Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Το τραγούδι της σάλπιγγας - Wallace Stegner





Καμιά φορά σκέφτομαι πόσα είναι τα βιβλία εκείνα που δεν διάβασα επειδή το θέμα τους δεν ήταν του γούστου μου, τα βιβλία εκείνα που απέρριψα από την περίληψη στο οπισθόφυλλο και μόνο. Και όλο λέω πως θα σταματήσω να διακρίνω βάσει αυτού, πως θα θυμάμαι εκείνο τον σοφό φίλο μου που λέει, μεταξύ άλλων, πως σπουδαίος λογοτέχνης είναι τελικά εκείνος που μας στοιχειώνει, διηγούμενος μια ιστορία που δεν μας αφορά. Και αυτός, συμπληρώνει, είναι ο λόγος που συνεχίζει να υπάρχει λογοτεχνία που μας συναρπάζει, και ας έχουν ειπωθεί εδώ και αιώνες όλες οι ιστορίες, και ας κλεινόμαστε καθημερινά στο μεγαλείο του εαυτού μας.

Και συνήθως τα σκέφτομαι αυτά κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο και εκπλήσσομαι ευχάριστα, όπως συνέβη και με Το τραγούδι της σάλπιγγας, έκπληξη που προέρχεται από την κατάρρευση μιας προκατάληψης, από τον εκκωφαντικό ήχο που κάνουν οι προκαταλήψεις όταν καταρρέουν. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μας βοηθάει η λογοτεχνία. Το γκρέμισμα προκαταλήψεων και στερεοτύπων είναι, θεωρώ, από τους σημαντικότερους. Έκπληξη, λοιπόν, γιατί, αν κάποιος μου έλεγε να διαβάσω την ιστορία ενός αγοριού σε ένα κτήμα κάπου στην αμερικανική δύση, στην οποία γεννιέται ένα πουλάρι με παραμορφωμένα πέλματα και το αγόρι αγωνίζεται απεγνωσμένα να πείσει τον πατέρα του να μην το σκοτώσει, αλλά να του δώσει μια ευκαιρία, τότε θα του έλεγα πως δεν με ξέρει καλά, και πως εγώ τέτοιες ιστορίες δεν διαβάζω, γιατί δεν με αφορούν. Και να που όχι μόνο διάβασα την ιστορία αυτή, αλλά στο τέλος βούρκωσα, η έγνοια μου για το παιδί αυτό με ενέπλεξε συναισθηματικά. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με αρκετές ακόμα από τις ιστορίες της συλλογής Το τραγούδι της σάλπιγγας.

Θα βάλω σε δεύτερη μοίρα σπουδαία λογοτεχνικά συστατικά, όπως η ικανότητα στην αφήγηση και το χτίσιμο των χαρακτήρων, που δεδομένα διαθέτει σε αφθονία ο Stegner, για να σταθώ σε κάτι άλλο, που πιστεύω πως κάνει τα διηγήματα αυτά να ξεχωρίζουν, το γεγονός πως είναι βαθιά ανθρώπινα, αυθεντικά και όχι επιτηδευμένα, ανθρώπινα και οικουμενικά ως προς το συναίσθημα που ρέει αβίαστα απ' αυτά. Και είναι αυτή η αυθεντικότητα που αποδιώχνει την όποια κατηγόρια για συναισθηματικό εκβιασμό θα μπορούσε κάποιος να προσάψει σε κάποιες από τις ιστορίες. Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς μια ιστορία που συγκινεί και όχι μια ιστορία για να συγκινήσει. Ειδικότερα σήμερα, που οι σύνθετες πλοκές εισβάλλουν ακόμα και στη μικρή φόρμα, τα διηγήματα της συλλογής αυτής ξεχωρίζουν για την απλότητά τους, για το διακύβευμα που δεν είναι μεγαλύτερο από την αγωνία ενός πιτσιρικά για το αν θα προλάβουν την παρέλαση της 4ης Ιουλίου στη μεγάλη πόλη, και τι μεγαλύτερο διακύβευμα θα μπορούσε να υπάρξει άραγε από την αγωνία αυτή, από τις προσδοκίες και τα όνειρα του πιτσιρικά για την ημέρα εκείνη; Αυτή η χαμηλόφωνη λογοτεχνία που δεν καταφεύγει σε απανωτά, ανούσια τελικά, ευρήματα, που δεν ντύνεται λαμπερά κοσμήματα για να εντυπωσιάσει, που χρησιμοποιεί την αλήθεια και την αφήγηση, είναι μια σπουδαία, αν και συχνά παραμελημένη, λογοτεχνία.

Όταν μου μίλησαν για το βιβλίο αυτό με θερμά λόγια, χωρίς πολλές λεπτομέρειες για τη θεματική του, κι εγώ άκουγα και δεν άκουγα, έχοντας ξεκάθαρη προτίμηση στη μεγάλη φόρμα, παρατήρησα το όνομα του μεταφραστή Γιάννη Παλαβού στο εξώφυλλο, και είπα πως μου είχαν αρέσει πολύ οι Τριλοβίτες* του Pancake, σε δική του μετάφραση. Μια αμοιβαία ανταλλαγή αναγνωστικών προτάσεων συμφωνήθηκε τη στιγμή εκείνη. Δύο εβδομάδες μετά, κι ενώ εγώ είχα βρει την κάθε πιθανή δικαιολογία, προς εμένα τον ίδιο, για να αναβάλω λίγο ακόμα την πλήρωση της συμφωνίας, έλαβα το μήνυμα: αν σου άρεσε ο Pancake, ο Stegner θα σε γοητεύσει. Διαβάζοντας, λοιπόν, Το τραγούδι της σάλπιγγας, ολοένα και πιο γοητευμένος από την απλή αυτή αφήγηση, θυμήθηκα και κάτι ακόμα: ο Παλαβός έχει μεταφράσει και το Ημερολόγιο προσευχής της Ο'Κόνορ**. Και κάπως έτσι τα νήματα έδεσαν.

Η απειλή που αιωρείται είναι επίσης κάτι που χαρακτηρίζει τα διηγήματα αυτής της συλλογής, η απειλή πως από στιγμή σε στιγμή μια καταιγίδα θα ξεσπάσει, η απειλή πως η ιστορία δεν θα έχει καλό τέλος. Σε κάποιες από τις ιστορίες η απειλή κρύβεται στους τοίχους του σπιτιού, στη σχέση ενός αντρόγυνου, σε κάποιες άλλες έχει έναν χαρακτήρα σχεδόν μεταφυσικό, εκεί που δρόμοι που κάποτε οδηγούσαν σε μια πόλη έχουν πια χορταριάσει. Μακριά από τη λάμψη της ανατολικής ακτής και τη γοητεία των αστικών κέντρων, η καθημερινότητα στην απέραντη αμερικανική δύση, έχει τους δικούς της ρυθμούς και τους δικούς της κανόνες. Όμως και εδώ οι άνθρωποι δυσκολεύονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, να δείξουν την αγάπη τους, να κατευνάσουν τον θυμό τους. Και αυτή η δυσκολία, σε ένα μέρος αραιοκατοικημένο και ζόρικο, αποτελεί εμπόδιο στον αγώνα για την καθημερινή επιβίωση. Οι άνθρωποι εδώ πρέπει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να συνεργαστούν, να επιδείξουν την αλληλεγγύη τους και να ξεπεράσουν την ανθρώπινη φύση τους. Ο Stegner κάνει ήρωές του αυτούς τους ανθρώπους, χωρίς να τους κοιτάζει αφ' υψηλού, χωρίς να τους μακιγιάρει. 

Ο Πέρλι ξερίζωσε μια δεύτερη τούφα χορτάρι και, χαμογελώντας, γύρισε το βλέμμα στις κορφές των σφενταμιών. Πριν από τον τυφώνα, τα σφεντάμια φύτρωναν σε πυκνές συστάδες, κι όταν τα υπόλοιπα δέντρα γύρω ισοπεδώθηκαν, απέμειναν μόνο οι ψιλόλιγνες φιγούρες τους. Ψηλά, ένας σφοδρός άνεμος έσειε τις φυλλωσιές τραντάζοντας και λυγίζοντας τις κορφές, όμως χαμηλά μόνο μια ράθυμη πνοή ανασάλευε το γρασίδι. Αισθανόσουν λες και κούρνιαζες σε μια αναπαυτική, ζεστή και μυρωδάτη φωλιά.

Τελειώνοντας την ανάγνωση έμεινα με την απορία γιατί ο συγγραφέας αυτός δεν είχε μεταφραστεί, τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, στα ελληνικά. Απορία που ενισχύθηκε από το -φροντισμένο και κατατοπιστικό- επίμετρο του βιβλίου στο οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η ομιλία που έδωσε ο συγγραφέας το φθινόπωρο του 1963 στην Αθήνα, γεγονός που δείχνει πως ο Stegner δεν ήταν άγνωστος στους εδώ εκδοτικούς κύκλους.       


*περισσότερα για το βιβλίο του Pancake μπορείτε να βρείτε εδώ.
**περισσότερα για τη σπουδαία Ο'Κόνορ μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Γιάννης Παλαβός
Εκδόσεις Gutenberg

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Οι καταρράκτες - Ian Rankin




Ίαν Ράνκιν δεν είχα διαβάσει έως τώρα, χωρίς να υπάρχει κάποια προφανής εξήγηση γι' αυτό, πέραν της σύμπτωσης ίσως και του πλήθους των διαθέσιμων βιβλίων δηλαδή, που πάντα είναι μια καλή και πειστική εξήγηση εδώ που τα λέμε, χρήσιμη και ως καθησυχαστική δικαιολογία στον εαυτό μας, και μόνον σε αυτόν, όταν νιώθουμε ευάλωτοι απέναντι σε ακόμα ένα βιβλίο που θα θέλαμε να έχουμε διαβάσει. Ιάν Ράνκιν δεν είχα διαβάσει έως τώρα, παρότι τουλάχιστον τρεις αναγνώστες που εκτιμώ με προέτρεψαν κατά καιρούς να το κάνω, επέμειναν, όσο ακριβώς έπρεπε, να διαβάσω τουλάχιστον τους Καταρράκτες, τουλάχιστον αυτό, συμφωνούσαν χωρίς να το ξέρουν μεταξύ τους, θα δεις, ισχυρίζονταν, δεν είναι ένα απλό αστυνομικό, αλλά πρόκειται για πραγματικά καλή λογοτεχνία, που λίγα έχει να ζηλέψει από τη μη αστυνομική λογοτεχνία. Πριν διαβάσω Ίαν Ράνκιν, είχα διαβάσει τον θεωρούμενο διάδοχό του στον θρόνο της σκοτσέζικης αστυνομικής λογοτεχνίας, Μάλκολμ Μακέι, μια τριλογία που πολύ την ευχαριστήθηκα και για την οποία περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Η στιγμή να διαβάσω Ίαν Ράνκιν έφτασε ένα απόγευμα που είχε βαριά συννεφιά στο κέντρο της Αθήνας και κάποιο παιχνίδι του μυαλού μου μου θύμισε εκείνη την κοπέλα να λέει κάποτε πως δεν επισκέπτεται ποτέ δεύτερη φορά το ίδιο μέρος, γιατί η ζωή είναι τόσο μικρή για τα ταξίδια που θέλουμε να κάνουμε, αν και θα έκανε, είπε, μια εξαίρεση για το Εδιμβούργο, ίσως για να δικαιώσει τον κανόνα της, σκέφτηκα εγώ, που στο Εδιμβούργο είχα πάει μικρός, κάπου στο γυμνάσιο, δύο μέρες εκεί και δύο στη Γλασκώβη, της οποίας το σκηνικό ταίριαξε περισσότερο στην τότε ψυχοσύνθεσή μου, εντυπώθηκε στη μνήμη μου εκείνη η σκοτεινιά, τότε που ακόμα δεν γνώριζα τη ψυχολογική χροιά τού επιθέτου βιομηχανικός. Σε ένα αντίστοιχο δίπολο βρίσκομαι επίσης με τη μειοψηφία, καθώς δηλώνω σαφέστατη προτίμηση στη Μαδρίτη έναντι της Βαρκελώνης, αλλά αυτό είναι άσχετο με το απόγευμα εκείνο που κατέβηκα στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου και αγόρασα τους Καταρράκτες του Ίαν Ράνκιν, και που λίγο αργότερα ξεκίνησα να τους διαβάζω σε μια από τις αγαπημένες μου μπάρες, χωρίς να γνωρίζω εκείνη τη στιγμή πως ο επιθεωρητής Ρέμπους θα επικροτούσε την επιλογή μου αυτή.

Πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου, πίσω στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου, η αλήθεια είναι πως δεν εκτίμησα σωστά το πραγματικό του μέγεθος, ίσως γιατί υποσυνείδητα ανέμενα τις μεγάλες γραμματοσειρές και τις παχιές σελίδες που μετατρέπουν ενίοτε βιβλία τριακοσίων σελίδων σε τούβλα κατά το κοινώς λεγόμενο. Ξεκινώντας όμως να διαβάζω τους Καταρράκτες συνειδητοποίησα πως οι εξακόσιες εξήντα σελίδες της ελληνικής έκδοσης αντιστοιχούσαν πράγματι σε εξακόσιες εξήντα σελίδες, ίσως μάλιστα και σε περισσότερες, καθώς μια αρκετά μικρή -καθόλου ενοχλητική- γραμματοσειρά είχε χρησιμοποιηθεί στη χωρίς αχρείαστα κενά και περιθώρια έκδοση.  

Μια νεαρή κοπέλα, κόρη μεγαλοτραπεζίτη, εξαφανίζεται στο Εδιμβούργο και η αστυνομία επιχειρεί  να την εντοπίσει. Έχουμε μια σειρά από πιθανούς υπόπτους σε συνδυασμό με αρκετές ανατροπές και ευρήματα. Το πλέον εντυπωσιακό προτέρημα του μυθιστορήματος αυτού είναι η έλλειψη κοιλιάς, παρά το μέγεθός του, καθώς ο Ράνκιν καταφέρνει να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον, όχι μόνο εξελίσσοντας την κυρίως πλοκή, αλλά αναπτύσσοντας δευτερεύουσες υποπλοκές, που λειτουργούν παράλληλα με το κυρίως ζητούμενο της αφήγησης, και χτίζοντας αρκετούς και πολύπλευρους χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή Ρέμπους. Οι Καταρράκτες δεν είναι η πρώτη ιστορία στην οποία πρωταγωνιστεί ο επιθεωρητής Ρέμπους, γεγονός που σημαίνει πως η πορεία, τόσο η δική του όσο και κάποιων εκ των συναδέλφων του, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Και αυτό το στοιχείο, η εξέλιξη των ηρώων δηλαδή, είναι κάτι το οποίο πολλοί αναγνώστες αγαπούν σε λογοτεχνικές σειρές όπως αυτή και δικαίως όταν μιλάμε για τέτοιους χαρακτήρες όπως του Ρέμπους για παράδειγμα.

Οι δεκάδες μουσικές αναφορές και ο οργανικά ενταγμένος στην ιστορία σχολιασμός, ενίοτε αρκετά πικρόχολος, ορισμένων μουσικών, προσθέτουν ακόμα μία διάσταση στην απόλαυση, με τους Mogwai να φαντάζουν ως οι πλέον κατάλληλοι για ακρόαση την ώρα της ανάγνωσης. Το διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων με τους γρίφους αποτελεί ένα έξυπνο εύρημα, δεδομένου και του πότε γράφτηκε το μυθιστόρημα, ενώ η ερωτική ιστορία του Ρέμπους και της Τζιν θα μπορούσε άνετα να σταθεί και αυτόνομη. Το Εδιμβούργο είναι παρόν, περισσότερο σκοτεινό από ό,τι το περίμενα η αλήθεια είναι, ίσως γιατί τα έντονα φώτα γεννούν πιο πυκνό σκοτάδι, ίσως γιατί τους έρημους παράπλευρους δρόμους των κεντρικών λεωφόρων, εκεί που βρίσκονται τα παρακμιακά μπαρ που αγαπά ο Ρέμπους, οι τουρίστες σχεδόν ποτέ δεν τους περπατούν. Από το μυθιστόρημα δεν λείπει το βρετανικό χιούμορ και η κοινωνικοπολιτική αποτύπωση της σκοτσέζικης πραγματικότητας, καθώς η εξαφάνιση της κοπέλας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια απλή αφορμή, ώστε να αφηγηθεί ο Ράνκιν μια αρκετά μεγαλύτερη ιστορία, της οποίας το ενδιαφέρον σίγουρα δεν περιορίζεται στην επίλυση της εξαφάνισης.

Τώρα ξέρω πως η στιγμή που θα θελήσω να διαβάσω μια ακόμα ιστορία του επιθεωρητή Ρέμπους δεν θα αργήσει, ξεκινώντας από το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς, γιατί όπως είπε και ο Π. πολύ τον συμπάθησα αυτόν τον μαλάκα τον Ρέμπους!

Μετάφραση Γιώργος Τζήμας
Εκδόσεις Μεταίχμιο       




Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Αναζητώντας τη Ζιντονί - Erich Hackl



 
Στη Ν.


Το πάθος, με το οποίο μια κοπέλα σου μιλάει πολύ καιρό για ένα βιβλίο που διάβασε, συχνά δεν είναι αρκετό για να ενεργοποιήσει αυτόματα τη διαδικασία που μοιάζει πια μηχανική: ντύσιμο, κλειδιά, λεωφορείο, βιβλιοπωλείο, ταμείο, λεωφορείο, κλειδιά, καναπές. Χρειάζεται, καμιά φορά, η κοπέλα αυτή να σου χαρίσει το βιβλίο αυτό για το οποίο σου μιλούσε πολύ καιρό με τέτοιο πάθος, πάθος όχι σπάνιο αλλά σε καμία περίπτωση εύκολο για εκείνη. Και τότε, νιώθοντας κάπως αμήχανα η αλήθεια είναι, διαβάζεις το βιβλίο αυτό.   
Στις 18 Αυγούστου του 1933 ο θυρωρός του νοσοκομείου στο Στάιρ ανακάλυψε ένα κοιμισμένο μωρό. Δίπλα στο τυλιγμένο με κουρέλια νεογέννητο υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί, στο οποίο ήταν γραμμένο με αδέξια γράμματα: "Το όνομά μου είναι Ζιντονί Άντλερσμπουργκ και γεννήθηκα στον δρόμο προς το Άλταϊμ. Παρακαλώ για γονείς".
Η ιστορία της Ζιντονί είναι κάτι παραπάνω από μία ακόμα ιστορία της περιόδου της ναζιστικής Αυστρίας. Είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται, μεταμορφωμένη συχνά, ως τις μέρες μας, είναι μια ιστορία που θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται. Γιατί το λάθος, που γίνεται ολοένα και πιο συχνά, είναι να ισχυρίζεται κανείς πως εκείνες οι μαύρες μέρες τελείωσαν, πέρασαν ανεπιστρεπτί, πως τώρα όλα είναι καλώς καμωμένα. Και ίσως κάτι τέτοιο να ισχύει αν είσαι άντρας, λευκός, παντρεμένος με παιδιά και ευκατάστατος. Τότε, ναι, ίσως. Ακόμα και εκείνες οι μαύρες μέρες δεν ήταν και τόσο άσχημες τελικά. Για σένα ο ήλιος πάντοτε θα λάμπει και ο Θεός θα 'ναι μεγάλος.

Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης βιβλίων όπως αυτό, δύο πράγματα συμβαίνουν συνήθως. Πρώτα, ένα αίσθημα επιβεβαιωτικό, ακόμα μια σελίδα φρίκης, ακόμα μια σκληρή ιστορία, που χαλυβδώνει το μένος σου για όλους εκείνους που συμμετείχαν σ' αυτά τα εγκλήματα, κυρίως όμως για εκείνους που σώπαιναν όταν τα τρένα διέσχιζαν τις πόλεις τους αργά τη νύχτα. Και εδώ έρχεται το αίσθημα της αντιστοιχίας με το σήμερα, είναι το σημείο που οι αναλογίες ξεκαθαρίζουν, η στιγμή που σηκώνεις το βλέμμα από τις σελίδες και αντικρίζεις τον κόσμο τριγύρω, και ακούς "ανθρώπους" να λένε πως δεν είναι ρατσιστές, αλλά δεν μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν μαζί μας, που κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια, καθώς εκείνοι τα έκαναν όλα σωστά στη ζωή τους και τους αξίζουν όλα όσα έχουν, που νοσταλγούν εποχές που κοιμόντουσαν με τις πόρτες ανοιχτές.

Όμως η ανάγνωση του βιβλίου αυτού δεν αρκείται στον προφανή συσχετισμό των θυμάτων του ολοκαυτώματος με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Το λέει πολύ ωραία και η Τζέννυ Έρπενμπεκ στους Περαστικούς για τους δικούς της πρόσφυγες: "Μόνο αν επιβίωναν τώρα στη Γερμανία, είχε χάσει πράγματι τον πόλεμο ο Χίτλερ"(σελ75). Η μικρή Ζιντονί, παιδί τσιγγάνων που υιοθετήθηκε από μια οικογένεια Αυστριακών, που τόσο ήθελαν ένα ακόμα παιδί, που τόσο την αγάπησαν και αδιαφόρησαν τόσο για τα σχόλια των γειτόνων, της δασκάλας, όλων, που προσπάθησαν με όσα μέσα διέθεταν να γλιτώσουν το παιδί από τα χέρια του ναζιστικού καθεστώτος. Στο πρόσωπο της Ζιντονί συναντώνται όλες και όλοι οι διαφορετικοί, με βάση το κριτήριο της υφιστάμενης κανονικότητας: χρώμα, φύλο, θρησκεία, καταγωγή, τάξη, σωματική διάπλαση, ψυχική υγεία, δυσκολίες μάθησης, σεξουαλική προτίμηση και τόσα άλλα.    

Ανάμεσα σε τόσα ζητήματα, που εγείρονται άμεσα ή έμμεσα στο συγκεκριμένο βιβλίο, και η απέχθεια της κοινής γνώμης απέναντι στην υιοθεσία, μια απέχθεια διαχρονική που πηγάζει από την απαξίωση των ανίκανων για αναπαραγωγή, από την υπεροχή των καρπερών. Πώς μπορείς να αγαπήσεις ένα παιδί που δεν είναι δικό σου αναρωτιούνται εκείνοι που με την πρώτη ευκαιρία θα θυμίσουν στο παιδί τους πόσες θυσίες έκαναν για εκείνο, που θα αποφασίσουν για εκείνο, που θα απαιτήσουν να τους κάνει υπερήφανους στο σόι και την κοινωνία. Και δεν αναφέρομαι καν σε εκείνους που έχουν τη μισανθρωπία να υιοθετήσουν κάποιο παιδί μη ελληνοφανές. 

Είναι κάποια βιβλία τα οποία ξέρεις από πριν πως θα σε ζορίσουν συναισθηματικά, θα σε κάνουν να κλάψεις από οργή, που θα δυναμώσουν το θυμό για την περιβόητη κανονικότητα, που όμως ταυτόχρονα θα σε πεισμώσουν. Το Αναζητώντας τη Ζιντονί είναι τέτοιο βιβλίο. 

Τώρα πια καταλαβαίνω τα συναισθήματα εκείνης της κοπέλας, συμμερίζομαι κι εγώ το πάθος της, την ευγνωμονώ για την επιμονή της, και δεν είναι η πρώτη φορά.

Μετάφραση Νάντη Φίλια
Εκδόσεις Φίλντισι

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Θάνατος - Todd May




Διαβάζω πια αποκλειστικά non-fiction, είπε, γιατί δεν έχω χρόνο να ικανοποιήσω την ανυπομονησία μου, χρειάζομαι κάτι, συνέχισε, το οποίο να μη με νοιάζει ν' αφήσω στη μέση για να βγω από το μετρό, άσε που δεν έχω πια τις αντοχές να ξενυχτώ για να μάθω τι θα γίνει παρακάτω, γιατί με αυτό έχει να κάνει η λογοτεχνία, έτσι δεν είναι; Χωρίσαμε στον σταθμό του μετρό κι εγώ δεν είχα βιβλίο μαζί μου. Σκεφτόμουν τα λόγια αυτά της φίλης, που συναντώ σπάνια πια, που από μακριά οι ζωές μας μοιάζουν αντιδιαμετρικά αντίθετες. Πριν χωρίσουμε ήθελα να της πω πως θέλω να ξέρει πως είμαι εδώ για εκείνη, δεν το είπα όμως, ίσως γιατί δεν ήξερα πώς να το πω, ίσως γιατί δεν ήξερα πώς θα ακουστεί. Διάβαζα μια υπέροχη συλλογή διηγημάτων εκείνη την περίοδο, πραγματικά υπέροχη, κι όμως δεν την απολάμβανα. Πρόβλημα του πρώτου κόσμου, το ξέρω. Δεν απολάμβανα την ανάγνωση αυτή γιατί ο χρόνος είχε μετατραπεί από σύμμαχο σε εχθρό, η ένταση είχε εκδιώξει την ηρεμία και η αναμονή την οκνηρία. Καμιά στιγμή δεν έμοιαζε κατάλληλη για ανάγνωση, όχι τουλάχιστον για την ανάγνωση όπως την έχω στο μυαλό μου, ως μια απόπειρα αποσύνδεσης από την πραγματικότητα, ως μια απόπειρα μετάβασης σε νέο παράθυρο. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με τον ελεύθερο χρόνο. Ο ελεύθερος χρόνος σίγουρα βοηθά, δεν αντιλέγω, όμως από μόνος του δεν αρκεί. 

Καθένας, φαντάζομαι, διαθέτει -ή αναζητά- τη δική του στρατηγική διαχείρισης του χρόνου, την τακτική με την οποία θα ελιχθεί στην απαιτητική πραγματικότητα, ώστε να βρει τις απαραίτητες ανάσες, τον ποιοτικό χρόνο όπως συνήθως ονομάζεται στις μέρες μας. Για τον καθένα η πραγματικότητα που ζει είναι απαιτητική, ας μην κρίνουμε έξω από τον χορό. Σε μένα λειτουργεί η ρουτίνα. Αν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε μια ζωή άπλετου μα άναρχα δομημένου χρόνου και μια αντίστοιχη ασφυκτικής ρουτίνας, θα διάλεγα τη δεύτερη, χωρίς σκέψη. Φαντάζομαι πως αυτό είναι κάτι που λέει πολλά και για τον χαρακτήρα μου, σε κάποιον ειδικό θα έλεγε ακόμα περισσότερα. Τα λέω όλα αυτά για να πω πως η φίλη μου είχε τη δική της τακτική· αναγνώρισε την ήττα της, υπολόγισε τα δεδομένα και έμεινε κοντά στην ανάγνωση που τόσο αγαπάει. Σκεφτόμουν αυτά της τα λόγια κατά τη διάρκεια του υπόγειου ταξιδιού των πέντε στάσεων. Και αποφάσισα πως θα άξιζε να δοκιμάσω την τακτική αυτή, έστω και ως μια λύση ανάγκης.

Εγκατέλειψα προσωρινά τα διηγήματα εκείνα. Δεν τους πρόσφερα την ανάγνωση που τους έπρεπε. Από κεκτημένη ταχύτητα, αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή θα ολοκλήρωνα τη συλλογή αυτή, αλλά ποιο θα ήταν το νόημα; Κανένα, αν με ρωτάτε. Γύρισα αργά στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Πριν κοιμηθώ τοποθέτησα το εισιτήριο πλοίου που χρησιμοποιώ για σελιδοδείκτη στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου του Todd May. Μαζί με τη θνητότητα ένιωθα έτοιμος να αντιμετωπίσω και το αναγνωστικό βραχυκύκλωμα των εορτών. Κάποτε θα έγραφα ίσως ένα θυμωμένο κείμενο για εκείνον που μου είπε: μα χρονιάρες μέρες τέτοιο βιβλίο θα διαβάσεις; Τώρα όμως το αναφέρω απλώς γιατί μου φάνηκε αστείο, ενώ μετανιώνω που δεν υπήρξα ετοιμόλογος αρκετά ώστε να του απαντήσω: προτείνεις να το αφήσω για τη Μεγάλη Βδομάδα;

Θάνατος. Η μόνη φιλοσοφική βεβαιότητα.

Αγόρασα το βιβλίο αυτό με την αμφιβολία για το αν θα αποδεικνυόταν ένα τύπου φιλοσοφικό εγχειρίδιο αυτοβοήθειας απέναντι στον θάνατο, ένα βιβλίο δηλαδή το οποίο με θυμό θα άφηνα στην άκρη. Την ίδια αμφιβολία είχα και όταν ξεκίνησα να το διαβάζω. Ίσως οι λόγοι για τους οποίους επέλεξα να το διαβάσω τελικά να με βοήθησαν να άρω τις επιφυλάξεις μου αυτές. Μικρή σημασία έχει. Ο Todd May διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Clemson, στη Νότια Καρολίνα, και έχει οργανώσει διάφορα σεμινάρια με θέμα τον θάνατο. Το ενδιαφέρον με το βιβλίο αυτό είναι πως ο May, αν και έχει τις απόψεις του σχετικά με τη θρησκεία, δεν την παραμερίζει ως έναν σημαντικό παράγοντα στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον θάνατο. Η ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία προηγήθηκε της θρησκείας άλλωστε, ενώ μια από τις αιτίες της ανάγκης για πίστη ήταν ο ίδιος ο θάνατος. Ακριβώς όμως επειδή δεν είναι θρήσκος ο ίδιος, δεν περιορίζει τον συλλογισμό του στα ούτως ή άλλως στενά όρια των θρησκειών, ακριβώς επειδή δεν είναι θρήσκος δεν έχει μια έτοιμη απάντηση σχετικά με τον θάνατο.

Ο θάνατος είναι ένα θέμα το οποίο μετά τους αρχαίους φιλοσόφους ελάχιστα απασχόλησε τη φιλοσοφία, αντίθετα με την τέχνη που πάντα τον περιλαμβάνει στη θεματολογία της. Το γνωστότερο έργο που σχετίζεται με τον θάνατο είναι του Χάιντεγκερ, το Είναι και χρόνος. Αυτό προκύπτει και από την βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί ο May. Στο παρόν βιβλίο γίνεται αρκετή αναφορά στη διδασκαλία του Επίκουρου, στους Στωικούς και τον Μάρκο Αυρήλιο. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το θέμα ο May είναι αξιοπρεπής. Και τον χαρακτηρίζω αξιοπρεπή καθώς επιτυγχάνει κάτι, που στα μάτια μου τουλάχιστον φαντάζει σπουδαίο: να μην υποπέσει στη σαγήνη του θανάτου, κάτι το οποίο θα έδινε μια ψευδολογοτεχνική διάσταση στο βιβλίο, αλλά ταυτόχρονα να μη δοκιμάσει να μετατρέψει ένα -προσβάσιμο- βιβλίο φιλοσοφίας σε εγχειρίδιο διαχείρισης πένθους και θετικών μηνυμάτων. Βέβαια, λόγω του θέματος, η επιστημονική προσέγγιση είναι αναπόφευκτα υποκειμενική και όχι τόσο ακαδημαϊκή, θυμίζοντας τις αρχές της φιλοσοφικής σκέψης. Και ο May επιτυγχάνει να διαχειριστεί και τις τρεις αυτές προκλήσεις. 

Από την αρχή του βιβλίου αυτού σκεφτόμουν τον Κούντερα. Ας γυρίσω λίγα χρόνια πίσω, όταν διάβασα το Βαλς του αποχαιρετισμού ήμουν είκοσι χρονών. Ο φόβος της σύλληψης και του βασανισμού παραλύει τον ήρωα του μυθιστορήματος, καθώς φοβάται πως δεν θα αντέξει και θα προδώσει όλους τους συντρόφους του. Ένα χάπι είναι η λύση. Φίλοι του τον προμηθεύουν με ένα θανατηφόρο χάπι, που λίγα λεπτά μετά τη λήψη του προκαλεί τον ακαριαίο θάνατο. Ο ήρωας μας δεν φοβάται πια, έχει το χάπι στην τσέπη, ελέγχει τον θάνατό του, έτσι, ακόμα και αν τον συλλάβουν, είναι σίγουρος πως θα βρει μια ελάχιστη στιγμή για να πάρει το χάπι, οι εξουσιαστές δεν θα έχουν καμία δύναμη πάνω του, εκείνος θα αποφασίσει. Αυτή η σκέψη του Κούντερα, η δυνατότητα της αυτοκτονίας ως ζωοφόρου δύναμης με συγκλόνισε. Ο έλεγχος του θανάτου, ακόμα και ως ψευδαίσθηση. Αυτή την προσέγγιση σκεφτόμουν διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, αυτή την προσέγγιση έχω σε κάθε σχετική συζήτηση. Και να που στον επίλογο ο May έκανε αναφορά στον σπουδαίο αυτό συγγραφέα και στην Αθανασία του, βιβλίο που όταν το διάβασα δεν το εκτίμησα και μάλλον καλό θα ήταν να το διαβάσω ξανά. Εκείνο που δεν έχω διαβάσει και σίγουρα θα το κάνω άμεσα είναι Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς του Τολστόι.  

Ο Θάνατος του Todd May αποτελεί έναν στοχασμό γύρω από τον θάνατο, χωρίς απόλυτες θέσεις και βεβαιότητες, μια φιλοσοφική προσέγγιση με αναφορά σε λόγια άλλων φιλοσόφων που προηγήθηκαν. Συχνά ως αναγνώστης έχω την ανάγκη να αντικρίσω ασχημάτιστες σκέψεις μου τοποθετημένες με σαφήνεια στο χαρτί από έναν συγγραφέα. Αυτός είναι και ένας από τους ρόλους που οφείλουν να διαδραματίζουν η επιστήμη και η τέχνη.   

Σκέφτομαι να στείλω ένα μήνυμα σε εκείνον τον γνωστό μου, που σχολίασε το άκαιρο της αναγνωστικής μου επιλογής, και να του πω πως το κείμενο αυτό θέλω να το αφιερώσω σ' εκείνη τη φίλη μου και να τον ρωτήσω να μου πει τη γνώμη του γι' αυτό.



Μετάφραση Σπύρος Κουρούκλης
Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Hell's Angels - Hunter S. Thompson




Σε ανύποπτη στιγμή είχα ακούσει πως επρόκειτο να κυκλοφορήσει το βιβλίο αυτό. Στο άκουσμα της επικείμενης έκδοσης ενός ακόμα βιβλίου του Τόμπσον στα ελληνικά ενθουσιάστηκα. Πέρασε όμως καιρός χωρίς καμιά νεότερη πληροφορία, και κάπως το ξέχασα. Επαναπαύεται κανείς στο γεγονός πως σε μια τυχαία βόλτα στο βιβλιοπωλείο θα αντικρίσει το βιβλίο εκείνο που περίμενε με πάθος να κυκλοφορήσει και που στο ενδιάμεσο το αμέλησε, καθώς το πάθος του διοχετεύτηκε σε κάποια άλλα. Δεν συμβαίνει μόνο με τα βιβλία αυτό. Και αν ένα πρωί, απόρροια κάποιου ονείρου ή μιας διαδοχής άσχετων μεταξύ τους σκέψεων, δεν αναρωτιόμουν τι να απέγινε εκείνη η έκδοση, σκέψη που αρθρώθηκε ψηφιακά και απαντήθηκε πάραυτα, ίσως ακόμα και σήμερα, παρά τις όποιες βόλτες σε ενημερωμένα βιβλιοπωλεία, να αγνοούσα το γεγονός πως ένα ακόμα βιβλίο του Τόμπσον κυκλοφορεί στα ελληνικά. Και θα συνέβαινε αυτό καθώς το βιβλίο αποτελεί μέρος της σειράς Modern Classics, η οποία διατίθεται αποκλειστικά στα καταστήματα Public. 

Όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει κάποιος μαθηματικός τύπος που να προσδιορίζει με ακρίβεια τη χρονική απόσταση ανάμεσα στην απόκτηση και την ανάγνωση ενός βιβλίου. Κάποιες φορές η απόσταση τείνει  στο μηδέν, καθώς η ανάγνωση έχει αρχίσει πριν τη λογιστική καταγραφή της συναλλαγής, αφού ο αναγνώστης κατευθύνεται προς το ταμείο διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες, ενώ κάποιες άλλες φορές η χρονική απόσταση τείνει στο άπειρο, και φυσικά αίτια καθιστούν σε ανύποπτη στιγμή τη χρονική απόσταση σε μέγεθος αδύνατο να προσδιορισθεί. Η τυχαιότητα βασιλεύει και εδώ, και ας επιχειρούμε, άνθρωποι καθώς είμαστε, να τη ντύσουμε με τα ενδύματα της προσωπικής επιλογής. Θέλω να πω πως παρά τον αρχικό ενθουσιασμό της απόκτησης του Hell's Angels, αρκετές μέρες πέρασαν, μέρες κατά τις οποίες το παραμέριζα καθώς αναζητούσα στο ράφι με τα αδιάβαστα την επόμενη ανάγνωση, και ίσως, αν δεν διάβαζα το μυθιστόρημα του Ανυφαντάκη, κάποιοι άλλοι, στο οποίο υπάρχει μια μικρή, ελάχιστη η αλήθεια είναι, αναφορά στο βιβλίο του Τόμπσον, ακόμα να βρισκόταν στο ράφι με τα αδιάβαστα, ράφι το οποίο μετά τα Χριστούγεννα γνωρίζει πιένες όπως μπορεί κανείς να φανταστεί. Ήταν όμως η ελάχιστη αυτή αναφορά ικανή να υφάνει μια αναγνωστική διαδοχή, το ένα βιβλίο πρότεινε το επόμενο.

Και αφού ανέλυσα τόσο την απόκτηση όσο και την τελική ανάγνωση του βιβλίου αυτού, αξίζει, πιστεύω, να γίνει αναφορά στην παντελή έλλειψη οποιασδήποτε κριτικής, καταγεγραμμένης τουλάχιστον στη biblionet κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό. Να πέρασε απαρατήρητος ένας συγγραφέας όπως ο Τόμπσον το θεωρώ δύσκολο, ενώ και το θέμα του βιβλίου είναι ιντριγκαδόρικο. Συμφωνώ πως κανείς δεν περιμένει ουρές αναγνωστών έξω από τα βιβλιοπωλεία, όχι μόνο γι' αυτό, αλλά και για οποιοδήποτε βιβλίο κυκλοφορεί, όμως και αυτό το άλλο άκρο, να μην υπάρχει δηλαδή η οποιαδήποτε αναφορά σ' αυτό, προκαλεί επίσης απορία και ερωτήματα. Δεν ξέρω κατά πόσο θα κινδύνευε κανείς να εμπλακεί σε θεωρίες συνωμοσίας επιχειρώντας να διακρίνει τους τρόπους με τους οποίους τα βιβλία φτάνουν στα γραφεία των κριτικών ή των συστηματικών αναγνωστών. Υποθέτω όμως πως ο τρόπος που το Public έχει επιλέξει να προωθεί τα βιβλία των εκδόσεών του σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο. Το ζήτημα της διαφημιστικής δαπάνης δεν το γνωρίζω καθόλου, οπότε το αφήνω εκτός συλλογισμού. Πρόκειται για το κατάστημα εκείνο με τα περισσότερα φυσικά σημεία πώλησης στην Ελλάδα, χώρια το ηλεκτρονικό σκέλος της επιχείρησης. Αυτό το γεγονός από μόνο του δίνει ένα τεράστιο αβαντάζ τόσο ως προς τη διανομή όσο και ως προς την τοποθέτηση του προϊόντος. Μοιάζει όμως να μην έχει κάποια επιρροή σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε χώρο του βιβλίου.

Και τώρα είναι η στιγμή να πούμε λίγα λόγια για το βιβλίο αυτό! Πρώτα, νομίζω πως οφείλω να αιτιολογήσω την προσμονή μου για τη συγκεκριμένη έκδοση. Το πρώτο βιβλίο του Τόμπσον που διάβασα ήταν το Μεθυσμένο ημερολόγιο, όταν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οξύ. Η παρουσία του Θάνου Ανεστόπουλου στο πάνελ της παρουσίασης ήταν αρκετή τότε για μένα. Θυμάμαι ακόμα την αποφορά αλκοόλ της κάθε σελίδας, την αγωνία για επιβίωση του αφηγητή, αυτή τη ζάλη που μόνο όποιος έχει ζήσει μπορεί να αποδώσει, ζάλη αντίστοιχη εκείνης του πρόξενου Τζέφρυ. Αυτή η διαφορετική εκδοχή της ρεαλιστικής και βιωματικής γραφής, αυτή η παντελής απουσία διδακτισμού και ωραιοποίησης, αυτή η περιδιάβαση στα βάθη της ψυχής, στο περιθώριο της ύπαρξης, το φλερτάρισμα με την άκρη του γκρεμού. Αργότερα είδα την κινηματογραφική εκδοχή του Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας, το βιβλίο, από τις εκδόσεις Πατάκη, όσο και αν το έψαξα τότε δεν το βρήκα. 

Τα βιβλία του Τόμπσον δεν θα μπορούσε κανείς να τα κατατάξει ούτε στη fiction ούτε στη non-fiction κατηγορία, όχι αποκλειστικά τουλάχιστον. Τα βιβλία αυτά ανήκουν στην αρκετά θολή κατηγορία όπου το βίωμα, η δημοσιογραφική έρευνα και η λογοτεχνία συναντώνται, η λογοτεχνία γίνεται ζωή, θαρρείς. Ο αφηγητής ενεργεί εντός της ιστορίας, επηρεάζοντας την εξέλιξη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, λαμβάνει αποφάσεις όχι από την απόσταση του γραφείου αλλά τη στιγμή της δράσης. Η αποτύπωση στο χαρτί, που ακολουθεί μετά, είναι ένα ιδιότυπο ρεπορτάζ. Συγγραφείς-δημοσιογράφους όπως ο Τόμπσον δεν τους ενδιαφέρει το ρεπορτάζ αλλά η εμπειρία του ρεπορτάζ, πλησιάζουν αυτό που τους κινεί την περιέργεια. Αυτό συμβαίνει στο Hell's Angels άλλωστε. Ο Τόμπσον θέλησε να περάσει κάποιο καιρό μαζί με τους άγριους αυτούς τύπους από προσωπική περιέργεια, χωρίς να είναι εξασφαλισμένη η επιτυχία του κομματιού που θα έγραφε, έμεινε μαζί τους για σχεδόν ένα χρόνο επειδή ένιωθε μια ιδιότυπη έλξη κυκλοφορώντας ανάμεσά τους, ταξιδεύοντας μαζί τους από συνάντηση σε συνάντηση, με τη δημοσιογραφική ταυτότητα σε πρώτη ζήτηση. 

Το πιο ενδιαφέρον ίσως στοιχείο του βιβλίου είναι η απουσία οποιασδήποτε διάθεσης του συγγραφέα να κρίνει και να κατατάξει τους Hell's Angels σε κάποια κατηγορία του ηθικού κώδικα. Είναι τέτοιος ο τρόπος του, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει να μην τους θεωρεί κάτι τόσο σημαντικό, σίγουρα όχι κάτι τόσο τερατώδες όπως αυτό που παρουσιαζόταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να αποτυπώσει την εμπειρία του στο χαρτί, τον χρόνο που πέρασε δίπλα τους. Θυμίζει λίγο τους κατοίκους των Εξαρχείων, για να δώσω ένα παράδειγμα σύγχρονο και κατανοητό. Οι κάτοικοι των Εξαρχείων παρουσιάζουν την καθημερινότητά τους σε φίλους και γνωστούς, ως προσωπική εμπειρία, ακυρώνοντας τις υπερβολές των μέσων, αλλά αναγνωρίζοντας και τις παθογένειες της γειτονιάς. Ο Τόμπσον ακόμα και όταν καταδεικνύει τα ψέματα και τις υπερβολές του Τύπου και της τηλεόρασης δεν το κάνει με διάθεση υπεράσπισης τους, αλλά με πρόθεση να αναδείξει τη δύναμη που έχουν τα μέσα να χειραγωγούν, να προκαλούν αναταραχή, να κάνουν την τρίχα τριχιά. Και βέβαια τον τρόπο του συστήματος να μετατρέπει τους εχθρούς του σε φίλους, να τους χρησιμοποιεί, για όσο του είναι χρήσιμοι. Η πολιτική ήταν και είναι πάντοτε σημαντικό και οργανικό μέρος της κοινωνίας, και όσοι επιχειρούν να μειώσουν και να απαξιώσουν την αξία της ενεργούν εκ του πονηρού. Όλες εκείνες τις ομάδες ή μονάδες που σε κάθε ευκαιρία διατρανώνουν τον μη πολιτικό χαρακτήρα τους είναι να τις φοβάται κανείς, γιατί την κρίσιμη στιγμή η απόφαση που θα πάρουν θα 'ναι διαμορφωμένη από το μίσος και μια αόριστη πατριωτική περηφάνια, ενάντια στα συμφέροντα των πολλών.

Έτσι το βιβλίο αυτό, εκτός της εγκυκλοπαιδικής πλευράς του σχετικά με τους Hell's Angels, του μύθου μιας εποχής και γενιάς, μιας δεκαετίας που τόσα και τόσα γέννησε στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, είναι και ένα πολιτικό βιβλίο. Οι αναλογίες του τότε με το σήμερα είναι τρομακτικές, ενώ ενδιαφέρον έχει να αναλογιστεί κανείς ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι Hell's Angels της εποχής μας, και πώς αντιμετωπίζονται αυτές οι ομάδες από το σύστημα, πώς διαμορφώνεται η μυθολογία τους, πώς αντιστρέφεται το κλίμα απέναντί τους. Η αποτύπωση μιας εποχής με ιδιότυπο λεξιλόγιο και ελάχιστες ευθείες αναλογίες με τις δικές μας προσλαμβάνουσες, και αυτό μάλιστα σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερα παρορμητικό τρόπο γραφής του Τόμπσον μετατρέπουν τη μετάφραση του Θάνου Καραγιαννόπουλου σε έναν μικρό άθλο.

Μετάφραση Θάνος Καραγιαννόπουλος
Εκδόσεις Public                    

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Ζωή οδηγίες χρήσεως - Georges Perec




Σώζοντας την παρτίδα

Είναι κάποια βιβλία που στο πέρασμα του χρόνου αποκτούν θρυλικές διαστάσεις στο μυαλό του αναγνώστη. Στην αρχική εκδοχή της εναρκτήριας αυτής πρότασης υπήρχαν κάποιες επιπλέον λέξεις που η παρουσία τους σκοπό είχε να διευκρινίσει ότι τα βιβλία εκείνα που με το πέρασμα του χρόνου αποκτούν θρυλικές διαστάσεις στο μυαλό του αναγνώστη είναι βιβλία που την ανάγνωσή τους για κάποιον λόγο διαρκώς αναβάλλει ο αναγνώστης, παρότι έχει κατά καιρούς ακούσει τόσα και τόσα γι' αυτά. Και οι λέξεις αυτές αφαιρέθηκαν γιατί τελικά απέκλειαν όλα εκείνα τα βιβλία, όπως το Ζωή οδηγίες χρήσεως πλέον, που παρότι διαβάστηκαν, εντούτοις το πέρασμα του χρόνου εξακολουθεί να τους προσδίδει θρυλικές διαστάσεις στο μυαλό του αναγνώστη, μεγαλύτερες ίσως αυτών που προηγήθηκαν της ανάγνωσης, γιατί ναι, συμβαίνει και αυτό καμιά φορά, η πραγματικότητα να ξεπερνά τη φαντασία. Και είναι άδικο να μην αναφερθεί κανείς στα βιβλία αυτά.

Η πρόταση αυτή, για να είμαι ειλικρινής, προϋπήρχε τόσο της ανάγνωσης όσο και του παρόντος κειμένου, προϋπήρχε και περιέγραφε με σχετική ακρίβεια την περίοδο που προηγήθηκε της ανάγνωσης, προϋπήρχε πότε ως δικαιολογία για την παράταση της μη ανάγνωσης, και πότε ως ονειροπόληση σε θαυμαστούς αναγνωστικούς ορίζοντες, που το μέλλον επιφύλασσε, σε αυτό το αγαπημένο παιχνίδι υποθέσεων και προσδοκιών πριν από την ανάγνωση, συνήθως με ελάχιστα στοιχεία, όπως: τη φωτογραφία του συγγραφέα, το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο, τον χαρακτήρα εκείνου που μας μίλησε γι' αυτό, την εποχή του χρόνου, τη διάθεσή και την ανάγκη μας -κυρίως αυτά τα δύο. Η πρόταση αυτή, με την απαραίτητη διόρθωση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το βιβλίο του Περέκ. Θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει το φίλτρο μιας ενδιαφέρουσας λίστας, που δεν θα απέκλειε τα βιβλία που απεγνωσμένα -ισχυριζόμαστε πως- θέλουμε να διαβάσουμε, και ταυτόχρονα θα άφηνε χώρο για εκείνα τα λίγα -ελάχιστα- που ξεφεύγουν από το απλό μου άρεσε και υπάγονται στην κατηγορία με στοίχειωσε.

Συνθήκη απαραίτητη, πριν τολμήσω την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος που ανήκει -πριν την ανάγνωση- στην κατηγορία εκείνη των μυθιστορημάτων για τα οποία οι προσδοκίες -μου από αυτά- και οι απαιτήσεις -τους από μένα- φαντάζουν τεράστιες, είναι η ψευδαίσθηση -ας μην κρυβόμαστε- της ύπαρξης ελεύθερου χρόνου στον ορίζοντα των επόμενων ημερών. Και είναι ψευδαίσθηση γιατί για ένα εκατομμύριο λόγους ελεύθερος χρόνος τελικά δεν υπάρχει, τουλάχιστον όχι αυτοφυής. Η ψευδαίσθηση αυτή όμως είναι σημαντική, γιατί δίνει ξανά και ξανά την ευκαιρία σε έναν φοβισμένο αναγνώστη -σ' εμένα στην προκειμένη περίπτωση- να κάνει το πρώτο βήμα, να διαβάσει τις πρώτες σελίδες, και τότε -συνήθως- να μαγευτεί, να ξεμυαλιστεί και ν' αναζητήσει τον ελεύθερο χρόνο, να τον δημιουργήσει εις βάρος κάποιας άλλης υποχρέωσης ή του ύπνου. Έτσι συνέβη και αυτή τη φορά.

Το απόγευμα εκείνο -που οι υποχρεώσεις έμοιαζαν περατωμένες και η ζωή πιο εύκολη- διάβασα πενήντα σελίδες. Ήδη από τις πρώτες δέκα, στο τέλος κάθε κεφαλαίου, αναφωνούσα: είναι τρελός, είναι τελείως τρελός. Και ακόμα δεν είχα δει τίποτα. Κάπως έτσι κύλησαν οι μέρες της ανάγνωσης και η ζωή, που δεν ήταν και τόσο εύκολη τελικά -και γιατί να είναι δηλαδή;- χωρίστηκε στα δύο, το αντίβαρο ήταν εκεί, έτοιμο να γλείψει τις πληγές, να φορτώσει με υλικό το υποσυνείδητο εν όψει της νυχτερινής κατάκλισης, ν' αφήσει στην πορεία του νάρκες για τις ημέρες που θα 'ρθουν, να περιορίσει τη θέα προς το άλλο μισό, να χαρίσει την ηδονή αυτή που μόνο ένα μυαλό που συνεχώς γεννάει ιστορίες μπορεί, να επαναφέρει στο τέλος της ημέρας την πίστη στην ανθρωπότητα, την αίσθηση πως μοιράζεσαι το όραμα κάποιου, το αίσθημα ευγνωμοσύνης πως κάποιος που δεν σε γνωρίζει σε βοηθάει να σώσεις την παρτίδα -έστω και οριακά, έστω και την ύστατη στιγμή. Άλλωστε ποιος θα διαφωνήσει πως η  συναναστροφή με έξυπνους ανθρώπους είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη, σε μια καθημερινότητα που σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζεται από τη βλακεία;
              
Ναι, θα αρχίσει εδώ: οδός Σιμόν-Κρυμπελλιέ 11, μεταξύ τρίτου και τετάρτου ορόφου

Μια απλοποιημένη σύνοψη του Ζωή οδηγίες χρήσεως θα ήταν η εξής: είναι οι ιστορίες των ενοίκων, των επισκεπτών και των διαμερισμάτων της οδού Σιμόν-Κρυμπελλιέ 11. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όταν τη μπαγκέτα την κρατά ο Περέκ. Ανάμεσα στις τόσες ιστορίες που συνθέτουν το μυθιστόρημα αυτό συναντάμε ενδεικτικά και τις ακόλουθες: Η ιστορία της γυναίκας του κατασκευαστή παζλ. Η ιστορία του ηθοποιού που υποκρίθηκε ότι είχε πεθάνει. Η ιστορία του Γερμανού βιομηχάνου που λάτρευε τη μαγειρική. Η ιστορία του Μαρκ Τουέην. Η ιστορία του Λόρδου που έκρυβε τα πάθη του κάτω από επίπλαστες μανίες. Η ιστορία των πρώην θυρωρών. Η ιστορία του σκελετού με το ένα χέρι. Η ιστορία του χάμστερ που του στέρησαν το αγαπημένο του παιχνίδι. Η ιστορία των τεσσάρων νέων που κλείστηκαν στο ασανσέρ. Η ιστορία του τζαζίστα που δεν έμενε ποτέ ευχαριστημένος. Η ιστορία του κατασκευαστή των παζλ.
   
Οι ιστορίες διαδέχονται η μια την άλλη, αντηχούν στους διαδρόμους και τις σκάλες της πολυκατοικίας, συναντιούνται στα πάρτι και στις συνελεύσεις των ενοίκων, κάποιες περνούν από την έγκριση του εκάστοτε διαχειριστή σύμφωνα με τον κανονισμό, σε άλλες κάνει την εμφάνισή της η αστυνομία, ενώ το κουτσομπολιό προσδίδει έξτρα λάμψη και μυστήριο. Ιστορίες που έρχονται από παλιά αλλά και ιστορίες που συμβαίνουν τώρα, ιστορίες νυχτερινές και ηλιόλουστες, ιστορίες παριζιάνικες και εξωτικές. Αποσπάσματα από αστυνομικά μυθιστορήματα και λίστες με έπιπλα προς πώληση. Πίνακες με παραθαλάσσια τοπία που θα μετατραπούν σε παζλ πριν καταστραφούν. Ιστορίες. Αυτή είναι η λέξη κλειδί. Αυτή είναι η τροφή για τον αχόρταγο αναγνώστη και ο Περέκ την προσφέρει άφθονη. Ασίγαστη φαντασία. Αυτή είναι η συνθήκη. Ο αναγνώστης εκείνος που θέλει αιτιολόγηση των συγγραφικών επιλογών και ξεκάθαρο προορισμό πλεύσης είναι πιθανόν να απογοητευτεί και να βαρεθεί. Εδώ ταιριάζει η αρχή του μυθιστορήματος Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, εκεί που ο Καλβίνο καλεί τον αναγνώστη να βολευτεί και να απολαύσει την ανάγνωση, να αφεθεί -θα συμπλήρωνα εγώ- στην οργιώδη φαντασία συγγραφέων όπως ο Καλβίνο ή ο Περέκ, να βιώσει την απουσία προφανούς σκοπού που διακρίνει την εξιστόρηση των ιστοριών και τη σχέση τους με τον χρόνο, ν' αναζητήσει τα μαθηματικά μοντέλα που λειτουργούν ταυτόχρονα ως περιορισμοί και ως βατήρες για την έμπνευση, να αντικρίσει την πραγματικότητα μέσα από μια λοξή ματιά που πετυχαίνει να αναδείξει το προφανές με έναν τρόπο μοναδικό και στη συγκεκριμένη περίπτωση τη λεπτοδουλειά, το μεράκι, το πάθος και την έμπνευση του μεταφραστή.

Ο Περέκ αφιερώνει το βιβλίο στη μνήμη του σπουδαίου Ραιμόν Κενώ. Με τις διακειμενικές αναφορές που κατακλύζουν, πότε φανερά και πότε συγκαλυμμένα, το μυθιστόρημα, το αφιερώνει τελικά σ' ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, της σπουδαίας κατ' εκείνον λογοτεχνίας, γιατί συγγραφείς όπως ο Περέκ υπήρξαν πρωτίστως παθιασμένοι αναγνώστες, τουλάχιστον σε μια εποχή που το πλήθος των συγγραφέων ήταν μικρότερο ή έστω ίσο των αναγνωστών. Γιατί η φαντασία τρέφεται από τις εικόνες του κόσμου, φωλιάζει ανάμεσα στις γραμμές των βιβλίων, κρύβεται στο βάθος του πεδίου, η φαντασία όμως για να σταθεί απαιτεί γνώσεις για τον κόσμο που περιγράφει, για τον κόσμο που μεταμορφώνει.       

Τελειώνοντας την ανάγνωση συνειδητοποίησα πως τα κομμάτια του παζλ από μακριά μοιάζουν πολλές φορές ίδια, ταιριάζουν όμως σε μία και μόνη θέση τελικά, και ο εντοπισμός της δυσδιάκριτης αυτής διαφοράς ανάμεσα στο ένα και το άλλο είναι που ικανοποιεί τον σκυμμένο επί μέρες πάνω από το τραπέζι παίχτη.

Κάποιες ιστορίες του μυθιστορήματος τις ολοκληρώνει ο Περέκ, κάποιες ο αναγνώστης και κάποιες η ίδια η ζωή, ενώ δεν ήταν λίγες εκείνες που έμειναν ανοιχτές για μια επόμενη ανάγνωση ίσως.

(το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Yusra)

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Ύψιλον

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Μέχρι την επόμενη φορά




Παππούδες και γιαγιάδες αντικρίζουν για πρώτη φορά τα εγγόνια τους. Με τον καιρό μαθαίνεις να τους αναγνωρίζεις μέσα στο πλήθος που περιμένει. Κοιτάζουν διαφορετικά την πόρτα που ανοιγοκλείνει αυτόματα. Χαρούμενοι, συγκινημένοι, φοβισμένοι, αμήχανοι. Έχουνε φτάσει ώρες πριν. Η συναισθηματική έκρηξη σε αυτόν τον μη τόπο ακολουθεί. Ένα ψιθυριστό  αντάμωμα, ένα ελάχιστο πάγωμα του χρόνου στον ναό της αδιάκοπης κίνησης, ενώ η ροή αδιαφορεί και απλώς τους παρακάμπτει. Ο παππούς φεύγει για να φέρει το αμάξι κοντά στην έξοδο, φεύγει και κοιτάζει πίσω του. Η γιαγιά διστάζει να ζητήσει να κρατήσει το μωρό στην αγκαλιά. Είναι το ίδιο αεροδρόμιο όπου θα αποχαιρετιστούν λίγες μέρες μετά. Μέχρι την επόμενη φορά.

Αυτή ήταν για μένα η πιο δυνατή εικόνα του 2019.

Κινδυνεύω, εκμυστηρεύτηκα σ' έναν φίλο, να γίνω ευαγγελιστής της θετικής σκέψης. Εκείνος γέλασε. Δεν είπε: όχι, δεν κινδυνεύεις. Αναπόφευκτα, ένα απολογιστικό κείμενο αποτυπώνει άνισα το παρελθόν. Η λήθη λειαίνει τις γωνίες. Τη σκέψη διαμορφώνει ο καιρός έξω από το παράθυρο. Δεν είναι κάποια σοφία αυτή. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι το πλέον δυνατό. Ποικίλει από ον σε ον. Θέλω να πω απλώς πως ο καθένας βρίσκει τον τρόπο του. Ή, τουλάχιστον, ελπίζει να τον βρει πριν να είναι αργά. Αυτές τις μέρες δεν διαβάζω πολύ. Αυτό οφείλεται σ' ένα πλήθος παραγόντων, ισορροπεί κάπου ανάμεσα στη μη επιθυμία και την ανάγκη, στις προτεραιότητες και τους περιορισμούς. Διαβάζω αργά τα διηγήματα του Ντένις Τζόνσον, Η γενναιοδωρία της γοργόνας (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδόσεις αντίποδες). Ταιριάζει ο τρόπος του Τζόνσον στις ημέρες αυτές. Η αποσπασματικότητα, οι αφηγήσεις που ανοίγουν για να κλείσουν αργότερα, η τοποθέτηση του δημιουργού στο κέντρο όλων σχεδόν των ιστοριών. Ο καρβερικός τρόπος να κοιτάζει κανείς τα πράγματα. Πάντα κάτι λείπει. Πότε ασχολείσαι με αυτό και πότε με ό,τι απέμεινε.

Τις ημέρες αυτές ξεφυλλίζω τις αναρτήσεις του μπλογκ. Ανοίγω συρτάρια και βρίσκω σημειωματάρια. Διατρέχω τις σημειώσεις στο κινητό. Είναι ο τρόπος μου να αποχαιρετώ. Είναι όμως κι ο τρόπος μου να προσμένω. Αυτή την κουκκίδα φοβάμαι, μήπως τη δω να στέκει ακίνητη. Τις τελευταίες μέρες έμαθα πως πρέπει να δικαιολογούμε όσα νιώθουμε, πως δεν αρκεί απλώς να τα νιώθουμε. Στον διάολο, σκέφτηκα. Όσο και αν νιώθουμε οικεία, η ψηφιακή εγγύτητα μας ζορίζει όλους. Να το θυμάμαι αυτό. Έφυγα και γύρισα αρκετές φορές στην πόλη όπου έζησα την ενήλικη ζωή μου. Τρόμαξα κάπως. Περιβάλλον ανοίκειο, λογοτεχνικό. Ένιωσα να μικραίνω όσο ο κόσμος γύρω μου μ(εγ)άλωνε. Η καθημερινότητα σε εξοπλίζει με φίλτρα, δεν βλέπεις έτσι τα πάντα, δεν ακούς τα πάντα, δεν νιώθεις τα πάντα. Αλλιώς θα έστεκες ακίνητος γυρεύοντας κουράγιο να κλάψεις με λυγμούς. Στην απόσταση τα φίλτρα επαναρυθμίζονται, άλλοι τόποι, άλλοι κίνδυνοι. Τα φίλτρα τρέφονται από τη ρουτίνα. 

Συνάντησα αρκετούς φίλους τις μέρες αυτές. Με κάποιους ήταν μαγικά. Με κάποιους παράξενα. Συνειδητοποίησα πως έχω αγαπημένο καναπέ, εκεί νιώθω πάντα οικεία. Έχω απάντηση στην ερώτηση: με ποιον θες να πας για παπούτσια; Η παρουσία των φίλων καταστέλλει τον φόβο, ακόμα και στην απόσταση. Γίνομαι λίγο κακός πεθερός με τους συντρόφους εκείνων που αγαπώ. Απέκτησα τρία ανίψια φέτος, έτσι τα νιώθω. Οι φίλοι μας χωρίζουν, η ζωή όμως προχωρά. Στον ψηφιακό ζόφο καταφέρνουμε να μυριζόμαστε μεταξύ μας, είναι κι αυτή μια ικανότητα, όπως και να το κάνεις. Νιώθω τυχερός που μπορώ ακόμα να ονομάζω κάποιον φίλο. Η απώλεια παραμονεύει στη γωνία. Όποιος δεν το βουλώνει μπροστά στον θάνατο δεν θα έχει τον σεβασμό μου.
  
Το 2019 συνειδητοποίησα πως το αγαπημένο μου χρώμα είναι το πράσινο. Κυριαρχεί γύρω μου, το αναζητώ όταν λείπει, εκπλήσσομαι διαρκώς από τις αποχρώσεις του. Τριάντα επτά γίνομαι σε λίγες εβδομάδες και να που απέκτησα αγαπημένο χρώμα. Αυτό και αν είναι παράδοξο. Δεν είναι όμως μικρό πράγμα να έχει κανείς αγαπημένο χρώμα. Διάβασα αρκετά βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας φέτος, εκ των υστέρων συνειδητοποιώ πως το είχα ανάγκη, όχι τόσο για τη γλώσσα, όσο για εκείνα τα μικρά, ελάχιστα πράγματα που αποτελούν μέρος της πραγματικότητάς μου, εκείνα τα μικρά εξ αποστάσεως μοιράσματα ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη, τα κοινά βιώματα. Την ατάκα του Σπετσιώτη για τη Μποφίλιου, την καθημερινότητα του Βαγγέλη στο παγωμένο Γκντανσκ και την Τίνα κάπου στην Αθήνα, ανάμεσα σε άλλα. Τέτοια πράγματα είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη και από επιστροφές. Η Μάγα στο Παρίσι, η επιθυμία για μάτε στο Μπουένος Άιρες. Τον Βακαλόπουλο τον μετέθεσα τελικά για την αρχή της νέας δεκαετίας. Το καλύτερο βιβλίο που διάβασα -και δεν μπορώ να δικαιολογήσω γιατί πιστεύω πως ήταν το καλύτερο- ήταν το Ο άλλος μέσα του (Sam Shepard, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδόσεις Πατάκης). Αναγνωστική εμπειρία ήταν οι μέρες που πέρασα διαβάζοντας το Ζωή, οδηγίες χρήσεως (Georges Perec, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Ύψιλον). Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, νιώθω πως δεν διάβασα όσο θα ήθελα. Δεν είναι θέμα σελίδων. Είναι θέμα αίσθησης, κάποιος πυρήνας άγχους. Άγχος για τα όσα κάνει κανείς, άγχος και για το τέλος. 

Δεν είχα κάτι συγκεκριμένο κατά νου ξεκινώντας το κείμενο αυτό. Μια περιστροφή γύρω από τον ήλιο ολοκληρώθηκε. Ο χρόνος περνάει. Τέτοια κλισέ σκεφτόμουν.