Ικανός να κάνω τα πάντα.
Χωρίς να χρειάζεται να κάνω τίποτα.
Ένας σούπερ ήρωας σε διακοπές.
Έτσι ένιωθα πλάι της.
Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015
Κάποτε
Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015
Η γραμμή του ορίζοντα - Antonio Tabucchi
Δεν υπάρχει ικανότερος συγγραφέας από τον Ταμπούκι για να αποτυπώσει την αποπνικτική αίσθηση ενός ζεστού μεσημεριού, όταν η ατμόσφαιρα χάνει τη συνοχή της, ο ορίζοντας θολώνει και ο χρόνος λιώνει και απλώνεται, της είπα. Όταν ένας ξένος περπατάει μόνος του, στη Λισαβώνα συνήθως, ενώ οι δρόμοι είναι άδειοι, και ο ιδρώτας ξεπηδά αδιάκοπα σε σταγόνες χοντρές από κάθε πόρο του σώματος, τότε οι διαστάσεις μπλέκονται, και η πραγματικότητα γίνεται ακόμα πιο σχετική, μορφές γνώριμες και λησμονημένες εμφανίζονται, η μνήμη νιώθει την οικειότητα εκείνη που γεννά τη διάθεση για παιχνίδια. Έτσι της είπα, αφού πρώτα τη ρώτησα: θες να πάμε ένα ταξίδι στη Λισαβώνα κάποτε; Ύστερα της μίλησα για τον Πεσσόα, και τους ετερώνυμούς του, το άγαλμά του σε κάποια πλατεία του Μπάριο Άλτο, με ένα ποτήρι μπύρα στο χέρι, να παρατηρεί τον κόσμο. Για τον Μολίνα και τον Χειμώνα στη Λισαβώνα, εκείνο το γράμμα με τον χάρτη της πόλης και ένα όνομα: Μπούρμα. Έγιναν και άλλα, όμως, η πρωινή επέλαση του φωτός τα παρέσυρε. Όνειρα.
Και τότε σκέφτηκε πως υπάρχει μια τάξη πραγμάτων και πως τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία, και η περίπτωση ήταν ακριβώς αυτή: η αδυναμία μας να καταλάβουμε την πραγματική σχέση των πραγμάτων, και ένιωσε τη χυδαιότητα και την αλαζονεία με την οποία συσχετίζουμε τα πράγματα που μας περιβάλλουν.Εκεί είχα σταματήσει το προηγούμενο βράδυ. Στη χυδαιότητα και την αλαζονεία με την οποία συσχετίζουμε τα πράγματα που μας περιβάλλουν. Στην αδυναμία μας να ομολογήσουμε: δεν ξέρω. Ή να παραδεχτούμε: δεν καταλαβαίνω. Στην εποχή της εξειδίκευσης άπαντες γνωμοδοτούν για το σύνολο των πάντων, ορατών τε και αοράτων, οικείων και αλλότριων, μικρών και μεγάλων. Ο βαρετός βίος ενός παντογνώστη θεού, δίχως πάθη και δίψα, με κοντή μνήμη και έτοιμη την ατάκα, που διόλου δεν συνάδει με την περίφημη ανωτερότητά του: σ' τα 'λεγα εγώ.
"Μα δεν μπορούμε να αδιαφορούμε όταν κάποιος πεθαίνει", είπε ο Σπίνο, "είναι σαν να πεθαίνει δύο φορές".Η γραμμή του ορίζοντα είναι η ιστορία μιας αναζήτησης, η αστυνομική πλοκή αποτελεί την αφορμή, ή αν θέλετε, το μέσο. Ο Σπίνο, με το παράξενο όνομα που παραπέμπει στον Σπινόζα, ένας κατά συνθήκη ντετέκτιβ και ωθούμενος από κίνητρα προσωπικά και ασαφή, περιδιαβαίνει την ανώνυμη πόλη, που μοιάζει με την Τζένοβα, αναζητώντας την ταυτότητα του νεκρού, μακριά από οποιαδήποτε συνηθισμένη μέθοδο έρευνας.
Για να ανοίξεις τα συρτάρια πρέπει να στρέψεις το χερούλι, και ταυτόχρονα να το πιέσεις. Τότε το ελατήριο απαγκιστρώνεται, ο μηχανισμός απελευθερώνεται με ένα ελαφρύ μεταλλικό κλικ, και μπαίνουν αυτόματα σε κίνηση οι σφαιρικοί τριβείς· κι επειδή τα συρτάρια είναι ελαφρώς σε κλίση, κυλάνε μόνα τους στις μικρές σιδηροτροχιές. Πρώτα κάνουν την εμφάνισή του τα πόδια, ύστερα η κοιλιά, ύστερα ο θώρακας, ύστερα το κεφάλι του πτώματος.Στο συνοδευτικό επίμετρο ο συγγραφέας αναφέρεται σε έναν δύσκολο χειμώνα που γέννησε τη γραμμή του ορίζοντα, που αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα της δεύτερης συγγραφικής φάσης του, φωνή που ωρίμαζε στα χρόνια της μαθητείας και της μελέτης του έργου του Φερνάντο Πεσσόα, για να αποκτήσει το δικό της ηχόχρωμα και χαρακτήρα.
Μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης
Εκδόσεις Άγρα
Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015
Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή - Jon McGregor
Το βιβλίο αυτό το έσερνα μαζί μου για μέρες, παντού, όπου και αν βρέθηκα, διάβαζα ελάχιστα, κάποιες λίγες σελίδες, πολλές τις επαναλάμβανα ύστερα από λίγο, ήταν το βιβλίο που χρειαζόμουν, γεγονός που το κατάλαβα ήδη από τις πρώτες σελίδες και το σκεφτόμουν έντονα την επόμενη μέρα στη βόλτα στο πάρκο (σημ. για περισσότερες πληροφορίες και σύνδεση με όσα προηγήθηκαν της ανάγνωσης κάνε κλικ εδώ). Δεν ήταν τόσο η ιστορία, όσο η γλώσσα, η αφήγηση, εκείνη είχα ανάγκη· τον ευδιάκριτα προσωπικό τρόπο του McGregor να λέει τις ιστορίες του. Αφού πρώτα την έσπασε σε δεκάδες μικρές ψηφίδες, ύστερα όρισε έναν παντογνώστη αφηγητή υπεύθυνο να τη διηγηθεί, αποκαλύπτοντας όσα έκρινε πως έπρεπε να αποκαλύψει, όταν έκρινε πως έπρεπε να τα αποκαλύψει, επιδιδόμενος σε απανωτά χρονικά πήγαινε-έλα, επιμένοντας μέχρι τελικής πτώσεως σε λεπτομέρειες φαινομενικά -και μόνο- ασήμαντες. Είναι άλλωστε αυτή η μανία -ναι μανία, αυτή τη λέξη θα χρησιμοποιήσω, μόνο αυτή διαθέτει την απαραίτητη δυναμική- του Βρετανού συγγραφέα με τη λεπτομέρεια και το θεωρούμενο ως ασήμαντο, η ενδελεχής παρατήρηση και περιγραφή του κόσμου.
Κάποια αγόρια θέλουν να γίνουν αστροναύτες και κάποια άλλα ποδοσφαιριστές, κάποια άλλα γιατροί και δάσκαλοι, ο Ντέηβιντ ήθελε να δουλέψει σε μουσείο, αυτό ήθελε, και αργότερα να φτιάξει το δικό του μουσείο, αυτή ήταν η μεγάλη φιλοδοξία του. Μάζευε διάφορα αντικείμενα, τα περισσότερα με κίνδυνο ανάμεσα στα χαλάσματα που είχαν αφήσει πίσω τους τα βομβαρδιστικά, η μάνα του τον κυνηγούσε, εκείνος επέμενε.
Αυτά ακριβώς αναζητούσε όλη του τη ζωή: αυτά τα απτά ίχνη της ιστορίας, αυτά τα αντικείμενα που έκαναν τα χέρια του να λυγίζουν από το βάρος της μνήμης και του χρόνου. Κάτι που θα μπορούσε να το κρατάει και να λέει, κοιτάξτε, αυτό ανήκε στους γονείς και στους προγόνους μου, είναι ένα ψήγμα αυτού που υπήρξαν. Είναι ένα ψήγμα της δικής μου αρχής.Τελειώνοντας το σχολείο, πέτυχε να προσληφθεί στο νεοσύστατο μουσείο του Κόβεντρι· δεν ήταν έτσι όπως τα περίμενε, ήταν μικρός για να το ξέρει, η γραφειοκρατία και τα θελήματα των ανωτέρων τού στερούσαν χρόνο από την ενασχόληση με τα εκθέματα· έκανε υπομονή, το πάθος του ήταν μεγάλο. Σε ένα από τα ταξίδια για λογαριασμό του μουσείου γνωρίζει την Εληνόρ.
Τα πρώτα τους γράμματα ήταν σύντομα, επιφυλακτικά, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήθελαν να εκφράσουν με λόγια αυτό που είχαν νιώσει στην πρώτη τους συνάντηση, όπως δεν ήθελαν να κάνουν την παραμικρή νύξη σε κάτι που πολύ εύκολα θα μπορούσε να φανεί παράλογο. Λυπάμαι, αλλά είναι πολύ μεγάλη η απόσταση, φαντάζονταν τον άλλον να απαντάει. Αν ζούσαμε στην ίδια πόλη θα ήταν αλλιώς. Ειλικρινά λυπάμαι, αλλά σε γνωρίζω ελάχιστα.Και ξαφνικά μια μέρα, η οριστικά χαμένη στην επέλαση της γεροντικής άνοιας θεία του, παραληρώντας θα αποκαλύψει ένα μυστικό για χρόνια καλά κρυμμένο: δεν είναι γιος των γονιών του. Τότε, και αφού πρώτα καταλαγιάσει ο θυμός, θα ξεκινήσει την αναζήτηση της δικής του αρχής, την απόπειρα να ανακαλύψει και να συνθέσει τα κομμάτια ενός άγνωστου παρελθόντος, να δημιουργήσει ένα μονοπάτι που θα τον οδηγήσει στην βιολογική του μητέρα.
Για να αφηγηθεί ολόκληρη την ιστορία του χρειαζόταν μια ζωή. Αν μη τι άλλο πάντως, αυτά που είχε τώρα ήταν μια μαγιά, ένας τρόπος για να κάνει μια αρχή. Αυτά που είχε τώρα ήταν αρκετά για να πει τουλάχιστον, ορίστε, να μερικά πράγματα που μου συνέβησαν, όταν δεν ήσουν κοντά μου. Ιδού ένα μικρό μέρος του πώς ήταν τα πράγματα.Δεν χρειάζεται πια να κάνεις ικασίες, ούτε να φαντάζεσαι, ούτε να αναρωτιέσαι ή να ονειρεύεσαι. Ιδού ένα μικρό μέρος της αλήθειας.Η ανάγνωση τελείωσε μέρες μετά από εκείνο το πρώτο βράδυ, καθώς η καθημερινότητα αραίωνε τη συμπυκνωμένη αφήγηση, η μεσημεριανή ζέστη ήταν αποπνικτική και οι άνθρωποι στο δρόμο αναζητούσαν τώρα πια τη σκιερή πλευρά.
Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου
Εκδόσεις Άγρα
Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015
Περί μνήμης
Πρόσφατα κάποιος μου διηγήθηκε μια ιστορία, κατά την οποία ένας φίλος του προσπαθούσε να θυμηθεί ποιο καλοκαίρι είχε πάει στους Λειψούς, και όσο και αν επέμενε, συνδυάζοντας παράπλευρες αναμνήσεις και γεγονότα -π.χ. το γάμο του αδερφού του ή την παραίτησή του από μια απαίσια δουλειά- αδυνατούσε να δώσει καλύτερη απάντηση από αυτήν: μάλλον το 2009. Συνειδητοποίησε πως ούτε η google θα είχε κάποια καλύτερη απάντηση για εκείνον, ούτε καν η google, στην οποία άπαντες πλέον καταφεύγουμε -έστω και ως μέσο για να φτάσουμε στη wikipedia- για να απαντήσουμε σε κάθε ερώτηση απλή ή όχι. Τότε θυμήθηκε, όχι πότε είχε πάει στους Λειψούς, αλλά πότε μπήκε η μάνα του αποφασισμένη στο εφηβικό του δωμάτιο και είπε: ξεδιάλεξε σε παρακαλώ όλο αυτό το σκουπιδαριό που έχεις μαζέψει, δεν μπορώ να ξεσκονίσω. Άδειασε και τα συρτάρια, συμπλήρωσε. Εκείνος, ελαφρά την καρδία, επιθυμώντας να ξεφύγει από έναν ακόμα καβγά με βέβαιο τον τελικό νικητή, είπε: πέτα τα όλα και άσε με ήσυχο. Το απόκομμα του Αγούδημου (σημ. δική μου: υποψιάζομαι πως επρόκειτο για το μυθικό πλοίο Ρομίλντα) έμοιαζε να μην είναι τίποτα περισσότερο παρά ένα ελάχιστο μέρος του σκουπιδαριού.
Σκεφτόμουν αυτή την ιστορία, επιστρέφοντας εκείνο το απόγευμα σπίτι, μέσα από το πάρκο, κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη, που πάντα αξίζει τον κόπο.
Πόσα είναι αυτά που έχουμε ξεχάσει τόσο οριστικά, ώστε ούτε καν τα αναζητούμε πια; Η σκέψη αυτή με κυρίευσε, μπαίνοντας στην πολυκατοικία. Θυμήθηκα ένα βιβλίο, ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο, για την ακρίβεια:
Το ίδιο βράδυ ξεκίνησα την ανάγνωση παρά την κούραση και τη δεδομένη αηδία των ημερών. Κατάλαβα αμέσως πως επρόκειτο για το βιβλίο που είχα ανάγκη.
Την επομένη έκανα ξανά την παράκαμψη μέσα από το πάρκο.
Σκεφτόμουν αυτή την ιστορία, επιστρέφοντας εκείνο το απόγευμα σπίτι, μέσα από το πάρκο, κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη, που πάντα αξίζει τον κόπο.
Πόσα είναι αυτά που έχουμε ξεχάσει τόσο οριστικά, ώστε ούτε καν τα αναζητούμε πια; Η σκέψη αυτή με κυρίευσε, μπαίνοντας στην πολυκατοικία. Θυμήθηκα ένα βιβλίο, ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο, για την ακρίβεια:
Κάνει διάφορες συλλογές λέει, μαζεύει πράγματα από τον δρόμο, αποδείξεις από ταμειακές μηχανές ας πούμε και πανεπιστημιακές σημειώσεις και φύλλα από περιοδικά, μια φορά μάζεψε ένα σωρό σπασμένα γυαλιά από τζάμι αυτοκινήτου και έφτιαξε ένα κολιέ λέει.Αναζήτησα το βιβλίο στη βιβλιοθήκη: Αν δεν μιλάμε για σπουδαία πράγματα, Jon McGregor (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Άγρα). Το κατέβασα και το ξεφύλλισα, η κόλλα με τις σημειώσεις, διπλωμένη προσεχτικά και σφηνωμένη κάποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες, έπεσε στο πάτωμα· αυτές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αναζητούσα, μια συμπυκνωμένη συναισθηματική επανάληψη· ανάμεσα σε κωδικοποιημένα και βιαστικά γραμμένα σχόλια είχα σημειώσει πως το παραπάνω απόσπασμα στην ουσία αποτελούσε τον πυρήνα του επόμενου μυθιστορήματος του Βρετανού συγγραφέα, Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή.
Είπε ότι είναι αστικά διαμάντια, λέει.
Το ίδιο βράδυ ξεκίνησα την ανάγνωση παρά την κούραση και τη δεδομένη αηδία των ημερών. Κατάλαβα αμέσως πως επρόκειτο για το βιβλίο που είχα ανάγκη.
Την επομένη έκανα ξανά την παράκαμψη μέσα από το πάρκο.
Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015
Η δύναμη του Κύριου Δ* - Άγης Πετάλας
Ο Κύριος Δ*, ευγενικών καταβολών και ισχυρών πεποιθήσεων, περιδιαβαίνει την πόλη του, την Αθήνα, με οξυμένη την ικανότητα εντοπισμού οπισθοδρομικών δυνάμεων, που επιβουλεύονται, στο όνομα μιας κρίσης, τις αστικές αξίες και θέτουν εν αμφιβόλω την πρόοδο και την ανάπτυξη, τιμωρός αυστηρός απέναντι σε όποιον υποθάλπει αντιλήψεις και πρακτικές που δεν συνάδουν με το όραμα μιας σύγχρονης μητρόπολης. Ατρόμητος καθώς είναι, δεν διστάζει να επισκεφτεί μέρη κακόφημα και επικίνδυνα, ανάμεσα σε άλλα πατάει το πόδι του σε πορνεία, σουβλατζίδικα και διαμερίσματα φτωχών, όχι μόνο δίχως φόβο, μα με περίσσιο πάθος, δεν διστάζει να κατακεραυνώσει το παραμικρό ατόπημα, να τα βάλει με τον όχλο και να στεφθεί νικητής. Στον αγώνα του αυτό διαθέτει άξιους συμμάχους, όπως τον ενεχυροδανειστή Σταβίσκυ, που, επιχειρηματολογώντας για τη μη ύπαρξη κρίσης, διατυπώνει το ομώνυμο θεώρημα, σύμφωνα με το οποίο σε καιρούς κρίσης η τέχνη θριαμβεύει, και επομένως, αφού θέσει πρώτα ένα σχετικό ρητορικό ερώτημα στον Κύριο Δ*, η μη άνθηση της τέχνης αποτελεί την ακλόνητη απόδειξη: η κρίση δεν υπάρχει. Και η Κυρία Κρα*, εξέχον μέλος της υψηλής κοινωνίας, εντοπίζει την πηγή του κακού στο έλλειμμα παιδείας, στο αντιαισθητικό λεξιλόγιο του κάθε επαίτη, το οποίο είναι αναγκασμένη να υφίσταται εξερχόμεη, σπανίως είναι η αλήθεια, της θύρας της οικίας της· πού είναι, αναρωτιέται, οι εποχές εκείνες που μπορούσες να ακούσεις ένα ζητιάνο να χρησιμοποιεί τη φράση: ό,τι προαιρείσθε;
Δυνατός. Έτσι ένιωθα. Βέβαιος για τον εαυτό μου, σίγουρος για τις πεποιθήσεις μου. Αποφάσισα να απαντήσω θετικά, όταν μου ζήτησαν να μιλήσω στα εγκαίνια ενός πολυκαταστήματος που άνοιξε πρόσφατα, σε μια σήμερα ήδη εξευγενισμένη συνοικία των Αθηνών.
Ο Κύριος Δ* δεν είναι απλώς ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής των ιστοριών του Άγη Πετάλα, αλλά ο πυρήνας γύρω από τον οποίο χτίζει ο συγγραφέας την κάθε ιστορία, η έμπνευση για ακόμα μία περιπέτεια στην Αθήνα του σήμερα, μια δυνάμει εβδομαδιαία στήλη σε κάποια εφημερίδα, όχημα σχολιασμού της επικαιρότητας, με αστείρευτα περιθώρια για κριτική και σάτιρα. Ένας ήρωας ξεχωριστός, ικανός, ανάμεσα σε άλλα, να διχάσει τον αναγνώστη, να προκαλέσει με τη στάση του την αγανάκτηση και την αναγνώριση, στον ίδιο άνθρωπο, την ίδια στιγμή, αναδεικνύοντας την δίχως διέξοδο συμπεριφορά των άκρων, την ανάγκη για ύπαρξη μιας μέσης οδού, ενός κοινού τόπου συνάντησης δύο κόσμων διαφορετικών και ξένων. Μέσα από τα μάτια του Κύριου Δ* αντικρίζουμε την πραγματικότητα από μια γωνία διαφορετική, αφ' υψηλού.
Όμως θα ήταν άδικο να σταθεί κανείς μόνο στον Κύριο Δ* και να μην αναφερθεί στις λογοτεχνικές αρετές των διηγημάτων της συλλογής. Το ύφος αποτελεί ένα ευδιάκριτο νήμα, που ενώνει τις ιστορίες μεταξύ τους, η επιτηδευμένη γλώσσα υποστηρίζει με επιτυχία τον εστέτ ήρωα, δίχως όμως να ξενίζει και να ρέπει σε μια υπερβολή, δουλεμένη σωστά ως προς τον ρυθμό. Ο Πετάλας δεν κρύβεται στην παχιά σκιά του δημιουργήματός του, και αυτό δεν είναι μήτε εύκολο μήτε δεδομένο, γιατί ο Κύριος Δ* θα μπορούσε κάλλιστα να αποπροσανατολίσει τον ίδιο του τον δημιουργό και να τον οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα άνισο, όντας μεγαλύτερος από τις ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί. Η Δύναμη του Κύριου Δ*, συλλογή διηγημάτων, ή σπονδυλωτό μυθιστόρημα αν προτιμάτε, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα αξιόλογα δείγματα της -υπό διαμόρφωση και εν συγχίσει- λογοτεχνίας της κρίσης ή ... της μη κρίσης, αλλά του σήμερα σύμφωνα με τον Κύριο Δ*.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Εκδόσεις Αντίποδες
Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015
Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ - Antoine Bello
Μπορεί, αναρωτιόμουν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, το μυθιστόρημα του Αντουάν Μπελό να αποτελεί ταυτόχρονα παρωδία και φόρο τιμής στην αστυνομική λογοτεχνία; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, μπορεί! Η έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, που διαθέτει όλα τα συστατικά της καλής -κλασικής- αστυνομικής λογοτεχνίας υπό της αρχιέρειας Αγκάθα Κρίστυ, διατηρεί μέχρι τέλους αμείωτο το σασπένς ως οφείλει, ενώ διακρίνεται για την παιγνιώδη του διάθεση με παρόν το γλυκόπικρο χιούμορ των ταινιών του Peter Sellers. Διαβάζεται δε απνευστί, κοινώς -συγχωρήστε με για την έκφραση- καταβροχθίζεται!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απ' την αρχή. Ο πρόωρα, λόγω προβλήματος υγείας, συνταξιοδοτημένος επιθεωρητής Ασίλ Ντυνό καλείται από τους πρώην συναδέλφους του να συνδράμει στην ερεύνα σχετικά με την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ και του εραστή της. Οι υποψίες βαραίνουν σχεδόν αποκλειστικά τον σύζυγό της και μοναδικό κληρονόμο της τεράστιας περιουσίας, Κλωντ Μπρυνέ, διάσημο νευρολόγο, ο οποίος διακρίνεται για την αλαζονεία του. Όμως οι αστυνομικοί αδυνατούν να ανακαλύψουν τα απαραίτητα στοιχεία ενοχής, και εδώ μπαίνει στην εξίσωση ο Ντυνό, που κατά τη διάρκεια της θητείας του είχε απόλυτο ποσοστό επιτυχίας στην εξιχνίαση των υποθέσεων ευθύνης του. Είναι το πρόβλημα υγείας εκείνο που αποτελεί τον ακροτελεύτιο λίθο πάνω στον οποίο στηρίζεται το μυθιστόρημα· ο Ντυνό πάσχει από μια μορφή αμνησίας, κάθε πρωί η μνήμη του μηδενίζει και επανέρχεται στην κατάσταση προ της μοιραίας πτώσης από τη σκάλα, στην οποία είχε ανεβεί αναζητώντας κάποιο βιβλίο. Εξαιτίας της ιδιαιτερότητας αυτής, και για να μπορέσει να συνεισφέρει στην έρευνα, καταγράφει αναλυτικά κάθε βράδυ τα πεπραγμένα, τις σκέψεις και τις υποθέσεις του κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έτσι, κάθε πρωί διαβάζει το ημερολόγιο του και συνεχίζει την έρευνά του έχοντας ως πηγή έμπνευσης την Αγκάθα Κρίστι, πρότυπό του τον Πουαρό και την Αριάδνη Όλιβερ, ενώ συμμάχους του θεωρεί τον Χίτσκοκ, τον Ντίκενς και τον Ζιντ στο κατόπι του Κλωντ Μπρυνέ.
