Όταν η Καρμέλα μου χάρισε ένα ακουστικό κέρας, ίσως και να είχε προβλέψει κάποιες από τις συνέπειες. Δεν θα 'λεγα την Καρμέλα κακόβουλη, απλώς τυχαίνει να έχει παράξενη αίσθηση του χιούμορ. Το ακουστικό κέρας ήταν αναμφίβολα εξαιρετικό στο είδος του, χωρίς να είναι ιδιαίτερα μοντέρνο. Ήταν, όμως, πανέμορφο, με επίστρωση από ασημένια και σεντεφένια μοτίβα και με σχήμα μεγαλοπρεπούς καμπύλης σαν κέρατο βούβαλου. Δεν ήταν η αισθητική του αντικειμένου το μόνο του χαρακτηριστικό· το ακουστικό κέρας ενίσχυε σε τέτοιο βαθμό τον ήχο, που οι συνηθισμένες συζητήσεις γίνονταν ευκρινέστερες ακόμα και στ' αφτιά μου.
Η Μάριαν Λέδερμπι, ετών ενενήντα δύο, δέχεται ένα δώρο που της αλλάζει την καθημερινότητα, ένα ακουστικό κέρας με τη βοήθεια του οποίου ακόμα και το πλέον ανεπαίσθητο μουρμουρητό φτάνει στα αφτιά της με ευκρίνεια. Μένει σ' ένα δωμάτιο στο σπίτι του παντρεμένου με παιδί γιου της, παρέα με δύο γάτες και μία κότα, επισκέπτεται συχνά πυκνά τις φιλενάδες της, κυρίως την Καρμέλα, και αλληλογραφεί με την υπεραιωνόβια μητέρα της μέσω του μπάτλερ της. Ένα βράδυ, κρυφακούγοντας τη συζήτηση στο σαλόνι, θα μάθει πως η οικογένειά της σκοπεύει να την παρκάρει σ' ένα γηροκομείο, να την ξεφορτωθεί και μάλιστα άμεσα. Παρά τη στεναχώρια της, το πείσμα και η θέληση για ζωή δεν την εγκαταλείπουν. Παρέα με το ακουστικό κέρας και τα λίγα υπάρχοντά της, χωρίς όμως τις γάτες και την κότα της, μετακομίζει σ' ένα σπιτάκι που η πλειοψηφία των αντικειμένων είναι αληθοφανή, πλην όμως ζωγραφισμένα, στο σύμπλεγμα ενός ιδρύματος μιας νεοχριστιανικής οργάνωσης όπου έχουν παρκάρει και άλλες ηλικιωμένες.
Έτσι ξεκινάει το πιο τρελό μυθιστόρημα που διάβασα εδώ και καιρό. Την Κάρινγκτον, παρότι μια από τις πλέον σπουδαίες υπερρεαλίστριες ζωγράφους, δεν την γνώριζα, ισχνές άλλωστε οι γνώσεις μου επί των εικαστικών. Ο Μπολάνιο στους Άγριους ντετέκτιβ την αναφέρει, της αποτίει φόρο τιμής για την ακρίβεια, ωστόσο, η άρνησή μου να εξακριβώνω ψηφιακά τις ορδές ονομάτων, πραγματικών ή επινοημένων που παρελαύνουν στις σελίδες του ιερού τέρατος, όπως κάθε εμμονή, έχει τα καλά και τα κακά της. Άλλη συζήτηση αυτή, πίσω στο Ακουστικό κέρας τώρα. Το βασικό χαρακτηριστικό της –καλής– υπερρεαλιστικής γραφής είναι το μη αναμενόμενο, η ολοκληρωτική κατεδάφιση οποιουδήποτε αναγνωστικού ορίζοντα οικοδομείται πριν ή κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, επομένως η μη πρότερη γνωριμία με την Κάρινγκτον ελάχιστα επηρέασε την ανάγνωση, αφού εδώ έχουμε να κάνουμε με υψηλή (υπερρεαλιστική) λογοτεχνία.
Γραμμένο το 1977, το Ακουστικό κέρας είναι ένα χορταστικό και διασκεδαστικό μυθιστόρημα, που ωστόσο απαιτεί από τον αναγνώστη να επιδείξει την ανάλογη παιγνιώδη διάθεση, να παραμερίσει τις φιλολογικές του ενστάσεις, να χαλαρώσει, να έρθει αντιμέτωπος με τα πιθανά προνόμιά του, πολλά εκ των οποίων, αν όχι όλα, τυχαία και παροδικά. Είναι, επίσης, ένα καλό τεστ ξεσκαρταρίσματος ανάμεσα σε αναγνώστες και σοβαροφανείς αναγνώστες. Δεν υπάρχει κάποιος τομέας της σύγχρονης ζωής με τον οποίο να μην καταπιάνεται η Κάρινγκτον εδώ. Πολιτική, κοινωνία, θρησκεία, περιβάλλον, φύλο. Σε κανέναν και σε τίποτα δεν χαρίζεται η πένα της. Ο τρόπος αντιμετώπισης της τρίτης ηλικίας, το γυναικείο ζήτημα, οι στενές σχέσεις εκκλησίας και χρήματος, η ανάγκη για συλλογική δράση, η κατασπατάληση των πόρων και η λεηλασία του πλανήτη. Παρότι φαινομενικά αστείο και γκροτέσκο, ανάμεσα στις γραμμές φωλιάζει η αγωνία και η οργή, αλλά και η πίστη σε ένα καλύτερο αύριο. Καθόλου διδακτικό, διόλου ηττοπαθές.
Η Κάρινγκτον παίζει με μια φαινομενική αντίστιξη· η υπερρεαλιστική εξέλιξη της πλοκής, που μοιάζει με ένα παιχνίδι, παιχνίδι ωστόσο σοβαρό όπως τα παιδιά το αντιμετωπίζουν, συναντά την υπερήλικη αφηγήτρια. Και αυτή η απόφαση αποδεικνύεται εκρηκτική, καθοριστική για το μυθιστόρημα. Ο αυτοσχεδιασμός, εν πολλοίς άναρχος και ασεβής, έχει για μπούσουλά του την Μάριαν, από εκείνη εκπορεύεται και μέσω εκείνης πραγματώνεται, ερχόμενος σε ευθεία σύγκρουση με τον αναμενόμενο στερεότυπο της τρίτης ηλικίας, εκεί οπού το τέλμα και η βαρετή ρουτίνα επικρατούν. Η Κάρινγκτον, με τη δύσκολη ζωή, που τόσο σκοτεινή στους πίνακές και στις συνεντεύξεις της εμφανίζεται, εδώ μοιάζει να δημιουργεί ένα πρότυπο, κάποια της οποίας τα βήματα θα ήθελε και η ίδια να ακολουθήσει στην ηλικία της. Έτσι εδώ δεν έχουμε ένα τυπικό άλτερ έγκο αλλά ένα επιθυμητό άλτερ έγκο. Και δεν επιθυμεί μόνο τον χαρακτήρα και το ταμπεραμέντο της Μάριαν, αλλά και τις συνοδοιπόρους της, με πρώτη και κύρια την Καρμέλα, που πάντοτε βρίσκει έναν τρόπο να εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή, ως από μηχανής θεά, την κρίσιμη στιγμή και να προσφέρει τη λύση, και κυρίως να διώχνει τον φόβο της μοναξιάς και της ανημπόριας που το πέρας της ηλικίας κουβαλά μαζί του.
Και τρομακτικά επίκαιρο, δυστυχώς. Σχεδόν μισό αιώνα μετά, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στον πυρήνα τους, κάποια, αν όχι όλα, έχουν χειροτερέψει, όπως ο ρατσισμός απέναντι στην τρίτη ηλικία και η βία που οι γυναίκες δέχονται και η αλλεργία στο διαφορετικό και η άνθηση του εμπορίου της αυτοβοήθειας ως μια σύγχρονη θρησκεία και η χλεύη προς το περιβάλλον και ο ατομισμός και η συντήρηση, ανάμεσα σε τόσα άλλα. Η αφήγηση της Μάριαν διαθέτει μια ευδιάκριτη, αν και μάλλον υπόγεια, αυτοπεποίθηση, μεταμφιεσμένη με το κουστούμι του κάνω ό,τι μου λέει το μυαλό μου να κάνω, η προσωπική μου ηθική και στάση απέναντι στα πράγματα, παρότι ο κόσμος αυτός είναι συχνά ένα απαίσιο μέρος για να ζει κανείς. Και αυτή η αισιοδοξία είναι που υπερβαίνει το όποιο άλλο συναίσθημα αυτό το βιβλίο προκαλεί, που το καθιστά άκρως πολιτικό, η άρνηση για παράδοση.
Την έκδοση συνοδεύει ένα εκπληκτικό επίμετρο δια χειρός Τοκάρτσουκ, που αποδεικνύεται μια δυνατή αναγνώστρια και, βοηθούμενη και από τη σκευή της ψυχολογίας και των σπουδών φύλου, πετυχαίνει να συνδυάσει το πάθος και την καθαρή σκέψη μιλώντας για το Ακουστικό κέρας που ως ένα βαθμό την επηρέασε, όπως για παράδειγμα στο Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών.
υγ. Αν η Μάριαν σας μαγέψει όπως εμένα, τότε θα πρότεινα να διαβάσετε Το όνειρο της Ζέλμα. (περισσότερα εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου