Φάρσα αφανισμού, έτσι υποτιτλίζει ο Μισέλ Φάις την τελευταία του νουβέλα, Caput mortuum (1392), με την οποία και ολοκληρώνεται η άτυπη τετραλογία, η αυτοπροσωπογραφία ενός άλλου. Προηγήθηκαν: Το μέλι και η στάχτη του θεού (εκδόσεις Πατάκη, 2002), Ελληνική αϋπνία (εκδόσεις Πατάκη, 2004), Η Ερευνήτρια (εκδόσεις Πατάκη, 2020). Caput mortuum σημαίνει νεκρό κεφάλι ή άχρηστα υπολείμματα οξείδωσης μετάλλων, ουσία που χρησιμοποιήθηκε τόσο στην αλχημεία όσο και στη ζωγραφική· η αυτοϋπονόμευση είναι εμφανής, το παιχνίδι της αντίστιξης αρχίζει. 1392 είναι ο αριθμός των στίχων της τελευταίας τραγωδίας του Ευριπίδη, Βάκχες, η οποία και παρουσιάστηκε στην Αθήνα το 405 π.Χ., έναν χρόνο μετά τον θάνατο του εξόριστου ποιητή. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Φάις αναμετράται δημιουργικά με τις Βάκχες. Είχε προηγηθεί το μυθιστόρημα Πορφυρά γέλια (εκδόσεις Πατάκη, 2010), εκεί όπου ένα στοιχείο της πλοκής, ο παππούς της οικογένειας, αντισταλινικός κομμουνιστής, μεταφράζει τις Βάκχες, φέρνει στο φως τις υπόγειες αναλογίες με την τραγωδία, το κλίμα στη λήξη ενός εμφυλίου πολέμου, τα πάθη και τις ανθρωποθυσίες.
Στο Caput mortuum (1392), που κυκλοφόρησε στα τέλη της χρονιάς που μας πέρασε, η θέση της αρχαίας τραγωδίας αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα μιας ποικιλότροπης αφηγηματικής κατασκευής, αποτέλεσμα μοναδικής έμπνευσης, ενδελεχούς έρευνας και εργατικής επιμονής. Η κειμενική σύνθεση αποτελείται από τέσσερα εναλλασσόμενα μέρη, από τέσσερις τρόπους, αν προτιμάτε.
α) Ο Ψευδο-Αγέλαστος ή καθ' ύπνον σημειώσεις. Αγέλαστος είναι ένα από τα κυρίαρχα επίθετα με τα οποία αποδίδεται ο χαρακτήρας του Ευριπίδη. Ο Ψευδο-Αγέλαστος είναι ένας παράδοξος μελετητής του Ευριπίδη, το πρόσωπο ίσως της πλοκής που περισσότερο προσιδιάζει σε άλτερ έγκο του συγγραφέα-ερευνητή, σε μια αναλογία με την Ερευνήτρια στο ομώνυμο μυθιστόρημα. Ο ακριβολόγος Φάις διόλου τυχαία δεν πρόσθεσε το Ψευδό και το καθ' ύπνον· η αμφισημία, ενίοτε και η πολυσημία, άλλωστε, είναι συστατικά γνώριμα στο έργο του. Ο Φάις, ορθώς, δεν θεωρεί τον αναγνώστη a priori βαθύ γνώστη του αρχαίου κειμένου· έτσι, οι σημειώσεις αυτές, πέραν των υπολοίπων ενδοκειμενικών λειτουργιών, αποτελούν το νήμα μιας ανάγνωσης, έκκεντρης και προσωπικής, της τραγωδίας, μια πύλη εισόδου, έναν συνδυασμό πραγματολογικών και ερμηνευτικών ψηφίδων, αλλά και υποκειμενικής θεώρησης ενός ερευνητή που πότε δείχνει να ενδύεται τη στολή του φιλολόγου και πότε του σκηνοθέτη.
β) Οικογενειακά βίντεο. Ο Δραματοθεραπευτής, σε ρόλο σκηνοθέτη, μοιράζει τους ρόλους στην ομάδα, καθοδηγεί τα πρόσωπα του δράματος, ορίζει το πλαίσιο, επεμβαίνει και σωπαίνει κατά βούληση, δίνει ελευθερία κινήσεων ή αυστηρές οδηγίες. Οι Βάκχες αποτελούν το κουκούλι εντός του οποίου θα συντελεστεί η όποια θεραπευτική μεταμόρφωση, το παιχνίδι, η παράλληλη της ατομικής συνεδρίας κοινωνικοποίηση, το πεδίο για την υιοθέτηση ρόλων, την εναλλαγή οπτικής γωνίας, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση. Ο λόγος είναι καθημερινός, συχνά φαρσικός, το εκφραστικό εύρος εκτείνεται από την ατολμία μέχρι την ακραία υπόδηση του ρόλου, η οργή και ο θυμός δεν αργούν να εμφανιστούν και να ξεπηδήσουν από τα βάθη όπου ασφυκτιούσαν. Τα Οικογενειακά βίντεο έρχονται να γεφυρώσουν τις εποχές, να αποτυπώσουν τη διαχρονικότητα όσων με ενάργεια διέκρινε ο Ευριπίδης ως συστατικά του ανθρώπινου.
γ) Τραγούδια για ραμμένο στόμα. Τραγούδια για την Ήπειρο, μοιρολόγια για την πενθούσα αδερφή του Πενθέα, που απουσιάζει από την τραγωδία του Ευριπίδη και ο συγγραφέας μοιάζει να νιώθει υποχρεωμένος να αποκαταστήσει εκείνη, η οποία σύμφωνα με τον μύθο ακολούθησε τους παππούδες της, τον Κάδμο και την Αρμονία, εγκαταλείποντας μαζί τους τη Θήβα για τον βορρά, έχοντας αποσκευή την τέφρα από το διαμελισμένο κορμί του νεκρού. «Συγγνώμη, Πενθέα,/μονάκριβέ μου,/αλλά δεν άκουσα ποια λέξη ακριβώς/ ψιθύρισες χτες στον ύπνο μου,/όταν μου έλεγες πώς περνάς τον καιρό σου».
δ) Project P. Ο μονόλογος μιας ηθοποιού, που ανασυστήνει, απευθυνόμενη στον ίδιο της τον εαυτό σε δεύτερο πρόσωπο, τις συναντήσεις της με έναν σκηνοθέτη, προσθέτοντας τα αισθήματα, τις ελπίδες και τους φόβους της δίπλα στα λόγια και τις σιωπές εκείνου, που νιώθει άνετα μόνο κατά τη διάρκεια των προβών· το τέλος τους και η πρεμιέρα είναι για εκείνον συνώνυμα του θανάτου, σίγαση της δυναμικής που ανύψωσε η προετοιμασία, στοιχείο απαραίτητο ωστόσο για τη βιωσιμότητα του θιάσου, τίμημα οδυνηρό πλην όμως απαραίτητο, θυσία.
Οι λέξεις δεν θα ήταν αρκετές για να αποδείξουν τη θαυμαστή συνοχή που διαθέτει μια κατακερματισμένη αφήγηση, όπως αυτή, τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας τοποθέτησε αριστοτεχνικά στην κατασκευή του τις ψηφίδες και ενορχήστρωσε το σύνολο. Μόνο η αναγνωστική αυτοψία. Δεν είναι απλό να κατατάξει κανείς τα έργα του Φάις, εξαιτίας κυρίως του
υβριδικού και άκρως προσωπικού τους χαρακτήρα· άλλωστε, με τον όρο
μεταμοντέρνο ελάχιστα δύναται να διευκρινιστούν. Συναντάει και εδώ ο αναγνώστης στοιχεία γνώριμα του φαϊσικού σύμπαντος. Προκύπτει πιθανόν, στο σημείο αυτό, μια διερώτηση, εν είδει ένστασης, σχετικά με την ύπαρξη μιας μανιέρας, μιας κενής μορφικής επαναληπτικότητας, ίδιον μέρους της μεταμοντέρνας αφήγησης, που αναζητά περισσότερο στη μορφή παρά στο περιεχόμενο. Όχι. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ο ιστός που ενώνει, και εν πολλοίς αποτελεί, το σύνολο της εργογραφίας του Φάις, δεν έχει τον χαρακτήρα μανιέρας, όχι τουλάχιστον εκείνον με τη συνακόλουθη αρνητική χροιά της φασόν κατασκευής, αλλά εκείνον του οχήματος διερεύνησης δυνατοτήτων της γραφής και της αφήγησης, της κατανόησης του μέσα και του γύρω κόσμου, αλλά και της διαπλοκής της τέχνης εντός των μηχανισμών αυτών. Το Caput mortuum (1392) είναι ένας ύμνος τού δημιουργού προς την τέχνη, που συχνά μας σώζει από τον κόσμο, που πάντοτε μας βοηθάει να ορίσουμε τη θέση μας εντός του, να τον κατανοήσουμε. Η νουβέλα αυτή αποτελεί και μια επίδειξη του πώς η έμπνευση μεταμορφώνεται σε δημιουργία, χωρίς να αφήνει απέξω τις δυσκολίες της αναμέτρησης με ένα εγχείρημα όπως αυτό.
Η ενασχόληση με το έργο του Φάις, κάθε καινούργιο βιβλίο και κάθε επιστροφή σε κάποιο παλιότερο, εκείνο που περισσότερο αναδεικνύει, πέρα της δεδομένα ευδιάκριτης προσωπικής σφραγίδας και της τεχνικής αρτιότητας, είναι ο αδιόρατος τρόπος με τον οποίο πετυχαίνει να ενσταλάξει σε κατασκευές, φαινομενικά και μόνο, εγκεφαλικές, όπως το Caput mortuum (1392), εύθραυστες παγίδες στις οποίες αναπόφευκτα πέφτει ο αναγνώστης, παγίδες που λειτουργούν ως ανακλαστήρες του προσωπικού, ενοχλώντας και αφυπνίζοντας διάφορα σημεία πυροδότησης. Και αυτή είναι η σημαντικότερη και πλέον χαρακτηριστική αντίστιξη σε κάθε εκδοχή της εργογραφίας του Φάις. Στη σελίδα 35, η ηθοποιός, αναφερόμενη στον σκηνοθέτη του Project P., λέει: «Μ' άλλα λόγια, όσο περισσότερο συμπληρωνόταν το παζλ τού πώς δούλευε, πώς σκεφτόταν, πώς λειτουργούσε, τόσο περισσότερο χανόσουν. Καθώς ο κόσμος του ήταν ο κόσμος της συγκεκριμένης ασάφειας, της οργανικής αντίφασης, της μεθοδευμένης ασυνέχειας». Το συγκεκριμένο απόσπασμα φέρει προφανείς αναλογίες, ως προς τον τρόπο σύνθεσης της νουβέλας αυτής, αλλά και ως προς τα αντιστικτικά ζεύγη που την αποτελούν, συνυπάρχοντας σε ανησυχαστική αρμονία, και θα μπορούσε έτσι στη θέση της ηθοποιού να σταθεί ο αναγνώστης, που αναρωτιέται: πώς συνάντησα πάλι εμένα εδώ;
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Διάστιχο, ο σύνδεσμος εδώ.
Εκδόσεις Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου