Δεν είναι μόνο το αίσθημα της λύπης που μας κατακλύζει όποτε εντοπίζουμε ένα ρημαγμένο, εγκαταλειμμένο σπίτι, ακόμα και αν δεν ξέρουμε καλά ποιοι και πότε κατοίκησαν σ' αυτό. Δεν νιώθουμε μόνο θλίψη μαθαίνοντας γι' ανθρώπους που χάθηκαν, ανιόντες συγγενείς, την ακριβή ιστορία των οποίων αγνοούμε, ή αγνώστους με βίους ανεξερεύνητους και ίχνη βυθισμένα στην ιλύ του παρελθόντος. Είναι και ένας βουβός τρόμος που μας καταλαμβάνει στη θέα των ερειπίων που στέκουν στον δρόμο μας σαν τοπόσημα θανάτου. Δεν απεικονίζουν μόνο το παρελθόν, όπως θέλουμε να νομίζουμε, κοιτάζοντάς τα κάποτε με κάποια αλαζονεία, αλλά προοικονομούν αυτό που μας επιφυλάσσει η μοίρα· συμβολίζουν το αναπόφευκτο, την απόλυτη βεβαιότητα της λήθης. Ίσως γι' αυτό και να συμβαίνει το ανεξήγητο, να πενθούμε, δηλαδή, ανθρώπους άγνωστους ή κουφάρια κτιρίων, απλώς και μόνο επειδή δεν κατάφεραν ν' αντισταθούν στη διαβρωτική δύναμη του χρόνου.Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν. Το παράδοξο μοιρολόι που σιγοψιθυρίζουμε μιλάει, ουσιαστικά, για εμάς τους ίδιους.
Ο αφηγητής, ένας άντρας εβδομήντα δύο ετών, αντιστέκεται στις παραινέσεις του γιου του, που επιμένει, ολοένα και πιο έντονα, πόσο αναγκαία είναι η πρόσληψη μιας γυναίκας για τις δουλειές του σπιτιού, μιας γυναίκας που θα τον φροντίζει. Το τηλεφώνημα τον συνέλαβε να μετεωρίζεται στην ουδέτερη ζώνη μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, η ανήσυχη φωνή φτάνει από την άλλη άκρη της γραμμής· γιατί δεν απάντησες στα ηλεκτρονικά μηνύματα για την πρόσκληση στο δείπνο, ρωτάει να μάθει. Δεν θα δεχόταν, θα δοκίμαζε κάποια δικαιολογία για να αποφύγει και αυτή την κοινωνική εκδήλωση, όμως ο γιος του, ο Φίλιππος, εκτός των γενεθλίων του, γιορτάζει μια ακόμα προαγωγή. Από το τραπέζι του, έτοιμος να παραγγείλει ένα δεύτερο ποτήρι κρασί, παρατηρεί τους καπνιστές, στοιβαγμένους στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, πίσω από το παχύ τζάμι, έξω στο βερολινέζικο κρύο. Ανάμεσά τους μια κοπέλα, καπνίζει με δάχτυλα παγωμένα, θρέφοντας την εξάρτησή της από τη νικοτίνη· στο άλλο της χέρι κρατάει ένα πακέτο Muratti. Κατά την επιστροφή στο σπίτι, θα μάθει, προς έκπληξη του γιου του, πως η καταγωγή της καπνοβιομηχανίας είναι ελληνική, ενώ μεγάλο μέρος της ιστορίας της έλαβε χώρα στο Βερολίνο. Το ίδιο κιόλας βράδυ θα πραγματοποιήσει μια πρώτη αναζήτηση στο διαδίκτυο.
