Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Συνέντευξη





Είχα ποντάρει πολλά σε εκείνη τη συνέντευξη, όχι εξ αρχής βέβαια. Το τηλεφώνημα της δημοσιογράφου με αιφνιδίασε, έτσι στριμωγμένη καθώς ήμουν στο λεωφορείο, επιστρέφοντας απ' τη δουλειά, αργά το απόγευμα μέρα καθημερινή, σχεδόν δεν άκουγα τι μου έλεγε -σούσουρο, μηχανή και ανοιχτά παράθυρα- και μόνο αφού γύρισα σπίτι -πρώτα ξεντύθηκα και έκανα ένα γρήγορο ντουζ, όπως συνήθιζα πριν κάτσω στο τραπέζι- και του είπα πως με πήραν τηλέφωνο για μια συνέντευξη, τότε μόνο άρχισε η καλλιέργεια προσδοκίας. Αλήθεια, αγάπη μου;, είπε εκείνος όταν άκουσε το όνομα της δημοσιογράφου, και ο ενθουσιασμός του ήταν ήδη στο όριο να ξεχειλίσει. Σηκώθηκε και με πλησίασε, με αγκάλιασε και σχεδόν με σήκωσε απ' το έδαφος· εγώ καλά καλά δεν είχα καταπιεί την άπληστη πιρουνιά μακαρόνια, την πρώτη πρώτη πιρουνιά. Είναι η αναγνώριση των κόπων σου, κατέληξε, λες και ήταν έτοιμος από καιρό, αντίθετα με μένα, που περισσότερο ένιωθα το συναίσθημα της πείνας παρά οτιδήποτε άλλο, βέβαια κι εγώ, μάλλον ανακλαστικά, χαιρόμουν, με τη χαρά του. Με φίλησε. Αργότερα, όταν θα σκεφτόμουν εκείνη την πρώτη μου αντίδραση, πριν το ολοένα και αυξανόμενο συναισθηματικό ποντάρισμα, εκείνη την αμηχανία, ένα σύνθετο μόρφωμα αποτελούμενο από λίγη ντροπή, αρκετή αγοραφοβία, ισχυρή έκπληξη και αρκετά χαζά ερωτήματα -για παράδειγμα: πού βρήκε το τηλέφωνό μου η δημοσιογράφος;- ενώ εκείνος δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει το όνομά της και να αναρωτιέται, μεταξύ άλλων, αν θα συνέχιζα να του μιλάω μετά τη συνέντευξη, κατέληξα πως, αντίθετα με τα φαινόμενα, δεν επρόκειτο για αντίδραση ενδεικτική χαμηλής αυτοπεποίθησης, αλλά για τάχιστα στημένη βιτρίνα απόκρυψης ενός τεράστιου παλλόμενου εγώ, έτοιμου προς πώληση. Όμως όλα αυτά, ανάμεσα σε άλλα, έγιναν αρκετά αργότερα, όταν εκείνος ήταν πια από καιρό πεθαμένος κι εγώ έβλεπα δυο φορές την εβδομάδα έναν περίφημο ψυχαναλυτή -κρίνοντας από την αμοιβή και τη διακόσμηση του ιατρείου του- ο οποίος δεν σταματούσε να με ρωτάει πώς νιώθω, κι εγώ ένιωθα σημαντική, γεγονός που εκείνον τον ικανοποιούσε.

Η μέρα της συνέντευξης έφτασε. Η εβδομάδα που μεσολάβησε από το πρώτο τηλεφώνημα πέρασε αργά, πολύ αργά, αν και διήρκεσε όσο διαρκεί πάντα μια εβδομάδα, δηλαδή επτά ημέρες ή αλλιώς εκατόν εξήντα οκτώ ώρες, κι εγώ, σε μια μυστική διανομή, πρωταγωνίστρια, δεν έχανα ευκαιρία να αλλάζω γνώμη, να παθαίνω κρίσεις πανικού και άγχους, να δηλώνω την αντίθεσή μου στις συνεντεύξεις ως διαδικασία, να απορώ με το τι θα πω και να κάνω υποθέσεις σχετικά με τις ερωτήσεις, να αμφισβητώ τα κίνητρα και τις ικανότητες της δημοσιογράφου, να σκέφτομαι τι θα φορέσω και να νιώθω τυχερή που υπήρχε η δουλειά να απασχολεί το μυαλό μου κάποιες ώρες την ημέρα -ευτυχώς που υπάρχει η δουλειά και αποφεύγουμε λίγο τον εαυτό μας, μου έλεγε κάποιος όταν ήμουν έφηβη· εγώ δεν θα γίνω έτσι, σκεφτόμουν τότε-. Χαρά πάντως δεν ένιωθα, ούτε προσμονή, λες και με είχε βρει κάποιο κακό. Εκείνος έδειχνε υπομονή, με μια ηρεμία ανεξήγητη, για την οποία τον κατηγορούσα, επιστρέφοντάς την ως αδιαφορία· ανάμεσα σε άλλα, όμως, συγχρόνως σκεφτόμουν πως μια μέρα θα γινόταν σπουδαίος πατέρας. Δεν του το είπα. Η μέρα της συνέντευξης έφτασε, εκείνος προσφέρθηκε να με συνοδεύσει μέχρι το καφέ και εγώ αρνήθηκα.

Η λογοτεχνία με έχει κάνει επιλεκτικότερη κουτσομπόλα, της είπα, όταν εκείνη, με έναν αδικαιολόγητο κατά τη γνώμη μου ενθουσιασμό στα μάτια -αλλά και στα χείλη, στο πρόσωπο, στα χέρια- με ρώτησε: τι σου έχει προσφέρει η λογοτεχνία; Ήταν η πρώτη της ερώτηση. Δεν ήταν προετοιμασμένη γι' αυτήν την απάντηση, του έλεγα αργότερα, όταν γύρισα εξουθενωμένη στο σπίτι -πρώτα ξεντύθηκα και έκανα ένα γρήγορο ντουζ, όπως συνήθιζα πριν κάτσω στο τραπέζι- και εκείνος με ρώτησε: πώς πήγε; Κι εγώ του διηγήθηκα το χρονικό μιας αποτυχημένης συνέντευξης. Τι σου έχει προσφέρει η λογοτεχνία; Ήταν η πρώτη της ερώτηση, αφού πρώτα είπε: ας αρχίσουμε! Κι εγώ δεν περίμενα εκείνη την ερώτηση, μου φάνηκε χαζή, ίσως γιατί δεν την περίμενα. Η λογοτεχνία, είπα με στόμφο, με έχει κάνει επιλεκτικότερη κουτσομπόλα. Το χαμόγελο στα χείλη της πάγωσε, ο αδικαιολόγητος κατά τη γνώμη μου ενθουσιασμός της εξαφανίστηκε ακαριαία, με κοίταξε επιθετικά, μες στα μάτια. Είσαι ηλίθια; έμοιαζε να σκέφτεται. Δεν ήταν προετοιμασμένη γι' αυτήν την απάντηση κι εγώ, όπως συνηθίζω, επέμεινα να διευκρινίσω τι εννοούσα· της εξήγησα, του έλεγα αργότερα, πως επειδή έχω διαβάσει τόσες ιστορίες, τόσες υπέροχα δοσμένες ιστορίες, δεν με ενδιαφέρει πια η κακοδιηγημένη ιστορία κάποιου άσχετου που αφορά έναν τρίτο, επίσης άσχετο, όσο εντυπωσιακή και αν είναι, όσες λεπτομέρειες από πρώτο χέρι και αν γνωρίζει, αυτό σκέφτηκα και αυτό είπα, δεν την περίμενα εκείνη την ερώτηση, ο αδικαιολόγητος ενθουσιασμός της εξαφανίστηκε ακαριαία, έπρεπε να τη δεις πώς μαζεύτηκε, πώς γυάλιζε το μάτι της όταν μου είπε: και τότε, γιατί επιμένεις να διηγείσαι τις ιστορίες σου στον κόσμο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου