελα να πω για τον Βασίλη· και τους ιδανικούς αναγνώστες· και την αδιαφορία. Κυρίως για την αδιαφορία, όμως. Αυτά.

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Ο άνθρωπος από το Λονδίνο - Georges Simenon


Τη στιγμή την ίδια που συμβαίνει, θεωρεί κανείς ότι πρόκειται για ώρες σαν όλες τις άλλες, αργότερα μόνο, αντιλαμβάνεται ότι είχε συμβεί κάτι το εξαιρετικό, και αγωνίζεται να ξαναβρεί το κομμένο νήμα, να αναπαραστήσει απ' την αρχή ως το τέλος τα λεπτά που του είχαν διαφύγει.

Τίποτα δεν προμήνυε όσα επακολούθησαν· είχαν δειπνήσει στις επτά, ως συνήθως, είχαν φάει ψητές ρέγγες και ο μικρός ήταν ήσυχος στο τραπέζι· ύστερα ο Μαλουέν ετοιμάστηκε, πήρε μαζί του το μπλε εμαγιέ σκεύος που περιείχε τον καφέ του, καθώς και το κολατσιό που του είχε ετοιμάσει, όπως πάντα, η γυναίκα του, και κίνησε για τον σιδηροδρομικό σταθμό του λιμανιού της Διέππης, όπου εργαζόταν ως κλειδούχος των γραμμών, κρατώντας τη βραδινή βάρδια. Δουλειά όχι ιδιαιτέρως απαιτητική, κουραστική λόγω της υποχρεωτικής αναμονής στο γυάλινο παρατηρητήριο για την αναγγελία κάποιου συμβάντος, τακτικού ή μη. Έτσι κυλούσε η ζωή του Μαλουέν, και αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός πως η κόρη του αναγκαζόταν να δουλεύει υπηρέτρια για την απαραίτητη ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος, θα δήλωνε απόλυτα ικανοποιημένος. Εκείνο το βράδυ, όμως, η ρουτίνα του διασαλεύτηκε οριστικά και αμετάκλητα.

Το καράβι από το Νιουχέηβεν είχε μόλις δέσει και οι επιβάτες αποβιβάζονταν κατευθυνόμενοι προς τον τελωνειακό έλεγχο. Ο Μαλουέν παρατηρούσε από τον πύργο την ολιγόλεπτη έκρηξη ζωής, ύστερα, όλοι θα αποχωρούσαν και μέχρι να ανοίξει η ψαραγορά θα επικρατούσε η γνώριμη εκκωφαντική σιωπή των μικρών νυχτερινών ωρών· στα μάτια του έμοιαζε με ένα θέαμα λοιπόν. Με τον καιρό είχε μάθει να ψυχολογεί τους ταξιδιώτες και να τους εντάσσει σε διάφορες κατηγορίες δικής τους επινόησης: βιαστικοί, τακτικοί, αγχωμένοι, ερωτευμένοι, κυνηγημένοι· υπήρχαν εκείνοι που κάτι είχαν να κρύψουν και εκείνοι που λαχταρούσαν τον εξονυχιστικό έλεγχο. Εκείνη η φιγούρα, που περίμενε στη σκιά κρατώντας μια τσάντα, μονοπώλησε αμέσως την προσοχή του Μαλουέν, έμεινε να τον παρατηρεί μέχρι που είδε έναν συνταξιδιώτη του να βγαίνει από το τελωνείο και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Οι δυο τους λογομάχησαν έντονα και ήρθαν στα χέρια, η τσάντα έγινε αίφνης αντικείμενο διεκδίκησης, λίγο πριν να βρεθεί στο νερό μαζί με τον άτυχο συνταξιδιώτη. Ο μυστηριώδης άγνωστος τράπηκε σε φυγή. Ο Μαλουέν κατέβηκε και περισυνέλεξε την τσάντα, επιστρέφοντας στον πύργο την άνοιξε, μέσα τις κρυβόντουσαν βρεγμένα χαρτονομίσματα αξίας μισού εκατομμυρίου φράγκων. Αποφάσισε να τα κρατήσει, ήταν η στιγμή που άλλαξε την γραμμή της προσωπικής του τροχιάς, οριστικά.

Και κάπως έτσι, τρεις σελίδες μετά, ο Σιμενόν έχει επιτύχει, όπως το συνηθίζει άλλωστε, να εγκλωβίσει τον ήρωά του, και μαζί με εκείνον και τον αναγνώστη, σε μια αδιέξοδη κατάσταση, υπέρμετρα έντονης ψυχολογικής πίεσης και αντικρουόμενων συναισθημάτων. Το γεγονός πως ο Μαλουέν δεν είχε, λόγω των συνθηκών, τίποτε προσχεδιασμένο ως προς τον τρόπο δράσης του, τον αναγκάζει να αυτοσχεδιάσει, προσδίδοντας στην ιστορία έναν χαρακτήρα απρόβλεπτου, που αναγκάζει ακόμα και τον πλέον επαρκή αναγνώστη αστυνομικών ιστοριών να παραιτηθεί από την απόπειρα προφητείας του τέλους· έτσι και αλλιώς, ο Σιμενόν, εξ αρχής, παίζει με τα χαρτιά του ανοιχτά, δίχως να κουράζει με φτηνές ανατροπές και ευρήματα.

Υπάρχει μια παρεξήγηση όσον αφορά στον Σιμενόν, προερχόμενη, ως είθισται, από ανθρώπους που, δίχως να έχουν διαβάσει επαρκώς το έργο του, τον κρίνουν ως επιφανειακό και μικρής αξίας δημιουργό λόγω του όγκου της συγγραφικής του παραγωγής. Και όμως, ο μεγάλος όγκος παραγωγής θα έπρεπε να αποτελεί επιχείρημα για την ακριβώς αντίθετη θεωρία. Παρά την ύπαρξη αδύναμων στιγμών, γεγονότος φυσιολογικού και συνηθισμένου σε κάθε εργογραφία, είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Σιμενόν χτίζει την ιστορία του σε τόσο σύντομο διάστημα συγγραφής. Ο συγγραφέας, δεν διαθέτει απλώς μια έξυπνη και χρηστική κεντρική ιδέα, αλλά καταφέρνει να χτίσει χαρακτήρες δυνατούς και ολοκληρωμένους, να δημιουργήσει υποβλητική ατμόσφαιρα και να εντάξει την κοινωνικοπολιτική παρατήρηση στην ιστορία του. Δίχως να στήνει ευδιάκριτους ήρωες, μα μήτε αντιήρωες, ανάγει την αφήγησή του σε μια πραγματικότητα τραγική. Η έννοια του καλού και του κακού, ή του νόμιμου και του παράνομου, αν προτιμάτε, είναι σχετικές στα έργα τού Γάλλου συγγραφέα, καθώς δεν τον ενδιαφέρει το ορθό μα το ψαχούλεμα της ανθρώπινης ψυχής υπό ακραίες συνθήκες· εμπνέεται, θαρρείς, από την ιδέα πως ο κάθε άνθρωπος είναι ικανός να ξεπεράσει τα όρια του, όρια καθορισμένα από τον ίδιο, και να βρεθεί ξαφνικά στην απέναντι όχθη, θερίζοντας την ξαφνική ορμή που η παρανομία προσφέρει, την έκρηξη αδρεναλίνης που τη συνοδεύει και τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή που σιμώνουν

Ο άνθρωπος από το Λονδίνο αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές ενός σπουδαίου δημιουργού, άποψη που ενισχύεται από το γεγονός πως ο Ούγγρος σκηνοθέτης Μπέλα Ταρ, το 2007, μετέφερε το βιβλίο στον κινηματογράφο.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ
Εκδόσεις Άγρα

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Το κυνηγετικό όπλο - Γιασούι Ινόουε




Το πρώτο βιβλίο ιαπωνικής λογοτεχνίας που διάβασα, αν θυμάμαι καλά και δεν με ξεγελά η μνήμη μου, ήταν η Λίμνη του Καβαμπάτα, ή Καουμπάτα αν προτιμάτε· βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, ίσως και να με ξεγελά, και με το δίκιο της, μνήμη επιλεκτική. Ο Μουρακάμι ήρθε, έτσι και αλλιώς, πολύ αργότερα. Κάπου τότε, σύγχρονα με τη Λίμνη, είχα δει και το Tokyo Story του σπουδαίου Όζου. Τα δύο αυτά έργα συνέθεσαν, άπαξ και δια παντός, ένα ζεύγος, που όρισε, σε μένα, τα όρια της ιαπωνικής κουλτούρας του 20ου αίωνα. Ακολούθησαν και άλλοι σπουδαίοι, όπως ο Όε, ο Μίσιμα ή ο Τανιζάκι· τώρα ήταν η σειρά του Ινόουε. Όσο για το άμεσο μέλλον, ελπίζω εκείνη να μην ξεχάσει τα λόγια της: μόλις το διαβάσω, θα σου το δώσω· αναφερόμενη στη Γυναίκα της άμμου του Κόμπο Αμπέ.