Κοιτάζω το ημερολόγιο. Είναι πράγματι Δευτέρα. Για τελευταία φορά έγραψα το Σάββατο. Άρα χθες δεν έγραψα τίποτα. Λες να ξέχασα το Σάββατο το βράδυ, πηγαίνοντας για ύπνο, να αφήσω το τετράδιο στο τραπέζι της κουζίνας; Ή την Κυριακή δεν συνέβη τίποτα το σημαντικό και δεν θεώρησα καλό να το καταγράψω ούτε καν σε γενικές γραμμές; Η Μονίκ, την οποία ρωτάω, μοιάζει πάντως να πέρασε υπέροχα το σαββατοκύριακο:
- Κάθισες και ξεκουράστηκες. Μείναμε ως αργά στο κρεβάτι και μετά πήγαμε για πικνίκ στο Λονγκουαγαί.
Την ώρα που οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας καταφεύγουν στην υπέρμετρη βία και τις τραβηγμένες από τα μαλλιά ανατροπές και εξηγήσεις, ο Μπελό μελετά τους κλασικούς και εμπνέεται την Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ, προσδίδοντας μια διάσταση ανάλαφρη, από καιρό απούσα, δίχως εκπτώσεις, με διάθεση παιχνιδιάρικη, θυμούμενος το παιδί που κάποτε ακολουθούσε μαγεμένο τον Ηρακλή Πουαρό στις περιπέτειές του, και νοσταλγική, επιστρέφοντας ως ενήλικας, αποφασισμένος να αποδώσει έναν φόρο τιμής στους σπουδαίους δίχως να αμελήσει το παιχνίδι. Ο πρώην επιθεωρητής Ντυνό, ένας χαρακτήρας τόσο συμπαθής και ανθρώπινος, θύμα διαφόρων καταστάσεων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αστείες, ιδωμένες υπό το πρίσμα του Σέλλερς, ένα χιούμορ γλυκόπικρο, φτιασίδι να καλύψει τη θλίψη. Οι δεκάδες αναφορές σε βιβλία και ταινίες αποτελούν ιδανικό οδηγό για όποιον επιθυμεί να γνωρίσει την κλασική αστυνομική λογοτεχνία.
Μια ευχάριστη έκπληξη.
Μετάφραση Τιτίκα Δημητρούλια
Εκδόσεις Πόλις
Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015
Η μελαμψή παρθένος - Λένος Χρηστίδης
Είναι η πρόζα ίσως, κυρίως εκείνη με μια στόχευση πρωτίστως κωμική, το λογοτεχνικό είδος, το πλέον υποκειμενικό και ανοιχτό στην αναγνωστική πρόσληψη, ικανό να διχάσει και να δημιουργήσει δύο άκρα, συχνά φανατικά, από τη μια εκείνοι που λατρεύουν τον συγγραφέα, τον Χρηστίδη στην περίπτωσή μας, και δεν σταματούν να γελούν άπαξ και γυρίσουν την πρώτη σελίδα ή και αργότερα ακόμα, ενθυμούμενοι και διηγούμενοι τη μία ή την άλλη ατάκα, ενώ από την άλλη μεριά στέκουν εκείνοι που τον θεωρούν απλώς εξυπνάκια, ακόμα έναν, και δεν αντέχουν να διαβάσουν πάνω από δέκα σελίδες, πόσο μάλλον να γίνουν αποδέκτες μιας αποσπασματικής διήγησης μέσω ενός τρίτου.
Έξι χρόνια είχαν περάσει από την κυκλοφορία του τελευταίου βιβλίου του Λένου Χρηστίδη (Μόνολογκ, εκδόσεις Καστανιώτη, 2008), και σχεδόν από τον δεύτερο και μετά, οι φήμες για κάποια επικείμενη κυκλοφορία φούντωναν ξαφνικά, για να εξασθενήσουν γρήγορα καθώς το ένα εκδοτικό πρόγραμμα παραχωρούσε τη θέση του στο επόμενο. Και όπως συμβαίνει στην ιστορία με τον βοσκό και τον λύκο, έτσι κι εγώ έπαψα πια να ενθουσιάζομαι στην εμφάνιση της κάθε φήμης, και μόνο ενίοτε, και μοναχικά, αναρωτιόμουν: τι να απέγινε άραγε ο Λένος; Ώσπου μια μέρα, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, εμφανίστηκε η Μελαμψή Παρθένος, ως εκ θαύματος, όπως πιθανότατα θα αναφωνούσε κάποιος από τους δεκάδες χαρακτήρες του συγγραφέα, προκαλώντας το γέλιο στη μία πλευρά του ακροατηρίου. Και η χαρά στη θέα της έκδοσης γρήγορα έδωσε τη θέση της στον προβληματισμό για τον περασμένο χρόνο και τις αλλαγές που αυτός επιφέρει στο σύνολο των πραγμάτων, και επομένως και στα κριτήρια πρόσληψης της σάτιρας, και αν, άραγε, εγώ θα ήμουν ο ίδιος εκείνος αναγνώστης που τότε, μέλος μια ξεκάθαρα χρηστιδικής παρέας, λάμβανα μέρος, όχι μόνο στην κυκλοφορία των βιβλίων του από χέρι σε χέρι, μα και σε μια συχνή αναβίωση από ατάκες και σκηνές ολόκληρες, από το Λοστρέ ή τα Χαστουκόψαρα για παράδειγμα. Προβληματισμός που με κράτησε τελικώς μακριά από τη Μελαμψή Παρθένο για ένα σχετικά μεγάλο διάστημα, αν λάβει κανείς υπόψη του την αγάπη μου για τα προηγούμενα έργα του και την πάντα ακόρεστη ανάγκη για γέλιο, ανάγκη που πάντα ο Χρηστίδης φρόντιζε να μου ικανοποιεί. Όμως ο καιρός πέρασε και ο προβληματισμός έχασε τη λάμψη του, η στιγμή είχε φτάσει.
Χρειάστηκαν κάποιες σελίδες για να νιώσω ξανά οικεία, να αναγνωρίσω τη φωνή του συγγραφέα πίσω από την κάθε πρόταση, να αποδεχτώ το αρχικό αίσθημα χασίματος, καθώς το ένα μικρό κεφάλαιο έδινε τη θέση του στο επόμενο, με τους πρωταγωνιστές να αλλάζουν, παρέα με τον τόπο και τον χρόνο, σε μια αίσθηση χαοτική και μάλλον άβολη, ώσπου όλοι οι ήρωες, κατά την προσφιλή συνήθεια του Χρηστίδη, προερχόμενοι από ετερόκλητα μέρη και περιβάλλοντα συναντήθηκαν στην Αντίκαρο, νησί του Αιγαίου, απέναντι από την κοσμική και τουριστική Κάρο, για να περάσουν ένα ελληνικό καλοκαίρι. Τη στιγμή που το σκηνικό δράσης της πλοκής αποκτά τα φυσικά του όρια, και ο ρυθμός αρχίζει να ανεβαίνει κατακόρυφα, ένιωθα ήδη μέσα στην ιστορία. Ίσως -αλλά αυτό δεν το σκέφτηκα παρά αρκετές μέρες αργότερα- αυτή να ήταν και η πρόθεση του συγγραφέα, μια εισαγωγή, ένα απαραίτητο ζέσταμα πριν θέσει τη μηχανή σε λειτουργία. Και αφού το δύσκολο επετεύχθη, όντας πλέον μέρος της ιστορίας, το εύκολο απέμενε: να αφεθώ και να αφήσω τα γκέμια στον συγγραφέα, να οδηγήσει εκείνος. Δεν έχει νόημα να γίνει η οποιαδήποτε απόπειρα παράθεσης περαιτέρω στοιχείων της υπόθεσης, που δεν αποτελεί τίποτα άλλο από μια πρόφαση, από ένα τεχνητά δημιουργημένο περιβάλλον παρατήρησης και κοινωνικού πειραματισμού. Η αλήθεια είναι πως δεν γέλασα τόσο όσο θυμάμαι να γελάω στα προηγούμενα βιβλία του, αλλά δεν νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με το χιούμορ ή την κριτική ματιά του Χρηστίδη, παρά με το γεγονός πως αυτό το χιούμορ μου φαινόταν πια όλο και συχνότερα πικρό, μαύρο· ήταν σοβαρό αυτό που έλεγε, απλώς το έλεγε με έναν τρόπο αστείο, και δεν ήταν μόνο σοβαρό, αλλά ενίοτε και απελπιστικό ή απογοητευτικό, μα πάνω από όλα άκρως ρεαλιστικό και διόλου αποκύημα της, οργιώδους κατά τα άλλα, φαντασίας του συγγραφέα.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Εκδόσεις Καστανιώτη
Πέμπτη 9 Ιουλίου 2015
Μεταμορφώσεις - François Vallejo
Η πρώτη μου αντίδραση: όχι, αδύνατον, ο ετεροθαλής αδερφός μου δεν είναι έτσι. Και η δεύτερη, ταυτόχρονη σχεδόν: μα φυσικά και είναι, τίποτα δεν θα του ταίριαζε περισσότερο.
Η Αλίξ, συντηρήτρια έργων τέχνης, μαθαίνει από έναν φίλο, για καιρό χαμένο, πως ο Αλμπάν, ο ετεροθαλής αδερφός της, ασπάσθηκε το Ισλάμ. Η επιμονή του "πληροφοριοδότη" να συναντηθούν άμεσα της δημιουργεί μια ένταση, η οποία και αποτυπώνεται στο προσωπικό της ημερολόγιο, αποτελώντας στην ουσία την αιτία της γκαζωμένης αρχής, ένταση που διατηρείται και αυξάνεται στην εξέλιξη της αφήγησης. Προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τον αδερφό της, να μάθει από εκείνον αν αυτή η παράξενη είδηση είναι αληθής, αλλά κυρίως προσπαθεί να διατηρήσει μια εσωτερική καθαρότητα απέναντι στα αναπόφευκτα στερεότυπα που ακολουθούν το Ισλάμ. Το όνειρό της μικρή ήταν να γίνει καλλιτέχνις· εθισμένη στη μοντέρνα τέχνη, απέρριπτε οτιδήποτε ανήκε στο παρελθόν. Και ξαφνικά, μεταστροφή. Αλλαγή πλεύσης, σπουδές στη συντήρηση, στόχος η διάσωση και η διαιώνιση του παρελθόντος. Αυτό της χτυπάει ο Αλμπάν όταν εκείνη τον κατηγορεί για την μεταμόρφωσή του από άθεο υποψήφιο διδάκτορα χημείας σε φανατικό ισλαμιστή. Το οικογενειακό καρέ συμπληρώνουν η μητέρα της και ο πατριός της, ιδιοκτήτες μεγάλου τουριστικού γραφείου, στο οποίο αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς τους, μεταθέτοντας τον ρόλο του γονέα στην Αλίξ, τη μεγάλη αδερφή.
Και αν η επικαιρότητα του θέματος αρχικώς με ξένισε -για την ακρίβεια η επαναφορά του θέματος στην επικαιρότητα λόγω των πρόσφατων γεγονότων στο Παρίσι- εντούτοις, δύο βασικά στοιχεία της υπόθεσης μου κέντρισαν τελικώς το ενδιαφέρον, αποτελώντας και τον πυρήνα της αναγνωστικής μου προσέγγισης. Πρώτον, η μεταστροφή του Αλμπάν, παράδειγμα ακραίας πίστης. Η ακραία πίστη σε κάποιον σκοπό, αυτό το ολοκληρωτικό δόσιμο, η παντελής έλλειψη αμφιβολιών, είναι κάτι που μου δημιουργεί ένα αίσθημα φθόνου, προφανώς όχι ο συγκεκριμένος σκοπός, αλλά αυτό το πάθος, η πίστη που δίνει μόνο απαντήσεις και παρηγοριά, απομακρύνοντας ερωτήματα και αμφιβολίες. Αίσθημα φθόνου, βέβαια, που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την φυσική προδιάθεση για ελευθερία και τη συνεχή διατύπωση ερωτημάτων. Δεύτερον, η αντίδραση κυρίως της αδερφής του και εν συνεχεία των γονιών του. Τι κρύβεται πίσω από αυτή την αντίδραση; Μια ανόθευτη, ειλικρινής αγάπη για τον αδερφό της, μια αγάπη τυφλή απέναντι στην πραγματικότητα. Ή μήπως είναι, ένα, επίσης ειλικρινές, βάρος ευθύνης απέναντι στην κοινωνία; Ή τάχα να πρόκειται για το ρήγμα στην τελειότητα, την οποία ο καθένας επιθυμεί για την εξωτερική του εικόνα, εκείνο που πυροδοτεί την αντίδρασή της, μια μετατοπισμένη ενοχή;
Η πρόζα του Βαλεζό διαθέτει ένταση και ορμή. Η επιλογή της πρωτοπρόσωπης και ημερολογιακής αφήγησης προσδίδει δύο αντικρουόμενους χρωματισμούς, από τη μία, την έντονα προσωπική ματιά της Αλίξ, γεμάτη πάθος και πείσμα, την ίδια στιγμή που ο χρόνος που μεσολαβεί από τη δράση μέχρι την καταγραφή δίνει μια αίσθηση αποστασιοποίησης και τετελεσμένου γεγονότος, μια καταγραφή αποσυμπίεσης της αφηγήτριας. Τελικά όμως, δεν είμαι σίγουρος αν εκείνο που πρωταρχικά απασχολεί και κινητοποιεί τον δημιουργό είναι το "ισλαμικό θέμα" ή η σχέση ανάμεσα στα δύο αδέρφια· η διττή αυτή πιθανότητα ωστόσο ελάχιστα επηρεάζει την αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει το μυθιστόρημα, απαλλάσσοντάς το μάλιστα από περιττές κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις ενός φαινομένου τόσο σύνθετου, όπως ο θρησκευτικός φομενταλισμός.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Γιάννης Στρίγκος
Εκδόσεις Πόλις
Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015
Νόστος
Είναι ο νόστος
που ομορφαίνει τις σκιές στο παρελθόν
γλυκαίνει τον πόνο
κι εσύ ξεχνάς
μεθάς στο άρωμά του
ζητάς τον δρόμο
να επιστρέψεις εκεί
που κάποτε -έλεγες- βασίλευε το τέλμα
σταματάς τον χρόνο.
Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015
Οι Πληροφοριοδότες - Juan Gabriel Vásquez
Να αντιληφθώ: αυτός ήταν ο σκοπός μου, απλός και, ταυτόχρονα υπερφίαλος· και το ν' αναλογιστώ το παρελθόν, ν' αναγκάσω κάποιον να το θυμηθεί, ήταν ένας τρόπος για να το πετύχω, μια παρορμητική επίθεση κατά της εντροπίας, μια απόπειρα ν' αναχαιτίσω την προϊούσα αταξία του κόσμου, να την αιχμαλωτίσω, να τη δω ηττημένη έστω και μια φορά. Να αντιληφθεί, αυτός ήταν ο σκοπός του Γκαμπριέλ Σαντόρο όταν ζήτησε από τη Σάρα, μια Γερμανίδα που εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Κολομβία λίγο πριν από την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, να απαντήσει σε μια σειρά από ερωτήσεις, που σύντομα πήραν τη μορφή ηχογραφημένων συνεντεύξεων και τελικώς οδήγησαν στην έκδοση της βιογραφίας της με τίτλο: Μια ζωή στην εξορία. Βιβλίο το οποίο, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τις προθήκες, θα ξεχνιόταν χωμένο πίσω σε κάποια ράφια, ένα ακόμα ανάμεσα σε τόσα βιβλία, αν ο ίδιος ο πατέρας του δεν υπέγραφε μια μανιασμένη κριτική εναντίον του, επιτυγχάνοντας να ενεργοποιήσει τη δίψα των αναγνωστών για κουτσομπολιό. Το όνομα του πατέρα μου μπορεί να το αναγνωρίσει οποιοσδήποτε, κι όχι μόνο γιατί είναι το ίδιο που υπογράφει αυτό το βιβλίο (μάλιστα: ο πατέρας μου ήταν ζωντανό παράδειγμα αυτού του όχι πολύ σπάνιου είδους ανθρώπου που επαίρεται τόσο πολύ για τα επιτεύγματα της ζωής του, ώστε δεν έχει κανένα ενδοιασμό να βαπτίσει τον γιο του με το ίδιο του το όνομα), αλλά και γιατί ο Γκαμπριέλ Σαντόρο ήταν ο άνθρωπος που επί είκοσι χρόνια δίδαξε στο περίφημο Σεμινάριο Ρητορικής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κι εκείνος που, το 1988, εκφώνησε τον πανηγυρικό του εορτασμού των 450 ετών από την ίδρυση της Μπογκοτά, αυτό το θρυλικό κείμενο που έμελλε να θεωρηθεί ισάξιο των καλύτερων δειγμάτων ρητορικής, από τον Μπολίβαρ ως τον Γαϊτάν. Πέρασαν τρία χρόνια από τη δημοσίευση της κριτικής μέχρι να βρεθούν ξανά πατέρας και γιος, και μάλιστα από πρόσκληση του πρώτου, όχι για να διακόψει την πρόοδο της αποξένωσης μας, αλλά για να αισθάνεται λιγότερο μόνος όταν θα του άνοιγαν τον θώρακα μ' ένα ηλεκτρικό πριόνι και θα του έραβαν στην άρρωστη καρδιά μια φλέβα αποσπασμένη απ' το δεξί του πόδι. Αρκετό καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Γκαμπριέλ Σαντόρο θα επιχειρήσει να συνθέσει τις αναμνήσεις του και το αρχείο του σε μια αναφορά που θα τον βοηθήσει να αντιληφθεί.
Η αναμέτρηση με το παρελθόν είναι πράξη υψηλού ρίσκου, καθώς μια ελάχιστη λεπτομέρεια αρκεί να γκρεμίσει ολόκληρο το οικοδόμημα, συμπαγές και στέρεο φαινομενικά μόνο και από απόσταση, αφημένο στην ανακουφιστική επέλαση της λήθης, είναι το τίμημα για όποιον αναζητά την αλήθεια, ή για όποιον ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, δίχως όμως να αφήνει ανεπηρέαστο και όποιον κάθεται ήσυχα στο παρόν του, ή επιμελώς επιχειρεί να το κρατήσει κρυφό. Ο Χουάν Βάσκεζ επιθυμεί να αντιληφθεί, ιντριγκάρεται από το παρελθόν και χτίζει τις διηγήσεις του γύρω από την Ιστορία, ή με αφορμή την Ιστορία, όπως προτιμά να το δει κανείς. Στους Πληροφοριοδότες είναι η σκοτεινή περίοδος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που εξώθησε πλήθος Ευρωπαίων στη Λατινική Αμερική, κυρίως Γερμανών και Εβραίων, εκείνη που τον απασχολεί. Μετανάστες, που ο καθένας έτρεξε μακριά από τον δικό του εφιάλτη, αναζητώντας πρωτίστως μια κρυψώνα και δευτερευόντως μια νέα αρχή. Η λίστα με τους συμπαθούντες το Ναζιστικό καθεστώς έπρεπε να συνταχθεί, και η εθελοντική συμμετοχή των πολιτών στην παροχή πληροφοριών ήταν κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη.
Είναι όμως και η σχέση πατέρα γιου που ενδιαφέρει τον Βάσκεζ, με το μυθιστόρημα -ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος του- να καλύπτεται από μια διαρκή αίσθηση αναφοράς στην Επιστολή προς τον πατέρα του Κάφκα. Η συγγραφική επιλογή για συνωνυμία πατέρα γιου επιτυγχάνει τόσο να βάλει την πλέον χαρακτηριστική πινελιά στον χαρακτήρα του πατέρα, όσο και να υπογραμμίσει την επανάληψη της ιστορίας, όσο προφανές και αν μοιάζει κάτι τέτοιο. Ο γιος, που επιχειρεί να χαράξει αυτόνομη πορεία γράφοντας ένα βιβλίο από το οποίο απουσιάζει εντελώς η οποιαδήποτε αναφορά στον διάσημο πατέρα του, παρότι το βιβλίο αφορά μια παιδική του φίλη, και δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη βαριά σκιά που ρίχνει εκείνος, ακόμα και καιρό μετά τον θάνατό του, αναγκάζεται τελικά, για να αντιληφθεί και άρα να καταφέρει να προχωρήσει, να ανασυνθέσει το παρελθόν του πατέρα του.
Η σφιχτοδεμένη πλοκή του μυθιστορήματος πραγματικά εντυπωσιάζει και αναδεικνύει τα χρονικά πίσω μπρος, στα οποία με άνεση επιδίδεται ο συγγραφέας, επιτυγχάνοντας να δημιουργήσει μια αίσθηση δίνης. Οι ήρωες του Βάσκεζ συχνά αναρωτιούνται για την ικανότητά τους να αντιληφθούν πως κάτι είναι σημαντικό τι στιγμή που συμβαίνει, παρομοίως και ο αναγνώστης αναρωτιέται αν το στοιχείο που εμφανίζει ο Βάσκεζ, φαινομενικά μικρό και ασήμαντο, ένα ελάχιστο στοιχείο της πλοκής, θα επιστρέψει δριμύτερο ή αν θα παρασυρθεί μακριά από τον ποταμό της αφήγησης.
Όπως και στον Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν, έτσι και εδώ, ο ήρωας κάποια στιγμή εγκαταλείπει την Μπογκοτά γεγονός που του επιτρέπει να δει πιο καθαρά τα πράγματα, μια αντιστοιχία με τον ίδιο τον συγγραφέα που από τότε που άφησε πίσω του την Κολομβία ως τόπο διαμονής μπόρεσε να έρθει συγγραφικά αντιμέτωπος με το παρελθόν της χώρας του.
Με αφήγηση δουλεμένη ώστε τίποτα να μην περισσεύει, φωνή ευδιάκριτα πια χαρακτηριστική και ορθή χρήση της ανατροπής, οι Πληροφοριοδότες είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη υπηρετεί και αναδεικνύει το κείμενο, ως συνήθως δηλαδή.
Το ένα είναι βιβλίο, το άλλο ήταν ζωή. Πρώτα ήρθε η ζωή, και μετά το βιβλίο. Σου φαίνονται χαζά αυτά που λέω; Έτσι ήταν πάντα. Αυτό δεν αλλάζει. Αργότερα, στα βιβλία, βλέπουμε τα σημαντικά πράγματα. Αλλά όταν τα βλέπουμε, είναι πια αργά, κι αυτό είναι το πρόβλημα, Γκαμπριέλ, συγχώρα μου την ειλικρίνεια, αλλά αυτό είναι το πρόβλημα με τα κωλοβιβλία.
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ίκαρος