Οι εκδόσεις Πόλις, με την καθοριστική μεταφραστική αρωγή του Αχιλλέα Κυριακίδη, συστήνουν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό τον Αλμπέρτο Γκαρλίνι, έναν ιδιαίτερα δραστήριο και πολυγραφότατο συγγραφέα, γνώριμο εδώ και καιρό στους μυημένους στην ιταλική λογοτεχνία, με την κυκλοφορία του γλυκόπικρου Όλοι θέλουν να χορεύουν. Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης και ανατομίας μιας ιδιαίτερης ‒όχι μόνο‒ για την Ιταλία δεκαετίας, αυτής του '80.
Όλα ξεκινούν μια Κυριακή, μήνα Νοέμβριο, στην Εμίλια-Ρομάνια. Ο Φράνκο, πετυχημένος δημοσιογράφος, ξυπνάει τον οχτάχρονο γιο του Ρομπέρτο για να τον πάρει μαζί του, για πρώτη φορά, στην παραδοσιακή, καίτοι φρικτή, γιορτή της σφαγής του χοίρου, που είθισται να πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο σπίτι του αδερφού του, λίγο έξω από την Πάρμα. Ο Ρομπέρτο θα βιώσει την εμπειρία αυτή με τρόμο σύμφυτο της ηλικίας του. Οι κραυγές και το αίμα του ζώου υπό τους ήχους της μουσικής και του τσουγκρίσματος αφήνουν μια αρρωστημένη ευδαιμονία να αιωρείται στον αέρα. Πρόγευση της γεμάτης από αντιφάσεις ενήλικης ζωής. Εκείνη τη μέρα θα γνωρίσει τον Ρικάρντο και θα τον ακολουθήσει, χωρίς δεύτερη σκέψη, σε μια απόδραση μακριά από την εποπτεία των ενηλίκων. Είναι η πρώτη περιπέτεια, ο θεμέλιος λίθος της φιλίας τους. Η εξερεύνηση θα οδηγήσει τα δύο παιδιά σ' ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα, εκεί όπου μια κολεκτίβα νεαρών, ανάμεσά τους και ο Πιερ, θρηνούν για τη δολοφονία του Παζολίνι το προηγούμενο βράδυ. Βρισκόμαστε στο 1975.
Η αυγή της νέας δεκαετίας βρίσκει τα δύο αγόρια στην ανήσυχη ‒και πώς αλλιώς‒ εφηβεία τους να δραπετεύουν με κάθε ευκαιρία από την πόλη, χωρίς να έχουν πάντοτε συγκεκριμένο προορισμό. Ο τόπος δεν τα χωρά. Στην εξίσωση των δύο σύντομα θα προστεθεί η Κιάρα, ο πρώτος και μεγάλος έρωτας του Ρικάρντο, ενώ ο Ρομπέρτο θα συναντήσει ξανά τον Πιερ, που το πρώτο του βιβλίο γνώρισε ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία. Την ίδια στιγμή η μουσική ντίσκο σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, η βιομηχανία της ψυχαγωγίας γεννιέται, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά συνοδεύουν τις ξέφρενες νύχτες. Η σεξουαλική επιθυμία όλο και σκιάζεται από τον τρομακτικό ιό. Ακριβά αυτοκίνητα και στιλάτα ρούχα. Το ποδόσφαιρο, πάντα. Η οικονομική ευμάρεια και η εθνική ενότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αυταπάτη που σκεπάζει τη στάχτη του χτες, που καίει ακόμα, μια επίφαση ανοχής στο διαφορετικό, πίσω από ένα ψεύτικο πρώτο πληθυντικό. Η τέχνη, παρότι ολοένα και περισσότερο αφορά μια ελίτ, δεν παύει να αποτελεί καταφύγιο, το Ουρλιαχτό ακούγεται ακόμα. Στα παρασκήνια οι νεοφασιστικές ομάδες εφορμούν με την ανοχή των αρχών, τη στιγμή που η μαφία κινεί τα νήματα. Η μετάβαση προς τον νεοφιλελευθερισμό συντελείται τάχιστα, η Θάτσερ και ο Ρέηγκαν πρωτοστατούν. Η παρουσία των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν αναζωπυρώνει τον Ψυχρό Πόλεμο. Το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ. Η πτώση του Τείχους.
Ο Γκαρλίνι, γεννημένος στην Πάρμα το 1969, ανατρέχει σε αυτό το πρόσφατο και τόσο οικείο για εκείνον παρελθόν με διάθεση νοσταλγική και ανάγκη για κατανόηση. Στο Όλοι θέλουν να χορεύουν, όμως, δεν πρωταγωνιστούν τα ιστορικά γεγονότα, αλλά τα πρόσωπα της μυθοπλασίας. Το ιστορικό πλαίσιο χρησιμοποιείται εδώ για να αναδείξει αυτό που ενδιαφέρει την καλή λογοτεχνία, την τραγικότητα δηλαδή των ηρώων, εξαρτώμενη και διαμορφωμένη άμεσα από τις εξωτερικές συνθήκες με τις οποίες εκείνοι έρχονται αντιμέτωποι. Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από αφηγηματική γενναιοδωρία. Η αφήγηση είναι απολαυστική, έτσι όπως ρέει αβίαστα, αποτέλεσμα συγγραφικής ικανότητας και επιμονής, αρετές που συνοδεύουν και τη μετάφραση του Κυριακίδη. Η γλώσσα που μετέρχεται ο Γκαρλίνι διακρίνεται για την ποιητικότητά της, χωρίς όμως να πάσχει από επιτήδευση, και λειτουργεί συχνά με τρόπο αντιστικτικό.
Αυτό που ξεχωρίζει το Όλοι θέλουν να χορέυουν από άλλα μυθιστορήματα παρόμοιας θεματικής είναι οι ολοκληρωμένοι, πειστικοί και όχι προσχηματικοί χαρακτήρες του Γκαρλίνι και μάλιστα στο σύνολό τους. Ο συγγραφέας σπάει την αφήγηση σε επιμέρους κεφάλαια, οι τίτλοι των οποίων σηματοδοτούν τις χωροχρονικές συντεταγμένες, με τον παντογνώστη αφηγητή να στρέφει τον προβολέα πότε στο ένα και πότε στο άλλο πρόσωπο. Η επιλογή αυτή αποδεικνύεται απόλυτα λειτουργική ως προς την προώθηση της πλοκής και την κάλυψη του συνόλου της δεκαετίας, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει στο μυθιστόρημα την απαραίτητη συνοχή, παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα τής αφήγησης, αφού επιτρέπει στον συγγραφέα να παραλείψει ό,τι θεωρεί περιττό. Έτσι το Όλοι θέλουν να χορεύουν αποτελεί μια διαδοχή από καθοριστικά στιγμιότυπα, ικανά να σταθούν ως ένα βαθμό αυτόνομα, μέσω των οποίων αποτυπώνεται το ταξίδι των ηρώων, η ενηλικίωσή τους με φόντο τη δεκαετία του ογδόντα.
Χωρίς καμία επίκληση στο συναίσθημα, με όπλο την αφήγηση και ακολουθώντας τους ήρωές του, ο Γκαρλίνι μεταφέρει τον αναγνώστη στην Ιταλία της δεκαετίας τους ογδόντα μέσα από μια φρενήρη ανάγνωση. Τη θλίψη που συνοδεύει την ολοκλήρωση κάθε σπουδαίου μυθιστορήματος απαλύνει η προαναγγελία της έκδοσης ενός ακόμα βιβλίου του Ιταλού συγγραφέα (La legge dell'odio).
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο (επιμ. Μισέλ Φάις) της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 3 Ιουλίου 2021, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου