Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Η μοίρα των ζώων - Στέφανος Ρέγκας

Ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει, πώς να ξέρεις τι σε περιμένει, δεν αναφέρομαι στην υπόθεση, σε όσα ένα οπισθόφυλλο ελπίζει να αποκαλύψει να πείσει τον αγοραστή να φτάσει στο ταμείο, να κατέβει από τη βιβλιοθήκη να μη σκονιστεί στο ράφι να μην ξεχαστεί πριν επιτελέσει, ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει, τι άνθρωπος μπήκες και πώς θα βγεις από εκεί μέσα με το μου αρέσει δεν μου αρέσει άχρηστο και παραπλανητικό. Αυτό συνέβη (και) με το βιβλίο αυτό.

Και πώς να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπως αυτό, δεν είναι η πρώτη φορά που αναρωτιέμαι κάτι τέτοιο που φλερτάρω με την ιδέα μιας και μόνο φράσης με θαυμαστικό στο τέλος διάβασέ το! ή με την ιδέα να αντιγράψω ένα σπάραγμα του βιβλίου και τότε το διάβασέ το! να μην χρειάζεται να πληκτρολογηθεί αλλά να σημαίνει με έντονο φως που αναβοσβήνει. Πινακίδα από νέον. Δεν αναφέρομαι στον αταξινόμητο χαρακτήρα της σύνθεσης αυτής, που ακόμα και στο πεζοποίημα ασφυκτιά, ή στην απουσία σταθερών στην πλοκή, ποια πλοκή, ή στους χαρακτήρες, ποιοι χαρακτήρες, ή στο κεντρικό νόημα, ποιο νόημα.

Ο Στέφανος Ρέγκας, από εδώ και στο εξής ποιητής, ναι ποιητής, και ας μην είναι ποίηση με τον αυστηρά ειδολογικό της μανδύα Η μοίρα των ζώων, ο ποιητής παραλείπει μόρια συνδέσμους, αφήνει στο χαρτί δύο ή τρεις εναλλακτικές, επιστρέφει, απευθύνεται σε ένα πρόσωπο συγκεκριμένο, όχι σε σένα αναγνώστη, μιλάει εκλιπαρεί φανερώνει τη μύχια σκέψη, τη μύχια ψυχή, με έναν τρόπο που σε αρπάζει και σε σέρνει μαζί της, να είχες τα λόγια, σκέφτεσαι, να είχες την ποιότητα της εμπειρίας, φαντασιώνεσαι, να ήσουν ο πομπός ή ο δέκτης, να έχεις εκείνες τις λέξεις εντός σου, να τις εντόπιζες και να τις παρατούσες στην οθόνη με τον κέρσορα να αναβοσβήνει. Τίποτα άλλο να μην μένει να ειπωθεί.

Υπάρχουν λέξεις που ανθρωποποιούνται που χάνουν το πρόσημό τους μέσα από την τριβή της γλώσσας, λες ζώο και σκέφτεσαι έναν άνθρωπο, με χίλια μύρια να τον χαρακτηρίζουν απωθητικά, λες μοίρα και σκέφτεσαι χαρτιά τράπουλας, ρωγμές στο κατακάθι, δωδεκάδες αστερισμών, λες ποίηση και σκέφτεσαι το εξεζητημένο, το πομπώδες, το προς επίδειξη μέσα, λες πλήθος και σκέφτεσαι τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, την ατομικότητα, τη μάζα, λες έρωτας και σκέφτεσαι το σεξ, τη βία, τη μοναξιά, τον άδειο καναπέ, λες χωρισμός και σκέφτεσαι δικηγόρους, θήτες και θύματα, διατροφές και ωράριο επίσκεψης παιδιών.

Κι εγώ δεν ξέρω τι να πω, τα εργαλεία που με τον καιρό γέμισαν το βαλιτσάκι μου δεν ταιριάζουν, δεν εφαρμόζουν στην εγκοπή να στρίψουν τη βίδα, να χαλαρώσουν τους αρμούς, μια χαραμάδα να δεις στο εσωτερικό, να πείσεις τον εαυτό σου πως διέκρινες την πρόθεση, το νόημα, το οικουμενικά χαζό τι θέλει να πει ο ποιητής, να οικειοποιηθείς το αλλότριο μύχιο, να συναισθανθείς, να ταυτιστείς, να δώσεις τη μονοσήμαντη απάντηση, την απόλυτη αλήθεια, να φλερτάρεις με το αντικειμενικό, να αμφισβητήσεις τη μια ή την άλλη επιλογή, την επιμέλεια, το εξώφυλλο ακόμα ακόμα τα εργαλεία στη θήκη τους λοιπόν να σκονίζονται και να σκούζουν αχρησιμοποίητα παρατημένα.

Ο ποιητής, ναι ποιητής, και ας μην είναι ποίηση με τον αυστηρά ειδολογικό της μανδύα Η μοίρα των ζώων, ζητάει πριν απ' ό,τι άλλο το παράγωγο να διαβαστεί δυνατά, με έξω φωνή, μια προτροπή μάλλον περιττή, αυτό θα γινόταν, αργά ή γρήγορα, στην πρώτη ή στην κάθε επόμενη ανάγνωση περιδιάβαση αναμέτρηση με το κρυπτικό, μα συνάμα αποκαλυπτικό, εκείνο που κάνει την κάθε ερωτική ιστορία μοναδική, τι κλισέ και αυτό ε;, και τότε, διαβάζοντάς το δυνατά, ο ρυθμός και η επιλογή της σειράς, η παράλειψη η επανάληψη τα σημεία στίξης που εκτός από τις τελείες σπάνια εμφανίζονται, τότε όλα βγάζουν νόημα, θαρρείς, κάθε λέξη βρέθηκε εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται εξαρχής, ίσως αυτό να είναι η ποίηση τελικά, οι λέξεις στη θέση τους, οι συγκεκριμένες λέξεις που κανένας προηγουμένως δεν τόλμησε μπόρεσε να βάλει τη μια δίπλα στην άλλη, εκεί που η φιλολογική σκευή θα σήκωνε και θα ανέμιζε δεκάδες εκατοντάδες κόκκινες κάρτες, εκεί που η θεωρία θα έστεκε τουλάχιστον αμήχανη, η λογική θα έτρεχε να κρυφτεί από την επέλαση του συναισθήματος, η ματιά θα θόλωνε από δάκρυ. Πριν καθαρίσει.

Και αν κάποιος δοκίμαζε να μεταφράσει τα σπαράγματα ετούτα, και διάβαζες σε μια κριτική πως η μετάφραση ρέει, τι θα σκεφτόσουν αν όχι την παραποίηση την ομογενοποίηση την παραχάραξη της πρώτης ύλης τον μετασχηματισμό χωρίς έμπνευση τόλμη γνώση, όχι;, τι άλλο;, γιατί, τι κλισέ και αυτό ε;, η τέχνη, του λόγου εν προκειμένω, ελάχιστα έχει να κάνει με τους κανόνες, που καλό απαραίτητο προαπαιτούμενο είναι να τους γνωρίζεις αλλά άψυχο αποδεικνύεται να τους ακολουθείς κατά γράμμα, χωρίς τη διάχυτη ιδέα να τους περιφρονήσεις, την ανάγκη να πολτοποιήσεις το μέσα να το ξεράσεις να το αφήσεις να παγώσει να πάρει σχήμα και μορφή ο πόνος, ο έρωτας, ο αποχωρισμός, το μούδιασμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, στη βάση της σπονδυλικής στήλης στις άκρες των δακτύλων στη ρίζα της ύπαρξης. Η μητρική γλώσσα είναι αυτή που γεννά μεταφέρει υποδέχεται συναίσθημα.

Αφαιρώ τους δεκατρείς τίτλους που στέκονται πριν από το κάθε θραύσμα, τους βάζω σε σειρά, να μια περίληψη για όποιον την έχει ανάγκη μια δήλωση προθέσεων ύφους και επιλογών να το συναίσθημα το εγώ το εμείς να το πριν το μετά η νύχτα τα σπίτια τα δύο πότε τέσσερα πόδια η λάσπη να η εμπιστοσύνη:

όλα είναι τόσο όμορφα/οι άνθρωποι περπατούν συνήθως/μιλάμε όλη τη μέρα/κοιμάσαι ξεκουράζεσαι/ εδώ τραγουδάμε/μεγάλωσα τεράστιος/τίποτα μην κυριαρχεί/έχω κόσμους μέσα μου/κάποτε εδώ ήτανε σπίτι/έρχονται οι δεύτερες μέρες/σου λένε είπαν/η μεγάλη υγεία/για την αγριότητα

 Και από το θραύσμα επτά αντιγράφω:

Έχω κόσμους μέσα μου δεν ξέρεις πώς τραγουδάνε. Καθόλου δεν ξέρεις τραγουδάνε τραγούδια εμβατήρια στα πράγματα πέρα από τις λέξεις ανθρώπους τραγουδάνε σαν δύσεις που δεν είδε κανείς. Κόσμους κόσμου στριμώχνονται και κόσμους είναι δεν είναι μέλλοντα φεύγουν έρχονται σαν ταξίδι ξανά. Άμορφο αλλαγμένο πάντα έρχεται μ' ωραίο όνομα μεγάλο άφωνος αχός και πλησιάζει πια σαν χώμα. Έχεις κόσμους ξεχειλίζουν μοίρα ολοένα σαν σχηματισμοί πουλιών.

Ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει και ας μίλησαν γι' αυτό και ας προειδοποίησαν για τον αέρα που ξάφνου σηκώνεται δίπλα στο κύμα παίρνει το βιβλίο από τα χέρια ζορίζει τις σελίδες ταλαιπωρεί αλλά γράφτηκε εκεί διαβάστηκε εκεί έφτασε εδώ μια Κυριακή πρωί στον ήσυχο κατηφορικό δρόμο βρήκε εμένα να μην ξέρω τι να περιμένω να μην ξέρω τι ελπίζω να περιμένω τι προσδοκώ, καλή λογοτεχνία, τι κλισέ και αυτό ε;, αυτό είναι το αίτημα, άψυχο και άχρηστο, παπαγάλος να το φώναζε πάλι χαζό θα ακουγόταν, άνοιξα το βιβλίο και δεν ήξερα τι με περίμενε, ούτε τώρα ξέρω περισσότερα ίσως το μούδιασμα το δάκρυ το κενό που η σκέψη αφήνει πίσω της ίσως μόνο την ευχή προτροπή παράκληση: πάμ' επιτέλους πάμε κάπου πιο πέρα απ' την εμπιστοσύνη.

Εκδόσεις Πλήθος

1 σχόλιο: