Η Λούνα λαμβάνει τρεις καθοριστικές συγγραφικές επιλογές: α) τοποθετεί την πλοκή σ' ένα σχετικά μακρινό παρελθόν, β) η επιλογή του χρόνου ακολουθείται και από μια γλωσσικά παλιακή αφήγηση, ενώ γ) η δράση διαδραματίζεται στη Γαλλία. Και οι τρεις αυτές επιλογές λειτουργούν αντιστικτικά σε σχέση με την ηλικία και την εμπειρία της, καθώς αποδεικνύονται άκρως βοηθητικές στη σύνθεση και την
εκτέλεση της γραφής, διάχυτες από μια αναπάντεχη και καλοδεχούμενη ωριμότητα. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η αληθοφάνεια και η πειστικότητα της τότε γαλλικής πραγματικότητας, με πλήθος πραγματολογικών στοιχείων που δείχνουν ικανή γνώση και συγγραφική έρευνα. Μέσω αυτών των επιλογών, δεν μοιάζει να επιζητά την πρωτοτυπία, δεν είναι, άλλωστε, λίγα τα σύγχρονα ελληνικά έργα που διαδραματίζονται εκτός Ελλάδος, αλλά το κατάλληλο περιβάλλον εντός του οποίου θα ευδοκιμήσει η ιστορία της και όχι έναν εξεζητημένο εξωτισμό ή μια βεβιασμένη χωρική εξωστρέφεια.
Ούτε η σύλληψη της ιστορίας διακρίνεται για την πρωτοτυπία της, ούτε η πλοκή στενάζει υπό το βάρος της. Ο θάνατος της πρώην συζύγου του, ενός άλλοτε αγαπημένου προσώπου, έρχεται να πυροδοτήσει ένα ταξίδι στο παρελθόν για τον κύριο Λουντμίλο, έτσι όπως αναμετράται με το πέρασμα του χρόνου, ποιος ήταν τότε και πώς η ζωή κύλησε εντωμεταξύ, τι στόχευσε και τι πέτυχε, ποιες ήταν οι προσδοκίες και ποιες οι εκπλήξεις του βίου του, ποιες υποσχέσεις δόθηκαν με πάθος και εν τέλει προδόθηκαν φτηνά, ένα βότσαλο που αναταράζει την από χρόνια ήσυχη επιφάνεια της λίμνης της ύπαρξής του. Η αναμέτρηση αυτή δεν περιορίζεται σε έναν αόριστο και νεφελώδη συναισθηματικό στίβο, αλλά εμπεριέχει και το απαραίτητο πρακτικό σκέλος της, όχι μόνο για την αληθοφάνεια της ιστορίας εν γένει, όπως είναι η αποδοχή ή όχι της κληρονομιάς, για παράδειγμα, που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το πώς εκείνος φαντάζεται την καθημερινότητά του.
Η παλιακή αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή δημιουργεί, εκτός από την απαιτούμενη απόσταση με τα πρόσωπα της ιστορίας, και δη τον κύριο Λουντμίλο, μια παιγνιώδη συνθήκη, χωρίς ωστόσο να εκπίπτει και να αναλώνεται σε στείρα και εύκολη κοροϊδία. Επίσης, ο εντοπισμός του ημερολογίου της νεκρής, ως εύρημα, προσφέρει μια πρωτοπρόσωπη και έντονα προσωπική εγκιβωτισμένη αναχρονιστική αφήγηση, που λειτουργεί συμπληρωματικά στην κεντρική πλοκή και της προσδίδει μια αναγκαία πολύπλευρη διάσταση, επιτρέποντας στην κυρία Λουντμίλα να καταθέσει και τη δική της οπτική γωνία για το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα, αλλά και στον πρώην άντρα της να δει την εικόνα ως εξωτερικός παρατηρητής. Τέλος, παρά τον πολυσέλιδο χαρακτήρα τους, Οι αλεπούδες του Πιερ-Λασαίζ, διακρίνονται για την απαραίτητη σφιχτή δομή τους, με τις παρεκβάσεις και τις αναλήψεις της πλοκής να μοιάζουν απαραίτητες και τα διάφορα μικροευρήματα να ανατροφοδοτούν διαρκώς τη συντεταγμένη και καλοσχεδιασμένη πορεία της ιστορίας προς την ομαλή ολοκλήρωσή της με μια επιτυχή ρίψη του τίτλου τέλους.
Αυτό είναι ένα πρωτόλειο που δεν υπόσχεται απλώς, όπως συνηθίζεται να λέγεται, ένα λαμπρό και πολλά υποσχόμενο λογοτεχνικό μέλλον, αλλά που προσφέρει μια άρτια απόλαυση και συνιστά μια αναγνωστική έκπληξη, πέρα από προσδοκίες και επιφυλάξεις, μια ιδιαίτερη περίπτωση ανάμεσα στην υπερπροσφορά εγχώριας λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα της γεννημένης το 1992 Ρένας Λούνα, Οι αλεπούδες του Περ-Λασαίζ, είναι από τα έργα εκείνα που επιφέρουν καίριο και καθοριστικό πλήγμα στον σκεπτικισμό και την όποια απογοήτευση σχετικά με την ποιοτική στάθμη της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών.
Εκδόσεις Ο μωβ σκίουρος
Απολαυστικότατο, δεν πίστευα την ηλικία της συγγραφέως..
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνυπομονώ για το επόμενο βήμα της!
Διαγραφή