Στο μυθιστόρημα του Ινόουε, Κυνηγετικό όπλο, όλα ξεκίνησαν όταν ο συγγραφέας δέχτηκε την πρόσκληση ενός παλιού του φίλου, διευθυντή του περιοδικού Ο σύντροφος του κυνηγού, και του έστειλε ένα ποίημα με τίτλο: Το κυνηγετικό όπλο. Μία κίνηση αμηχανίας, από μεριάς του παλιού του φίλου, με διάθεση να γεφυρώσει τον χρόνο της απουσίας του. Ύστερα από την έκδοση, κρατώντας το περιοδικό στα χέρια του ο συγγραφέας, ένιωσε έντονη την αμφιβολία σχετικά με το μήνυμα του ποιήματος, νιώθοντας πως επέκρινε την τέχνη του κυνηγιού αντί, όπως όφειλε, να την εξυψώνει, αν ήθελε να είναι συμβατός με το πνεύμα του περιοδικού, ευχαριστώντας παράλληλα τον παλιό του φίλο. Με αγωνία περίμενε την οργισμένη αντίδραση, είτε της Εταιρείας Κυνηγών είτε κάποιου αναγνώστη. Μάταια όμως. Τελικώς, αναλογίστηκε, κανείς δεν το είχε διαβάσει.

Η απόπειρα του συγγραφέα να "απολογηθεί" για τη σπουδαιότητα των λόγων που τον οδήγησαν να διηγηθεί την ιστορία ετούτη είναι κάτι που με συγκινεί, όχι μόνο σε αυτή την περίπτωση αλλά πάντα, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να συγκινεί μια σκέψη παιδική. Ο συγγραφέας, λοιπόν, αντί για ένα οργισμένο γράμμα, γίνεται αποδέκτης μιας παράξενης επιστολής. Σε αυτήν ο συντάκτης, κάποιος με το όνομα Μισούγκι, ισχυρίζεται πως είναι ο πρωταγωνιστής του ποιήματος, ο οποίος, συντροφιά με ένα σκύλο ράτσας Σέτερ και κρατώντας ένα κυνηγετικό όπλο μάρκας Τσώρτσιλ, ανεβαίνει την πλαγιά του όρους Αμάγκι για να κυνηγήσει. Αφού πρώτα παραδεχτεί με ειλικρίνεια πως, έως εκείνη τη στιγμή, αγνοούσε τον κόσμο της ποίησης, δηλώνει κολακευμένος που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για έναν ποιητή και ορμώμενος από αυτή την πίστη συνεχίζει: "Έχετε κάθε δικαίωμα ν' αμφιβάλλετε για τη διανοητική κατάσταση ενός ανθρώπου που πηδάει αυθαίρετα από το ένα θέμα στο άλλο. Δίπλα μου βρίσκονται τρία γράμματα. Είχα σκεφτεί να τα κάψω, όταν όμως διάβασα το υπέροχο ποίημά σας, θεώρησα καθήκον μου να σας τα δείξω. Λυπάμαι που θα χαλάσω την ησυχία σας, όμως τα γράμματα τα έχω ήδη στείλει, συστημένα. Θα ήμουν ευτυχής εάν τα διαβάζατε με την άνεσή σας. Μου φαίνεται τελείως παράλογο ένας άνθρωπος να θέλει να τον καταλαβαίνουν οι άλλοι. Ποτέ δεν είχα νιώσει έτσι, όταν όμως έμαθα ότι σας ενδιαφέρει η περίπτωσή μου, αποφάσισα να σας τα πω όλα."

Δυο μέρες αργότερα ο συγγραφέας έλαβε τις συστημένες επιστολές.

Ο επιστολικός, εν τέλει, χαρακτήρας του μυθιστορήματος του Ινόουε φέρνει στο νου το Κλειδί του Τανιζάκι, ως γλώσσα και ως δομή αφήγησης. Ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτονται οι πτυχές της ιστορίας, οι λόγοι που οδήγησαν τους συντάκτες των επιστολών στη συγγραφή τους, η αποστασιοποίηση του συγγραφέα, που απλώς παραθέτει τα λόγια κάποιου άλλου, και μάλιστα αντιγράφοντάς τα με απόλυτη ακρίβεια, παραλείποντας μόνο τα στοιχεία εκείνα που θα αποκάλυπταν την ταυτότητα των εμπλεκόμενων προσώπων. Όλα αυτά, και πάνω απ' όλα ο ιαπωνικός τρόπος, συνθέτουν ένα μυθιστόρημα θαυμαστό για την απλότητά του, και γι΄αυτό πανέμορφο.


Μετάφραση Δανάη Μιτσοτάκη
Εκδόσεις Καστανιώτη