Η καπνοβιομηχανία Muratti και η ιστορία της αποτελούν έδαφος κοινό ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα, την αφορμή που λειτουργεί ως κοινή, αν και μεταχρονολογημένη, αφετηρία, καθώς οι δυο τους μοιράζονται το πάθος της έρευνας στα αρχεία αλλά και στο πεδίο. Και μπορεί σ' ένα πρώτο επίπεδο να πρόκειται για μια ιστορία φθοράς, ένας προπομπός του επερχόμενου για τον καθένα βέβαιου τέλους, ένας αποχαιρετισμός, όπως ο τίτλος επισημαίνει, λίγο βαθύτερα, όμως, αναβλύζει το πάθος, η ‒ξαφνική‒ λαχτάρα για ζωή. Ο Αστερίου επινοεί τον κατάλληλο αφηγητή και τον οπλίζει με την απαραίτητη λαχτάρα. Πάνω στη λαχτάρα τού αφηγητή να ερευνήσει τα σχετικά με την καπνοβιομηχανία στηρίζονται οι Μικρές αυτοκρατορίες, για την ακρίβεια είναι αυτή, η λαχτάρα, που μετατρέπει την προσωπική εξιστόρηση μιας έρευνας σε λογοτεχνία, αφού η ιστορία της καπνοβιομηχανίας από μόνη της, παρά το όποιο ενδιαφέρον παρουσιάζει, δεν θα ήταν αρκετή για κάτι τέτοιο. Καίτοι η λαχτάρα αυτή δεν ονομάζεται ευθέως, ίσως μάλιστα και να κρύβεται πίσω από την ιδιότυπη ‒και αναγνωστικά θελκτική‒ σύνταξη και τον κοφτό λόγο του αφηγητή, υπάρχει παντού μέσα στο κείμενο, ως μια ζωοφόρος δύναμη, ικανή να βγάλει από τη μοναξιά και τη ματαίωση έναν άντρα που νιώθει σε εφεδρεία. Είναι η αφηγηματική φωνή που συνέχει το κείμενο, που δικαιολογεί την αποσπασματικότητα και επιτρέπει τη συνύπαρξη ετερόκλητων αφηγηματικών τεχνοτροπιών, τεκμηρίων και φανταστικών επιστολών, φωτογραφιών και αναμνήσεων, με διάθεση στοχαστική, έρευνα από την οποία δεν απουσιάζει καμία στιγμή το υποκείμενο.
Ο Αστερίου προσαρμόζει την έρευνα στη μυθοπλασία, αλλά και το αντίστροφο, με τρόπο λειτουργικό, που αναδεικνύει πρώτιστα την ίδια τη διαδικασία της έρευνας, που ολοένα και καταλαμβάνει τη σκέψη και το συναίσθημα του ερευνητή, έτσι όπως βυθίζεται σ' αυτήν, την ηδονή που του προκαλεί η θέα των σκονισμένων αρχείων ή η ανακάλυψη μιας ελάχιστης, πλην όμως τόσο σημαντικής, διαφοράς ανάμεσα σε δύο φωτογραφίες. Αλλά και την παράλληλη έρευνα, εκείνη που πατά στο ένστικτο και τη φαντασία, που διαδραματίζεται ταυτόχρονα στο μυαλό και τη καρδιά του αφηγητή, καθώς επιχειρεί την ανασύσταση της εποχής ή της κίνησης πίσω από τη στατική φωτογραφία, τη διάρρηξη της σιωπής των πρωταγωνιστών της ιστορίας, αλλά και την απόπειρα σκιαγράφησης των συναισθημάτων και των σκέψεων τους. Κάπως έτσι, η έρευνα δραπετεύει από τα τιμολόγια και τα συμβόλαια και αποκτά μυθοπλαστικές ιδιότητες.
Οι Μικρές αυτοκρατορίες ισορροπούν ανάμεσα στο fiction και το nonfiction, σε μια συνύπαρξη αρμονική, χωρίς το ένα (και κυρίως το nonfiction) να επικαλύπτει το άλλο, με ορατή την επιρροή συγγραφέων όπως ο Ζέμπαλντ ή ο Νόσσακ. Ο τρόπος με τον οποίο μετασχηματίζεται το αρχικό υλικό της προσωπικής έρευνας του συγγραφέα σε λογοτεχνία αξιώσεων, σε μια νουβέλα υβριδικής μορφής και σύστασης, είναι αριστοτεχνικός, πραγματικά θαυμαστός. Είναι ο τρόπος αφήγησης και σύνθεσης αυτός που κάνει ξεχωριστή τη νουβέλα του Αστερίου, ως σύλληψη και, κυρίως, ως εκτέλεση.
Εκδόσεις Πόλις