Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα - Antonio Tabucchi



Ο Περέιρα ισχυρίζεται ότι τον γνώρισε μια μέρα του καλοκαιριού. Ήταν μια υπέροχη μέρα του καλοκαιριού, ηλιόλουστη και δροσερή, και η Λισαβόνα λαμποκοπούσε. Φαίνεται πως ο Περέιρα ήταν στο γραφείο του, δεν ήξερε τι να κάνει, ο διευθυντής ήταν σε διακοπές, κι αυτός ήταν αναγκασμένος να ετοιμάσει την πολιτιστική σελίδα , γιατί η Λισμπόα είχε πλέον πολιτιστική σελίδα, και την είχαν εμπιστευτεί σ' αυτόν. Κι αυτός, ο Περέιρα, σκεφτόταν τον θάνατο. Εκείνη την ωραία καλοκαιρινή μέρα, με τη θαλάσσια αύρα του Ατλαντικού που χάιδευε τις κορυφές των δέντρων και τον ήλιο που έλαμπε, και με την πόλη που πέταγε σπίθες, κυριολεκτικά πέταγε σπίθες έξω από το παράθυρό του, και με εκείνο το γαλάζιο, ένα πρωτόφαντο, ισχυρίζεται ο Περέιρα, γαλάζιο, τόσο καθαρό που σχεδόν τραυμάτιζε τα μάτια, αυτός βάλθηκε να σκέφτεται τον θάνατο. Γιατί; Αυτό, ο Περέιρα, είναι αδύνατο να το εξηγήσει.

Τότε τον γνώρισε, έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, μια ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού, ενώ σκεφτόταν τον θάνατο, και έπρεπε να ετοιμάσει την πολιτιστική σελίδα της Λισμπόα, ύστερα από χρόνια στο αστυνομικό ρεπορτάζ, τώρα πια είχε την αποκλειστική ευθύνη της πολιτιστικής σελίδας, εκείνη την ημέρα γνώρισε τον Μοντέιρο Ρόσι, μια γνωριμία που έμελλε να αναστατώσει την καθημερινότητα του Περέιρα, και όχι μόνο την καθημερινότητά του, αλλά και τόσα άλλα, που τα διηγείται σε κάποιον, και που εκείνος τα καταγράφει σε μια αναφορά, όντας επιφυλακτικός και ξεκάθαρος: Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα.

Ποιος είναι ο διαμεσολαβητής αφηγητής, στον οποίο ο Περέιρα αφηγήθηκε όσα ισχυρίζεται ότι συνέβησαν μετά τη γνωριμία του με τον Μοντέιρο Ρόσι; Ένας αφηγητής, που μοιάζει παντογνώστης αλλά δεν είναι, ένας αφηγητής που άλλο δεν επιθυμεί παρά να αποτινάξει από πάνω του το βάρος της μαρτυρίας, υπενθυμίζοντας διαρκώς πως έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, και πως εκείνος, αφήνει να εννοηθεί, δεν φέρει ευθύνη για την ακρίβεια ή την ειλικρίνεια των λόγων του Περέιρα. Πρόκειται άραγε για φίλο ή για εχθρό;

Ποιες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Περέιρα αφηγήθηκε όσα ισχυρίζεται ότι συνέβησαν μετά τη γνωριμία του με τον Μοντέιρο Ρόσι; Τα γεγονότα που διηγείται ο Περέιρα έλαβαν χώρα τον Αύγουστο του 1938, με την Πορτογαλία κάτω από τη μπότα της δικτατορίας του Σαλαζάρ και την Ευρώπη να βρίσκεται στις τελευταίες μέρες μιας φαινομενικής ηρεμίας, το αυγό του φιδιού έχει ραγίσει προ πολλού, αναπόφευκτα, λοιπόν, καμία αφήγηση δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς προσωπική, εξαιρούνται τα όνειρα, επιμένει ο Περέιρα, καμία αφήγηση δεν μπορεί να ιδωθεί εκτός πολιτικού πλαισίου.

Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει ο Ταμπούκι να αφηγηθεί όσα ισχυρίζεται ο Περέιρα, είναι εκείνος που, πρώτα και κύρια, καθιστά το μυθιστόρημα αυτό ιδιαίτερο και σημαντικό, κατά πολλούς το σημαντικότερο απ' όσα έγραψε αυτός ο σπουδαίος Ιταλός, με την αγάπη για την Πορτογαλία, που ξεκίνησε μελετώντας και μεταφράζοντας τον Φερνάντο Πεσσόα, μέχρι που ανακάλυψε την προσωπική του αφηγηματική φωνή, δίχως να βιαστεί, υπηρετώντας τη λογοτεχνία από πόστα εξίσου σημαντικά, αν και όχι τόσο εξυπηρετικά ως προς τη ναρκισσιστική φύση του ανθρώπου, μέχρι που έφτασε η στιγμή, η κατάλληλη στιγμή, και τότε όλα κύλησαν φυσικά και αβίαστα. Είναι το έργο αυτό που αναδεικνύει τη συγγένεια με έναν άλλο σπουδαίο υπηρέτη της λογοτεχνίας τον Αυστριακό Β.Γκ.Ζέμπαλντ.

Όσα ισχυρίζεται ο Περέιρα αποτελούν μια χαμηλότονη κριτική στη μαύρη εκείνη περίοδο της πορτογαλικής και ευρωπαϊκής ιστορίας, μια καθαρή ματιά, μέσα από τη ζωή ενός απλού ανθρώπου, δίχως τις μεγαλοστομίες και τις υπερβολές των αφηγήσεων εκείνων που στοχεύουν στην ηρωοποίηση προσώπων και καταστάσεων, δημιουργώντας σύμβολα και χτίζοντας τύμβους δόξας, καταλήγοντας τελικά κενές περιεχομένου, αδυνατώντας να ξεφύγουν από τα όρια της ωραιοπάθειας και του ατομικού και να δραπετεύσουν στο άχρονο και το οικουμενικό, για να προσθέσουν σελίδες στην παγκόσμια μαρτυρία της καταπίεσης και των μικρών, μα τόσο σημαντικών, ατομικών πράξεων, για τις οποίες η Ιστορία δεν αφιερώνει ούτε τον ελάχιστο χώρο. Το έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα αποτελεί όμως ταυτόχρονα, εξαιτίας της συγγραφικής ιδιοφυΐας του Ταμπούκι, ένα κείμενο υψηλής λογοτεχνικής απόλαυσης.

Το έργο του Ταμπούκι ευτύχησε να συναντήσει τον ιδανικό μεταφραστή του στα ελληνικά, τον Ανταίο Χρυσοτομίδη.


(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα)


υγ. Περισσότερα κείμενα για βιβλία του σπουδαίου αυτού συγγραφέα μπορείτε να βρείτε εδώ, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ.


Μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης
Εκδόσεις Ψυχογιός (πλέον από εκδόσεις Άγρα)


Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Αντιπαράδειγμα



Το σημαντικότερο είναι να ξέρεις τι δεν θέλεις να κάνεις, σαν ποιον δεν θέλεις να καταντήσεις. Να μπορείς να κατηγορήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, να λες: εγώ έχω την ευθύνη.

Τα αντιπαραδείγματα είναι ο καλύτερος και ασφαλέστερος πλοηγός. Τα παραδείγματα αντιθέτως είναι πιθανόν: α) να σε απογοητεύσουν, β) να σε ξεγελάσουν και γ) να σε αποπροσανατολίσουν. Τα αντιπαραδείγματα σε γλιτώνουν από τις κακοτοπιές, η σημαντικότερη εκ των οποίων είναι η έμφυτη τάση των περισσότερων ανθρώπων να ανάγουν σε αξίωμα τη δική τους αποτυχία, και να λένε: έτσι είναι η ζωή και τίποτα δεν μπορεί να κάνει κανείς γι' αυτό, παρά να το αποδεχτεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γάμος και τα παιδιά. Με ευκολία κατηγορούν κάποιον τα αντιπαραδείγματα πως δεν ξέρει τι θέλει, ενώ εκείνα χαιρετούν από τη βάρκα της κανονικότητας με ένα ηλίθιο χαμόγελο και λένε: έτσι είναι η ζωή και τίποτα δεν μπορεί να κάνει κανείς γι' αυτό, παρά να το αποδεχτεί. Και η ζωή τραβάει την ανηφόρα.

Νιώθω τυχερός. Δεκάδες, αν όχι περισσότερα, τα αντιπαραδείγματα γύρω μου. Δεκάδες φωνές να επαναλαμβάνουν φάλτσα, μα με ομοψυχία και αίσθημα αγέλης: έτσι είναι η ζωή και τίποτα δεν μπορεί να κάνει κανείς γι' αυτό, παρά να το αποδεχτεί. Κανείς τους δεν φταίει, κανείς δεν αναλαμβάνει την προσωπική ευθύνη. Τα αντιπαραδείγματα ξέρουν τα πάντα, έτσι ισχυρίζονται τουλάχιστον, είναι βέβαια για τα πάντα, έχουν άποψη για τα πάντα. Εκτός από μία λεπτομέρεια: πώς βρέθηκαν εκεί που βρίσκονται. Τα έχουν κάνει όλα σωστά και είναι βέβαια περί αυτού, άνετα θα γίνονταν πρωθυπουργοί για μια μέρα με μεγάλη επιτυχία.

Και ποια είναι η καλύτερη επιβεβαίωση ενός αντιπαραδείγματος; Μα φυσικά η αναπαραγωγή του, όπως πάντα. Έτσι ενισχύεται το επιχείρημα της μη ευθύνης ή, ορθότερα, της μεταβίβασής της. Να σπουδάσουν τα παιδιά τους το επάγγελμα των ονείρων τους, των κηδεμόνων τους, των γαμάτων εκείνων τύπων. Να παντρέψουν τα παιδιά τους, με παπά και με κουμπάρο, να καλέσουν στο πανηγύρι τους συγχωριανούς τους. Και να κάνουν και ένα παιδί, να διαιωνιστεί το όνομα βεβαίως. Έτσι, κάποτε, εκείνα τα παιδιά θα μεγαλώσουν και θα λένε: έτσι είναι η ζωή και τίποτα δεν μπορεί να κάνει κανείς γι' αυτό, παρά να το αποδεχτεί. Και τα συμπλέγματα θα στήνουνε χορό.

Αν με ρωτάτε, πάντως, και εγώ αντιπαράδειγμα θαρρώ πως είμαι.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Στη νεκρή καρδιά της ηπείρου - Kenneth Cook



Έκατσε στην έδρα του, παρακολουθώντας εξουθενωμένος τα παιδιά να αποχωρούν ένα ένα από την αίθουσα, και σκέφτηκε ότι, τουλάχιστον αυτό το τρίμηνο, ήταν λογικό να υποθέσει ότι κανένα από τα κορίτσια δεν έμεινε έγκυο.
Ο Τζον Γκραντ, ήρωας του μυθιστορήματος του Κένεθ Κουκ, επένδυσε χρόνο και χρήμα, κυρίως χρήμα, για να σπουδάσει, με σκοπό να δουλέψει ως δάσκαλος. Στο τέλος των σπουδών του, και με ορίζοντα τη μονιμοποίηση, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Σίδνεϊ, για να κάνει το διετές αγροτικό του στη Δυτική Αυστραλία, άγονη γραμμή της ηπείρου, στην πόλη Τιμπούντα, μια μικρή κωμόπολη στη μέση της ερήμου, εκεί που το πόσιμο νερό είναι πολυτέλεια και μόνο η μπύρα μπορεί πραγματικά να ξεδιψάσει κάποιον. Καθώς το τρίμηνο φτάνει στο τέλος του και ακολουθούν οι διακοπές των Χριστουγέννων, ο Γκράντ άλλο δεν ονειρεύεται απ' το να βρεθεί μακριά, χιλιάδες μίλια μακριά από τον άγονο εκείνο τόπο, άλλο δεν επιθυμεί παρά την απαλλαγή του, έστω και προσωρινή, από την ιδιότυπη εκείνη εξορία, την επιστροφή του στον πολιτισμό, στους φίλους του και σε εκείνη την κοπέλα με τα ξανθιά μαλλιά και τα αέρινα φορέματα, άλλο δεν λαχταρά από το να αντικρίσει τον ωκεανό και να νιώσει τον φρέσκο αέρα να του χτυπάει το πρόσωπο. Πρώτος σταθμός στο ταξίδι του αυτό η Μπουντανιάμπα, η κοντινή, κατ' ευφημισμό, μεγαλούπολη, η οποία οφείλει την ύπαρξή της στα ορυχεία. Εκεί, μια λανθασμένη απόφαση, μια στιγμιαία παράδοση στο πάθος του τζόγου θα τον αφήσει δίχως λεφτά. Το όνειρο γίνεται εφιάλτης.

Μια πόλη φάντασμα, της οποίας οι κάτοικοι δηλώνουν ευτυχισμένοι και περήφανοι για τον τόπο τους, ακόμα και εκείνοι οι πολλοί που μετανάστευσαν εκεί, μοιάζουν να βρήκαν το ιδανικό καταφύγιο από το παρελθόν τους. Η φιλοξενία, που χαρακτηρίζει τους κατοίκους, σε τίποτα δεν θυμίζει όσα ο Γκραντ έχει στο μυαλό του από την προηγούμενη ζωή του, στηρίζεται στο κάλεσμα για αλκοόλ, μια μελαγχολική γιορτή. Άσχημα μεθύσια, αιματοβαμμένα κυνήγια στην έρημο με θύματα άρρωστα, κατά κύριο λόγο, καγκουρό και μια διεστραμένη σεξουαλικότητα σε έξαρση· κάπως έτσι κυλούν οι μέρες του ήρωα εκεί.

Ο Κουκ καταφέρνει μαεστρικά να αποδώσει το κλίμα απομόνωσης, το τέλμα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο ήρωάς του, σε έναν τόπο αχαρτογράφητο, δίπλα σε ανθρώπους με έναν συναισθηματικό κόσμο ακατονόητο, με μόνο μαξιλάρι τη μοίρα. Ο Γκραντ θα φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξης, θα βρει δυνάμεις άγνωστες έως τότε, θα αναμετρηθεί κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό και στη συνέχεια με το περιβάλλον. Μυθιστόρημα καθαρά υπαρξιστικό, σχηματικό ως προς την έρημο στην οποία ο καθένας μπορεί να βρεθεί από τη μια στιγμή στην άλλη, ή να συνειδητοποίησει την χρόνια ύπαρξή της. Στο αποπνιχτικό περιβάλλον της ερήμου, με τη μυρωδιά του κακού αλκοόλ να αποτελεί αποκούμπι ακόμα και για τον αναγνώστη, ο Κουκ, δίχως ίχνος διδακτισμού και ηθικής, ακολουθεί τον ήρωα στην περιπλάνησή του αυτή, την οποία αποτυπώνει με μια γλώσσα τραχιά, δίχως φτιασίδια, επιτυγχάνοντας να αποτυπώσει το άνυδρο περιβάλλον και τον ορίζοντα που χάνεται στο βάθος της ατέλειωτης ερήμου.

Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, σκληρό και ωμό, μια αυστραλιανή Πανούκλα, μου θύμισε πως θέλω να δω ξανά την ταινία The Proposition, σε σενάριο Nick Cave.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Δημήτρης Κωνσταντίνου
Εκδόσεις Εξάρχεια

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Ασήμαντος





Έφυγε, κι εγώ νιώθω πάλι σημαντικός, του είπα. Και δεν είναι καλό αυτό;, με ρώτησε. Όχι, του είπα, δεν είναι, είναι η επιστροφή σ' ένα τεράστιο εγώ, ή τουλάχιστον έτσι το βιώνω εγώ. Εκείνος επέμεινε για εξηγήσεις, κι εγώ, σημαντικός πια, δεν τις αρνήθηκα.

Αυτή ήταν η διαφορά με τις προηγούμενες φορές, η βασικότερη από τις διαφορές, γιατί αναπόφευκτα κάθε τι καινούργιο έχει διαφορές σε σχέση με το παλιό, αυτό αποδεικνύει την εξέλιξη, την προσωπική εξέλιξη· κάποιοι την εξέλιξη αυτή την ονομάζουν ωρίμανση αλλά δεν είμαι σίγουρος πως συμφωνώ απόλυτα με τη διατύπωση αυτή.

Ένιωθα ελαφρύς και ασήμαντος, ικανός να κάνω τα πλέον σημαντικά, για μένα, πράγματα, απαλλαγμένος από το βάρος της ύπαρξης, χωρίς προσπάθεια και δεύτερες σκέψεις, μια εμπειρία φυσική, και γι' αυτό ομαλά χωνεμένη, με τη θέση μου στον κόσμο, την ελάχιστη θέση μου στον κόσμο αυτό, που συνεχίζει να γυρίζει και να προχωρά χωρίς να του καίγεται καρφί για μένα.

Δεν σε καταλαβαίνω, νομίζω, είπε.

