Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Χρονικά των Μοτέλ - Sam Separd

Και μόνο το Παρίσι, Τέξας θα ήταν αρκετό, ναι. Παρότι δεν κυκλοφορούν λίγα βιβλία του Σέπαρντ στα ελληνικά, η γνωριμία μου μαζί του μέσω της ανάγνωσης έγινε σχετικά πρόσφατα, το 2019, μάλιστα, στο τέλος εκείνης της χρονιάς ανακήρυξα το Ο άλλος μέσα του βιβλίο της χρονιάς μου. Όμως, παράδοξο μάλλον το πώς, παρότι το όνομά του προστέθηκε με κεφαλαία, υπογραμμισμένα και έντονα γράμματα στη λίστα με τα έργα/συγγραφείς προς επιστροφή, μόλις πρόσφατα πέρασα από την ανάμνηση εκείνης της ανάγνωσης στην υλοποίηση μιας επόμενης. Ήθελα ακόμα κάτι δικό του να διαβάσω, το σκεφτόμουν έντονα, δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο του κατά νου, κάτι δικό του ήθελα, αυτό ήταν αρκετό, το εξώφυλλο επίσης. Χρονικά των Μοτέλ, λοιπόν.

Από τον τίτλο και μόνο ανέμενα μια ημερολογιακή καταγραφή, μια περιοδεία σε εξέλιξη, κινηματογραφικά γυρίσματα σε κάποιο μέρος απομονωμένο και μακρινό. Από τις πρώτες καταχωρήσεις, αυτές ναι, σε ημερολογιακή μορφή, με ημερομηνία και τόπο συγγραφής, δεν ήμουν σίγουρος για την ειδολογική κατάταξη, έρεπα προς τη συλλογή διηγημάτων, ένα ρεύμα ωστόσο εμφανιζόταν συχνά διαλύοντας τη βεβαιότητα. Από τα μισά και ύστερα περίπου πέρασα από το είδος στο υποκείμενο, τα κείμενα αυτά, πότε σε πρώτο πρόσωπο, πότε σε τρίτο, πότε ύποπτα για αυτοβιογραφία, πότε με μυθοπλαστικό μανδύα και πότε ποιήματα, ενώ κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες τρύπωναν στον ενδιάμεσο χώρο, ένιωσα πως μπορούσα να σηκώσω το βλέμμα πάνω από τη σελίδα και να παρατηρήσω τον Σέπαρντ να παρατηρεί τον κόσμο τριγύρω του σε ποικίλες συνθήκες, ένιωσα πως μπορούσα να ισχυριστώ πως αυτό, ίσως μόνο αυτό, θα μπορούσε να είναι το μύχιο ημερολόγιο ενός δημιουργού, η επικράτεια στην οποία θα αναζητούσε διάφορες απαντήσεις, το νόημα, τον εαυτό του τον ίδιο.

Μόλις το δεύτερο δείγμα δουλειάς του και όμως με περισσή αυτοπεποίθηση νιώθω πως μπορώ να αναφερθώ σε μια ειλικρίνεια διάχυτη ή τουλάχιστον, να το θέσω αλλιώς, ακόμα πιο υποκειμενικά και υποθετικά, να καταγράψω την αίσθηση –ή μήπως υποψία– της ειλικρίνειας, όχι με όρους αυτοβιογραφικούς ή ηθικής, αλλά ενός τόπου κάπου ανάμεσα στη μυθοπλασία και την προσιτή επικράτεια, προσιτή αλλά, διάολε, τόσο δυσκατάβλητη στην καταγραφή, την κατανόηση αν τυχόν έτσι το προτιμάτε, τόσους τόνους μελάνης μετά και ακόμα η γραφή –κατά πόδας και η ανάγνωση– παλεύει να δώσει μορφή και σχήμα στο τριγύρω χάος, έστω και σαν ψευδαίσθηση, έστω και μόνο ως μια ταχυδακτυλουργική πρακτική, εκεί που το τρικ είναι κρυμμένο καλά, ξέρουμε πως υπάρχει τρικ και όμως εθελοτυφλούμε, διατεθειμένοι να εκπλαγούμε που η κοπέλα δεν σφαγιάστηκε. Και αυτό που αποκάλεσα ειλικρίνεια, μη με κρίνετε παρακαλώ με όρους ορθής χρήσης της λέξης, το έκανα γιατί εδώ μιλάω για την κοινή επικράτεια στην οποία συγγραφέας και αναγνώστης συναντώνται, έχοντας αποδεχτεί, ίσως εδώ ταιριάζει η ειλικρίνεια τελικά, πως δεν γνωρίζουν πολλά, πως η συνάντηση, σε μεγάλο βαθμό τυχαία, στην επικράτεια του χάους βρισκόμαστε άλλωστε, πραγματοποιείται με τον καθένα να κουβαλάει τις δικές του αποσκευές, που ανάμεσα σε άλλα περιλαμβάνουν θραύσματα και σκαριφήματα πιθανών και ενδεχομένως λανθασμένων –αποπροσανατολισμένων– εκδοχών τού γιατί γράφουν και διαβάζουν και εκεί έγκειται η ειλικρίνεια, απέναντι στον εαυτό του υποκειμένου, ο ένας αυτό μπορεί να γράψει και ο άλλος αυτό μπορεί να διαβάσει τη δεδομένη χωροχρονική συντεταγμένη.

Παρεπόμενες υπεραξίες που καρπώθηκα ως αναγνώστης: η αύρα των μοτέλ, τόποι στο όριο του μη τόπου, ευρέως παρόντες σε πλήθος πολιτιστικών αναφορών, μιας άλλης εποχής, χωρίς προκρατήσεις και αξιολογήσεις, ενός άλλου τόπου, τεράστιου και απλωμένου, τα μοτέλ με την πινακίδα από την πρώτη μέρα να έχει χάσει κάποια λαμπάκια, θαρρείς, σ' ένα τέτοιο μια ανώνυμη καμαριέρα βρήκε τον θείο μου νεκρό, επιβεβαιώνοντας πρώτη το οριστικό, αντικρίζοντας έναν άγνωστο που πια δεν υπήρχε· ο Κάρβερ να τριγυρίζει κάπου εκεί τριγύρω, ίσως περισσότερα στην ποίηση παρά στην πρόζα, αυτή η αίσθηση κατεπείγοντος, η κραυγή χωρίς μακιγιάζ, ο έρωτας χωρίς τη θεωρία, όχι τουλάχιστον πέρα από την ανάγκη· το κρυφοκοίταγμα στο γραφείο εργασίας ενός δημιουργού, τα σπέρματα έμπνευσης παντού τριγύρω, στο απλό το καθημερινό το βίαιο το τραχύ, στις αρχές της δεκαετίας του '80, το αμερικάνικο όνειρο ήδη ξεθωριασμένο, το περιθώριο ακόμα πιο άγνωστο και μακρινό παρότι ολοένα και πιο πολύβουο μελίσσι· ίσως ακόμα και μια υποψία αναγνώρισης, ενοχής και τύψεων ενός προνομίου, κάποιος που μετέχει στη βιομηχανία του ονείρου, κάποιος που παραδέχεται, στον εαυτό του πρώτα και κύρια, πως δύσκολα θα βρει μια αγκαλιά για τα σκοτάδια του, πως σε εκείνον όλοι τη λάμψη εποφθαλμιούν, όπως τα έντομα της νύχτας την πηγή του φωτός, φως χωρίς σκοτάδι όμως δεν υπάρχει, τι στερεοτυπική αναγκαιότητα να πει κανείς κάτι τέτοιο.

Τώρα λέω πως σύντομα, όμως, πάλι η ειλικρίνεια τρυπώνει, ποιος ξέρει πότε θα διαβάσω κάτι ακόμα δικό του, προς το παρόν είναι σημαντικό να ξέρω πως υπάρχουν και άλλα βιβλία του εκεί έξω, προσιτά και σε κυκλοφορία, η υπενθύμιση πως η περισυλλογή οφείλει να φανεί προνοητική, ο τζίτζικας είδατε τι έπαθε τελικά.

υγ. Για το Ο άλλος μέσα του περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υ.υγ. Αν θέλετε να «με κεράσετε έναν καφέ», μπορείτε εδώ!
 
Μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης
Εκδόσεις Επιλογή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου