Τέλος μιας ανάγνωσης και αναζήτηση της επόμενης. Ανάμεσα σ' άλλα βιβλία, έπιασα στα χέρια μου και το Όλα χαμένα. Ξεκίνησα για να του ρίξω μια ματιά, κατέληξα να το διαβάσω σε λίγες ώρες. Είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά, δυστυχώς. Δεν υπάρχουν πάντοτε προσδοκίες πίσω από κάθε ανάγνωση, ενίοτε υπάρχει καχυποψία, πότε-πότε απλή περιέργεια για ένα βιαστικό ξεφύλλισμα, μια ψευδαίσθηση εποπτείας της εκδοτικής παραγωγής, μια διασφάλιση της λειτουργίας του αισθητικού κριτηρίου. Ωστόσο, δεν είναι πάντοτε κακό να μην υπάρχει προσχηματισμένος ορίζοντας, ίσα-ίσα, θα έλεγα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ένα πρωτόλειο έργο, όπως αυτό.
Ένα ζευγάρι, η Μαρία και ο Άρης, αποφασίζουν να πάνε διακοπές Σεπτέμβρη μήπως και αποφύγουν τον συνωστισμό και απολαύσουν το κόπασμα των μελτεμιών και τη χαλαρότητα των ντόπιων στη λήξη της σεζόν, παρατείνοντας μ' αυτό τον τρόπο το τέλος του καλοκαιριού. Ο Άρης βουτάει για ψαροντούφεκο, εκείνη διαμαρτύρεται, της λέει πως σήμερα είναι η τελευταία μέρα που μπορεί να πέσει, ο άνεμος από αύριο θα είναι απαγορευτικός και εκείνοι θα 'χουν όλο τον χρόνο δικό τους, η Μαρία μένει στην παραλία. Η ώρα περνά, ο ήλιος αρχίζει κιόλας να χαμηλώνει στον ορίζοντα, Σεπτέμβρης γαρ. Η Μαρία αρχίζει να ανησυχεί, ο θυμός της υποχωρεί, γύρνα και δεν θα πω κουβέντα, σκέφτεται, μόνο γύρνα.
Αφήνει τα πράγματα του Άρη στην παραλία, να τα βρει βγαίνοντας. Ανεβαίνει την απότομη πλαγιά, οδηγεί μέχρι τη χώρα, φτάνει στο λιμεναρχείο, ακούει τον λιμενικό, που από μέσα του καταριέται την τύχη του, να της εξηγεί τη διαδικασία, ελικόπτερο δεν προβλέπεται, το σκάφος είναι χαλασμένο, θα στείλει σήμα να στείλουν κάποιο άλλο, όλα αυτά το πρωί ωστόσο, εκείνη ως τότε να παραμείνει ήρεμη, να ξεκουραστεί, να φάει κάτι, να μην αγχώνεται, όλα καλά θα πάνε. Αγοράζει καπνό και δύο μπύρες. Ένας νεαρός θα ενδιαφερθεί να μάθει τι συνέβη, θα του πει. Δεν μοιάζει αισιόδοξος για τον κρατικό μηχανισμό, άκουσε ωστόσο πως ο καπετάν Λευτέρης θα πάει για ψάρεμα σε εκείνα νερά, είναι έμπειρος, της δείχνει που δένει. Η Μαρία στρώνει τον υπνόσακό της μπροστά από τη βάρκα, δεν καταφέρνει να κοιμηθεί.
Πρώτος φτάνει ο Νίκος, μπατζανάκης του καπετάνιου, δεν είχε ύπνο. Πάνε χρόνια που δεν ψαρεύουν πια παρέα, αν ήταν στο χέρι του δεν θα ψάρευαν ποτέ ξανά μαζί, ούτε κουβέντα δεν θα αντάλλαζαν δηλαδή, αλλά ας όψεται η γυναίκα του που όλο με το καλό τον παίρνει και του λέει πως ο άντρας της δίδυμης αδερφής της δεν είναι κακός άνθρωπος, μαλάκωσε με τα χρόνια, έπαιξε τον ρόλο του και το έμφραγμα. Η Μαρία του εξηγεί, εκείνος κατανοεί αλλά τις αποφάσεις τις παίρνει ο καπετάνιος, ο Λευτέρης φτάνει, δυσανασχετεί αλλά δέχεται να έρθει μαζί τους, ωστόσο το ψάρεμα θα γίνει, αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο.
Ένας παντογνώστης αφηγητής παίρνει τα γκέμια της ιστορίας αυτής που περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση του Άρη. Η κεντρική ιδέα από μόνη της διόλου πρωτότυπη δεν είναι, το αντίθετο. Η εξαφάνιση ενός ψαρά είναι μια είδηση δυστυχώς γνώριμη, που επιγραμματικά δίνεται και σύντομα ξεχνιέται. Ο συγγραφέας διατηρεί την ένταση σε υψηλά επίπεδα, χωρίς ωστόσο να δελεάζεται από μια καταιγιστική δράση, επιτρέποντας στον χρόνο να κυλήσει βασανιστικά αργά, όπως κυλάει ο χρόνος σε τέτοιες περιπτώσεις δηλαδή. Ο Μιχόπουλος καθιστά λογοτεχνική μια ιδέα μάλλον κινηματογραφική και, με πλήθος ευρημάτων, δίνει επαρκείς διαστάσεις στον χρόνο της αναζήτησης, προσδίδοντας στην ιστορία το ικανό εμβαδόν επί του οποίου θα οικοδομηθεί η αναγνωστική αγωνία και η ανάδειξη των προσώπων της πλοκής, η απαραίτητη λογοτεχνική συνθήκη. Άλλωστε, ο αναγνώστης λογοτεχνίας δεν ενδιαφέρεται τόσο για το τι έγινε όσο για το πώς έγινε.
Η παρουσία του Νίκου και του Λευτέρη, εκτός από λειτουργική ως προς την εξέλιξη της κεντρικής πλοκής, προσφέρει και μια παράλληλη ιστορία, που στέκει αυτόνομη, χωρίς να αποτελεί ένα απλό παραγέμισμα σελίδων. Ο Μιχόπουλος τα καταφέρνει ικανοποιητικά στην κατασκευή των χαρακτήρων, που, με την υποβοήθηση των καλογραμμένων διαλογικών μερών, δείχνουν πειστικοί και αληθινοί, παρά την αναπόφευκτη μάλλον στερεοτυπία. Για να υποστηρίξει την κεντρική ιδέα, ο συγγραφέας παρατάσσει τις εμφανείς γνώσεις του γύρω από την καθημερινότητα της θάλασσας. Αποφεύγει τον σκόπελο της γλωσσικής υπερβολής, της χρήσης όρων και λέξεων προς εντυπωσιασμό. Διατηρεί την αμεσότητα και την απλότητα μιας γλώσσας καθημερινής χρήσης, μιας γλώσσας που ο Μιχόπουλος γνωρίζει και δεν φαντάζεται.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, αναρωτιόμουν πώς θα επέλεγε ο συγγραφέας να εξέλθει από την ιστορία του, καθώς πίστευα πως η απόφαση αυτή θα ήταν η πλέον καθοριστική για τη συνολική λειτουργία της κατασκευής. Αποδείχτηκε πως ο Μιχόπουλος γνώριζε εξ αρχής το τέλος, όλα τα κομμάτια μπήκαν αβίαστα στη θέση τους και καμία συγγραφική απόφαση δεν απέμεινε έρμαιο του τυχαίου και της ευκολίας.
Το Όλα χαμένα υπήρξε μια αναγνωστική έκπληξη, ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα με ισχυρές δόσεις αγωνίας, που διαπραγματεύεται με λογοτεχνικό τρόπο ένα δύσκολο θέμα.
Εκδόσεις Νήσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου