Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015
Η οικειότητα του ήδη γνωστού
Είναι κάποιες μέρες, όπως εκείνο το απόγευμα μιας καθημερινής ημέρας, στο οποίο αναφέρομαι, που, γυρίζοντας σπίτι επιτέλους, μετά από μια κουραστική ημέρα και ποικιλοτρόπως απαιτητική, το μόνο που επιθυμείς είναι να βυθιστείς στις σελίδες του βιβλίου που διαβάζεις, να μεταβείς άμεσα από τον έναν κόσμο στον άλλον, και να αλλάξει αυτόματα το τσιπ της πραγματικότητας. Γύρισα και το βιβλίο έστεκε αποβραδίς τελειωμένο, δίπλα του βρισκόταν το επόμενο στη λίστα, ένα καινούργιο ταξίδι με περίμενε, ένα ταξίδι στο άγνωστο, ένας νέος κόσμος, όμως εγώ επιθυμούσα την οικειότητα του ήδη γνωστού, την επιστροφή στον κόσμο της Ταρτ και της Καρδερίνας της. Έτσι, αντί να ξεκινήσω το επόμενο βιβλίο, βρέθηκα να κρατάω σημειώσεις για την ιστορία του Θίο Ντέκερ, σημειώσεις για την εμπειρία της ανάγνωσης.
Πέρυσι το καλοκαίρι, όταν η Καρδερίνα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, διαβάστηκε και συζητήθηκε αρκετά, γνώμες αντικρουόμενες εκφράστηκαν, η αποθέωση από τη μία και ο σκεπτικισμός για τις πολλές σελίδες και τις εξαντλητικές περιγραφές από την άλλη, ντόρος που με κράτησε μακριά, παρά τη δεδομένη επιθυμία να το διαβάσω. Τώρα ήρθε ο καιρός της. Και όχι μόνο γιατί κατακάθισε ο κουρνιαχτός, αλλά και γιατί οι συνθήκες της ζωής μου -έκφραση υπερβολική μα αντιπροσωπευτική, πιστεύω- το επέβαλαν, ένα μεγάλο σε έκταση ανάγνωσμα -η αξία του έμενε να διαπιστωθεί-, αμερικάνικο, αυτό ήθελα ή -επιμένοντας στην υπερβολή- έπρεπε να διαβάσω. Και ήταν η ιδανική επιλογή.
Η δημόσια ανάγνωση, τόσο η πραγματική, όσο και η ψηφιακή, απέδειξαν πως επρόκειτο για ένα πραγματικό best seller, οι αντιδράσεις το απέδειξαν. Όπως η κοπέλα στο καφέ, που ενθουσιασμένη με ρώτησε: σου αρέσει;, για να μου πει λίγο αργότερα πως της άρεσε πολύ, ίσως όχι όσο η Μυστική Ιστορία, που το θεωρεί το καλύτερο βιβλίο που διάβασε ποτέ, αν και, έσπευσε να διευκρινίσει, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Αλλά και στον ψηφιακό κόσμο, τα σχόλια που συνόδευσαν τις φωτογραφίες που ανέβαζα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, φανατισμένα και απόλυτα, απόδειξη πως κάθε άλλο παρά αδιάφορο πέρασε το μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως.
Τα περισσότερα αρνητικά σχόλια αναφέρονταν στο μέγεθος του βιβλίου, σχόλια όπως: θα μπορούσαν να λείπουν Χ αριθμοί σελίδων, θα μπορούσε να απουσιάζει εξ ολοκλήρου εκείνο ή το άλλο κομμάτι, να μην έχει τόσες περιγραφές κ.τ.λ. Σχόλια τα οποία εγώ, αντεστραμμένα, θα κατέτασσα στα θετικά του βιβλίου, ίσως γιατί αυτό είχα ανάγκη, ίσως γιατί θα ήθελα λίγο ακόμα. Το απόλαυσα, μου άρεσε, μου κράτησε συντροφιά, με απάλλασσε, όταν το είχα ανάγκη, από το βάρος της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα με κινητοποιούσε να αδράξω την ίδια εκείνη πραγματικότητα, επιχειρώντας να τη φέρω στα μέτρα μου, έμπνευση που μόνο ένα βαθιά υπαρξιστικό κείμενο όπως αυτό μπορεί να χαρίσει στον αναγνώστη, με μια πρόφαση αστυνομικού μυστηρίου, περιτύλιγμα για εκείνο που πραγματικά ήθελε να πει η Ταρτ.
Προφανώς -γιατί πρέπει ακόμα και τα προφανή να τα επαναλαμβάνει κανείς- δεν με ενδιαφέρει να μπω στον στίβο του ποιος έχει δίκιο, οι θαυμαστές, οι πολέμιοι ή οι σκεπτικιστές. Κανείς δεν έχει δίκιο και όλοι έχουν δίκιο.
Και όλα τα παραπάνω, για να διατηρήσω λίγο ακόμα την εμπειρία ζωντανή. Περισσότερα για το βιβλίο, την υπόθεση και την τεχνική, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Αν σας ενδιαφέρει, η δική μου παρουσίαση εδώ
ΑπάντησηΔιαγραφή