Μετά πολλών επαίνων κυκλοφόρησε το βιβλίο αυτό, το πρώτο έργο του Ολλανδού Ίλια Λέοναρντ Πφέιφερ που μεταφράζεται στα ελληνικά, δια χειρός Μαργαρίτας Μπονάτσου και σε φροντίδα των εκδόσεων Ίκαρος. Στο οπισθόφυλλο ο αναγνώστης διαβάζει και διαμορφώνει προσδοκίες και επιφυλάξεις: «Ένα χειμαρρώδες, ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα για τις πολλαπλές αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ταυτότητας, με επίκεντρο ένα παλιό ξενοδοχείο που πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα στο σήμερα και το χθες». Εγώ ήθελα ένα πολυσέλιδο, σύγχρονο μυθιστόρημα, μια παράλληλη πραγματικότητα, στην οποία να επιστρέφω κατά βούληση.
Πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Έφτασε στο πάλαι ποτέ περιζήτητο και γεμάτο λάμψη ξενοδοχείο Grand Hotel Europa, πλέον σε παρακμή και σε μετάβαση καθώς ένας βαθύπλουτος Κινέζος το αγόρασε μόλις πρόσφατα, γυρεύοντας καταφύγιο μετά το άδοξο και θλιμμένο τέλος μιας ερωτικής σχέσης, με σκοπό να αναστοχαστεί και να αναζητήσει θαλπωρή στη γραφή, σε έναν μη τόπο όπως είναι ένα ξενοδοχείο και δη σε μετάβαση. Η ακριβής τοποθεσία του ξενοδοχείου δεν κατονομάζεται, παρά μόνο η αίσθηση πως βρίσκεται κάπου στην καρδιά της Ευρώπης. Η αρχή έθρεψε περαιτέρω τις αναγνωστικές προσδοκίες μου, καθώς τα βιβλία με ήρωα-αφηγητή τον ίδιο τον συγγραφέα και τη διαδικασία της συγγραφής στο επίκεντρο είναι ιδιαιτέρως του γούστου μου, η αναγνωστική ζώνη άνεσης που συχνά έχω ανάγκη.
Η συναισθηματική ένταση της αφήγησης προσφέρει το απαραίτητο καύσιμο για την εκκίνηση. Με διαρκείς χρονικές εναλλαγές, τα όσα προηγήθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν και εκείνα που διαδραματίζονται στην καθημερινότητα του συγγραφέα στο ξενοδοχείο, ο Πφέιφερ δημιουργεί ένα ιδανικό περιβάλλον επώασης και ανάπτυξης της ιστορίας, η οποία θα καταλήξει, στο ένα της σκέλος, στο τέλος της σχέσης τού συγγραφέα με την ειδικό στην ιστορία της τέχνης Κλιό, που πίστευε πως είναι ο έρωτας της ζωής του. Είναι στην ουσία ένα ημερολόγιο γραφής, το ξεδίπλωμα ενός πλάνου που καλείται να ικανοποιήσει δύο στοχεύσεις, την επανεξέταση, και ει δυνατόν την επούλωση, της ερωτικής ιστορίας, αλλά και τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος σχετικά με τη ζωή ενός εκπατρισμένου Ολλανδού που τα τελευταία χρόνια ζει στην Ιταλία, πρώτα στη Γένοβα και ύστερα στη Μέκκα του τουρισμού Βενετία, με θέμα την ακραία τουριστικοποίηση των τελευταίων χρόνων, ένα μυθιστόρημα ικανό επιπλέον να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του εκδοτικού οίκου αλλά και του αναγνωστικού κοινού.
Το Grand Hotel Europa δεν είναι ένα μυθιστόρημα, αλλά το προσχέδιο συγγραφής ενός μυθιστορήματος, σελίδες ημερολογίου, σκέψεων και σημειώσεων σχετικά με την επικείμενη συγγραφή. Αυτό είναι το σημείο κλειδί στο βιβλίο, το προτέρημα και το μειονέκτημα, ανάλογα την οπτική γωνία που ο αναγνώστης θα επιλέξει. Δυο ή τρεις φορές, σκέφτηκα να το εγκαταλείψω και μόνο η λοξή σκέψη πως ο συγγραφέας υπονομεύει το ίδιο του το βιβλίο με κράτησε στην ανάγνωση ως το τέλος. Αντιλαμβάνομαι πλήρως πως η σκέψη αυτή δεν μπορεί να καταστήσει ευπώλητο ένα βιβλίο μέσα από μια ευρεία αναγνωστική υποδοχή και αυτό καθιστά ακόμα πιο έντονο του στοιχείο της συνειδητής υπονόμευσης από πλευράς συγγραφέα. Η αναμειγμένη γλώσσα, κομμάτια που δεν θα περιλαμβάνονταν στην τελική εκδοχή, αλλά και άλλα που διακρίνονται για τις λογοτεχνικές τους αρετές, ξενίζει και πετάει διαρκώς έξω τον πιθανά απογοητευμένο αναγνώστη, που στο οπισθόφυλλο αντίκρισε υποσχέσεις για αναλογίες με υψηλές λογοτεχνικές κορυφές.
Το προσχέδιο της μυθιστορηματικής κατασκευής υπερισχύει του όποιου αυτοβιογραφικού ενδιαφέροντος σε μια εποχή που η αυτομυθοπλασία κυριαρχεί, αντίθετα, αποδεικνύεται ιδανικό για να συμπεριλάβει τις σκέψεις του συγγραφέα για διάφορα ζητήματα όπως η μυθοπλαστική διαδικασία, το καταφύγιο με προσδοκία ίασης στη γραφή, την υπερτουριστικοποίηση της σύγχρονης εποχής και το προσφυγικό, στοιχεία που υπό άλλες συνθήκες δύσκολα θα μπορούσαν να συνυπάρξουν χωρίς να βαραίνουν το τελικό αποτέλεσμα. Και είναι αυτή η λοξή, και κάπως παράδοξη, αναγνωστική ματιά που επιτρέπει στις αρετές του Grand Hotel Europa να διαφανούν και έτσι να σιγήσουν οι όποιες σκέψεις μιας γεμάτης απογοήτευση εγκατάλειψης. Ο υπονομευτικός χαρακτήρας του βιβλίου αυτού εκβάλλει κυρίως από την τοποθέτηση του ίδιου του συγγραφέα ανάμεσα στα πρόσωπα της πλοκής, μια πρόθεση αυτοσαρκασμού αναβλύζει, καθώς, πώς αλλιώς, ο ίδιος είναι αναπόσπαστο μέρος πολλών αντιφάσεων, στο όριο του κωμικού, που κυριαρχούν στις μέρες μας. Τα κωμικά μέρη του βιβλίου, και είναι αρκετά αυτά, μετεωρίζονται στο χείλος της τραγικής πραγματικότητας, αστείες αλλά ταυτόχρονα θλιβερές όψεις της ευρωπαϊκής, και όχι μόνο, σύγχρονης συνθήκης.
Η ανεμπόδιστη θέα στην, έστω και κατασκευασμένη, διαδικασία συγγραφής, οι συγγραφικές προθέσεις που δεν χαρακτηρίζονται από μια, προφανώς επίσης κατασκευασμένη, αγνή ανάγκη, αλλά απαρτίζονται από φιλοδοξίες και την κυρίαρχη επιθυμία για δόξα και χρήμα, η απεγνωσμένη προσπάθεια του συγγραφέα να επιβιβαστεί στο άρμα της συγχρονίας, αλλά και η βαθιά ανάγκη για τη διατήρηση και φροντίδα της αυτοεικόνας του, όχι μόνο στον εξωτερικό παρατηρητή αλλά και στα μάτια του ίδιου του αφηγηματικού υποκειμένου, τα παρελκόμενα της συγγραφής λογοτεχνίας, όπως τα επί πληρωμή άρθρα στον τύπο και το κυνήγι επιχορηγήσεων και υποτροφιών, η ματαιοδοξία, η ταυτόχρονη συνύπαρξη του παρελθόντος και του παρόντος ως πρώτες ύλες ενός υπό κατασκευή μυθιστορήματος, όλα αυτά συστατικά ενός πολυσέλιδου βιβλίου, που δεν δοκιμάζει στιγμή να καμουφλάρει τον βερμπαλισμό και τον ανοικονόμητο χαρακτήρα του.
Μια μεταμοντέρνα συνθήκη, έντονα επίπλαστη, είναι το βιβλίο αυτό, ένας σαρκασμός επί του περιβάλλοντος κόσμου, μέρος του οποίου αναπόφευκτα είναι και η λογοτεχνία. Ο Πφέιφερ –κρίνοντας εντελώς υποκειμενικά και πιθανώς λανθασμένα– πετυχαίνει μια παράδοξη σύνθεση, όχι λογοτεχνική με μια αυστηρή θεωρητική ομαδοποίηση, παραδίδει ένα υβριδικό λογοτέχνημα που πιθανώς να ενοχλήσει και να απογοητεύσει, εκτός και αν, όπως προείπα, ιδωθεί από μια διαφορετική γωνία θέασης, άλλωστε, τις σελίδες μοιάζει να τις διαπνέει το ερώτημα: πώς αναμένει κανείς να γραφτεί λογοτεχνία αξιώσεων στη σημερινή εποχή και με τις υπάρχουσες συνθήκες, πώς αναμένει κανείς να διαβάσει ένα Μαγικό βουνό, την εμφανέστερη ίσως διακειμενικότητα του βιβλίου, σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπου το οικείο και η απομάγευση διατηρούν σφιχτά τα σκήπτρα, ή, για να μείνουμε στον Τόμας Μαν, πώς να γραφτεί ένα μυθιστόρημα που να διαδραματίζεται στη σημερινή Βενετία; Και ίσως, ιδωμένο υπό αυτό το πρίσμα, το βιβλίο αυτό όντως φέρει με ιδιαίτερη οξυδέρκεια μια ματιά στη συγχρονία, πετυχαίνοντας να αποτυπώσει με λογοτεχνική επίφαση τον κόσμο γύρω μας. Και ίσως τότε, το απογοητευτικό δεν είναι το ίδιο το βιβλίο αλλά η ρεαλιστική αποτύπωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Καιρό είχα να διαβάσω ένα βιβλίο που να μου προκαλεί ταυτόχρονα τόσο αντιφατικά συναισθήματα, που ενώ σκέφτομαι να το εγκαταλείψω να συνεχίζω με βουλιμία την ανάγνωση, και σήμερα, μέρες μετά το πέρας της ανάγνωσης, ακόμα να μην μπορώ με βεβαιότητα να αποφανθώ, ενώ η σκέψη μου επιστρέφει διαρκώς στις σελίδες του. Και αυτό λίγο δεν το λες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου