Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Οι αυτόχειρες - Antonio di Benedetto




Η αυτοκτονία. Ίσως γιατί ποτέ δεν υπάρχει ο αντίλογος, μόνο η κατηγορία. Δειλία, απερισκεψία, πρόβλημα. Αυτή η μονομερής σιωπή που απομένει. Ταμπού, ακόμα και για τον ίδιο τον αυτόχειρα, μεγαλύτερο και από την ανθρωποκτονία. Η ζηλευτή θεϊκή δύναμη.

Σήμερα ήταν μια μέρα όπως πολλές άλλες.
Τίποτα το ιδιαίτερο δεν συνέβη.
Το παραδέχομαι, δεν είχα αφορμή.
Έθεσα το τέλος.
Πήρα τη ζωή επιτέλους στα χέρια μου.
Αφήνοντάς την.
Τώρα μάλλον θα είμαι νεκρός.
Το ελπίζω.

Ύστερα, η διατύπωση του Καμύ, απλή και περιεκτική, χαρακτηριστική ενός καθαρού μυαλού. Δεν υπάρχει παρά ένα μόνο φιλοσοφικό ερώτημα πραγματικά σοβαρό: το πρόβλημα της αυτοκτονίας.  Λίγους μήνες αργότερα, αναγνωστικά μιλώντας πάντα, ο ήρωας του Κούντερα στο Βαλς του αποχαιρετισμού, με το θανατηφόρο χάπι στην τσέπη, είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει το φόβο μιας πιθανής σύλληψης. Η δυνατότητα του θανάτου ζωοφόρος δύναμη. Παράλογο. Αν δεν το σκεφτείς.

Ας μιλήσουμε όμως για τους Αυτόχειρες του Αργεντινού συγγραφέα Αντόνιο ντι Μπενεντέττο.

Ο πατέρας μου αφαίρεσε τη ζωή του ένα βράδυ Παρασκευής.
Ήταν 33 ετών.
Την τέταρτη Παρασκευή του επόμενου μήνα θα έχω την ίδια ηλικία.
Παρ' ότι η θεία Κονστάνσα, με δισταγμό μα δίχως διακριτικότητα, ανέφερε τούτη τη σύμπτωση, δεν ξανασκέφτηκα επί του θέματος μέχρι σήμερα που παρουσιάστηκε από μόνο του μπροστά μου.
Στο πρακτορείο τύπου που δουλεύω ο διευθυντής μού είπε: "Ίσως είναι η ευκαιρία σου".
Χωρίς να περιμένει τη συγκατάθεσή μου με έβαλε στην υπόθεση. Αράδιασε πάνω στο γραφείο τρεις φωτογραφίες και μου ζήτησε να παρατηρήσω αυτό που ο ίδιος είχε ήδη ανακαλύψει. 
Πρόκειται για τιςφωτογραφίες τριών αυτοχείρων. Οι φωτογραφίες των νεκρών, των συγκεκριμένων και εκείνων που αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν, αποτελούν κομβικό σημείο της έρευνας γύρω από την αυτοκτονία, την οποία ο ανώνυμος αφηγητής-δημοσιογράφος καλείται να φέρει εις πέρας. Η ευκαιρία του, όπως φροντίζει να τονίσει ο διευθυντής, εκπληρώνοντας το μέρος εκείνο της διεύθυνσης που έγκειται στη δημιουργία κινήτρων. Η ανακάλυψη του επιπλέον στοιχείου, που προσθέτει το βλέμμα των νεκρών στα κίνητρα που οδήγησαν στον εκούσιο θάνατο, αποτελεί ίσως το πλέον ενδιαφέρον -αν και εκ φύσεως υποκειμενικό και ανοιχτό σε ερμηνείες- μέρος της έρευνας, έρευνας δημοσιογραφικής στις παρυφές της αντίστοιχης αστυνομικής. Για τον νόμο η εξήγηση είναι απλή: αυτοκτονία. Ο αφηγητής πρέπει να προσκομίσει στοιχεία ενδιαφέροντα για να στοιχειοθετήσει την έρευνά του, να χτίσει το ρεπορτάζ, να αδράξει την ευκαιρία.

Γιατί αυτός ο ενδοσκοπικός τρόμος στα μάτια; Γιατί αυτή η χθόνια ευχαρίστηση στα χείλη; Αν μονάχα κατορθώναμε να γενικεύσουμε αυτά τα στοιχεία, να είχαμε περισσότερο υλικό για περισσότερες αναφορές, ίσως τελικά να είχαμε και τα άρθρα αν επιβεβαιώναμε τη γενίκευση. Ναι. Δεν έχουμε υπόθεση με δυο αυτοκτονίες, με δυο υποθέσεις που έπαψαν να αποτελούν είδηση. Χρειαζόμαστε καινούριες περιπτώσεις.

Και αν η δημοσιογραφική έρευνα αποτελεί το ένα σκέλος της ιστορίας, θα ήταν άνισο να μην εμπεριέχεται σε αυτήν και η προσωπική ζωή του αφηγητή, εκτοπισμένη πλήρως από την επαγγελματική. Η αποτυχημένη (;) ερωτική σχέση του με την Μαρσέλα και τα συναισθήματά του, που διακρίνονται από κυνικότητα, τόσο για εκείνην όσο και για άλλες γυναίκες, όπως η Χούλια, καθηγήτρια που βάζει θέμα εργασίας την αυτοκτονία στους μαθητές της κινδυνεύοντας να απολυθεί. Ο ήρωας, μέσα από μια έρευνα απρόσωπη και επαγγελματική, βρίσκεται διαρκώς απέναντι στο αυτοκτονικό οικογενειακό παρελθόν, αποσιωπημένο μα παρόν, μια δέσμη φωτός, η οποία αναπόφευκτα τον σημαδεύει. 

Αν δεν ήταν όνειρο, τότε μαζί με τον πατέρα μου, που ακόμα δεν είχε μπει στον λογαριασμό του παππού μου, μετράμε 13 αυτόχειρες.
Κι αν ακόμα ο παππούς μου υπερέβαλλε, μήπως εγώ δεν έχω δει δύο συγγενείς μου να καταστρέφουν τον εαυτό τους;
Τουλάχιστον για έναν απ' τους δύο, τον μεγάλο μου ξάδερφο που κοντανάσαινε στα μαξιλάρια, μπορώ να ρωτήσω την μητέρα μου. Το ξάφνιασμα της ήταν αναμενόμενο. Προσπαθεί να αποφύγει τη συζήτηση, πιστεύοντας ότι σε λίγο θα ξεχάσω το όλο ζήτημα:
-Πω πω, έχω τόσα να κάνω: τα ψώνια, τη σούπα των παιδιών.

  
Μέσα από μια αφήγηση ομιχλώδη και σκοτεινή ξεπηδούν αυτόχειρες του παρελθόντος και σκέψεις περί αυτοκτονίας υπό πρίσμα θρησκευτικό, φιλοσοφικό, ηθικό. Μια αφήγηση ενστικτώδης και αφηρημένη, σχετικά με μια έρευνα που καταλήγει να γίνεται μυθιστόρημα, ή ίσως ένα μυθιστόρημα που καταλήγει να είναι μια έρευνα γύρω από την αυτοκτονία.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Άννα Βερροιοπούλου
Εκδόσεις Απόπειρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου