Όταν πριν από δύο χρόνια διάβασα το Όσα δεν σου είπα ποτέ, το πρώτο βιβλίο της Celeste Ng, το οποίο, παρότι έλαβε κάποιες -λίγες αλλά- καλές κριτικές, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει εμπορικά, η αλήθεια είναι πως δεν φανταζόμουν πως το επόμενο βιβλίο της θα γινόταν τεράστια επιτυχία στις -ψηφιακές αλλά όχι μόνο- αναγνωστικές κοινότητες. Και αυτό όχι γιατί δεν είχα απολαύσει το βιβλίο εκείνο, κάθε άλλο, αλλά γιατί η γραφή τής Ng διέθετε μία δυστροπία, φλερτάροντας με την αστυνομική λογοτεχνία αλλά αρνούμενη να της παραδοθεί πλήρως, έχοντας στη φαρέτρα της φιλοδοξίες τεχνικές -την πολυπρόσωπη αφήγηση για παράδειγμα- αλλά και θεματικές -η ένταξη των μεταναστών δεύτερης ή και τρίτης γενιάς στην αμερικανική κοινωνία- χωρίς όμως να διαθέτει το απαραίτητο εκείνο ταλέντο που θα της επέτρεπε να ξεφύγει από μια λογοτεχνία συμπαθητική αλλά περιορισμένων αξιώσεων. Πιάνοντας, λοιπόν, στα χέρια μου το Μικρές φωτιές παντού, περισσότερο από προσδοκίες, είχα την περιέργεια να διαπιστώσω -ή τουλάχιστον να επιδιώξω να διακρίνω- τι ήταν εκείνο που χάρισε στο μυθιστόρημα αυτό -πέρα από άλλους παράγοντες όπως η συγκυρία ή η προώθηση- την τόσο μεγάλη φήμη του.
Οι πάντες στο Σέικερ Χάιτς γι' αυτό μιλούσαν φέτος το καλοκαίρι: πώς η Ίζαμπελ, το στερνοπαίδι των Ρίτσαρντσον, έχασε τα λογικά της κι έβαλε φωτιά στο σπίτι. Την άνοιξη, όλα τα κουτσομπολιά περιστρέφονταν γύρω από τη μικρή Μίραμπελ ΜακΚάλοου -ή, ανάλογα με ποια πλευρά ήσουν, Μέι Λινγκ Τσόου- και τώρα, επιτέλους, να σου ένα καινούργιο συγκλονιστικό θέμα συζήτησης.
Το Σέικερ Χάιτς, προάστιο του Κλίβελαντ, αποτελεί πρότυπο οικιστικής οργάνωσης. Η ασφάλεια και η ηρεμία είναι αδιαπραγμάτευτες. Εδώ όλα λειτουργούν τέλεια,
ακόμα και για το πλέον ελάχιστο ζήτημα υπάρχει ένα ξεκάθαρο πρωτόκολλο
αντιμετώπισης. Οι κάτοικοι, φιλελεύθεροι και προοδευτικοί, είναι
περήφανοι για την πόλη τους.
Το σπίτι των Ρίτσαρντσον θα πιάσει φωτά και οι υποψίες όλων, από την πρώτη στιγμή, θα πέσουν πάνω στη μικρότερη κόρη της οικογένειας, την Ίζυ, μια κάθε άλλο παρά εύκολη έφηβη. Έτσι ξεκινάει η ιστορία αυτή. Λίγους μήνες νωρίτερα, η κυρία Ρίτσαρντσον θα νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα, κληρονομιά των γονιών της, στη Μία Γουόρεν, μια αινιγματική καλλιτέχνη, και την κόρη της. Ο Μούντι, ένα από τα τέσσερα παιδιά των Ρίτσαρντσον, θα συνδεθεί με στενή φιλία με την συνομήλική του Περλ.
Αν δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο θα σας συμβούλευα να έχετε τον νου σας ώστε να αποφύγετε παρουσιάσεις/κριτικές που περιέχουν σπόιλερς επί της πλοκής, γιατί οι ανατροπές και η μη αναμενόμενη εξέλιξη της ιστορίας αποτελούν ίσως τη σημαντικότερη πηγή αναγνωστικής απόλαυσης. Οπότε, σεβόμενος αυτό, δεν θα αναφερθώ περαιτέρω στην υπόθεση.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του μυθιστορήματος, μπόρεσα θεωρώ να διακρίνω τι ήταν τελικά εκείνο το οποίο συνετέλεσε στην τεράστια αποδοχή του βιβλίου από το κοινό. Και αυτό ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Ng αποφάσισε να δομήσει την αφήγηση της ιστορίας της, χωρίζοντας το μυθιστόρημα σε κεφάλαια, επιφυλάσσοντας πλήθος ανατροπών, θέτοντας πλήθος θεμάτων προς συζήτηση, πετυχαίνοντας έτσι να γράψει ένα μυθιστόρημα τεχνικά άρτιο, έτοιμο για τη μεταφορά του σε τηλεοπτική σειρά. Αποχωρίστηκε την υπαινικτικότητα που διέκρινε το προηγούμενο μυθιστόρημά της, και πόνταρε σε μια αφήγηση χωρίς σκοτεινές γωνιές, φωτίζοντας όλες τις πτυχές της ιστορίας της, προβλέποντας και ικανοποιώντας την περιέργεια του αναγνώστη, κάνοντας κάποιες στιγμές εκτεταμένη χρήση του παντογνώστη αφηγητή. Η τεχνική αρτιότητα όμως δεν είναι από μόνη της αρκετή.
Υποθέτω πως ο στόχος της συγγραφέως και του εκδότη ήταν ακριβώς αυτό το βιβλίο, η εμπορική επιτυχία και η επικείμενη τηλεοπτική μεταφορά αποτελούν ξεκάθαρη επιβράβευση. Όμως, μιλώντας αμιγώς λογοτεχνικά, το μυθιστόρημα αυτό δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, παρότι σίγουρα προσφέρει κάποιες ώρες απόλαυσης στον αναγνώστη.
Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου