Δεν πάει καιρός, είχα δει το Six feet under και είχα γράψει αυτό. Στον Θείο Φρανκ έφτασα χαζεύοντας το βιογραφικό του Άλαν Μπολ, εμπνευστή και παραγωγού της σειράς, σκηνοθέτη και σεναριογράφου σε ορισμένα από τα επεισόδια, επίσης. Εδώ ο Μπολ, γνωστός από το σενάριο του ‒μάλλον υπερεκτιμημένου και έντονα επηρεασμένου από τη Λολίτα του Ναμπόκοφ‒ American Beauty, υπογράφει τόσο το σενάριο όσο και τη σκηνοθεσία. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες από τον Θείο Φρανκ. Ήταν περισσότερο μια συναισθηματική επιλογή, στα απόνερα του δεσμού μου με τη σειρά και ‒κυρίως‒ τους χαρακτήρες της. Και ίσως γι' αυτό έβαλα να τη δω νωρίς το απόγευμα μιας ηλιόλουστης και ζεστής μέρας.
Την αφήγηση της ιστορίας επωμίζεται η ανιψιά του Φρανκ ( Πολ Μπέττανυ), Μπεθ (Σοφία Λίλλις), ξεκινώντας από την εποχή που ήταν δεκατεσσάρων χρονών και όλοι τη φώναζαν Μπέττυ. Στα μάτια του έφηβου κοριτσιού ο θείος της έμοιαζε να ξεχωρίζει από οποιονδήποτε άλλον ήξερε, κυρίως από την πολυπληθή οικογένειά της, που κουβαλούσε όλα τα στερεότυπα της χαμένης κάπου στα αμερικάνικα μεσοδυτικά μικρής πόλης. Ήταν ο μόνος που την άκουγε, που την κοιτούσε στα μάτια, που την αντιμετώπιζε ως κάτι το ξεχωριστό. Το πρόβλημα ήταν πως εκείνος ζούσε από χρόνια στη Νέα Υόρκη, διδάσκοντας λογοτεχνία σ' ένα κολέγιο, και δεν τους επισκεπτόταν παρά μόνο σε κάποιες ‒ιδιαίτερα βαρετές‒ οικογενειακές μαζώξεις. Έτσι έγινε και εκείνη τη φορά. Με αφορμή τα γενέθλια του παππού της και πατέρα του Φρανκ, βρέθηκαν όλοι μαζί, οι γυναίκες στην κουζίνα και οι άντρες να παρακολουθούν αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Η Μπεθ, ούτε αρκετά μικρή για να συμμετάσχει στο παιχνίδι των μικρότερων, ούτε αρκετά μεγάλη για ενήλικες κουβέντες, θα βρει τον θείο της να διαβάζει στη βεράντα τη Μαντάμ Μποβαρύ. Κάθεται δίπλα του και συζητούν διάφορα θέματα που την απασχολούν, όπως το γεγονός πως δεν της αρέσει το Μπέττυ, όνομα που ταίριαζε περισσότερο σε μεγάλη γυναίκα και όχι σε μικρό κορίτσι, την οικογενειακή άρνηση να γίνει μαζορέτα στο σχολείο και το προδιαγεγραμμένο ακαδημαϊκό της μέλλον στο γειτονικό κολλέγιο, παρότι οι βαθμοί της θα ήταν ικανοί να της εξασφαλίσουν μια υποτροφία σε όποιο κολέγιο εκείνη θα ήθελε. Ο Φρανκ την ακούει με προσοχή. Της προτείνει να διαλέξει ένα άλλο όνομα, εκείνη με περισσή ηττοπάθεια, δηλώνει πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Ωστόσο, με την επίμονη παρότρυνσή του, θα καταλήξει στο Μπεθ. Νιώθει εγκλωβισμένη σε εκείνα που οι άλλοι επιθυμούν για λογαριασμό της, πιστεύει πως δεν είναι στο χέρι της να χαράξει ένα διαφορετικό, προσωπικό μονοπάτι. Ο Φρανκ, με αυστηρή αγάπη, θα της πει πως μπορεί να κάνει τα πάντα και πως δεν πρέπει διόλου να ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων, καθώς σημασία έχει να κάνει αυτό που εκείνη θέλει, αυτό που θα την κάνει να νιώθει καλά με τον εαυτό της. Γύρω από αυτή την ατάκα, καθοριστική για την ενηλικίωση της Μπεθ, στηρίζεται ολόκληρη η ταινία. Φεύγοντας θα της αφήσει το βιβλίο. Στο επόμενο πλάνο η Μπεθ βρίσκεται στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει. Εκεί, μέσα από μια συγκυρία θα της αποκαλυφθεί το μυστικό που χρόνια κρατάει κρυμμένο ο θείος της, μυστικό που δικαιολογεί τη διαχρονικά εχθρική στάση του παππού της απέναντί του. Βρισκόμαστε στο 1973.
Το αφηγηματικό εύρημα του Μπολ με την ιστορία του Φρανκ ιδωμένη μέσα από τα μάτια της νεαρής ανιψιάς του είναι καθοριστικό για την ταινία. Εκτός από το γεγονός πως αναδεικνύει ένα ζεύγος κεντρικών χαρακτήρων, γύρω από τους οποίους δομείται το σενάριο, καταφέρνει να υπερβεί τα όρια μιας κλασικής ‒πια‒ ιστορίας εξόδου από τη ντουλάπα. Η πλοκή προωθείται με διαρκείς αναλήψεις στο παρελθόν, καθώς τα μυστικά έρχονται στην επιφάνεια. Σκοπός όμως του Μπολ δεν είναι να εκπλήξει, καθώς οι αποκαλύψεις μοιάζουν ως ένα βαθμό αναμενόμενες. Ούτε όμως η συναισθηματική καθοδήγηση αποτελεί πρωτεύον ζητούμενο εδώ. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά ρεαλιστικό, γνώριμο και οικείο, ίσως επειδή το ταξίδι του ήρωα δεν αφορά μόνο τον ίδιο, ίσως επειδή κατ' αντιστοιχία κάθε θεατής έχει βρεθεί αντιμέτωπος με την οικογενειακή αγάπη που συχνά μετέρχεται καρότο και μαστίγιο. Το θάρρος της ελεύθερης επιλογής και της γενικότερης αυτοδιάθεσης αποτελούν το ζητούμενο για το σύνολο των προσώπων της ιστορίας, έστω και αν δεν εκφράζεται ανοιχτά, ακόμα και αν αυτό σχετίζεται απλώς με το δικαίωμα στην αποδοχή και με την επιθυμία της εγγύτητας, με την πιο απλή προσωπική επιλογή. Ο Μπολ είναι αρκετά οξυδερκής για να πέσει στην παγίδα του ένας εναντίον όλων, στον απόλυτο διαχωρισμό καλών και κακών. Σκύβει με ιδιαίτερη επιμέλεια πάνω από τους χαρακτήρες του και γυρεύει τα προσωπικά όρια του καθενός. Ο Φρανκ δεν είναι ένας σούπερ ήρωας, δεν είναι τέλειος, δεν είναι ο καλύτερος, δεν είναι ατρόμητος, δεν ζει σύμφωνα με τις ιδέες του, δεν αδιαφορεί για τη γνώμη των άλλων. Ο Φρανκ είναι ο Φρανκ.
Οι εξουσιαστικές σχέσεις υπάρχουν παντού γύρω μας και οι περισσότεροι είμαστε θύματα ‒αλλά και θύτες‒ αυτών. Ο Θείος Φρανκ είναι μια ιστορία για τα πρότυπα που έχουμε ανάγκη, όχι μόνο κατά την ενηλικίωση. Μια ιστορία για τη σημασία της διεκδίκησης, διεκδίκηση που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο υποκείμενο αλλά επιδρά στον κόσμο όλο, όπως η πέτρα που πέφτει στο νερό. Μια ιστορία για τις προβληματικές οικογενειακές σχέσεις που στέκουν στο απυρόβλητο πίσω από την ταμπέλα της αγάπης και της παράδοσης, αλλά χαρακτηρίζονται από ανειλικρίνεια και έλλειψη συναισθηματικής εγγύτητας. Μια ιστορία διαχρονική παρά τα όποια βήματα έχουν έκτοτε πραγματοποιηθεί. Μια ιστορία που κυρίως υπενθυμίζει πως όσο μακριά και αν τρέξεις να κρυφτείς, η πληγή δεν θα επουλωθεί, πως όσο και αν διατυμπανίζεις την εκρίζωση του οικογενειακού ζιζάνιου, εκείνο θα επιμένει να βλασταίνει. Μια απλή και καλογυρισμένη ταινία, που δεν εντυπωσιάζει με την κινηματογράφησή της, παρότι έχει κάποια υπέροχα πλάνα ιδίως στο δάσος και τη λίμνη, με καλοσχηματισμένους και στέρεους χαρακτήρες για βασικό της ατού, με τον Φρανκ να θυμίζει αρκετά τον Τζορτζ από το αριστουργηματικό A single man, ταινία που φέρει με σαφήνεια την αλήθεια της, χωρίς να αναλώνεται σε άσκοπους μελοδραματισμούς. Μια ωραία ταινία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου