Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα - Cristina Rivera Garza

Το φοβόμουν το βιβλίο αυτό. Πώς μπορεί κανείς να προετοιμαστεί για να διαβάσει μια ιστορία γυναικοκτονίας, και ας συνέβη τριάντα χρόνια πριν, χωρίς να υπάρχει ο ελάχιστος έστω υμένας της μυθοπλασίας, μια επινοημένη ιστορία παρηγορητική, παρότι με ποικίλους τρόπους και εκδοχές παρμένη από την πραγματικότητα, ωστόσο επινοημένη. Άφηνα μέρες και βδομάδες να περάσουν, το βιβλίο στεκόταν στην κορυφή της στοίβας να με κοιτά, να μου υπενθυμίζει την παρουσία του, έκανα πως δεν έτρεχε κάτι αν αντί γι' αυτό επέλεγα κάποιο άλλο στη θέση του, θα 'ρθει ο καιρός σου, έμοιαζε το βλέμμα μου να του λέει, θα 'ρθει ο καιρός σου, ποιος μπορεί να είναι ο καιρός ενός βιβλίου όπως αυτό;

Ίσως ακόμα να στεκόταν εκεί ψηλά στη στοίβα, ίσως η σκληρότητά του να παρέμενε άκαμπτη για το στομάχι μου, αν δεν πήγαινα μια Πέμπτη απόγευμα στο βιβλιοπωλείο Κομπραί, εκεί όπου η Μαρία Λούκα και η Κατερίνα Σεργίδου μίλησαν για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος). Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά.

Μικρή παρένθεση: Οι παρουσιάσεις βιβλίων γενικά, παρότι έχω συμμετάσχει σε αρκετές από αυτές, μου θυμίζουν λίγο κοινωνικές εκδηλώσεις όπως οι γάμοι ή οι βαφτίσεις, το όποιο ενδιαφέρον νιώθεις ως καλεσμένος ποδοπατείται, αρχικά από την υποχρέωση, εν συνεχεία από τη βαρεμάρα. Τι διάολο κάνω εγώ εδώ, αναλογίζομαι συχνά, γιατί δεν είμαι σπίτι μου να διαβάζω το βιβλίο αντί να βιώνω όχληση, τι διάολο σκεφτόμουν όταν ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, όσο διέτρεχα το αστικό τοπίο στο τέλος μιας κουραστικής καθημερινής μέρας; Η παρουσίαση εκείνης της Πέμπτης δεν ήταν μια τέτοια περίπτωση και αυτό γιατί υπήρχε πάθος, σπάνιο φαινόμενο, ολοένα και σπανιότερο, όμως υπήρχε. Το πάθος, χωρίς να γνωρίζω τις ομιλήτριες, έμοιαζε να πηγάζει από την αναγνωστική εμπειρία, που τις είχε εμπλέξει για τα καλά, απαλλάσσοντάς τες πλήρως από τη «φιλολογική υποχρέωση», το ίδιο αναμάσημα επαίνων και κενών επιθέτων που επαναλαμβάνονται από κάθε πάνελ σχεδόν.

Δεν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που με κρατούσε μακριά, το συνειδητοποίησα όταν η Σεργίδου αναφέρθηκε στην ενοχή της απόλαυσης που η ανάγνωση σε πλήρη αντίστιξη με τη γυναικοκτονία της γεννούσε, όταν έπρεπε κάθε λίγες σελίδες να αναρωτιέται: πώς γίνεται να απολαμβάνω ένα βιβλίο πάνσκληρο όπως αυτό; Κάτι έκανε κλικ μέσα μου, έγιναν λόγια ακριβή διάφορα θραύσματα σκέψεων και συναισθημάτων. Η ανάγνωση είναι για μένα (και) καταφύγιο πολύτιμο από την καθημερινότητα, από την ολοένα και πιο απάνθρωπη καθημερινότητα. Ο υμένας της μυθοπλασίας είναι ανθεκτικός, ακόμα και αν πρόκειται για αυτομυθοπλασία, το δεύτερο συνθετικό εξουδετερώνει συναισθηματικά το πρώτο, δεν θα έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα, σκέφτομαι, όχι για να αμφισβητήσω την αλήθεια της γράφουσας, αλλά για να αντέξω, για να μη νιώσω την ενοχή που η αναγνωστική απόλαυση, ποικιλότροπα εκπορευόμενη από το σύνολο όσων συνθέτουν μια αφήγηση, μου γεννά.

Ήταν, λοιπόν, μια προκαταβολική ενοχή, η πιθανότητα να μου αρέσει το βιβλίο αυτό και ας έλεγα μετά σε ένα κείμενο όπως αυτό πως γίνεται να πεις μου άρεσε για ένα βιβλίο όπως αυτό. Προσθέστε και το προφανές αντρικό προνόμιο του αναγνωστικού υποκειμένου, τώρα θα έχετε μια εικόνα σχετικά πλήρη για όσα πριν με κρατούσαν μακριά, για όσα φοβόμουν να δω να αναδύονται στην επιφάνεια, πλήγματα, πιθανά καίρια, στη γαματοσύνη του εαυτού, ποιος δεν θέλει να νιώθει γαμάτος και ξεχωριστός, ας μην είμαστε υποκριτές. Γύρισα σπίτι και ξεκίνησα την ανάγνωση το ίδιο βράδυ.

Με τα λόγια της Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα: «Στις 16 Ιουλίου του 1990, η Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η αδερφή μου, υπήρξε θύμα γυναικοκτονίας. Ήταν ένα κορίτσι 20 ετών, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Προσπαθούσε για χρόνια να τελειώσει τη σχέση της με έναν σύντροφο που δεν την άφηνε να φύγει [...] το βιβλίο αυτό είναι μια ανασκαφή στη ζωή μιας τολμηρής νέας γυναίκας, που στερήθηκε τη γλώσσα για να περιγράψει, να καταγγείλει και να πολεμήσει την έμφυλη βία. Γράφτηκε για να γιορτάσουμε τη ζωή της. Γιατί το μόνο που μπορεί να μεταβάλει το πένθος είναι η δικαιοσύνη: ούτε η συγχώρεση, ούτε η λήθη». Περί αυτού πρόκειται το βιβλίο αυτό που τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ 2024 στην κατηγορία Απομνημονεύματα ή Αυτοβιογραφία.

Μπορεί το 1990 να μην είχε ακόμα εισηχθεί ο όρος γυναικοκτονία, αν και ακόμα πρέπει να διεκδικούμε τη διάκριση του από την ανθρωποκτονία, υπήρχε ωστόσο ήδη το victim blaming, τι φορούσε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε και ώθησε τον δράστη στη δολοφονία. Πέρυσι διάβασα το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ, εκεί που μια κακοποιητική σχέση υπήρχε στον πυρήνα, και δεν το πίστευα πως άκουγα αναγνώστες να αναρωτιούνται γιατί δεν έφευγε από τη νοσηρή αυτή σχέση, γιατί επέτρεπε στον μεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό της να της συμπεριφέρεται έτσι. Απελπισία, που λειαίνει τον δρόμο προς την πλήρη και άκριτη μισανθρωπία, με πλημμύρισε.

Οι συντηρητικοί, και ας δηλώνουν προοδευτικοί, στην αναφορά στο βιβλίο αυτό θα κάνουν ακόμα ένα βήμα, θα δείξουν με το δάκτυλο την αδερφή και θα πουν: θαυμάσια ευκαιρία να βγάλει λίγα χρήματα πατώντας πάνω στην ταφόπλακα της Λιλιάνα. Είναι οι ίδιοι που αναρωτήθηκαν τι φορούσε όταν έβγαινε από το σπίτι. Μη γελιόμαστε.

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα είναι καρπός έρευνας στα ημερολόγια της νεκρής, στα όσα μπήκαν σε κούτες τότε και ανοίχτηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα, συνεντεύξεις με ανθρώπους από το περιβάλλον τους, γραμμένο με συναίσθημα που ωστόσο στέκεται στη σκιά της Λιλιάνα και δεν ζητά να πρωταγωνιστήσει και να στρέψει πάνω του τους προβολείς. Όλοι ξέρουμε, με τον τρόπο του ο καθένας, διάφορες ιστορίες γυναικοκτονίας, δεν γνωρίζουμε ωστόσο τα θύματα και αυτή η μαρτυρία σκοπό δεν έχει να μιλήσει δοκιμιακά ή ρεπορταζιακά για τις γυναικοκτονίες εν γένει, παρότι με τον τρόπο του καταφέρνει να το κάνει, αλλά για τη νεκρή, που καμία δικαίωση δεν γνώρισε και τα αποσιωπητικά στις ερωτήσεις: τι φόραγε, πού πήγαινε, με ποιον πήγαινε, τι έκανε· έμειναν να αιωρούνται και να επαναλαμβάνονται σε κάθε επόμενη έμφυλη δολοφονία, ίδια και απαράλλακτα, μαζί με τη δήθεν αθώα αναρώτηση, μα γιατί πρέπει να γίνεται χρήση του όρου γυναικοκτονία.

Και τα χυδαία αυτά ερωτήματα δεν περιορίζονται στη νεκρή, αλλά έρχονται να σφίξουν και την οικογένεια, τι γονείς ήταν αυτοί άραγε που δεν έκαναν τίποτα, που δεν έλεγαν τίποτα, που δεν έβαζαν περιορισμούς, που δεν την έμαθαν να είναι υπάκουη και επιβιωτική, καλοί και του λόγους τους ήταν. Και είμαστε στο 2025, και ακόμα τα αποσιωπητικά αιωρούνται μόνιμα στον δυσώδη αέρα που είμαστε υποχρεωμένοι να αναπνέουμε, τη μπόχα ενός κόσμου σε σήψη, ενός κόσμου γεμάτου από ιδιωτεία και προνόμιο.

Επιστρέφω στην ένοχη απόλαυση της ανάγνωσης. Με το στομάχι κόμπο, με το μυαλό να προσπαθεί διαρκώς να κρυφτεί πίσω από μια επιθυμητή μυθοπλασία και, όσο οι σελίδες περνούν και οδηγούμαστε στο σκληρό και ήδη γνωστό τέλος, να επιχειρεί να πείσει πως ένα εναλλακτικό τέλος, ένα έζησε αυτή καλά και εμείς καλύτερα, είναι εφικτό, με όλα αυτά σφηνωμένα κάπου στον αυχένα, η ανάγνωση υπήρξε απολαυστική, ναι, απολαυστική, η Λιλιάνα ήταν εκεί.

υγ. Για το Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ περισσότερα μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη, Χριστίνα Φιλήμονος
Εκδόσεις Carnívora

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου