Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016
Η θετική πλευρά της απογοήτευσης
Αναπόσπαστο μέρος του καλοκαιρινού τελετουργικού των τελευταίων αρκετών χρόνων, αν και το συνειδητοποίησα τυχαία -όπως συνήθως συνειδητοποιώ τα πράγματα δηλαδή- αναζητώντας κάτι στο μπλογκ -ίσως όχι μία, αλλά περισσότερες φορές- αποτελεί η ανάγνωση ενός βιβλίου του Όστερ. Φέτος, η αλήθεια είναι, σχηματίζοντας τη στοίβα με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα -με ή χωρίς εισαγωγικά- ανάμεσα σε διάφορες διεργασίες μαθηματικού ή χημικού χαρακτήρα, προσθέσεων και αφαιρέσεων, ποσοστών παλαιότητας και φόρμας, υπέρμετρων φιλοδοξιών και ψύχραιμων δεύτερων σκέψεων -βλ. το βάρος του σάκου- ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα πρόσθεσα και το Τιμπουκτού, χωρίς άλλα κριτήρια και αξιολόγηση πέρα από το όνομα του συγγραφέα, και μάλιστα σε περίοπτη χρονικά θέση επικείμενης ανάγνωσης -νούμερο τρία ή τέσσερα, αν θυμάμαι καλά και αν έχει σημασία- καίτοι η χρονική σειρά επικείμενης ανάγνωσης -διαδικασία εξίσου σημαντική με εκείνη της επιλογής των βιβλίων- καταστρατηγήθηκε, ως συνήθως δηλαδή, το Τιμπουκτού, αυτό το μυθιστόρημα του Όστερ, το διάβασα.
Και απογοητεύτηκα.
Όμως υπάρχει η θετική πλευρά της απογοήτευσης -ω ναι, υπάρχει και τέτοια. Είναι κάτι που το σκέφτομαι κυρίως με τη μουσική. Έχω -όπως όλοι υποθέτω- κάποιους αγαπημένους μουσικούς, τη δουλειά των οποίων ακολουθώ χρόνια, πηγαίνω στις συναυλίες τους -όσο αυτό είναι δυνατόν- και αναμένω με λαχτάρα τις καινούριες τους κυκλοφορίες. Κάποιους απ' αυτούς τους αγαπώ από μικρός -συνειδητή και επί τούτου η χρήση του ρήματος- γεγονός που κάνει τη σχέση μου μαζί τους ακόμα πιο δυναμική. Λίγοι είναι εκείνοι που επέζησαν της ενηλικιώσεως, ελάχιστοι μάλλον. Εκείνα τα λίγα, μετρημένα στα δάκτυλα των χεριών, δικά τους τραγούδια, που τα θεωρώ κακά, ενοχλητικά, αδιάφορα κ.τ.λ., κ.τ.λ. είναι εκείνα που με κάνουν αντικειμενικό ως προς τον καλλιτέχνη και το έργο του, εκείνα που ενισχύουν την αγάπη μου και της αφαιρούν τις παρωπίδες, επιτρέποντας και τη δική μου ομαλή εξέλιξη τόσο ως ακροατή όσο και ως προσωπικότητας, σχέση που δεν στηρίζεται στη συνήθεια αλλά σε έναν διαρκή επαναπροσδιορισμό αναγκών και προτιμήσεων. Σας μπέρδεψα;
Ας γυρίσουμε στον Όστερ.
Ο Όστερ λοιπόν, ή μάλλον τα βιβλία του -γιατί τον ίδιο δεν τον γνωρίζω προσωπικά- μου ικανοποιούσαν πάντα -έως τώρα- πλήρως τις αναγνωστικές μου προσδοκίες, αποτελώντας τη σίγουρη λύση -μία απ' αυτές για την ακρίβεια- σε περιόδους αναγνωστικής αλλά και συναισθηματικής ξηρασίας. Μιλώντας και κουβεντιάζοντας για τον Αμερικανό συγγραφέα, προτείνοντας ή εκθειάζοντας εκείνο ή το άλλο βιβλίο του, πάντα -νομίζω- χρησιμοποιούσα την έκφραση: εγώ, βέβαια, δεν είμαι αντικειμενικός. Έως τώρα. Γιατί τώρα ξέρω, και αυτή είναι η θετική πλευρά της απογοήτευσης, ότι είμαι αντικειμενικός, ότι τουλάχιστον είμαι και αντικειμενικός ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ότι μπορώ να διακρίνω την αδυναμία πίσω από την αφηγηματική έλξη, που δεδομένα μου ασκεί ο Όστερ, να πω: αυτό δεν είναι ένα βιβλίο άξιο να είναι μέρος της βιβλιογραφίας αυτού του σπουδαίου συγγραφέα. Δεν είναι κακό βιβλίο, σε καμία περίπτωση, ίσως μάλιστα για εφηβικό ανάγνωσμα να είναι και αρκετά καλό, όμως η ιστορία που επιλέγει να διηγηθεί δεν ένιωσα να με αφορά, δεν με συγκίνησε.
υγ. Η χρήση της έκφρασης Αναπόσπαστο μέρος του καλοκαιρινού τελετουργικού βρίθει υπερβολής και δηθενιάς και θα έπρεπε πάραυτα να αποσυρθεί και να αντικατασταθεί με κάποια άλλη. Το παραδέχομαι. Όμως, -αφήστε με να πω ότι- το κείμενο αυτό, αρχικώς τουλάχιστον, σκόπευε στη μετάβαση από την τιμπουκτική απογοήτευση στην αντίστοιχη ερωτική, οπότε η πρώτη πρώτη πρόταση μένει για να θυμίζει μια μετάβαση που δεν έγινε ποτέ.
υγ.2 Για το βιβλίο δεν είπα και πολλά, το οπισθόφυλλο είναι αρκετά κατατοπιστικό -άλλο που εγώ ήμουν τυφλωμένος από τα αισθήματά μου για τον Όστερ.
υγ3 Τιμπουκτού - Paul Auster (μτφρ.Βίκυ Κυριαζή, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου