Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία χωρίς να διαβάσω κάτι του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Η επαφή με το έργο του υπήρξε καταλυτική στη μεταστροφή της γνώμης μου ως νεαρού αναγνώστη τότε για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία εν γένει. Έκτοτε, αναζητούσα, μεταξύ άλλων, το όνομά του σε κάθε αφιέρωμα με προσεχείς κυκλοφορίες, μάταια ωστόσο, μέχρι που πριν από κάποιες μέρες αντίκρισα με χαρά τη νέα του νουβέλα, Το όνομά σου, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, πάντα από τις εκδόσεις Ροδακιό. Κάθε προτεραιότητα παραμέρισε στην άφιξη του βιβλίου αυτού στο σπίτι, η σειρά με τα προς ανάγνωση αναπροσαρμόστηκε πάραυτα, πώς αλλιώς;
Ο ανώνυμος αφηγητής πέρασε οχτώμισι χρόνια στη φυλακή. Στο αφηγηματικό σήμερα, βρίσκεται στο χωρίς ρεύμα και νερό σπίτι του. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για εκείνον όλα αυτά τα χρόνια, κανείς δεν τον υποδέχτηκε έξω από την πύλη, κανείς δεν φρόντισε να καταστήσει βιώσιμο το διαμέρισμά του, κανείς και κυρίως ο πατέρας του, το όνομα του οποίου κηλίδωσε με την αποτρόπαια πράξη του. Καθισμένος σε μια καρέκλα, με το πράσινο φωτισμό από τα μαγαζιά της γειτονιάς που άνοιξαν κατά την απουσία του να τον συντροφεύει, συνθέτει μια νοερή επιστολή προς τον πατέρα, μια επιστολή που ίσως δεν βρει ποτέ τη δύναμη ή το νόημα να γράψει και να στείλει, εξιστορώντας όσα έγιναν, μια άτυπη ομολογία σε εκείνον, τη μόνη έδρα που τον ενδιαφέρει να πείσει για τις προθέσεις του και να κερδίσει τη συγχώρεση.
Η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση διαθέτει μια συγκεκριμένη απεύθυνση, που δικαιολογεί τη συγγραφική επιλογή. Η ανάγκη του αφηγητή να μιλήσει σ' εκείνον, έστω και εν τη απουσία του, για όσα τον βαραίνουν, είναι δεδομένη, ανάγκη η οποία προσδίδει την απαραίτητη ένταση και νεύρο στα λόγια του. Ο αναγνώστης καθίσταται κατά αυτόν τον τρόπο ένας αυτήκοος μάρτυρας μιας εξομολόγησης ενός γιου προς τον πατέρα του. Ο Χατζηγιαννίδης, συνεπικουρούμενος από το έγκλημα και την ακόλουθη τιμωρία του αφηγητή, προσέρχεται προσκυνητής σ' έναν γνώριμο λογοτεχνικό, και όχι μόνο, τόπο, διαπραγματεύεται την αρχέγονη σχέση πατέρα γιου. Ο πατέρας, πανταχού παρών και εκκωφαντικά απών, ρίχνει τη σκιά του βαριά από την αρχή ως το τέλος της νουβέλας. Η νοερή επιστολή διαθέτει την αναμενόμενη παιδικότητα, δεν αποτελεί τον άτυπο διάλογο δύο ενηλίκων, πόσο μάλλον δύο ισοδύναμων μερών. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο συγγραφέας λειτουργικά, και όχι μόνο συμβολικά, ανασύρει την παιδική ζημιά του αφηγητή με το πέταλο που βρήκε στο διπλανό χωράφι και το έφερε στο εξοχικό ποντάροντας στην καλοτυχία που εκείνο θα έφερνε, όμως, το μόνο που προκάλεσε ήταν ένα σημάδι σκουριάς που, παρά τη χρήση καθαριστικών, άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στο πάτωμα του σπιτιού.
Με κλιμακούμενη ένταση και αποκαλύπτοντας σταδιακά τις λεπτομέρειες του εγκλήματος, ο Χατζηγιαννίδης με μαεστρία εγκλωβίζει τον αναγνώστη στο σασπένς που δημιουργεί. Με τον τρόπο αυτό τον παραπλανά, αποσπώντας αρχικά τη συνειδητή προσοχή του από τα παρασκήνια της ιστορίας, από τον αρχετυπικό χαρακτήρα της και πετυχαίνει, χωρίς εκπτώσεις στην ιστορία του, να καταστήσει τη νοερή αυτή επιστολή ένα μέρος στο οποίο κάθε αναγνώστης, αργά ή γρήγορα, αναγνωρίζει —και— κάτι δικό του, τοποθετώντας στο κέντρο της σύλληψής του το βάρος της κληρονομιάς, χωρίς ωστόσο να καθιστά την κεντρική ιστορία προσχηματική, χωρίς να έχει ανάγκη να φωνάξει τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα των συγγραφικών του επιδιώξεων. Επιτρέπει, έτσι, στον κάθε αναγνώστη να διαβάσει τη νουβέλα κινώντας από τα δικά του βιώματα, τη δική του στάση απέναντι στα πράγματα, να δικαιολογήσει ή να κατηγορήσει, να συναισθανθεί ή όχι τον αφηγητή, να συμπορευτεί μαζί του ή να απομείνει να τον κοιτάζει από απόσταση σαν να πρόκειται για ένα τέρας.
Σφιχτοδεμένη, όπως οφείλει να είναι η μικρή φόρμα, η νουβέλα τού Χατζηγιαννίδη διαφεύγει με άνεση το όποιο κλισέ, χωρίς ωστόσο να επιζητά την πρωτοτυπία ως καταφύγιο. Οι εκλεκτές συγγένειες είναι επίσης διακριτές, όχι όμως πασπαλισμένες με επιτήδευση. Οι θεατρικές καταβολές τού συγγραφέα του εξασφαλίζουν τα απαραίτητα εφόδια, ιδιαίτερα ως προς την κατασκευή του χαρακτήρα του αφηγητή μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και ως προς τον ζητούμενο αφηγηματικό ρυθμό. Το όνομά σου σηματοδοτεί την πεζογραφική επιστροφή του Χατζηγιαννίδη, δικαιολογώντας την προσμονή που τα προηγούμενα έργα του δημιούργησαν.
υγ. Κάποτε, πάνε πολλά χρόνια πια, ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος έφτιαξε το Bookstand. Το εγχείρημα, στο οποίο συμμετείχα, για διάφορους λόγους δεν μακροημέρευσε. Ωστόσο, το αρχείο του είναι ακόμα ψηφιακά διαθέσιμο. Το κείμενο που είχα γράψει τότε για Το ελάχιστο ίχνος μπορείτε να το βρείτε εδώ.
Εκδόσει Το Ροδακιό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου