Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Φιλία - Αλ Τερ

Η φιλία με απασχολεί περισσότερο από τον έρωτα [κάποιο άτομο (μάλλον) κάποιο βράδυ, σχετικά πρόσφατα (μάλλον)]. Κάπου τότε διάβαζα/διάβασα το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές (Keiran Goddard, μτφρ. Νατάσα Σίδερη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ο τίτλος ήταν αυτός που πυροδότησε την επιθυμία, γέννησε μια διαίσθηση αναγνωστικής επιθυμίας, ούτε το βιβλίο ούτε τον συγγραφέα γνώριζα άλλωστε, αργότερα θα έγραφα, ίσως και επηρεασμένος από την αρχική αποστροφή λόγου: «Γιατί αν υποθέσουμε, με φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται με τη συντροφικότητα, με το μοίρασμα της καθημερινότητας, ένα εμείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαμε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας με τα μάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έρωτας, έστω και ως μια κοινωνικοοικονομική συμμαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαμώτο, δεν σώζεται, μαζί με εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, μύριες ατομικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον μικρό ή μεγάλο κόσμο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν μια μπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που μας λείπει περισσότερο λαχταράμε, εκείνο γυρεύουμε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σημαίνει». Τώρα αναρωτιέμαι αν είναι επιτακτικά σημαντικό να θυμηθώ το υποκείμενο εκείνης της δήλωσης, θα ενσωματωνόταν άραγε στο φίλιο κόρπους;

Όταν έπιασα στα χέρια μου το λεπτό αυτό βιβλίο διπλής εισόδου, μία στην ελληνική και μία στην αγγλική, στάθηκα λίγο στη λέξη φιλία που υπερίπταται ταπεινότερη του έντονα κεφαλαίου υπότιτλου ΕΝΑ ΛΗΜΜΑ ΣΕ Θ Ρ Α Υ Σ Μ Α Τ Α, λες και αυτό είναι το σημαντικό, το καθοριστικό, ένα ζήτημα ταυτότητας προθέσεων, μια ιδιότυπη δέσμευση, μια επιτέλεση κάτι συγκεκριμένου, πριν συνεχίσω με το όνομα του δημιουργού, Αλ Τερ.

Από τα δεδομένα του εξωφύλλου, εκείνο με το οποίο απασχόλησα τη σκέψη μου κατά την προαναγνωστική περίοδο ήταν το ζήτημα της ανωνυμίας, της χρήσης ενός ψευδώνυμου, σκέψη που συχνά πυκνά με απασχολεί και με ιντριγκάρει, και τα πράγματα που μας απασχολούν και μας ιντριγκάρουν, όσο και αν κάνουμε πως δεν το καταλαβαίνουμε, είναι πράγματα που μας απασχολούν προσωπικά, ας πούμε, στην περίπτωσή μας/μου, πώς θα είχε ξετυλιχτεί το κουβάρι των χρόνων, αν με κάθε κόστος δεν οικοδομούσα τη γέφυρα ανάμεσα στο όνομα χρήστη της google και στο όνομα ληξιαρχικής πράξης, αν δεν ήμουν εγώ αυτός αλλά κάποιο άγνωστο ψηφιακό υποκείμενο γραφής και ανάγνωσης, ύστερα αναπόφευκτα σκέφτηκα τον Πεσσόα στη σημερινή εποχή, πόσο θα το γλεντούσε, κατέληξα σε τετριμμένες σκέψεις, ύστερα, η ανωνυμία σε μια εποχή όπως η σημερινή κ.τ.λ. βαρετά και όμοια πάντα.

Μπαίνοντας στην αναγνωστική διαδικασία σύντομα επέστρεψα στην ψευδώνυμη υπογραφή, το λογοπαίγνιο εμφανίστηκε, μήπως Αλ Τερ Έγκο; Αλλά και ένα ερώτημα πιο καίριο, τι κάνουμε με τις αντωνυμίες;

Το πρώτο θραύσμα, δάνειο του Ντεριντά, «Μεταξύ του να τους μιλάς και να μιλάς γι' αυτούς υπάρχει ένας κόσμος από διαφορές». Ένα απλό, δωρικό, ευθύ, παιγνιώδες, του δε πόιντ, εισαγωγικό, κατατοπιστικά περιγραφικό καλωσόρισμα.

Σκέφτομαι, περισσότερο το σκέφτομαι παρά το πιστεύω, πως ζούμε σε μια διττής προσπέλασης πραγματικότητα. Από τη μια, κάποια άτομα, μάλλον όχι από επιλογή θα ισχυριζόταν η απέναντι όχθη, πλατσουρίζουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και το πλατσούρισμά τους έχει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον καθώς παρουσιάζεται σαν ένα απόσταγμα στιβαρής φιλοσοφίας, διακρίνεται για την υπερβεβαιότητα, δεν αυτοαμφισβητείται, έτσι, λένε, είναι τα πράγματα και διαφορετικά δεν μπορείς να κάνεις. Από την άλλη πλευρά, όσα άτομα δοκιμάζουν να κατεβούν σε πιο σκοτεινά βάθη, καθένα ως εκεί που μπορεί/θέλει/επιλέγει να κατέλθει, το φαινόμενο της βεβαιότητας εμφανίζεται και εδώ, όμως δεν είναι παράλογο, πλατσούρισμα συντελείται και σε υδάτινα βάθη και όχι μόνο στην επιφάνεια. Το σκέφτηκα ξανά λόγω αυτής της φαινομενικά επιφανειακής και εύκολης αποστροφής του Ντεριντά, αυτό το λεκτικό παιχνίδι, το τόσο μισητό από την πλειοψηφική πτέρυγα, όφου, τι τα σκαλίζεις, τι μου τα πρήζεις.

Πιστεύοντας πως έχω αποκτήσει μια ικανή επαφή με την αυτομυθοπλασία ως νεοεισεχθέν υποείδος, ομολογώ πως τα χρειάστηκα όταν έπεσαν στα χέρια μου Οι αργοναύτες (Maggie Nelson, μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδόσεις Αντίποδες), κυρίως, αλλά και το Στο σπίτι των ονείρων (Carmen Maria Machado, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Αντίποδες), δευτερευόντως, δεν είχα ποτέ σκεφτεί/διανοηθεί ως εκδοχή το αυτοδοκίμιο ως καταγραφή του εαυτού, του βιώματος, της καθημερινότητας, λέγοντας τα χρειάστηκα εννοώ μάλλον πως θαμπώθηκα, πως τα κριτήρια ποιότητος κατέρρευσαν μονομιάς, μόνο αργότερα, καιρό μετά την ανάγνωση κάπως ανασυγκροτήθηκαν και ψέλλισαν κάποιες ενστάσεις, με τον καιρό, επίσης, με τον τρόπο τους ισχυρές, τελικά. Παρέκβαση, λες και κάνω κάτι άλλο: η τήρηση αναγνωστικού ημερολογίου, βλέπε το παρόν ιστολόγιο, είναι σημαντική και γι' αυτό το χάσμα που ανακύπτει στην επιστροφή πίσω στον χρόνο, όντας οπλισμένος με όπλα νέας τεχνολογίας, ποιος ήμουν και ποιος είμαι, τι έλεγα και τι λέω, σκέφτομαι, ακόμα σε παρέκβαση, μια αδιάλειπτη και συστηματική επιστροφή και μάχη, ένα επαναλαμβανόμενα επαναπροσδιορίσιμο τι έλεγα και τι λέω, μια κειμενική διαμάχη, ένας συνεχής αναθεωρητισμός.