Δεν ξέρω αν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα, ίσως έπρεπε να είχα δοκιμάσει τότε, όταν συνέβαινε, γιατί από την πρώτη στιγμή κιόλας, και αυτό είναι το όμορφο, είχα επίγνωση αυτής της μεταμόρφωσης, αυτής της ισοπέδωσης του παλιού και της ανέγερσης του νέου. Ήταν κάτι που συζητούσαμε συχνά στις ατελείωτες βόλτες μας στην πόλη. Τη μία στιγμή αποχαιρετιστήκαμε και την επόμενη ένιωσα πάλι σημαντικός, σαν εκείνους τους ανθρώπους που λένε: μια μέρα δεν πήρα ομπρέλα κι εγώ, και βρέχει, τόσο γκαντέμης είμαι. Έτσι λένε και νιώθουν σημαντικοί και σπουδαίοι, στο κέντρο του σύμπαντος. Τη μια στιγμή αποχαιρετιστήκαμε  και την επόμενη ένιωσα πάλι σημαντικός, καθώς άναψε το κόκκινο φανάρι, τη στιγμή που, όσο τίποτε άλλο, εγώ ήθελα μόνο να διασχίσω τον δρόμο. Έτσι του είπα, και εκείνος γέλασε, ίσως του φάνηκε χαζό το παράδειγμα, ίσως χαριτωμένο, δεν ξέρω, όμως ήταν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα που είχα να δώσω, το πρώτο δείγμα της επαναφοράς στη σημαντικότητα.




Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Πάτι και Ρόμπερτ - Patti Smith




Δεδομένο πρώτο: οι βιογραφίες με ξενίζουν, ιδιαίτερα οι αυτοβιογραφίες, που φέροντας την υπογραφή του ίδιου του αυτοβιογραφούμενου, αναδίδουν μια διάθεση για επίδειξη, με έντονη την οσμή της αυταρέσκειας, κεκαλυμμένα εγχειρίδια αυτοβοήθειας από "επιτυχημένους" ανθρώπους, διάσπαρτα από αποκαλύψεις στο όριο του κοινού κουτσομπολιού, εμπορικές αρπαχτές σε νέες αγορές. Δεδομένο δεύτερο: με την Πάτι Σμιθ δεν ένιωθα κάποιο ιδιαίτερο δέσιμο, αν και η μουσική της μου ήταν οικεία, ούτε για εκείνη την περίοδο έχω κάποια έντονη έλξη, λόγω ηλικίας και ερεθισμάτων. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω πως η επιστροφή της Πάτι στη σκηνή, μετά το τέλος της συναυλίας της στο Terra Vibe κάποια χρόνια πριν, για να μαζέψει το ξεχασμένο της σακάκι, είναι μια εικόνα που μου έχει εντυπωθεί στην κατηγορία Στυλ.

Η επιλογή του συγκεκριμένου βιβλίου υπάκουσε στην ανάγκη μου για νήματα· διάβαζα την Πόλη Στις Φλόγες, που διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '70, και η φιγούρα της Πάτι Σμιθ κυριαρχούσε στην υπόγεια σκηνή, καθώς ήδη είχε δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από τη νεαρή τότε καλλιτέχνη. Η ταυτόχρονη έκδοση των δύο βιβλίων στα ελληνικά υπήρξε για μένα σημάδι αναγνωστικής πορείας, η λύση στη δεδομένη επιθυμία μου να παραμείνω στη Νέα Υόρκη για λίγο ακόμα, ένα βιβλίο που έμοιαζε -και ήταν- κάποιο είδος prequel στο βιβλίο του Hallberg.

Όταν πέθανε, κοιμόμουν, είχα τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο για να του πω μια ακόμα καληνύχτα, αλλά ήταν βυθισμένος στον ωκεανό της μορφίνης. Κράτησα το ακουστικό στο αυτί μου και αφουγκράστηκα τη βαριά ανάσα του ξέροντας ότι δεν θα τον ξανάκουγα ποτέ.
Όταν η Πάτι Σμιθ εγκατέλειψε το σπίτι της για να πάει στη Νέα Υόρκη, μικρό κορίτσι, η μάνα της της έδωσε μια στολή σερβιτόρας. Ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος, ίσως και κάτι παραπάνω. Τότε γνωρίστηκε με τον Ρόμπερτ Μέιπλθορτ.
-Δεν πρόλαβα να σου πω ότι με λένε Πάτι.
-Εμένα Μπομπ.
-Μπομπ, είπα κοιτάζοντάς τον, ουσιαστικά για πρώτη φορά. Δεν μου μοιάζεις και πολύ για Μπομπ. Πειράζει να σε λέω Ρόμπερτ;
Εσύ θέλω να γράψεις την ιστορία μου. Αυτό ζήτησε ο Ρόμπερτ από την Πάτι. Εκείνη για χρόνια το ανέβαλλε. Ο θάνατός του, παρά το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια δεν είχαν την ίδια στενή επαφή εκείνων των πρώτων χρόνων, επέβαλε την ικανοποίηση της επιθυμίας του νεκρού.

Θα ήταν μάλλον άστοχο να χαρακτηρίσει κάποιος τη σχέση τους ως ερωτική, να τους τοποθετήσει απλώς στην κατηγορία ζευγάρι. Όχι ότι δεν υπήρξαν ζευγάρι, αλλά υπάρχουν κάποιες σχέσεις που διαθέτουν τέτοια ψυχική συγγένεια που όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν -και είναι- λεπτομέρειες. Τέλη της δεκαετίας του '60, στη Νέα Υόρκη έχουν συρρεύσει νέοι απ' όλη την Αμερική αναζητώντας ένα γόνιμο έδαφος έκφρασης, η μητρόπολη, παρά τις δυσκολίες επιβίωσης, παρέχει όλα εκείνα τα ερεθίσματα, τα απαραίτητα για την άνθησή τους. Δεν τα κατάφεραν όλοι, δεν τα κατάφεραν καν οι περισσότεροι, άλλοι γιατί ξεστράτισαν, άλλοι γιατί έπεσαν πάνω σε τοίχο.

Το σκηνικό της Νέας Υόρκης δεν θα αρκούσε από μόνο του. Ούτε το Hotel Chelsea, ούτε το Μπρούκλιν. Τα ιερά τέρατα της τέχνης που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου δεν θα αρκούσαν από μόνα τους. Η ιστορία των δύο νέων ίσως να αρκούσε, η ζωή, έστω και υπό το πρίσμα της αναπόλησης, δύναται να ξεπεράσει την πιο ευφάνταστη μυθιστορία. Η Πάτι Σμιθ, εκτός του δεδομένου ταλέντου της στην αφήγηση, επιδεικνύει και μια θαυμαστή ικανότητα στη διαχείριση του υλικού της, επιτυγχάνοντας έτσι ένα αποτέλεσμα που ισορροπεί επιτυχώς ανάμεσα στο memoir και τη λογοτεχνία. Εκείνο όμως που με έκανε να αγαπήσω το βιβλίο αυτό, και μαζί με αυτό λίγο παραπάνω τη Σμιθ και την εποχή της, είναι η φυσικότητα με την οποία διηγείται την ιστορία της, χωρίς διάθεση για επίδειξη και προφανή ωραιοποίηση, χωρίς διδακτισμό. Καταφέρνει να εγκλωβίσει τη μαγεία εκείνης της εποχής, να τη μοιραστεί, δίνοντας πρωτίστως την εντύπωση ότι κυρίως είναι μια βαθιά προσωπική της ανάγκη, η υλοποίηση της υπόσχεσης που έδωσε στον Ρόμπερτ. 


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)



Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Κέδρος
 


 

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Χαρούμενη κηδεία - Λουντμίλα Ουλίτσκαγια





Ο Άλικ ήταν σωριασμένος στην πολυθρόνα· γύρω του φώναζαν, γελούσαν κι έπιναν οι φίλοι του, σαν να ήταν μόνοι τους, αν και στην πραγματικότητα όλοι τους ανεξαιρέτως απευθύνονταν σ' εκείνον και μόνο σ' εκείνον, το ένιωθε. Απολάμβανε την καθημερινότητα της ζωής. Ήξερε τώρα πια, αυτός, ο κυνηγός, αυτός που έτρεχε πίσω από τα θαύματα της μορφής και των χρωμάτων, ότι τίποτα στη ζωή του δεν ήταν ομορφότερο απ' αυτές τις χαρούμενες συνάξεις, όταν οι επισκέπτες του ένιωθαν ενωμένοι μέσα σ' αυτό το ατελιέ όπου δεν υπήρχε καν αληθινό τραπέζι, παρά μόνο μια καταφαγωμένη ξύλινη πλάκα πάνω σε δύο ξύλινες βάσεις...

Ο Άλικ πεθαίνει. Οι μύες παύουν, ο ένας μετά τον άλλον, να λειτουργούν. Επίκειται ο θάνατος από ασφυξία. Ο Άλικ έφτασε νεαρός μετανάστης στη Νέα Υόρκη, εγκαταλείποντας τη Σοβιετική Ένωση. Όταν οι περισσότεροι μετανάστες κυνηγούσαν με μανία τα κάθε λογής χαρτιά και αποδειχτικά, χίμαιρες ασφάλειας και μονιμότητας, να διώξουν, θαρρείς, από πάνω τους τον ξένο, εκείνος, δίχως σαφές πλάνο, αφέθηκε στη ροή της ζωής, κάνοντας εκείνο που ήξερε να κάνει, ή μάλλον εκείνο που αβίαστα έκανε, να ζωγραφίζει δηλαδή, και να περιδιαβαίνει τον κόσμο οδηγούμενος από τη δίψα για μορφές και χρώματα. Γύρω του πάντα άνθρωποι, η αύρα που έλκει. Τώρα, στο ατελιέ του, το οποίο τυχαία νοίκιασε σε μια τιμή χαμηλή και προστατευόμενη πριν από κάποια χρόνια, παρατηρείται μια κοσμοσυρροή, συμπατριώτες του, παλιοί και νέοι, άντρες και γυναίκες, συνομήλικοι και νεότεροι, περνούν το κατώφλι, πίνουν και τρώνε, βλέπουν στην τηλεόραση τις τελευταίες μέρες του Γκορμπατσόφ, κοιμούνται όπου βρουν και κάνουν ουρά έξω από το μπάνιο. Εκείνος, ο Άλικ, παρατηρεί σιωπηλός.

Με βάση το ατελιέ του Άλικ και με αφορμή τον επικείμενο θάνατό του η Ουλίτσκαγια στήνει ένα μυθιστόρημα γεμάτο ιδέες και ζωή, προσφέρει την τόσο ποθητή και πάντα ενδιαφέρουσα ματιά του ξένου στη Νέα Υόρκη, μια πόλη για την οποία έχουν γράψει τόσο πολύ τόσο πολλοί, μια διαφορετική ματιά, όχι ψεύτικη, όχι εξ αποστάσεως και με βάση στερεότυπα και τουριστικούς οδηγούς. Η ζωή του μετανάστη, όχι ίσως του πλέον τυπικού, η πρόσληψη των ειδήσεων από τη μακρινή πατρίδα, η νοσταλγία που απαλύνει τον πόνο και τον θυμό και ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Η ζωή, με τις εκπλήξεις και τα απρόοπτά της, αυτό το ποτάμι που δεν σταματά ποτέ. Η φιλία και ο έρωτας, οι μόνες σίγουρες επενδύσεις, εκτός χαρτοφυλακίου και μαθηματικών αναλύσεων, η ζεστασιά της οικειότητας και της αγάπης. Το σώμα που συρρικνώνεται και χρειάζεται φροντίδα για να μην πληγιάσει, ένα σπίτι που καταρρέει με τον ένοικο εντός του, να παρατηρεί και να αναπολεί.

Φαντάζομαι τον ήρωα να επισκέπτεται τη συγγραφέα, και εκείνη να νιώθει την υποχρέωση να διηγηθεί τις τελευταίες του μέρες· και το έκανε με έναν τρόπο όμορφο, τίμιο και εμπνευσμένο. Την αφορά η ιστορία που διηγείται, και αυτό είναι εμφανές.

Έχω μια φίλη που διαβάζει ρωσική λογοτεχνία, εκείνη με ενημερώνει και με καθοδηγεί σε αυτά τα μονοπάτια, κυρίως στα πιο σύγχρονα, σε εκείνη οφείλω τον Μακάνιν και τον Πελέβιν, εκείνη μου είχε μιλήσει με ενθουσιασμό για την Χαρούμενη κηδεία της Ουλίτσκαγια, εγώ παράκουσα και διάβασα πρώτα Τα ψέματα των γυναικών, δικό της επίσης, το οποίο η αλήθεια είναι πως δεν με ενθουσίασε. Εκείνη επέμεινε: τη Χαρούμενη κηδεία να διαβάσεις. Ε, το έκανα. Είχε δίκιο.


 
Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη