Ο τίτλος ήταν αρκετός για να μου κινήσει το ενδιαφέρον σε μια περίοδο που το ζήτημα της εγκατάλειψης ή όχι της Αθήνας στριφογυρίζει όχι μόνο στο δικό μου μυαλό αλλά και σε διάφορες συζητήσεις με ανθρώπους κυρίως της ηλικίας μου, κάπου στο μεταίχμιο ανάμεσα στην εργένικη ζωή και στην απόφαση για δημιουργία οικογένειας. Ξεφυλλίζοντάς το στάθηκα στην ημερομηνία έκδοσης, 1903, και αυτόματα έκανα τη σκέψη: πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι μια κοινωνιολογική μελέτη για τις μητροπόλεις γραμμένη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα; Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που αποφάσισα να το διαβάσω.
Και η απάντηση ήταν η προφανής. Ένας διορατικός και καταρτισμένος επιστήμονας, όπως αποδείχτηκε με την ανάγνωση ο Georg Simmel, είναι ικανός να διαγνώσει σταθερές και χαρακτηριστικά που παρατηρούνται διαχρονικά, παρατηρήσεις που, προσαρμοσμένες ανάλογα, μπορούν να αποτελέσουν εργαλεία κατανόησης του σύγχρονου κόσμου πάνω από έναν αιώνα μετά.
Τα βαθύτερα προβλήματα της σύγχρονης ζωής πηγάζουν από την αξίωση του ατόμου να διατηρήσει την αυτονομία και την ιδιοτυπία του Είναι του απέναντι στις υπερκείμενες δυνάμεις της κοινωνίας, της ιστορικής κληρονομιάς, της εξωτερικής κουλτούρας και της τεχνικής οργάνωσης της ζωής -η πιο πρόσφατη μορφή της μάχης με τη φύση, την οποία ο πρωτόγονος άνθρωπος έπρεπε να δώσει για την ίδια του τη σωματική ύπαρξη.
Έτσι ξεκινάει το πρώτο από τα δύο δοκίμια της έκδοσης με τον τίτλο Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης, και μοιάζει τόσο, μα τόσο επίκαιρος ως συλλογισμός· ίσως μόνο να πρόσθετε κανείς και την υπερπληροφόρηση ανάμεσα στους "εχθρούς" του ατόμου στην προσπάθεια διατήρησης της αυτονομίας και της ιδιοτυπίας του Είναι του. Και ο Simmel συνεχίζει, επιχειρώντας την αντιπαραβολή ανάμεσα στη ζωή στη μεγαλούπολη και στην κωμόπολη, εκεί που ο χρόνος για παράδειγμα δεν είναι τόσο σημαντικός, αντίθετα με τη μεγαλούπολη, όπου μια στιγμιαία βλάβη των ρολογιών είναι ικανή να προκαλέσει χάος και σύγχυση. Επισημαίνει την απάθεια των κατοίκων των μεγαλουπόλεων, απάθεια που δεν πηγάζει από κάποια νοητική αδυναμία, αλλά από την υπέρμετρη τροφοδότηση των αισθήσεων, αυτή τη διαρκή εναλλαγή ερεθισμάτων και την επακόλουθη προσαρμογή σε αυτή τη διαρκώς μεταβαλλόμενη εικόνα.
Διαβάζοντας κείμενα όπως αυτό, αναπόφευκτα ο αναγνώστης κάνει σκέψεις και συνδέσεις με τις δικές του εμπειρίες. Έτσι κι εγώ. Όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα, εκεί γύρω στην ενηλικίωση, και με το σύμπλεγμα της μικρής κοινωνίας στην οποία τίποτα δεν παραμένει κρυφό, μου φαινόταν θαυμάσιο το γεγονός της αποξένωσης. Δεν ήξερα τη διπλανή μου στην πολυκατοικία και δεν με ένοιαζε, ποτέ δεν χρειάστηκα άλλωστε να ζητήσω ένα λεμόνι ή λίγο αλάτι, και έτσι ένιωθα ήσυχος και απαλλαγμένος απ' το άγχος της παρατήρησης και της κριτικής. Περπατούσα στους δρόμους και δεν πετύχαινα σχεδόν ποτέ κάποιον γνωστό, συνάντηση η οποία θα ανέκοπτε τη ροή της βόλτας μου στη μεγάλη πόλη με τα τόσα ερεθίσματα. Πόσο σοκαριστικό, αναλογιζόμενος τις πιθανότητες, ήταν όταν κάτι τέτοιο συνέβαινε στα πιο απίθανα μέρη. Με τον καιρό η μεγάλη πόλη με κούρασε, οι αποστάσεις και η ανάγκη οργάνωσης και της πλέον μικρής καθημερινής λεπτομέρειας, ο νεκρός χρόνος σε μετακινήσεις και αναμονές, το συνεχώς αυξανόμενο κόστος, χρηματικό και συναισθηματικό. Έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στη φυγή και την εγγύτητα στο κέντρο της πόλης, επέλεξα το δεύτερο και ανακάλυψα στον πυρήνα της τεράστιας πόλης μια μικρή πόλη, βιώσιμη και προσβάσιμη, με άπειρες δυνατότητες, με διαρκή ζωή και κίνηση, μια ήρεμη γωνιά στο χάος. Και η καθημερινότητά μου μεταβλήθηκε άμεσα, περπατώ περισσότερο, απολαμβάνω τις δυνατότητες και τις επιλογές εκείνες που λείπουν από τη ζωή στην επαρχία, γυρίζω χαρούμενος στο σπίτι.
Ας επανέλθω όμως στο βιβλίο του Simmel. Στο δεύτερο δοκίμιο της συλλογής, συμπληρωματικό κατά μία έννοια του πρώτου, με τίτλο Κοινωνιολογία των αισθήσεων, ο Γερμανός κοινωνιολόγος αναφέρεται κυρίως στην όραση και στην ακοή, επισημαίνοντας τις διαφορές και την κατά κάποιο τρόπο υπεροχή της όρασης έναντι της ακοής, αυτή την ικανότητα ταυτόχρονου πομπού και δέκτη που έχει το μάτι σε αντίθεση με το αυτί. Αλλά και την όραση στη ζωή στην πόλη, με τις εναλλαγές και την απώλεια της μεταβολής και της διάκρισης των λεπτομερειών, μέρος της προαναφερθείσας απάθειας του ατόμου της μεγάλης πόλης που αντίθετα με εκείνον της επαρχίας δέχεται μέγα πλήθος οπτικών πληροφοριών. Άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ο κάτοικος της μεγαλούπολης αναγκάζεται να καταφεύγει στην, συχνά στιγμιαία, παρατήρηση του άλλου για να βγάλει ένα συμπέρασμα σχετικά με αυτόν, να κρίνει βιαστικά και να βιώσει ακολούθως συνήθως το συναίσθημα της αδιαφορίας, όμως ενίοτε και εκείνο του φόβου, του οίκτου, της αποστροφής, της οικειότητας ή και της γοητείας. Επίσης αναφέρεται στην όσφρηση, ως κατώτερη όμως αίσθηση, και γι' αυτό πιο συνοπτικά, ενώ αντίθετα απουσιάζει εντελώς η οποιαδήποτε αναφορά στην αφή, ίσως δείγμα συντηρητισμού της εποχής και της κοινωνικής τάξης του συγγραφέα, αναπόσπαστο κομμάτι όμως της ζωής στη μεγαλούπολη με τον συνωστισμό και τη διαρκή επαφή αγνώστων μεταξύ τους σωμάτων, απουσία που ίσως οφείλεται σε μια σεξουαλική προέκταση της αφής, ίσως και όχι, πάντως, όπως και αν έχει, σίγουρα δεν αποτελεί αμέλεια εκ μέρους του Simmel αλλά συνειδητή αποφυγή αναφοράς στην αίσθηση της αφής.
Κλείνοντας, τα δύο μικρού μεγέθους δοκίμια της έκδοσης περιέχουν ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, διαχρονικές και επίκαιρες ως προς τη ζωή στη μεγάλη πόλη, αν και εκπονημένα πάνω από εκατό χρόνια πριν, τότε που άρχισαν να διαμορφώνονται οι μητροπόλεις. Σκέψεις και παρατηρήσεις χρήσιμες στον αναγνώστη, αφορμή για επαναπροσέγγιση της καθημερινότητας και της πλοήγησής του στην πόλη, αφορμή για να παρατηρήσει από κοντά και να επαναπροσδιορίσει ίσως τη θέση του στον αστικό ιστό.
Μετάφραση Ιωάννα Μεϊτάνη
Εκδόσεις Άγρα