Αναπόφευκτα, μιλώντας άκρως υποκειμενικά, λες και γίνεται και αλλιώς δηλαδή αλλά τέλος πάντων, κείμενα όπως αυτό φλερτάρουν (ίσως και να ερωτοτροπούν με πάθος) με την επιτήδευση ή την εγκεφαλικότητα ή το εγώ του γράφοντος υποκειμένου, ίσως, σκέφτομαι τώρα, αυτό να συμβαίνει γιατί υπάρχει ως ανοιχτό επίδικο μια συγκρουσιακή συνθήκη, το δοκιμιακό υπερισχύει του εαυτού και σκοπό (ίσως) έχει να πείσει για την ορθότητά του. Νιώθω πως κάθε τι που με κάνει να σκέφτομαι με όρους μηδέν ένα, σωστό λάθος, είναι κατάλοιπο μιας μονοσήμαντης κατανόησης του κόσμου, μιας δυαδικότητας που προσπαθώ να ξεφορτωθώ βήμα το βήμα, αυτό είναι κάτι που ελπίζω να προσεταιριστώ μέσα από την ανάγνωση, την ανοιχτότητα στην εμπειρία, τη δυνατότητα ύπαρξης μιας άλλης γωνίας θέασης, τον πλουραλισμό της ανθρώπινης εμπειρίας. Το υποκείμενο που εισάγει το δικό του λήμμα για τη φιλία φλέγεται. Διατηρώ ανοιχτό το για τι/από τι φλέγεται. Σκόρπιες υποθέσεις: να κατανοήσει, να νιώσει, να αξιολογήσει, να δει, να δικαιολογήσει, να υπερβεί, να θεωρητικοποιήσει, να απολαύσει, να απαλλαγεί από τη μοναξιά ή να την επιλέξει. Όλα τα θεωρώ πιθανά, ως το τέλος, ενάντια σε κάθε μονοσημία.

Τώρα, διαβάζω το I love Dick. Το αναφέρω γιατί κάπως τα νήματα υπάρχουν, όχι άμεσα ίσως, αλλά υπάρχουν, και κυρίως έχουν να κάνουν με την επιστολική μορφή, και όσα εκείνη φέρει μαζί της από τις απαρχές της αλληλογραφίας και των πάσης φύσεως σημειωμάτων με έναν συγκεκριμένο αποδέκτη, αλλά και για την εκτεταμένη δοκιμιακή διακειμενικότητα, για την πυρετώδη αναζήτηση στη θεωρία, για την απόπειρα κατανόησης, κάπου αναφέρεται το εξής, πιστεύω αντιπροσωπευτικό και αποκαλυπτικό: «Νομίζω ότι είμαι η ιδανική σου αναγνώστρια - ή ότι, η ιδανική αναγνώστρια είναι αυτή που είναι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζει το κείμενο ψάχνοντας να βρει στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται». Θα μπορούσε, κάνοντας παιχνίδι με τις λέξεις, να ειπωθεί και ως: Νομίζω πως είσαι η ιδανική μου αναγνώστρια - ή ότι ιδανική αναγνώστρια είσαι εσύ που είσαι ερωτευμένη με τον συγγραφέα και ξεψαχνίζεις το κείμενο ψάχνοντας να βρεις στοιχεία γι' αυτόν τον άνθρωπο και τον τρόπο που σκέφτεται/αισθάνεται για σένα. Τι λέτε;

Η παρούσα, τελικά, θα είναι η ύστατη ανάρτηση πριν τη θερινή ανάπαυση, το αποφάσισα στα μισά του κειμένου αυτού, αρχικά σκεφτόμουν πως θα ήταν η προτελευταία, αφήνοντας για το τέλος μια πιο απολογιστική, πιο προγραμματική, πιο προσωπική, γεμάτη ευχές, ευχαριστίες και αποφάσεις εν όψει της νέας χρονιάς, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Διάβασα δύο φορές το λήμμα αυτό, όχι δεν τόλμησα την αγγλική εκδοχή του, και η τομή ανάμεσα στο συναίσθημα και τη σκέψη υπήρξε μια χαράδρα τρομακτικής ομορφιάς, οριακής επίσης ίσως. Και κάποιες στιγμές ψάχνουμε ή είμαστε έτοιμοι να διαβάσουμε κάτι που θα συμπυκνώνει με τον δικό του τρόπο κάτι πιο χαοτικά διάχυτο εντός μας. Και εδώ αυτό ήταν η χαράδρα αυτή ανάμεσα στο συναίσθημα, για το οποίο λίγα (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) βιωματική, και τη γνώση για την οποία πολλά (πιστεύουμε πως) μπορούμε να κάνουμε, μια διαδρομή (αμιγώς) συνειδητή. Κάθε χαράδρα τείνει στα βάθη της να καταλύει το ενδιάμεσο κενό.

Με το καλό να τα πούμε τον Σεπτέμβρη.

Εκδόσεις Periplaneta

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2025

Μπέρτα Ίσλα - Javier Marías

Ο Χαβιέρ Μαρίας, ο σημαντικότερος ίσως Ισπανός συγγραφέας των τελευταίων δεκαετιών, πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2022 στα εβδομήντα ένα του χρόνια. Το Μπέρτα Ίσλα (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδόσεις Πατάκη) υπήρξε το προτελευταίο του μυθιστόρημα.

Αντίθετα με την πλειοψηφία των προηγούμενων βιβλίων του, εδώ ο τίτλος δεν αποτελεί ευθύ δάνειο από το σαιξπηρικό corpus· Μπέρτα Ίσλα είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας, που, έφηβη ακόμα, ερωτεύτηκε και αργότερα παντρεύτηκε τον συνομήλικό της Τομάς Νέβινσον, μισό Ισπανό μισό Άγγλο, που διακρινόταν για την ικανότητά του στις ξένες γλώσσες. Μετά το σχολείο, εκείνη σπούδασε στη Μαδρίτη, ενώ εκείνος στην Οξφόρδη, όπου και τράβηξε το ενδιαφέρον των μυστικών υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου και στις οποίες εν τέλει εντάχθηκε παρά την αρχική του απροθυμία.

Η ζωή ενός κατασκόπου αναπόφευκτα χαρακτηρίζεται από μυστικά και συσκότιση, απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορεί να εναλλάσσει ταυτότητες ανάλογα με τις απαιτήσεις τής κάθε αποστολής, μια ζωή που κινείται στον αντίποδα της συντροφικότητας που –θα έπρεπε να– χαρακτηρίζει την ένωση δύο ατόμων με τον γάμο. Το Μπέρτα Ίσλα είναι μισό κατασκοπικό και μισό ερωτικό/συντροφικό μυθιστόρημα, με τα δύο μέρη πότε να επικαλύπτονται και πότε να παραμένουν ανεξάρτητα. Ο Τομάς απουσίαζε μεγάλα διαστήματα εκτός Μαδρίτης, χωρίς η Μπέρτα να γνωρίζει πού ακριβώς βρίσκεται, ενώ η επικοινωνία τους κάθε άλλο παρά σταθερή υπήρξε. Εκείνη έμενε πίσω φροντίζοντας αρχικά ένα και εν συνεχεία δύο παιδιά. Οι συναντήσεις τους, όταν λάμβαναν χώρα, μόνο ως διαλείμματα μπορούσαν να ληφθούν, εκείνος εμφανιζόταν ξαφνικά για να εξαφανιστεί στη συνέχεια ξανά.

«Για κάμποσο καιρό δεν ήταν σίγουρη αν ο άντρας της ήταν ο άντρας της, όπως κάποιος, που μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, δεν ξέρει αν σκέφτεται ή αν ονειρεύεται, αν ελέγχει ακόμα το μυαλό του ή αν έχει χάσει τον έλεγχο από την εξάντληση».

Η έντονη αντίθεση άσπρου μαύρου, με άχρηστους τους όποιους ποσοτικούς προσδιορισμούς, διακρίνει συνολικά τη ζωή των δυο τους, αλλά και συνολικά το μυθιστόρημα· αλήθεια και ψέμα, φως και σκοτάδι, συζυγική και μοναχική ζωή, ατομική και συλλογική αρένα, πραγματικότητα και φαντασία, πεποιθήσεις και ανασφάλειες, μαζί και χώρια.

Πότε στην ακτή της Μπέρτα, πότε σε εκείνη του Τομάς και πότε παντεπόπτης, ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής κρατά σταθερά το πηδάλιο. Ο τρόπος με τον οποίο ο Μαρίας συνδιαλέγεται και κινείται με άνεση ανάμεσα στο κατασκοπικό και το μυθιστόρημα ιδεών είναι μοναδικός και, εκτός από μια διακριτή δημιουργική φωνή, αποκαλύπτει και την ευρυμάθειά του ως πιστού της λογοτεχνίας, κάτι το οποίο δείχνεται περαιτέρω από τις διακειμενικές πινελιές, όπως η έντονη παρουσία του έργου του Έλιοτ. 

Η ειδολογική ποικιλία της μυθοπλασίας δεν αποτελεί δείκτη ποιότητας, κανένα είδος από μόνο του δεν ανήκει στην υψηλή ή τη χαμηλή λογοτεχνία, είναι ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία λέγεται, αλλά ούτε και η πρωτοτυπία του θέματος ή οι μεγάλες ιδέες δείχνουν κάτι από μόνες τους. Η γραφή του Μαρίας διακρίνεται από μια εγκεφαλικότητα που παραπέμπει σε παλαιότερες περιόδους, μια λογοτεχνία τοποθετημένη κάπου στην κεντρική Ευρώπη, που ωστόσο δεν έχει σκονισμένες και ταλαιπωρημένες από τον χρόνο επιφάνειες.

Ο αναλυτικός τρόπος πρόσληψης και παρατήρησης, η ανάδειξη των λεπτομερειών, αδιόρατων ίσως τη στιγμή που συνέβαιναν, καθοριστικών για την εκ των υστέρων σύνθεση της μεγάλης εικόνας, αλλά, κυρίως, οι εναλλαγές ταχύτητας, χρόνια που περνούν σε μια παράγραφο και στιγμές που διαρκούν σελίδες επί σελίδων, αποδεικνύονται καθοριστικά για την αναγνωστική εμπειρία, γιατί, σ' ένα ακόμα ζεύγος φαινομενικά ασυμβίβαστο, το Μπέρτα Ίσλα είναι ένα μυθιστόρημα ταυτόχρονα πυκνό, όπως η σπουδαία Λογοτεχνία, αλλά και καταιγιστικό, όπως μια κατασκοπική ιστορία που δεν μπορείς να αφήσεις από τα χέρια σου.

Η λογοτεχνία που υπέγραψε ο Χαβιέρ Μαρίας, όπως το σύμπαν κάθε σημαντικού λογοτέχνη, διαθέτει ευδιάκριτες σταθερές και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και αν μπορούσε να εξαντληθεί σε μια και μόνη φράση τότε αυτή θα ήταν το εναρκτήριο απόσπασμα από το Καρδιά τόσο άσπρη (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Σέλας): «Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα». Το Μπέρτα Ίσλα αποτελεί έναν γνώριμο αστερισμό στον εξοικειωμένο με το έργο του Μαρίας αναγνώστη, και, ταυτόχρονα, μια κατάλληλη πύλη πρώτης επαφής και γνωριμίας.

(Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών)

υγ. Για άλλα βιβλία του Χαβιέρ Μαρίας: για το αξεπέραστο Καρδιά τόσο άσπρη (εδώ), για τις Ερωτοτροπίες (εδώ) και για το Έτσι αρχίζει το κακό (εδώ).

Μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου
Εκδόσεις Πατάκη