Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Olga Tokarczuk, μέρος πρώτο, Πλάνητες

Η συγκυρία: Το 2017, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, στη σειρά Συγγραφείς απ' όλο τον κόσμο, που ο Ανταίος Χρυσοστομίδης οραματίστηκε, το μυθιστόρημα μιας άγνωστης ως τότε σε μένα Πολωνής συγγραφέως, της Όλγκα Τοκάρτσουκ, Το αρχέγονο και άλλοι καιροί, σε μετάφραση από τα πολωνικά της καλής μεταφράστριας Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Η —ευτυχής—συγκυρία έγκειται στο γεγονός πως ήρθα σε επαφή με το σύμπαν αυτής της —όπως αποδείχτηκε— σπουδαίας συγγραφέως χωρίς προσδοκίες και προαναγνωστικά παραφερνάλια, τα οποία εντάθηκαν αναπόφευκτα λίγο αργότερα με την απονομή του Διεθνούς Βραβείου Μπούκερ και —κυρίως—με την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018.

Προς τα τέλη της περασμένης χρονιάς κυκλοφόρησε το Εμπούσιον, το πρώτο μυθιστόρημα που η Τοκάρτσουκ έγραψε μετά την απονομή του σημαντικότερου λογοτεχνικού βραβείου. Χωρίς πολλά πολλά εντάχθηκε στην —τεράστια και δυναμική— λίστα με τις προσεχείς αναγνώσεις. Είχε προηγηθεί η ανάγνωση του αριστουργήματος των αριστουργημάτων Τα βιβλία του Ιακώβ, βιβλίο απαιτητικό αλλά άκρως ανταποδοτικό και γενναιόδωρο. Όταν έφτασε η στιγμή για την ανάγνωση του Εμπούσιον, μια επιθυμία αναδύθηκε, να διαβάσω πρώτα του Πλάνητες, που για καιρό έστεκαν έρμαιο της σκόνης στη βιβλιοθήκη, ένας ακόμα ανοιχτός λογαριασμός να κλείσει.

«Το πρώτο μου ταξίδι το έκανα με τα πόδια, διασχίζοντας τα χωράφια. Για ώρα κανείς δεν είχε προσέξει την εξαφάνισή μου, γι' αυτό και κατάφερα να προχωρήσω αρκετά μακριά. Περπάτησα όλο το πάρκο και μετά, μέσα από αγροτικούς δρόμους, μέσα από τα καλαμπόκια και τους αγρούς τους γεμάτους με πικραλίδες και ένα δίχτυ από αμπολές, μέχρι τις όχθες του ποταμού. Σε αυτή την πεδιάδα ο ποταμός ήταν ούτως ή άλλως πανταχού παρών, μούσκευε τη στρώση του χορταριού και έγλειφε τα ποτάμια».

Οι Πλάνητες είναι μια μεταμοντέρνα σύνθεση, εκεί όπου μια πρωτοπρόσωπη κεντρική αφήγηση, θραυσματική και αποσπασματική, ανακόπτεται από ιστορίες αυτοτελείς ή σε συνέχειες. Ο πυρήνας είναι σαφέστατα εκείνος του ταξιδιού και του ταξιδευτή, του πλάνητα όπως εύστοχα αποδόθηκε ο τίτλος στα ελληνικά. Ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι διάχυτος, σε αυτόν υπάγονται ανησυχίες και αναζητήσεις βιολογικές, γεωλογικές, ανθρωπολογικές, θεολογικές, κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές. Η διερεύνηση του κόσμου εντός και εκτός του ανθρώπινου σώματος, η χαρτογράφηση αυτού του κόσμου, μια απόπειρα κατανόησης του μηχανισμού της ζωής σε μια κουκκίδα εν μέσω ενός απέραντου και ανεξήγητου σύμπαντος.

Το τέλος της έκδοσης συνοδεύεται από τον λόγο που η Τοκάρτσουκ εκφώνησε κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ. Εκεί, ένας από τους κύριους αρμούς σκέψης σχετίζεται με την ολοένα και αυξανόμενη —σαφέστατα απόρροια της κοινωνικοπολιτικής πορείας— ιδιωτεία στην αφήγηση, την ολοένα και μειούμενη οικουμενική λογοτεχνία, το εγώ που επικρατεί έναντι του όποιου εμείς, η φαντασία που υπάγεται στην ανάγκη διαμοιρασμού της προσωπικής εμπειρίας.

Αναφέρομαι σε αυτό το κομμάτι σκέψης της συγγραφέως, ένα ιδιότυπο μανιφέστο, το οποίο στα παρασκήνια και χωρίς να αναφέρεται κουβαλάει ένα «όμως εγώ», για να δοκιμάσω να ξεκλειδώσω και να ερμηνεύσω —υποκειμενικά— τους Πλάνητες. Με μια πρώτη, επιφανειακή ματιά, το εγώ υπάρχει εδώ σε μεγάλη έκταση, όχι απαραίτητα επειδή η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, αλλά γιατί το αυτοβιογραφικό ή ακόμα και —φαινομενικά—αυτομυθοπλαστικό στοιχείο καταλαμβάνει το κυρίως εμβαδόν της συνολικής κατασκευής, αφού ακόμα και οι παρεμβαλλόμενες αφηγήσεις με τον τρόπο τους εκκινούν από το εγώ της αφηγήτριας, είναι κομμάτια του κόσμου της, ιστορίες που άκουσε στα ταξίδια της.

Διόλου απλό και ασφαλές δεν είναι να επιχειρήσει κανείς να διακρίνει ως ντετέκτιβ το αληθές από το μυθοπλαστικό. Καμία αξία κάτι τέτοιο δεν θα είχε ούτως ή άλλως.

Έχει όμως ενδιαφέρον το πώς στέκονται σε ομαδική παράταξη οι Πλάνητες και η θεωρία της Τοκάρτσουκ όπως αυτή διατυπώθηκε στον λόγο της προς τη Σουηδική Ακαδημία. Ίσως η απάντηση να είναι απλή και να έχει να κάνει με το γεγονός πως εδώ το εγώ διερευνά και ταξιδεύει στον μεγάλο κόσμο, πως το υποκείμενο της αφήγησης άλλον τρόπο πέρα από τον εμπειρικό δεν έχει για να αφηγηθεί αυτό το ταξίδι, άλλη λίμνη δεν έχει για να βουτήξει παρά σε εκείνη της προσωπικής εμπειρίας, όχι για να τη διαχωρίσει ωστόσο και να την αναδείξει ως ξεχωριστή, αλλά για να επιχειρήσει μια μεγαλύτερη αφήγηση, προσθέτοντας στην ατομική εμπειρία ιστορίες που άκουσε, διερευνώντας τα όρια της εξερεύνησης, αναζητώντας στο παρελθόν και το παρόν ένα κοινό τάγμα αναζήτησης.

Ίσως, για τους συγγραφείς, στην παρατήρηση του γύρω κόσμου να εγκολπώνεται και η παρατήρηση για το πώς γίνεται η αφήγησή του, τι συμβαίνει και πώς αυτό δίνεται αφηγηματικά. Ίσως, λοιπόν, σε μια εποχή έντονης ιδιωτείας, απόρροια του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου, η Τοκάρτσουκ, παρά την —σαφέστατα και κυρίαρχα πολιτική— εναντίωσή της, ή τον προβληματισμό της, αν προτιμάτε, να πεθύμησε να δοκιμάσει τα ειδολογικά αυτά χαρακτηριστικά, ίσως η φιλοδοξία της να είχε να κάνει με το αν μπορεί το ατομικό να καταστεί εν τέλει συλλογικό, έστω και με τον τρόπο του. Έτσι, σε μια εποχή εγωπαθούς αφήγησης, που ανάμεσα σε τόσα άλλα χαρακτηρίζεται από την έντονη, ολοένα και αυξανόμενη, κινητικότητα, η συγγραφέας διέκρινε κάτι που άξιζε τη λογοτεχνική της επιμονή, που τη νοηματοδοτούσε. Στους Πλάνητες, αντίθετα με το ανοίκειο στο Αρχέγονο και το χωμένο στο παρελθόν σύμπαν των Βιβλίων του Ιακώβ, ο ρεαλισμός είναι ιδιαίτερα έντονος, το στοιχείο του παραμυθιού είναι σχεδόν ανύπαρκτο ή καλύτερα κουκουλωμένο κάτω από πλήθος σκεπασμάτων.

Οι Πλάνητες δεν είναι ένα έργο μεταμοντέρνο μόνο εξαιτίας της κατασκευής του, αλλά και λόγω της υβριδικότητάς του, καθώς εδώ τα όρια μεταξύ αφήγησης και δοκιμιακής γραφής είναι στιγμές στιγμές δυσδιάκριτα, γεγονός που με τη σειρά του συνεισφέρει στην μη ατομικότητα και την ακόλουθη απόπειρα σύνθεσης μιας μεγαλύτερης εικόνας, με κύριο συστατικό την έρευνα και την παράθεση πηγών και ιστορικών ντοκουμέντων. Και αν εδώ δεν έχουμε το στοιχείο του φανταστικού, τη δημιουργία τόπων, ο ρεαλισμός συνυφαίνεται με την παρουσία μη τόπων, όπως, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι τα αεροδρόμια.

Το σπουδαίο που κατορθώνει η Τοκάρτσουκ εδώ, αν θεωρήσουμε δεδομένη την ικανότητά της στην αφήγηση και τη λογοτεχνική κατασκευή, είναι η απόλαυση που οι Πλάνητες προσφέρουν, η συνοχή που παράδοξα αισθάνεται ο αναγνώστης-ταξιδιώτης ανάμεσα στις σελίδες τους, παρότι οι ραφές σύνθεσης είναι κάτι παραπάνω από ορατές. Αλλά και η συνεισφορά στην απόπειρα κατανόησης του γύρω κόσμου, η υπενθύμιση πως το παρόν δεν είναι αποκομμένο από το παρελθόν αλλά προέκτασή του. Το μυθιστόρημα αυτό, επίσης, είναι ένα καλό δείγμα απόδειξης του τρόπου με τον οποίο το μέγεθος ενός μυθιστορήματος υπηρετεί το συγγραφικό όραμα. Θέλω να πω πως αν το βιβλίο αυτό ήταν μικρότερης έκτασης τίποτα άλλο δε θα προσέφερε πέρα από μια ευδιάκριτη πλην όμως διαψευσμένη φιλοδοξία, ίσως, μάλιστα, η υποδοχή του να μην ήταν έμπλεη ενθουσιασμού αλλά γεμάτη από υποψίες ευκολίας στη γραφή, υποψίες που συχνά πυκνά η επαφή με τη μεταμοντέρνα γραφή γεννά. Η Τοκάρτσουκ, χωρίς να παραμερίζει το προσωπικό της στίγμα, αναμετράται, θαρρείς, με σύγχρονα λογοτεχνικά εργαλεία, τα οικειοποιείται και παρότι δεν μοιάζει να τα συμπαθεί ιδιαιτέρως κάνει μια εντυπωσιακή επίδειξη για το πώς μπορεί να γραφτεί σπουδαία λογοτεχνία σε μια εποχή, για την ίδια τη συγγραφέα, πενίας.

Επιστρέφω στον λόγο προς τη Σουηδική Ακαδημία για να πω κάτι που σχετίζεται με τους Πλάνητες και όσα εξ αφορμής της ανάγνωσής τους επεσήμανα, πως η Τοκάρτσουκ παρότι σαφέστατα στέκεται απέναντι σε αυτή τη σύγχρονη εγωπαθή εκδοχή της λογοτεχνίας, δεν ντύνει τη στάση της με ρουχισμό διδακτισμού και επιθετικότητας, άλλωστε το μη γούστο μόνο περιορισμένη επικράτεια καταλαμβάνει, ή θα έπρεπε να καταλαμβάνει, η ανάλωση στη διαρκή επίθεση ελάχιστα παραγωγικά οφέλη μπορεί να έχει, η διαρκής αντιπαράθεση και ο συνεχής προσδιορισμός μέσω του δεν μου αρέσει, μόνο αποπροσανατολιστικός μπορεί να καταλήξει. Και αυτό είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση.

Διαβάζοντας τους Πλάνητες και ενώ το Εμπούσιον περίμενε τη σειρά του, αποφάσισα να κάνω μια ακόμα παράκαμψη και να διαβάσω το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών. Περισσότερα σχετικά σε επόμενο κείμενο.

υγ. Για το Αρχέγονο και άλλοι καιροί περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για την εμπειρία της ανάγνωσης των Βιβλίων του Ιακώβ εδώ.

Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Εκδόσεις Καστανιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου