Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Το σημειωματάριο - Αριστείδης Αντονάς

Από τότε που ο Γ. μου μίλησε για τον Αριστείδη Αντονά και βρέθηκα στην ουρά του ταμείου, εκείνου που άλλοτε ήταν το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, κρατώντας στα χέρια μου τους Αριθμούς, έχοντας πια διαβάσει το σύνολο του έργου του, πρόζα και θέατρο, αν και τα όρια μεταξύ τους δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, ο Αντονάς είναι ένας από τους αγαπημένους μου σύγχρονους εγχώριους δημιουργούς, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο κάνει χρήση του χώρου, απόρροια ίσως της διττής προέλευσης των σπουδών του, αρχιτεκτονική και φιλοσοφία, το αίσθημα του ασφυκτικού εγκλεισμού, το εγκεφαλικό παιχνίδι, η κατασκευή, το όριο της πνευματικής/ψυχικής ισορροπίας, το παράλογο και ο τρόμος.

Το σημειωματάριο το είδα μπροστά μου ξαφνικά, δεν το περίμενα.

Έξω στον δρόμο/ σε πρώτο πρόσωπο/ μια φλανερί. Επιπρόσθετα στοιχεία, λίγο μετά την έναρξη της ανάγνωσης που επέφεραν επίσης έκπληξη, δεν τα περίμενα. Αυτό το αναπάντεχο με οδήγησε σε επαναπρογραμματισμό, reboot, ενόσω η ανάγνωση συνέβαινε, διάστημα το οποίο υπήρξε καθοριστικό, καθώς βρέθηκα εν κενώ να ακολουθώ τον συγγραφέα σε ένα αργό περπάτημα εντός των Εξαρχείων, με τη στάση στο ψαράδικο της Τρικούπη, με τη βρώμικη Μεθώνης, με το βιβλιοπωλείο στη θέση του δισκάδικου, με το κενό σημειωματάριο ανά χείρας, να περπατά και να σημειώνει, αναβάλλοντας διαρκώς την επιστροφή στην αγαπημένη, κουβαλώντας μαζί του την μυρωδιά του μαγειρεμένου ψαριού, δύο διαδρομές παράλληλες, η μία, εκείνη της διαδοχής των δρόμων, αναμενόμενη για κάποιον που γνωρίζει έστω και ελάχιστα την γεωγραφία της γειτονιάς, και η άλλη, η απροσδόκητη των σκέψεων, η γεννήτρια που από το ένα οδηγεί στο άλλο, και ύστερα πίσω στο ένα και στο άλλο, και πάλι από την αρχή, ύστερα κάτι νέο, η γειτονιά, η αγαπημένη που ίσως κοιμάται, η Καίη, που δεν γνώριζα, και η Τζίνα, που γνώριζα λίγο, και κυρίως το άδειο σημειωματάριο, κάπως εκκεντρικό στον σχεδιασμό, που έφτασε κληρονομιά από χέρια αγαπημένα, χέρια πια απόντα, και ο συγγραφέας πρέπει να το γεμίσει, και ο ιδανικός ή ο μόνος τρόπος για να το κάνει είναι περπατώντας και γράφοντας.

Το απόφθεγμα του Ριβαρόλ, όποιος έχει τη συνήθεια του γραψίματος γράφει και χωρίς ιδέες, στην αρχή του σημειωματαρίου δίνει τον τόνο, κάποτε σε κάποιο κείμενό μου χρησιμοποίησα την προτροπή ενός φίλου, αναζήτα την έμπνευση στη μη έμπνευση, ένιωσα μια συγγένεια. Και αν ποτέ δεν έχω δοκιμάσει τη γραφή εν μέσω βάδισης, δεν μιλάω για βιαστικά ψηφιακά μηνύματα με τον κίνδυνο να γλιστρήσει κανείς σε απλωμένα κόπρανα, εντούτοις στον στρατό κατέκτησα τη δεξιότητα της εν κινήσει ανάγνωσης, δεξιότητα που με έσωσε και έκτοτε με συντροφεύει, παρά τους κινδύνους, των κοπράνων και του κουνήματος της κεφαλής των περαστικών, ένιωσα μια ακόμα συγγένεια.

Κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση, με έναν τρόπο οδηγούν τον αναγνώστη σε δικές του διαδρομές, αναφέρομαι σε διαδρομές που μόνο ελάχιστο εμβαδό εκκίνησης έχουν με το κείμενο, δεν λέω δηλαδή το προφανές, πως ο καθένας μας διαβάζει αυτό που είναι, κάτι το οποίο ισχύει για το σύνολο της ανάγνωσης ως εμπειρίας ενεργητικής και υποκειμενικής, παρά τους όποιους αρμούς τεχνικής και τέχνης στους οποίους βρίσκουμε άξονες κοινής γλώσσας, αναφέρομαι, λέω ξανά, στα μονοπάτια που ανοίγει το μονοπάτι του συγγραφέα, που στην προκειμένη περίπτωση τα τοπόσημα είναι γνώριμα, οικεία, περπατημένα πολλάκις υπό διάφορες συνθήκες, αν και ίσως ποτέ με ένα μαγειρεμένο ψάρι ανά χείρας, αλλά ναι, με ένα άδειο σημειωματάριο κάπου χωμένο στην τσάντα, με την πρόθεση γυρίζοντας στο γραφείο να γραφούν λέξεις που δοκιμάστηκαν κατά την περιδιάβαση.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, δεν είναι προφανές το κείμενο που θα συνοψίζει την εμπειρία της ανάγνωσης, εικάζω πως δύσκολα δεν θα είναι προσωπικό, ακόμα και για να πει πως προσωπικά σε μένα δεν μου φάνηκε κάτι το αξιόλογο ή κάτι το λογοτεχνικό ή κάτι οτιδήποτε τέλος πάντων, αλλά κυρίως για να μεταφέρει την ίδια την εμπειρία, της οποίας κάποιος επιπρόσθετος χρόνος μεσολάβησε, την εμπειρία της ανάγνωσης, των παράλληλων διαδρομών της σκέψης και της ανάμνησης, των περασμένων και των αλλαγών που συνέβησαν εντός και εκτός, εν γνώσει και ερήμην μας, το σκηνικό εντός του οποίου κάποτε υπήρξαμε και συνυπήρξαμε, των νεκρών και των νεκροζώντανων, των συνοδοιπόρων που χάθηκαν ή χαθήκαμε, της αγαπημένης που ίσως ακόμα να κοιμάται και το κουδούνι ίσως να την ταράξει.

Για κείμενα όπως αυτό, αναφέρομαι στην προσωπική τους φύση αλλά και στον υβριδικό τους χαρακτήρα, είναι ακόμα πιο εύκολο να πεις εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, αυθαιρετώντας ως προς τις προθέσεις, λέγοντας για παράδειγμα πως αυτό είναι ένα κείμενο για τον εξευγενισμό των Εξαρχείων, πράγμα για το οποίο τόσοι μιλάνε άλλωστε, και εκκινώντας από αυτή τη βεβαιότητα προθέσεων να πεις πως εγώ θα το έκανα έτσι ή αλλιώς, πως αυτή η φλανερί θα είχε στόχο να αναδείξει την πτώση και την εξαχρείωση, την αστυνομοκρατία, τα ιλιγγιώδη ύψη των ενοικίων, την τουριστικοποίηση, την καταναλωτική κοινωνία, και ίσως να εκκινούσε νωρίτερα, κρίνοντας το δήθεν προνόμιο του γράφοντος υποκειμένου, πως εκείνος δεν δύναται να ομιλεί, μόνο εμείς, καταχρηστική χρήση πρώτου πληθυντικού για να μη φανούμε εγωκεντρικοί, μόνο εγώ από όλους τους εμείς θα μπορούσα να πω.

Για κείμενα όπως Το σημειωματάριο, αναφέρομαι στην προσωπική του φύση, εξαίρεση στο συγγραφικό κόρπους του Αντονά, η έκπληξη θα κοντραριστεί στενά με τις προσδοκίες που το όνομα στο εξώφυλλο (μου) δημιούργησε, εκείνο που ήθελα να διαβάσω και εκείνο που διάβασα, το απρόοπτο, εκείνο που δεν περίμενα, και όχι απλώς βρήκα κάτι διαφορετικό, αλλά αυτό με συμπεριέλαβε, όχι μόνο ως παρατηρητή/μπανιστιρτζή της φλανερί του Αντονά στα Εξάρχεια, με τα πνεύματα της Καίης και της Τζίνας παρόντα, αλλά για εκείνη την ταυτόχρονη δική μου διαδρομή, που κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης/παρακολούθησης δεν υπήρξε απτή και διακριτή, συνέβαινε ωστόσο σε κάποιο παράλληλο πίσω επίπεδο, και στο τέλος, η σελίδα που κλείνει και το βιβλίο που αναπαύεται στα πόδια, ανήλθε/εξήλθε σαν ένα όνειρο που το πρωί το θυμάσαι κάπως αχνά, πια δεν βγάζει τόσο ξεκάθαρο ή προφανές νόημα όπως όταν το έβλεπες ή όπως το θυμάσαι ενόσω το έβλεπες, αλλά είναι εδώ πια ως αίσθηση, και ας μην, λέω ξανά, βρέθηκα ποτέ στους δρόμους εκείνους κρατώντας στα χέρια ένα μαγειρεμένο ψάρι.

Η προσωπική και υβριδική γραφή αναπόφευκτα (όταν λειτουργεί) οδηγεί σε προσωπική και υβριδική ανάγνωση, αρχικά, αποτύπωση, εκ των υστέρων, ένα διαρκές παιχνίδι αντικατοπτρισμών.

Ο χρόνος επελαύνει, παρά και πέρα από τη σχετικότητά του, παρασέρνει, παραμερίζει, σπρώχνει μπροστά, εγκαταλείπει πίσω όσα βρίσκονται στο διάβα του, μαζί του και τις αναγνώσεις, τα βιβλία. Δεν υπάρχει, είμαι βέβαιος περί αυτού, κατάλληλο/ιδανικό/ιδεατό/σίγουρο χρονικό διάκενο μεταξύ της ανάγνωσης και της γραφής που να εγγυάται πως η αναγνωστική εμπειρία έλαβε τα οριστικά μέτρα της εντός, πως αναλλοίωτη θα συμπορευτεί με το αναγνωστικό υποκείμενο. Δεν ξέρω γιατί, όσο διάβαζα Το σημειωματάριο, σκεφτόμουν έντονα και διαρκώς το υβριδικό η Ναυτία της γης, δεν ήξερα επίσης πόσο καθοριστική αποδείχτηκε εκείνη η ανάγνωση, παρά τώρα, ένα χρόνο μετά, εν μέσω θέρους ξανά, ζέστης πηκτής και αμείλικτης. Ο χρόνος επελαύνει.

υγ. Για άλλα βιβλία του Αντονά, περισσότερα θα βρείτε εδώ. Για το Ναυτία της γης εδώ.

Εκδόσεις Αντίποδες     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου