tag:blogger.com,1999:blog-72329474581441966812024-03-19T11:58:56.651+02:00NO14MENO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.comBlogger1515125tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-82233588123736980762024-03-18T07:32:00.003+02:002024-03-18T07:32:00.230+02:00Λαβίνια Σουλτς - Γεωργία Διάκου<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgsWBg3_5C9PJDYCO-59mRMFF6Y18bOrbZ5YN8mqEziTjCggXXTpR7AD-GNUcAh3HOcKIHesLFGUx3AXdqI4adQuYzFFfwZDwt5gk8HhMWeIjVQvt0MhxlYbyev2Qf7JzFjxEeldV9LHQbxMwb3kcuwslM9ScFK3uP2K1TtSfqKR9cQl3HO3R2STp9dQ2s/s3472/%CE%9B%CE%B1%CE%B2%CE%B9%CC%81%CE%BD%CE%B9%CE%B1%20%CE%A3%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%84%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgsWBg3_5C9PJDYCO-59mRMFF6Y18bOrbZ5YN8mqEziTjCggXXTpR7AD-GNUcAh3HOcKIHesLFGUx3AXdqI4adQuYzFFfwZDwt5gk8HhMWeIjVQvt0MhxlYbyev2Qf7JzFjxEeldV9LHQbxMwb3kcuwslM9ScFK3uP2K1TtSfqKR9cQl3HO3R2STp9dQ2s/w400-h400/%CE%9B%CE%B1%CE%B2%CE%B9%CC%81%CE%BD%CE%B9%CE%B1%20%CE%A3%CE%BF%CF%85%CE%BB%CF%84%CF%82.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Ο Θ. ξέρει. Ανάμεσα σε άλλα και πώς να σου προτείνει ένα βιβλίο, πώς, για την ακρίβεια, να το φέρνει ξάφνου ψηλά, ψηλότερα απ' όλα, στη στοίβα σου χωρίς να παρακάμπτει την (ψευδ)αίσθηση πως αυτό αποτελεί προϊόν της δικής σου ελεύθερης βούλησης, ιερής για τον αναγνώστη. Ξέρει, επίσης, πως η λάμψη στα μάτια αρκεί. Διάβασα ένα πολύ ωραίο βιβλίο, λέει, τα μάτια του προσθέτουν επιπλέον θαυμαστικά, δεν αναλώνεται σε λεπτομέρειες ικανές να αποπροσανατολίσουν και να γεννήσουν προσδοκίες ή επιφυλάξεις, αδιαφορεί να επιδείξει τη δική του ανάγνωση, όσα λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο, το βιβλίο το ίδιο θα απαντήσει, αν απαντήσει, η ανάγνωση θα καλύψει τα όποια κενά, αν τα καλύψει, δεν ασκεί πίεση, δεν γίνεται φορτικός και ανυπόμονος, μοιράζεται και έτσι εκπληρώνει το καθήκον του, η μπάλα, τότε, περνάει στα δικά σου χέρια. Έτσι έγινε και ετούτη τη φορά.</p><p style="text-align: justify;">Μόνο τυχαία θα διάβαζα το βιβλίο αυτό. Η υπερπαραγωγή είναι τέτοια που αναπόφευκτα κάποια βιβλία χάνονται, όσο γρηγορότερα το αποδεχτεί κανείς, τόσο το καλύτερο. Επιπλέον, πίστευα πως οι εκδόσεις Θράκα ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με την ποίηση, γεγονός που για χρόνια τις κρατούσε εκτός του προσωπικού μου ραντάρ. Ας είμαι ειλικρινής, δεν κοστίζει και τόσο αυτή η ρωγμή στη γαματοσύνη και την εικόνα του δυνατού αναγνώστη, αν δεν ήταν εκείνος ίσως να μη διάβαζα ποτέ το βιβλίο αυτό, και θα ήταν ένα μεγάλο κρίμα, παρότι δεν θα το γνώριζα. Αφιερωμένο στον Θ. το κείμενο αυτό, πώς αλλιώς;</p><p style="text-align: justify;">Η Διάκου προέρχεται από το μετερίζι της ποίησης, στις αποσκευές της έχει δύο ποιητικές συλλογές. Αυτό είναι εμφανές από την πρώτη κιόλας παράγραφο του μικρού αυτού μυθιστορήματος, όταν συστήνει στον αναγνώστη τη Λαβίνια Σουλτς: «Εγώ είμαι αυτή, ο χορός του ζευγαριού, ένα μεγάλο λευκό κεφάλι με κορδέλες να κρέμονται στα αφτιά. Γεννήθηκα στο Λούμπεν, μεγάλωσα μέσα σε αυτό που δεν είχα. Βουνά γεμάτα χιόνι και μια πείνα που κάνει τα κόκαλά μου να τρίβονται όταν σηκώνω τα χέρια μου και ζωγραφίζω τον Βάλτερ και το μωρό». Η Λαβίνια Σουλτς υπήρξε ένα πραγματικό πρόσωπο, γεννήθηκε στο Λούμπεν το 1896, σπούδασε μουσική, χορό και ζωγραφική. Δεν τη γνώριζα, για μεγάλο μέρος της ανάγνωσης πίστευα πως είναι ένα μυθοπλαστικό αποκύημα, με αφηγηματική υπόδειξη τσέκαρα το όνομά της στο διαδίκτυο.</p><p style="text-align: justify;">Ο αφηγηματικός τρόπος της εξιστόρησης είναι καθηλωτικός, το ποιητικό στοιχείο αναδεικνύει και δεν βαραίνει αυτή τη μεταμοντέρνα βιογράφηση, που στον πυρήνα της είναι ένας διάλογος της συγγραφέως με την από χρόνια νεκρή Σουλτς. Μια απόπειρα κατανόησης και ένωσης των νημάτων που η χρονική απόσταση με φειδώ προσφέρει, μια σειρά από ερωτήματα που γυρεύουν απάντηση σχετικά με τη θηλυκότητα, τη μητρότητα, τον έρωτα, την απομάγευση και τη δημιουργία. Πώς είναι να είσαι η Λαβίνια Σουλτς; Η Διάκου, ωστόσο, πετυχαίνει κάτι σημαντικό, δεν εγκλωβίζεται στο στενό σώμα της βιογραφίας, το πραγματολογικό αλληλοσυμπληρώνεται με το φανταστικό, η μυθοπλασία με τον ρεαλισμό, η ποίηση με το ντοκουμέντο, σ' ένα αποτέλεσμα εμπνευσμένο, εντός του οποίου υπάρχει και ο απαραίτητος χώρος για το προσωπικό, χωρίς να περισσεύει και να βιάζεται η παρουσία του.</p><p style="text-align: justify;"></p><div style="text-align: justify;"><blockquote>Η Λαβίνια αγγίζει, αλλάζει, διαστρεβλώνει, μπερδεύει, σκίζει, εγκολπώνει, αφηγείται, καταστρέφει, δημιουργεί, χορεύει, ρεύεται, κρυώνει, πεινάει, περπατάει, πέφτει, φωνάζει, σημειώνει, κλαίει, ράβει, ξυπνάει, μαγειρεύει, χάνεται, διορθώνει, ανεβαίνει, κλείνει, ζωγραφίζει, πονάει, παρακαλεί, κοιμάται, ανακαλύπτει, κατασκευάζει, πληγώνεται, θυμάται. Βάζε στη σειρά τα ονόματα των φίλων της και κολλάει ένα λουλούδι από τα μυστικά που ζούνε κάτω από την επιφάνεια του χιονιού. Ζούνε μια ολόκληρη ζωή στον πάγο και όταν λιώνει έχουν ήδη διαλυθεί στο χορτάρι και τη λάσπη του Μαρτίου.</blockquote></div><p></p><p style="text-align: justify;">Μια βιογράφηση, έστω και λοξή, μυθοπλαστικά παιγνιώδης όπως αυτή, θα παρέμενε εξίσου λειψή αν έλειπε το περιβάλλον εντός του οποίου διανύθηκαν τα μέτρα της ζωής. Η Διάκου το ξέρει και συμπληρώνει την εικόνα της Σουλτς με όσα συνέβαιναν στον κόσμο τότε, δίνει τις συντεταγμένες από τις οποίες αντλούν οι απαντήσεις στα ερωτήματα, τις συνθήκες που θέτουν τον πήχη της ύπαρξης και της τριβής με το περίβλημα, που διαμορφώνουν το ατομικό, περιορισμοί που η ασφυξία που προκαλούν μεγαλώνει τα πνευμόνια, καλέμι και σφυρί που πληγώνουν για να αναδείξουν την ομορφιά. Και αυτός ο έξω κόσμος αναδεικνύει τη συντήρηση παρά την όποια πρόοδο στο σήμερα, εκατό και βάλε χρόνια μετά το πέρασμα της Σουλτς από τον κόσμο τούτο.</p><p style="text-align: justify;">Με διάφορα επίπεδα και πλείστες γωνίες θέασης, το μυθιστόρημα αυτό δεν υποκύπτει στην όποια υπόνοια μιας στρατευμένης γυναικείας γραφής, δεν υποτάσσεται στις ευκολίες της καταγγελίας, δεν είναι ένα μανιφέστο άψυχο και άνευρο, αλλά λογοτεχνία πολύ υψηλής στάθμης. Η φιλοδοξία είναι εμφανής και σε μεγάλο βαθμό εκπληρωμένη, η μετάπλαση ενός ψυχρού βιογραφικού υλικού σε πρόζα που κοχλάζει σε υψηλές θερμοκρασίες πετυχημένη και με το παραπάνω. Η οδός μέσω της οποίας η αρχική έμπνευση μετατρέπεται σε μυθιστόρημα προσφέρει στον αναγνώστη ένα ιδιότυπο κοίταγμα στο εργαστήρι της συγγραφέως, στο πώς γεννήθηκε και πώς μεγάλωσε αυτή η αφήγηση, ποιες ανάγκες κάλυψε και ποιες αποφάσεις την καθόρισαν, ποιος είναι ο τρόπος της να κοιτάζει και να ερμηνεύει τον κόσμο, ποια είναι η σχέση της συγγραφέως με την τέχνη και τους δημιουργούς, μια σχέση γεμάτη από ευγνωμοσύνη και ανάγκη για ανταπόδοση του δώρου.</p><p style="text-align: justify;">Επανέρχομαι, κλείνοντας, στην ικανότητα της Διάκου, στον αφηγηματικό της τρόπο που παραμένει σε εντυπωσιακά ύψη καθ' όλη τη διάρκεια, σαν όλο αυτό να βγήκε με μια και μόνη ανάσα, χωρίς να ξεμένει από καύσιμη ύλη, χωρίς να υποφέρει από μανιέρα και εγκεφαλικότητα, χωρίς να βιάζει το συναίσθημα, χωρίς να χρησιμοποιεί το ποιητικό για να λιγώσει τον αναγνώστη και να θολώσει τα νερά, χωρίς τον ναρκισσισμό ενός εγώ, αλλά με διάθεση να παραχωρήσει τη σκηνή στην ηρωίδα της. Βιβλίο που διαβάζεται ξανά και ξανά. Αναπάντεχα εντυπωσιακό.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Από τις πρώτες σελίδες ένιωθα μια ευκρινή διακειμενική σύνδεση με την σπουδαία Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, όχι μόνο στον αφηγηματικό τρόπο αλλά και με την ίδια τη Λαβίνια Σουλτς. Περισσότερα για τη Μπάχμαν θα βρείτε <a href="http://no14me.blogspot.com/2013/11/ingeborg-bachmann.html" target="_blank">εδώ</a>. Επίσης, από τα βάθη της μνήμης αναδύθηκε ένα βιβλίο που όταν το είχα διαβάσει ενθουσιάστηκα: <i>Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον</i> του Χρήστου Χρυσόπουλου, πίσω στο 2010, έγραφα <a href="http://no14me.blogspot.com/2010/11/blog-post_28.html" target="_blank">αυτό</a>. <br /></p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Θράκα<br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-17868944691872235252024-03-14T07:32:00.001+02:002024-03-14T07:32:00.124+02:00Αρμάν - Emmanuel Bove<p style="text-align: justify;"></p><div style="text-align: justify;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnJLKG9yR4lQWrI_a9xhvaf2ueG9R4UwCg8CmgGNSEmhuVoR2FOHEVtmJK9qPtddkuPBWPYSlAJVaBHWongsKU2chHsE22Yxa2_1z24IWuq7-fZonLe0_VNo979eN6vgbya_uRA52UaAwJ83irGgixtwaJ_Ge3R8aJnSrImTHK_TD1OEiPOD6cG2rIwak/s3472/%CE%91%CF%81%CE%BC%CE%B1%CC%81%CE%BD.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnJLKG9yR4lQWrI_a9xhvaf2ueG9R4UwCg8CmgGNSEmhuVoR2FOHEVtmJK9qPtddkuPBWPYSlAJVaBHWongsKU2chHsE22Yxa2_1z24IWuq7-fZonLe0_VNo979eN6vgbya_uRA52UaAwJ83irGgixtwaJ_Ge3R8aJnSrImTHK_TD1OEiPOD6cG2rIwak/w400-h400/%CE%91%CF%81%CE%BC%CE%B1%CC%81%CE%BD.jpg" width="400" /></a></div></div><div style="text-align: justify;"><p></p><blockquote>Ήταν δώδεκα η ώρα. Λόγω του ψύχους ο ήλιος έμοιαζε μικρότερος. Τα τζάμια και οι βιτρίνες δεν αντανακλούσαν τις αχτίδες του. Την προσοχή μου, όπως των παιδιών, τραβούσε ό,τι κινούνταν. Πού και πού χάιδευα το κεφάλι κάποιου αλόγου, στο μέτωπο, για να μη με δαγκώσει. Περπατούσα σε έναν δρόμο τόσο στενό, που τα μαστίγια των αμαξών με ακουμπούσαν στο πέρασμά τους, όταν ένα χέρι με άγγιξε στον ώμο. Το κοίταξα για μια στιγμή κι έπειτα γύρισα. Ήταν ο Λουσιέν.</blockquote></div><p></p><p style="text-align: justify;">Έτσι ξεκινά αυτό το μικρό σε έκταση μυθιστόρημα του Εμμανουέλ Μποβ, που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Φοίβου Μπότση. Το μακρινό πια 1988 είχε εκδοθεί –μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Όμβρος– το πρωτόλειο έργο του, <i>Οι φίλοι μου</i>, το οποίο, σύμφωνα με τη βιβλιονέτ κυκλοφορεί! Το <i>Αρμάν</i> είναι ένα βιβλίο που τηρουμένων των αναλογιών συζητήθηκε αρκετά και μάλιστα με λόγια επαινετικά, ένα ακόμα βιβλίο που για καιρό βρέθηκε στη στοίβα με τα προσεχώς, για να εξέλθει ένα πρωί που είχα διάθεση να διαβάσω ένα βιβλίο μια και έξω.</p><p style="text-align: justify;">Στις πρώτες αυτές γραμμές, δεν περιλαμβάνεται μόνο η αναφορά στο περιστατικό που θα πυροδοτήσει την πλοκή, τη συνάντηση, δηλαδή, του πρωτοπρόσωπου αφηγητή Αρμάν με έναν φίλο από τα παλιά, αλλά δίνεται και ένα πρώτο σκαρίφημα του τρόπου με τον οποίο ο Αρμάν ζει και άρα και του χαρακτήρα του, ένας αργόσχολος τύπος που κινείται νωχελικά μέσα στα στενά της πόλης και την προσοχή του, όπως των παιδιών, έλκει ό,τι κινείται, ενώ καθίσταται σαφής και ο χωροχρόνος, μια χειμωνιάτικη μέρα με αδύναμο φως, μια πόλη χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πέρα από την κίνηση των δρόμων. Ο Μποβ δεν καθυστερεί, όχι μόνο ως προς την προώθηση της πλοκής, αφού πιάνει να ξετυλίγει το νήμα από την πρώτη κιόλας στιγμή, αλλά και ως προς το φανέρωμα του αφηγηματικού ύφους, ο κοφτός και λιτός λόγος, η αποφυγή της όποιας λογοτεχνίζουσας φιοριτούρας. Αργότερα, η απουσία εκτεταμένων διαλογικών μερών θα έρθει σε ευθεία σύγκρουση με την αίσθηση θεατρικού κειμένου που η ανάγνωση γεννά. <br /></p><p style="text-align: justify;">Η συνάντηση των δύο παλιών φίλων αναδεικνύει τα διαφορετικά μονοπάτια που ακολούθησαν. Εδώ και έναν χρόνο, ο Αρμάν συζεί με τη Ζαν, μεγαλύτερή του και όχι ιδιαίτερα όμορφη, όχι στα μάτια του τουλάχιστον, και αυτό το γεγονός τον απάλλαξε από μια καθημερινότητα γεμάτη στερήσεις και φτώχεια. Καμία μαγεία, κανένα πάθος, πρακτικός οπορτουνισμός, ένα ενστικτώδες εγχειρίδιο επιβίωσης σ' έναν κόσμο με τα προνόμια άνισα μοιρασμένα, καμία ισχυρή θεωρία και ιδεολογία για υπόστρωμα. Ο Λουσιέν, αντίθετα, δεν στάθηκε το ίδιο τυχερός(;). Η συνάντησή τους θα προκαλέσει στον Αρμάν μια ενοχή φιλανθρωπικής υφής, θα νιώσει πως κάτι πρέπει να κάνει για τον παλιό του φίλο, θα τον καλέσει στο σπίτι για γεύμα, θα σκεφτεί πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει μια δουλειά, να ξεφύγει από τη μίζερη πραγματικότητά του που ο πιθανός καρπός της υπεραξίας της θα εντείνει, ας μη γελιόμαστε, τη θέση ισχύος του. Έτσι ξεκινά η ιστορία αυτή, που διαδραματίζεται αρκετά συνοπτικά και σε διάστημα έξι ημερών, μέσα στις οποίες θα συμβούν κάποια γεγονότα τα οποία θα εκτροχιάσουν την πρόσφατα τοποθετημένη σε ράγες πορεία της ζωής του Αρμάν.</p><p style="text-align: justify;">Το <i>Αρμάν</i> είναι ένα από τα πολλά εκείνα μυθιστορήματα που το ενδιαφέρον τους δεν εντοπίζεται στο περιεχόμενο της ιστορίας, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτή κατασκευάζεται και παρουσιάζεται. Θα αρκούσαν ελάχιστες γραμμές για να συνθέσει κανείς μια πλήρη περίληψη της υπόθεσης, ωστόσο, και παρά τον αναπόφευκτο σκεπτικισμό, η ανάγνωση δεν θα υπέφερε έντονα από αυτή την πρότερη γνώση. Ο Μποβ δεν κάνει κάτι το εντυπωσιακό στο μάτι, ειδικά για τον σημερινό αναγνώστη, αυτή η διαπίστωση είναι, όπως φαντάζεστε, μάλλον φαινομενική και επιφανειακή. Η καταγωγή τού συγγραφέα είναι ρωσική, παρότι γεννήθηκε και έζησε στη Γαλλία, και αυτό είναι κάτι το οποίο περνάει και στην πρόζα του, στον τρόπο με τον οποίο κινεί τον αντιήρωα και αφηγητή του στην σκακιέρα της πεζής καθημερινότητας, γεμάτης από μικρογεγονότα ελάχιστης πρωτοτυπίας και επ' ουδενί συγκλονιστικών, με την ανία και τον ντετερμινισμό να κυριαρχούν, πετυχαίνοντας, ωστόσο, να αποδειχτεί ένας σπουδαίος, στυλίστας, παρότι χαμηλόφωνος, χωρίς ανάγκη για κενοφανή και πρόσκαιρο εντυπωσιασμό.<br /></p><p style="text-align: justify;">Και είναι αυτός ο τρόπος του Μποβ που ασκεί την απαραίτητη γοητεία στον αναγνώστη ώστε στιγμή να μη σκοντάψει στην κοινότοπη και αδιάφορη ιστορία του Αρμάν, να μη δυσφορήσει παρά με τον ίδιο τον Αρμάν και την απάθεια με την οποία πορεύεται, ένας εν αγνοία του πρόδρομος του υπαρξισμού, αναπόφευκτα διαμορφωμένος από τις μεσοπολεμικές συνθήκες, ένας ιδιότυπος ρεαλισμός χωρίς αγωνία υψηλών ιδεών και παθών. Εκείνο που, περισσότερο και από την πρόζα του Μποβ, με εξέπληξε ήταν η επιλογή του τίτλου. Εξηγούμαι: μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που περιλαμβάνει και καθιστά διακριτή την απόσταση συγγραφέα και αφηγητή δεν έχει κάτι το αυτοδύναμα ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί ένα συχνότατο λογοτεχνικό εύρημα. Η επιλογή όμως του συγγραφέα να δώσει στο μυθιστόρημά του για τίτλο το όνομα του αφηγητή αποτέλεσε μια ιδιαιτέρως λειτουργική επιλογή, καθώς επέτεινε το αίσθημα του κενού ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, καθιστώντας τον Αρμάν ακόμα πιο εγωκεντρικό, τονίζοντας περαιτέρω την αντίφαση με τον απαθή χαρακτήρα του, που ελάχιστα κινητοποιείται από τα γεγονότα της ζωής, όντας ανά πάση στιγμή έτοιμος να βολευτεί στην πιο προσιτή ευκολία. Ο Αρμάν είναι ένας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας παρά το ελάχιστο εμφανές βάθος του, ένας αντιήρωας στιγμές στιγμές εκνευριστικά αδιάφορος και ελάχιστα, ως καθόλου, λογοτεχνικός.</p><p style="text-align: justify;">Δεν ξέρω με ποια εργαλεία θα μπορούσε κανείς να υπεραμυνθεί της αναγνωστικής αίσθησης πως το <i>Αρμάν</i> ανήκει στο σώμα της καλής λογοτεχνίας σε πείσμα των μάλλον αντιλογοτεχνικών, κατά κάποιο τρόπο, συστατικών του μυθιστορήματος· η εξειδικευμένη γνώση εκείνης της λογοτεχνικής εποχής αλλά και του κοινωνικοπολιτικού της περιβάλλοντος σίγουρα θα πρόσφερε κάποια πρώτα νήματα περιήγησης. Και είναι αυτή η άγνωστη γη που επέτεινε μέσα μου το έντονο αναγνωστικό συναίσθημα, η αδυναμία αιτιολόγησης και εντοπισμού μιας ευδιάκριτης σχέσης αιτίου αιτιατού. Ακόμα και μετά την ανάγνωση του πλουσιοπάροχου επίμετρου, που περιλαμβάνει σύγχρονες με το έργο κριτικές προσεγγίσεις, το ερώτημα παραμένει: τι ήταν εκείνο που ανάμεσα στις λέξεις και στα παρασκήνια της κατασκευής χάριζε αναγνωστική απόλαυση και έτρεφε την προσοχή και το ενδιαφέρον σε κάτι που –τελικά– φαινομενικά –και μόνο– έμοιαζε να είναι λογοτεχνικά απλό και ίσως παρωχημένο;</p><p style="text-align: justify;">Εκτός από την απόλαυση που η καλή λογοτεχνία απλόχερα προσφέρει, αυτή η ανάγνωση συνοδεύτηκε και από μια διαρκώς παρούσα όχληση, πέρα από την προφανή που σχετίζεται με την απάθεια του Αρμάν, επίσης μάλλον αδύνατο να διευκρινιστεί και να αποκοπεί με χειρουργική ακρίβεια. Όχληση που στα μάτια μου δικαιολογεί και δικαιολογείται μόνο από την παράδοξη αίσθηση συγχρονίας, παρά τη χρονική απόσταση του τότε με το σήμερα, αφού ο Αρμάν και ο κόσμος του έχουν κάτι το –αν και αδιευκρίνιστο– οικείο, γεμάτο από απομάγευση και μη προφανή λογοτεχνικότητα, που, παρότι ισχυριζόμαστε πως είναι κάτι που το γνωρίζουμε καλά και το ζούμε καθημερινά στο πετσί μας, η ρεαλιστική αναφορά σε αυτό δεν παύει να μας ενεργοποιεί αμυντικά αντανακλαστικά άρνησης και απόρριψης, κρυμμένα καλά πίσω από μια δήθεν άτεγκτη λογοτεχνική αισθητική και θεωρία. </p><p style="text-align: justify;">Μια ιδιόμορφη και πολυεπίπεδη δήλωση ήττας και αποδοχής ενός κόσμου ελάχιστα λογοτεχνικού, αυτό νιώθω πως ήταν το μυθιστόρημα αυτό για μένα, με τον Μποβ απρόθυμο να ποτίσει το ξερό και άγονο έδαφος, να μακιγιάρει και να ρετουσάρει, να παραπλανήσει με όμορφα και ηρωικά λόγια και κατορθώματα τον εαυτό του και τον αναγνώστη. Η αναγνωστική επίγευση είχε κάτι από το <i>Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.</i></p><p style="text-align: justify;">υγ. Για το μυθιστόρημα του Σελίν περισσότερα <a href="http://no14me.blogspot.com/2020/11/celine.html" target="_blank">εδώ</a><i>, </i>θυμήθηκα και τον <i>Αρμάντ Β.</i> του Νταγκ Σούλστα <a href="https://www.efsyn.gr/nisides/anoihto-biblio/295000_yposimeioseis-gia-aneipoto" target="_blank">εδώ</a>.<i> </i><br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Φοίβος Μπότσης</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Καστανιώτη<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-53174463501414717142024-03-11T07:33:00.001+02:002024-03-11T07:33:00.121+02:00Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων - Mohamed Mbougar Sarr<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjKKoyMWBm1Nc4_llWzQcFqu25WxiniByPlxZfBkvF1GziKwGH90C2G5W5zu5SIZo5y2wLkFdV77-QRDIVT7H4I5-jkO13CCRsjriQhN5z6DWQcy4-z2n6NPRqv5i-N_OU0ndcyLu_jjSEbNjM92bXHj23FxXpCLIyYtiNGBOOE_cKZzhatUgqrlrwFMG4/s3198/%CE%97%20%CF%80%CE%B9%CE%BF%20%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CC%81%20%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CC%81%CE%BC%CE%B7%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CC%81%CF%80%CF%89%CE%BD.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3198" data-original-width="2836" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjKKoyMWBm1Nc4_llWzQcFqu25WxiniByPlxZfBkvF1GziKwGH90C2G5W5zu5SIZo5y2wLkFdV77-QRDIVT7H4I5-jkO13CCRsjriQhN5z6DWQcy4-z2n6NPRqv5i-N_OU0ndcyLu_jjSEbNjM92bXHj23FxXpCLIyYtiNGBOOE_cKZzhatUgqrlrwFMG4/w355-h400/%CE%97%20%CF%80%CE%B9%CE%BF%20%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CC%81%20%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CC%81%CE%BC%CE%B7%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CC%81%CF%80%CF%89%CE%BD.jpg" width="355" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Το μυθιστόρημα αυτό, <i>Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων</i>, με ένα βραβείο Γκονκούρ και μεταφράσεις σε αρκετές γλώσσες στις αποσκευές του, για κάποιο λόγο δεν μου γέμιζε το μάτι για καιρό. Υποθέτω, γιατί μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τις αυθαίρετες κρίσεις μας, πως αυτό σε κάποιο βαθμό οφειλόταν στην αφρικανική καταγωγή του συγγραφέα –ο Σαρ γεννήθηκε στη Σενεγάλη το 1990 και πλέον ζει στη Γαλλία–, αφού η λογοτεχνία της Μαύρης Ηπείρου δεν είναι του γούστου μου εξαιτίας του κινδύνου για εξωτισμό, στον οποίο έχω δυσανεξία. Ακόμα λιγότερα γνωρίζω για το γιατί ξαφνικά ένιωσα την επιθυμία να το διαβάσω, ο παραλληλισμός με τον τρισμέγιστο Μπολάνιο θα μπορούσε να έχει διπλή, αντιθετική, επίδραση. </p><p style="text-align: justify;">Εκκρεμεί, εδώ και καιρό, ένα κείμενο που θέλω να γράψω για την ενεργητική φύση της ανάγνωσης, για τον υποκειμενικό χαρακτήρα της, για τη συχνά απροσδιόριστης προέλευσης γεύση που αφήνει στον ουρανίσκο, για το πόσα πράγματα μπορούμε να μάθουμε για εμάς τους ίδιους, για τις βεβαιότητές μας που συγκρούονται μετωπικά με καλοχτισμένους τοίχους, τις προσδοκίες που για κάποιο λόγο επιβεβαιώνονται ή όχι, για τα πεπερασμένα εργαλεία που η φιλολογία προσφέρει, για τη δυσδιάκριτη διαφορά ανάμεσα σε ένα καλό βιβλίο και σε ένα βιβλίο που μας άρεσε πολύ και σε ένα άλλο που παρότι καλογραμμένο και τεχνικά άρτιο δεν λειτούργησε για εμάς. Άλλο κείμενο όμως είναι αυτό.</p><p style="text-align: justify;">Από τις πρώτες κιόλας σελίδες αυτής της ανάγνωσης, ήμουν σχεδόν βέβαιος πως είχα να κάνω με ένα σπουδαίο βιβλίο, η πολυσέλιδη μορφή του υποσχόταν μια παράλληλη πραγματικότητα, που συχνά αποτελεί για μένα αναγνωστικό ζητούμενο, και μάλιστα διάχυτη από λογοτεχνία, γεμάτη από επινοημένους συγγραφείς, έργα και κριτικές· μια αχόρταγη ανάγνωση διαγραφόταν στον ορίζοντα των προσδοκιών.</p><p style="text-align: justify;">Ο νεαρός Σενεγαλέζος συγγραφέας Ντιεγκάν Λατύρ Φέιγ, πιθανό, ως ένα βαθμό, άλτερ έγκο τού Σαρ, ανακαλύπτει στο Παρίσι το 2018, ένα βιβλίο θρύλο, <i>Ο λαβύρινθος του απάνθρωπου</i>, που εκδόθηκε το 1938 από έναν μικρό οίκο. Σύντομα τα ίχνη τού συγγραφέα Τ.Σ. Ελιμάν χάθηκαν, το βιβλίο κατηγορήθηκε για εκτεταμένη λογοκλοπή ολόκληρων αποσπασμάτων και οι εκδότες σύρθηκαν σε δίκες από συγγραφείς και κληρονόμους, που απαίτησαν και έλαβαν χρηματικές αποζημιώσεις, γεγονός που οδήγησε σε χρεοκοπία τον εκδοτικό οίκο. Ο Φέιγ, αφού διαβάσει το βιβλίο, θα αναζητήσει με εμμονή και επιμονή τα ίχνη του συγγραφέα.</p><p style="text-align: justify;">Κάποτε η βιβλιοφιλική λογοτεχνία ήταν για μένα μια κατηγορία ασφαλούς ψυχαγωγίας, κυρίως για την αγάπη που τη χαρακτήριζε, αυτό το κοινό πάθος που ένιωθα να με συνδέει με τον συγγραφέα. Κορυφαίος εκπρόσωπος της κατηγορίας αυτής είναι ο Ενρίκε Βίλα Μάτας, σταθερά πιστός στην αναγνωστική εμμονή. Τώρα πια, εδώ και χρόνια, η κατηγορία αυτή έχει αλωθεί από δεκάδες μέτρια και εύπεπτα βιβλία, καθώς συγγραφείς και εκδοτικοί οίκοι εντόπισαν ένα μερίδιο στην αγορά του βιβλίου και έσπευσαν να το καλύψουν. Έτσι, η αγάπη για τη λογοτεχνία, βασικό συστατικό τής κατηγορίας αυτής, μετατράπηκε σε περιθώριο κέρδους, πρόσφορο έδαφος για το μάρκετινγκ, μια κερκόπορτα που τα βιβλία αυτοβοήθειας βρήκαν ώστε να φορέσουν έναν λογοτεχνικό μανδύα, ένα πρόσχημα ώστε να επαναλάβουν για πολλοστή φορά κλισέ γεμάτα στερεοτυπία.</p><p style="text-align: justify;">Το λέω αυτό γιατί <i>Η πιο μυστική μνήμη των ανθρώπων</i> είναι ένα βιβλιοφιλικό βιβλίο, με τον τρόπο που αρκετά σπουδαία βιβλία είναι, με τη λογοτεχνία, όπως στα έργα του Μπολάνιο για παράδειγμα, να αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου, σε μια εποχή που η απομάγευση κυριαρχεί ολοκληρωτικά, ακόμα και εντός του λογοτεχνικού σώματος. Αν το γνώριζα εκ των προτέρων, τότε θα είχα ακόμα μια ισχυρή επιφύλαξη, απέναντι στο μυθιστόρημα του Σαρ, ο κίνδυνος για εξωτισμό θα συναντούσε εκείνον μιας πιθανής επίφασης λογοτεχνικού πάθους. Ο συγγραφέας δεν χρειάζεται παρά ελάχιστες σελίδες, ή ίσως γραμμές, για να καταστήσει σαφή την εμμονή που το μυθιστόρημα του Έλιμαν γέννησε στον Φέιγ.</p><p style="text-align: justify;">Άλλο τόσο λίγο απαιτήθηκε ώστε να φανερωθεί η συγγραφική φιλοδοξία του Σαρ να γράψει ένα σπουδαίο βιβλίο που όχι μόνο δεν κρύβει τις επιρροές του αλλά τις καθιστά οργανικό στοιχείο της κατασκευής. Η επιρροή είναι μια ακόμα λέξη που η χρήση της διαστρεβλώνεται ολοένα και πιο πολύ, σε σημείο τέτοιο που να φέρει αρνητικό φορτίο, επιπλέον νερό πέφτει στον μύλο της παρθενογένεσης, μύλος που ακόμα και για τον ήρωα του Θερβάντες θα έμοιαζε γελοίος, ένας εχθρός που δεν γεννά πρόκληση μάχης. Ξεχνάμε ή τείνουμε να ξεχνάμε πως οι συγγραφείς είναι ή αναμένεται να είναι λογοτεχνικά πρεζάκια, και πως αυτό αποτελεί έναν κοινόχρηστο κήπο.</p><p style="text-align: justify;">Ο Σαρ, λοιπόν, εξυψώνει εξ αρχής την αναζήτηση του Φέιγ σε δυσθεώρητα ύψη, χωρίς να προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη για τη σημασία που λαμβάνει για τον συγγραφέα η αναζήτηση του νήματος που η ανάγνωση ενός εξαντλημένου, αν και θρυλικού, βιβλίου γεννά από τη μια στιγμή στην άλλη. Η επιθυμία του Φέιγ να γίνει συγγραφέας, η κοινή καταγωγή με τον Ελιμάν, το μυστήριο σχετικά με τη γέννηση του έργου και την εξαφάνιση του συγγραφέα του, είναι αρκετά για να οδηγήσουν τον αφηγητή στον λαβύρινθο αυτόν. Η αγωνία του να φτάσει ως τον Μινώταυρο χτίζεται αργά και σταθερά, όσο περισσότερο περιδιαβαίνει τα αδιέξοδα στενά και διέρχεται ξανά και ξανά από τα ίδια σημεία, τόσο η εμμονή του θρέφεται.</p><p style="text-align: justify;">Ο Σαρ δεν μένει ικανοποιημένος από το εύρημά του, δεν του είναι λογοτεχνικά αρκετό, εδώ ξεμακραίνει από το παραπάνω περιγραφέν επιφανειακό μονοπάτι της βιβλιοφιλίας. Δημιουργεί συνεχείς αντανακλάσεις, μέσα από τις οποίες καθρεφτίζεται η συγγένεια των συγγραφέων που εμφανίζονται, ακόμα και ως αναζητούμενοι, τα ερωτήματα και τα εμπόδια της γραφής, η συνέχεια της ανθρώπινης δημιουργίας εντός ενός ευρύτερου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος. Το κεντρικό εύρημα, η αναζήτηση του Ελιμάν, δεν βαραίνει το μυθιστόρημα, το αντίθετο συμβαίνει, αφού αποτελεί μια διαρκή πηγή ενέργειας για την προώθηση ή την καταβύθιση, αν προτιμάτε. Η στερεοτυπική υποδοχή της αφρικανικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, το ζητούμενο του εξωτισμού δηλαδή, ο ρατσισμός που αλλάζει ρούχα για να πείσει για την προοδευτικότητά του, η σχέση των κυρίαρχων χωρών απέναντι στις αποικίες που πια είναι αναπτυσσόμενες χώρες, η επέκταση του πολιτισμικού προνομίου, η ελεημοσύνη απέναντι στους φτωχούς μαύρους, η αποδοχή ανά διαστήματα κάποιων εξ αυτών, η βράβευση και τα όρια εντός των οποίων αναμένεται να κινηθούν, αλλά και εξωλογοτεχνικά στοιχεία, όπως το κακό, η σχέση με το παρελθόν, με την οικογένεια, η προαιώνια ανάγκη που ωθεί ανθρώπους να διασχίζουν με πιρόγες τη μεγάλη θάλασσα αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο, οι επαναστάσεις που δύσκολα οργανώνονται και εύκολα συντρίβονται, η σεξουαλικότητα, η ανάγκη για αγάπη και αποδοχή, η φήμη, η άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στη φιλοδοξία και την αναγκαιότητα της γραφής, το μεταφυσικό ενάντια στο σκιάχτρο του ορθολογισμού, η εκ γενετής δίψα μας για ιστορίες, η ακόρεστη πείνα για μεγάλες αφηγήσεις στην εποχή της ταχύτατης παραγωγής και κατανάλωσης.</p><p style="text-align: justify;">Ο τίτλος του μυθιστορήματος αποτελεί, όπως η προμετωπίδα δείχνει, μπολανικό δάνειο από τους <i>Άγριους Ντετέκτιβ</i>, αν και η ακριβής μετάφραση του Κώστα Αθανασίου στην ελληνική έκδοση είναι: «η πιο μύχια ανάμνηση των ανθρώπων». Η επιρροή του Μπολάνιο, παρότι το όνομά του δεν αναφέρεται, αντίθετα με άλλον σπουδαίων γραφιάδων, εντός του μυθιστορήματος, είναι εμφανής. Ολοένα και περισσότερα δείγματα της επιρροής αυτής εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνοντας και δια αυτής της οδού τη σημασία του Χιλιανού συγγραφέα για το λογοτεχνικό ποτάμι. Και η επιρροή αυτή, εκτός της συγγραφικής φιλοδοξίας, διαφαίνεται και από την παρουσία της λογοτεχνίας στον πυρήνα του μυθιστορήματος που περιστρέφεται γύρω της, ένα γαϊτανάκι ψεύδους και αλήθειας, μυθοπλασίας και ντοκουμέντου, ένας συνδυασμός ποιητικής και βρώμικης γλώσσας. Ωστόσο, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να συγκρίνουμε τους δύο συγγραφείς, ο συναγωνισμός λίγη λογοτεχνία επισημαίνει, καθώς την απομακρύνει στην απέναντι όχθη της πρόσληψης του κόσμου με αριθμούς και διαγράμματα.</p><p style="text-align: justify;">Το ευχαριστήθηκα το βιβλίο αυτό και νομίζω, μπορεί να κάνω και λάθος βέβαια, πως αυτό, πέρα από τις προφανείς συγγραφικές αρετές, έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την έκδηλη και ανόθευτη αγάπη του Σαρ για τη λογοτεχνία, το πάθος για την ανάγνωση, το προαπαιτούμενο της γραφής.</p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Πατάκη</div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-542296916779942182024-03-07T07:32:00.000+02:002024-03-07T07:32:00.237+02:00Οι είκοσι μέρες του Τορίνου - Giorgio De Maria<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgo1s6zFtJCOWEjyvrhbbny1mtY6SJl3Uz0chAXqORQd68s59fD2rVh4EusKFQtTM0mSsA7bb9PBLY7Foudy46XU6pyPlmfHU4yuZpOm93OtcDuiLWtDVyewNuovFik27cNIKjNo2TUAUCZ_mdKLq7V8Lhyphenhyphen2iZjQUhPK9DAO7dWqQeEHFOl8cZoMFuSNus/s3472/%CE%9F%CE%B9%20%CE%B5%CE%B9%CC%81%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%B9%20%CE%BC%CE%B5%CC%81%CF%81%CE%B5%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%A4%CE%BF%CF%81%CE%B9%CC%81%CE%BD%CE%BF%CF%85.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgo1s6zFtJCOWEjyvrhbbny1mtY6SJl3Uz0chAXqORQd68s59fD2rVh4EusKFQtTM0mSsA7bb9PBLY7Foudy46XU6pyPlmfHU4yuZpOm93OtcDuiLWtDVyewNuovFik27cNIKjNo2TUAUCZ_mdKLq7V8Lhyphenhyphen2iZjQUhPK9DAO7dWqQeEHFOl8cZoMFuSNus/w400-h400/%CE%9F%CE%B9%20%CE%B5%CE%B9%CC%81%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%B9%20%CE%BC%CE%B5%CC%81%CF%81%CE%B5%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%A4%CE%BF%CF%81%CE%B9%CC%81%CE%BD%CE%BF%CF%85.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Το τελευταίο διάστημα, έχω αρκετές φορές επαναλάβει πως η (σχετικά σύγχρονη) ιταλική λογοτεχνία αποτελεί μια πρόσφατη τεράστια αποκάλυψη για μένα, απόρροια των άκρως ενδιαφερόντων τίτλων που κυκλοφορούν διάφοροι εκδοτικοί οίκοι, πάντοτε με την αγαστή συνεργασία των μεταφραστών, αυτών των μυρμηγκιών της λογοτεχνίας, στους οποίους τόσα και τόσα χρωστάμε. Για χρόνια, οι κλασικοί Ιταλοί συγγραφείς, ο Καλβίνο, ο Πιραντέλο και ο Σβέβο για παράδειγμα, αλλά και οι πιο σύγχρονοι, όπως ο τεράστιος Ταμπούκι, δεν επαρκούσαν για τη δημιουργία ενός ισχυρού δεσμού με τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, για την οποία, προφανώς εσφαλμένα, πίστευα, πως δεν ήταν του γούστου μου, ακόμα μια γενίκευση που με κρότο κατέπεσε. </p><p style="text-align: justify;">Το φαινόμενο Φεράντε έμοιαζε μάλλον με εξαίρεση επιβεβαίωσης του κανόνα, αν και ίσως η εμπορική επιτυχία του να έστρεψε το εκδοτικό ενδιαφέρον προς τη γείτονα χώρα. Μια σειρά από πολύ ωραία βιβλία ήταν ωστόσο ικανή να αλλάξει άρδην την εικόνα αυτή και ειδικότερα στην υποκατηγορία σύγχρονοι κλασικοί Ιταλοί συγγραφείς. Εκεί ανήκει ο Τζόρτζο Ντε Μαρία (1924-2009). Οι εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, ένας εκδοτικός οίκος που κινείται με θαυμαστή ισορροπία στα όρια του underground, ανέλαβαν τη σύστασή του στο ελληνικό κοινό, μέσα από το πλέον γνωστό βιβλίο του, που, γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του '70, έχει αποκτήσει μια καλτ φήμη. Τίποτα δεν γνώριζα για τον συγγραφέα και το βιβλίο, ήταν το πρόσφατο ενδιαφέρον μου για την ιταλική λογοτεχνία και η εμπιστοσύνη στις επιλογές του εκδοτικού οίκου όσα με έφεραν στην ανάγνωση αυτή. Προσπέρασα την εκτενή εισαγωγή του Αμερικανού μεταφραστή, αφήνοντάς τη για το τέλος της ανάγνωσης, και βρέθηκα αντιμέτωπος με μια μεγάλη έκπληξη, πέρα από κάθε προσδοκία.</p><p style="text-align: justify;">Με ορατή την καλοχωνεμένη επιρροή κλασικών πια συγγραφέων τρόμου, όπως ο Πόε ή ο Λόβκραφτ για παράδειγμα, ο Ντε Μαρία δίνει τον λόγο στον ανώνυμο πρωτοπρόσωπο αφηγητή, ένα μισθωτό υπάλληλο που ενίοτε αναζητά στη μουσική καταφύγιο από την ευθεία γραμμή της καθημερινότητας, για να εξιστορήσει τη διαδικασία απόπειρας συγγραφής ενός βιβλίου που περιλαμβάνει την έρευνά του σχετικά με μια σειρά από παράξενα γεγονότα, που είχαν λάβει χώρα μια δεκαετία νωρίτερα στο Τορίνο, όταν εμφανίστηκε ένα κύμα μαζικής αϋπνίας στον ντόπιο πληθυσμό, αλλά και κάποιες υπερβολικά βίαιες δολοφονίες, που παρέμειναν ανεξιχνίαστες. Η περίοδος εκείνη έμεινε γνωστή ως Οι είκοσι μέρες του Τορίνου. Το εύρημα της συγγραφής ως κεντρικός αφηγηματικός άξονας εγκιβωτίζει τη διαδικασία της έρευνας, προσφέροντας, εκτός από μια αληθοφάνεια, που εντείνει το αίσθημα του τρόμου, και τον απαραίτητο χώρο ώστε στα περιθώρια της να χωρέσουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα του αφηγητή. Το πώς θα αφηγηθεί κάποιος μια ιστορία έχει βαρύνουσα αξία, ίση ή και μεγαλύτερη της ίδιας της ιστορίας.</p><p style="text-align: justify;">Και αν το κομμάτι της άρνησης των αυτοπτών μαρτύρων, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, να βοηθήσουν στην έρευνα, σπεύδοντας να ισχυριστούν πως δεν ξέρουν, δεν είδαν, δεν άκουσαν ή δεν θυμούνται πια, είναι μια διαχρονική συνθήκη αποφυγής της όποιας εμπλοκής πέρα από το καθαρά προσωπικό συμφέρον, υπάρχει ένα εύρημα που σχεδόν προφητεύει τη σύγχρονη εποχή και την επικράτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προσφέροντας μια αίσθηση επικαιρότητας στην παράξενη αυτή ιστορία. Και το εύρημα αυτό είναι η Βιβλιοθήκη, μια φιλανθρωπική οργάνωση που διοικείται από την εκκλησία και στεγάζεται σ' ένα αναγνωστήριο στο οποίο οι πολίτες ενθαρρύνονται να δωρίσουν τα προσωπικά τους ημερολόγια ή, έναντι μικρού τιμήματος, να ξεφυλλίσουν τις σκέψεις των συμπολιτών τους. Σας θυμίζει κάτι αυτό;</p><p style="text-align: justify;">Η ανταπόκριση του κοινού είναι μεγάλη, οι ερασιτέχνες συγγραφείς του προσωπικού δεν διστάζουν να είναι απόλυτα ειλικρινείς με αποτέλεσμα στις καταχωρήσεις να υπάρχει αρκετό ζοφερό υλικό, βγαλμένο μέσα από τα σκοτεινά βάθη της ύπαρξης. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η συνθήκη αυτή προκαλεί ένα διάχυτο άγχος στον πληθυσμό καθώς άπαντες πιστεύουν πως βρίσκονται υπό διαρκή παρακολούθηση, πως οι άλλοι γνωρίζουν τα πάντα γι' αυτούς, με αποτέλεσμα η κοινωνική συνοχή και η καθημερινότητα να δοκιμάζονται, ενώ η αϋπνία καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων. Είναι φοβερό το πώς ο Ντε Μαρία μιλάει για τον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο, εκεί που οι χρήστες, λιγότερο ή περισσότερο, καταθέτουν μεγάλο μέρος ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, σκέψεων και συναισθημάτων, και μάλιστα οικειοθελώς, κάτι που έχει ήδη δημιουργήσει μια παράλληλη, εν πολλοίς δυστοπική, πραγματικότητα.</p><p style="text-align: justify;">Η αίσθηση της παραβολής είναι διάχυτη, χωρίς όμως να επισκιάζει την αυτονομία της ιστορίας. Οι μελετητές του έργου τού Ντε Μαρία τείνουν να πιστεύουν πως υπάρχει μια ευθεία σύνδεση με το κύμα της ακροδεξιάς τρομοκρατίας εκείνης της περιόδου, που για χρόνια παρέμενε ατιμώρητη, μια αντιδραστική πρακτική σε μια συγκυρία έντονων κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων. Όμως, το έργο αυτό, μάλλον, ξεπερνά τα στενά όρια της απλής παραβολής, κάτι στο οποίο οφείλεται η επικράτησή του στον χρόνο, παρά τις εκδοτικές περιπέτειες από τις οποίες πέρασε.</p><p style="text-align: justify;">Η έκδοση, σε μετάφραση Ηλία Διάμεση, είναι πλήρης. Εκτός από την εκτενή και άκρως κατατοπιστική εισαγωγή του Αμερικανού μεταφραστή του Ντε Μαρία, περιέχονται ένα κρυπτικό και παράδοξο διήγημα με τίτλο <i>Θάνατος στο Μεσολόγγι</i>, που είναι η φανταστική επιστολή του Επισκόπου της Βενετίας Γκουαλτιέρο Γκρίφι, γραμμένη το Δεκέμβριο του 1879, προς τον Καρδινάλιο της Μπολόνιας Ρομπέρτο Μπρανκαλεόνι, σχετικά μ' ένα υποτιθέμενο επεισόδιο από τη ζωή του Λόρδου Βύρωνα, αλλά και ένα μουσικό δοκίμιο του Ντε Μαρία, <i>Η φαινομενολογία του urlatore</i>, όπως ονομάστηκε το κύμα ποπ ροκ τραγουδιστών που εμφανίστηκαν στον ιταλικό βορρά στις αρχές της δεκαετίας του '70, σαν μια αντίδραση στα γλυκανάλατα ερωτικά τραγουδάκια.</p><p style="text-align: justify;"><i>Οι είκοσι μέρες του Τορίνου</i> μου έφεραν στο νου ένα ακόμα παραβολικό, στα όρια του τρόμου, μυθιστόρημα, το <i>Dissipatio H.G.</i> του Γκουίντο Μορσέλι.</p><p style="text-align: justify;">Μια καλή έκπληξη ήταν το βιβλίο αυτό.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για το <i>Dissipatio H.G. </i>περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/06/dissipatio-hg-guido-morselli.html" target="_blank">εδώ</a>. Κάποια ακόμα ιταλικά βιβλία που διάβασα πρόσφατα: <i>Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη</i> [Τζαφράνκο Καλίγκαριτς, μτφρ. Δήμητα Δότση, εκδόσεις Ίκαρος (περισσότερα <a href="https://no14me.blogspot.com/2022/09/gianfranco-calligarich.html" target="_blank">εδώ</a>)], <i>Πικρή ζωή</i> [Λουτσιάνο Μπιαντσάρντι, μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες (περισσότερα <a href="https://no14me.blogspot.com/2022/12/luciano-biancardi.html" target="_blank">εδώ</a>)], <i>Ο νόμος του μίσους</i> [Αλμπέρτο Γκαρλίνι, μτφρ. Βασιλική Πέτσα, εκδόσεις Πόλις (περισσότερα <a href="https://no14me.blogspot.com/2022/10/alberto-garlini.html" target="_blank">εδώ</a>)], <i>Αμίαντος</i> [Αλμπέρτο Προυνέττι, μτφρ. Βαγγέλης Ζήκος, εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες (περισσότερα εδώ)], Napoli mon amour<i> </i>[Αλέσσιο Φορτζόνε, μτφρ. Δέσποινα Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πόλις (περισσότερα <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/07/napoli-mon-amour-alessio-forgione.html" target="_blank">εδώ</a>)] και <i>Μια φιλία</i> [Σίλβια Αβαλόνε, μτφρ. Λούλα Καραγιαννάκη, εκδόσεις Αίολος (περισσότερα <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/01/mia-filia-silvia-avalone.html" target="_blank">εδώ</a>)]. <br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Ηλίας Διάμεσης</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-43618011600948098442024-03-04T07:33:00.001+02:002024-03-04T07:33:00.119+02:00Βερνόν Σουμπουτέξ - Virginie Despentes<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgQP0Rv_-FaIkwuArMVWGp_tgNfNgGoEos_NWqPB06lAovUygKExpmyJAt6z-6UAU6wqNtFB2y9xbsfEc-paSt2ImyfSeVWFTRpcybjlFd8_9PMOWef2OnLn2zqdHkGFuzKUo4o4dLve8T07F3fJj9t9DR4rmTavZRM3d-9TZXlp4jlFwjoIRwK-EOm4VU/s3472/%CE%92%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%BF%CC%81%CE%BD%20%CE%A3%CE%BF%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%84%CE%B5%CC%81%CE%BE.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgQP0Rv_-FaIkwuArMVWGp_tgNfNgGoEos_NWqPB06lAovUygKExpmyJAt6z-6UAU6wqNtFB2y9xbsfEc-paSt2ImyfSeVWFTRpcybjlFd8_9PMOWef2OnLn2zqdHkGFuzKUo4o4dLve8T07F3fJj9t9DR4rmTavZRM3d-9TZXlp4jlFwjoIRwK-EOm4VU/w400-h400/%CE%92%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%BF%CC%81%CE%BD%20%CE%A3%CE%BF%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%84%CE%B5%CC%81%CE%BE.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Στην ανασκόπηση των δέκα καλύτερων βιβλίων που δεν διάβασα το '23 συμπεριέλαβα την τριλογία <i>Βερνόν Σουμπουτέξ</i> της Βιρτζινί Ντεπάντ. Ανάμεσα σε άλλα, έγραφα:<i> </i>«Το πρώτο μέρος κυκλοφόρησε το 2019, το δεύτερο το 2022, το τρίτο τον περασμένο Νοέμβριο. Ενδιάμεσα έγινε
και τηλεοπτική σειρά. Αντιστάθηκα στις σειρήνες ποντάροντας σε μια
ενιαία αναγνωστική απόλαυση που δεν θα έπεφτε θύμα της λήθης. Χίλιες τριακόσιες περίπου σελίδες με περιμένουν, ίσως να είναι το πρώτο
από τα δέκα που θα πιάσω στα χέρια μου, ίσως και να είναι το πρώτο
βιβλίο της χρονιάς, ναι, τέτοιες είναι οι προσδοκίες που έχω!».</p><p style="text-align: justify;">Προσδοκίες που δεν στηρίζονταν κάπου παρά σ' ένα ένστικτο. Κάποια σκόρπια θετικά σχόλια, κυρίως για το πρώτο μέρος, και ένα όμορφο εξώφυλλο, αυτά είχα στα χέρια μου· το υπολειπόμενο μέρος για τη δημιουργία αναγνωστικής επιθυμίας το κατέλαβε η διαίσθηση. Συμβαίνει συχνά. Η διευκρίνηση σχετικά με την προέλευση του ονόματος Βερνόν Σουμπουτέξ, ο συνδυασμός, δηλαδή, του ονόματος του Αμερικανού συγγραφέα που επινόησε ο πολυσχιδής Μπορίς Βιάν και της εμπορικής ονομασίας ενός υποκατάστατου της ηρωίνης, προσέθεσε κάποιες επιπλέον γραμμές στον υποκειμενικά και αυθαίρετα σκιαγραφημένο ορίζοντα προσδοκιών, λίγο πριν το γύρισμα της πρώτης σελίδας. Έτσι μπήκα στην ανάγνωση αυτή.</p><p style="text-align: justify;">Ο Βερνόν Σουμπουτέξ, που κάποτε διατηρούσε ένα δισκοπωλείο, βρίσκεται στον δρόμο από τη μια στιγμή στην άλλη, αποτέλεσμα ενός σταδιακού οικονομικού ξεπεσμού. Η κρίση και η ψηφιακή εποχή της μουσικής επέφεραν το καθοριστικό πλήγμα στο μαγαζί, ακολούθησε η εκποίηση του εμπορεύματος πριν από το οριστικό λουκέτο. Η έξωση από το σπίτι που νοικιάζει συμβαίνει με συνοπτικές διαδικασίες. Πιστεύοντας πως πρόκειται για μια προσωρινή αναποδιά, ο Βερνόν μαζεύει λίγα από τα υπάρχοντά του και γυρεύει καταφυγή σε κάποιο φιλικό σπίτι. Ωστόσο σύντομα θα βρεθεί να μένει στον δρόμο, ένας ακόμα κλοσάρ στους παρισινούς δρόμους, που εξαρτάται από τη φιλανθρωπία των περαστικών και τα τερτίπια του καιρού. Ανάμεσα στα πράγματα που πήρε από το σπίτι του είναι και οι βιντεοκασέτες ενός νεκρού εδώ και λίγο καιρό ροκ σταρ, οι οποίες, κατά ισχυρισμό του, αποτελούν μια άτυπη αυτοβιογραφική διαθήκη. Το κύκλωμα νεκρολογιών τίθεται σε εγρήγορση, υποψήφιοι συγγραφείς-βιογράφοι εμφανίζονται, αλλά δεν είναι οι μόνοι, κάποιοι ακόμα γυρεύουν να πάρουν στα χέρια τους το υλικό, θεωρώντας πως κινδυνεύουν από τις αποκαλύψεις που πιθανόν να περιλαμβάνονται σ' αυτό. Η μυστηριώδης αυτοκτονία (;) μιας πρώην ιερόδουλης περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα. Σύντομα, γύρω από τον Βερνόν θα δημιουργηθεί μια ετερόκλητη ομάδα ατόμων, καθένα από τα οποία έχει τους δικούς του λόγους και βλέψεις, τη δική του ιστορία. Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η κεντρική υπόθεση της τριλογίας αυτής, χωρίς περαιτέρω σπόιλερ.</p><p style="text-align: justify;">Η Ντεπάντ, εφορμώντας από την έξωση και μετοίκηση στον δρόμο του Βερνόν, στήνει ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, δίνοντας τον ρόλο του ξεναγού σ' έναν παντογνώστη αφηγητή. Η δράση λαμβάνει χώρα κυρίως στο Παρίσι, λίγα μόλις χρόνια πριν, σε μια εποχή που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παίζουν καθοριστικό ρόλο, καθοριστικότερο απ' όσο οι χρήστες τους μπορούν να φανταστούν. Ο ρεαλισμός που αντανακλά την πραγματικότητα, παρότι πρόσωπα και καταστάσεις μοιάζουν να είναι επινοημένα, είναι το σημαντικότερο προτέρημα του μυθιστορήματος, η καταστατική συγγραφική επιδίωξη, η οξυδερκής και λοξή συγγραφική ματιά στα πράγματα. Η Ντεπάντ, με μια χειμαρρώδη αφήγηση, μεταφέρει τον αναγνώστη στο ελάχιστα γοητευτικό εκ του σύνεγγυς Παρίσι, τη ζοφερή συνθήκη των δρόμων του, τη μοναξιά και τις κοινωνικές αντιφάσεις, την άνοδο της ακροδεξιάς ρητορικής, το τέλος της αισιοδοξίας και της προσμονής για καλύτερες μέρες, χωρίς ωστόσο να υποτάσσεται στην ολοκληρωτική ήττα. Καθοριστική αποδεικνύεται η αποφυγή της όποιας αγιοποίησης, θυματοποίησης ή ηρωοποίησης προσώπων και καταστάσεων εκ μέρους του αφηγητή, ο οποίος διατηρεί την απαραίτητη συναισθηματική απόσταση από τα πρόσωπα της πλοκής.</p><p style="text-align: justify;">Η πρόκληση είναι μια σημαντική συνισταμένη εδώ. Πρόκληση στο όριο της πρόκλησης για την πρόκληση. Η Ντεπάντ διαρκώς φλερτάρει με την υπέρβαση της λεπτής αυτής διαχωριστικής γραμμής. Πρόκληση που ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας τη μετέρχεται φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη κάτι από το σύμπαν του Ουελμπέκ, εκκινώντας ωστόσο κατά κανόνα από πιο προοδευτικές θέσεις και κινούμενη σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα, με την πλειοψηφία των προσώπων να βρίσκεται στο κάτω τμήμα της μεσαίας τάξης, που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται αρκετά. Έχει ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, να σταθεί κανείς απέναντι στους δύο συγγραφείς, να επιχειρήσει να διακρίνει το ενδοκειμενικό από το εξωκειμενικό, τι περιλαμβάνουν τα βιβλία τους και τι φωτίζεται με βάση εκείνα που γνωρίζουμε για το ποιόν της Ντεπάντ και του Ουελμπέκ, πόσο διαφορετική είναι η ανάγνωση και η πρόσληψη όταν πίσω από το διφορούμενο βρίσκεται μια γυναίκα συγγραφέας, και μάλιστα φεμινίστρια, και όχι ένας λευκός, άντρας συγγραφέας, με το προνόμιο του ξεκάθαρο. Ο σκοπός μοιάζει να είναι κοινός, η πρόκληση, η ενόχληση, το ξεβόλεμα, η διάρρηξη του φαντασιακού υμένα, ο ωμός ρεαλισμός, η σκληρή πραγματικότητα, η απομάγευση, η αλλεργία μιας αναχωρητικής λογοτεχνίας· τι συμβαίνει ωστόσο με την αναγνωστική πρόσληψη αλλά και τη λογοτεχνική αξιολόγηση;</p><p style="text-align: justify;">Νιώθω πως η απόφασή μου να περιμένω την ολοκλήρωση της τριλογίας πριν από την ανάγνωση δικαιώθηκε πλήρως. Η Ντεπάντ κατασκευάζει έναν αμφίθυμης υφής και σύστασης σύμπαν στο οποίο ο αναγνώστης, καθώς οι σελίδες γυρνούν, ολοένα και βυθίζεται, αποκτώντας συμπάθειες και αντιπάθειες για τα πρόσωπα της πλοκής όπως αυτά εναλλάσσονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο· ο κόσμος τους γίνεται και δικός του κόσμος. Σε μια ανάγνωση σπαστή, με την παρέλευση ικανού χρόνου στο μεταξύ, αυτή η αίσθηση δεν θα ήταν μάλλον δυνατόν να υπάρξει. Ίσως εξαιτίας αυτού κάποιοι αναγνώστες να απογοητεύτηκαν από το δεύτερο ή το τρίτο μέρος, αφού τα μέρη δεν είναι αυτοτελή αλλά συνέχεια της ίδιας ιστορίας που, παρά την ταχύτητα στην αφήγηση, διαθέτει κάτι το βραδύκαυστο, έτσι όπως οι συνθήκες μεταβάλλονται. Η εμπειρία των τηλεοπτικών σειρών συνηγορεί στην επιβεβαίωση μιας τέτοιας υπόθεσης, το μπες βγες, ανάμεσα στους διαφορετικούς κύκλους, δεν βοηθάει στην απρόσκοπτη και συνεχή πρόσληψη του έργου, πόσο μάλλον τη διατήρηση της ατμόσφαιρας και του μικροκλίματος.</p><p style="text-align: justify;">Αναπόφευκτα, το μυθιστόρημα δεν είναι σφιχτοδεμένο ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν αποτελεί το κυρίως χαρακτηριστικό του, πολυπρόσωπο και με αρκετές υποϊστορίες να διασταυρώνονται και να το συνθέτουν λογικό είναι να έχει κομμάτια πιο αδύναμα, ανάλογα και με το αναγνωστικό γούστο. Εκείνο ωστόσο που λειτουργεί εξισορροπιστικά είναι το έντονο αφηγηματικό νεύρο που το διατρέχει, κάτι το οποίο πιστώνεται στη συγγραφέα και καθορίζει εν πολλοίς την αναγνωστική εμπειρία, νεύρο ανατροφοδοτούμενο με τη μουσική που είναι διαρκώς παρούσα. Μιλώντας παραπάνω για την απομαγευμένη πραγματικότητα, νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω πως το <i>Βερνόν Σουμπουτέξ </i>δεν πάσχει από παρελθοντολαγνεία, η συγχρονία δίνεται με όρους ανεξάρτητους και όχι συγκριτικούς με μια περασμένη εποχή κατά την οποία όλα ήταν καλώς καμωμένα. Η Ντεπάντ στέκεται απέναντι στην παροντική συνθήκη και την διαχειρίζεται χωρίς μελοδραματισμό, κάτι το οποίο εντείνει τη ρεαλιστική συνθήκη, ενώ ο επίλογος με τον οποίο κλείνει την αφήγηση είναι ανατρεπτικός και αρκούντως λειτουργικός.<br /></p><p style="text-align: justify;">Είχα ανάγκη από μια μεγάλη αφήγηση, από μια παράλληλη πραγματικότητα, να βυθιστώ στις σελίδες και να παρακολουθήσω την ιστορία αυτή. Κάποια στιγμή θα επιδιώξω να δω και τη σειρά, όχι όμως ακόμα, με την ανάγνωση νωπή. Και κάτι τελευταίο: η ανάγνωση δεν μου δημιούργησε την αίσθηση πως το βιβλίο γράφτηκε με άμεσο στόχο την τηλεοπτική του μεταφορά, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο αποτελεί σχεδόν τον κανόνα, αλλά πως αυτό ήταν κάτι δευτερογενές. Προσδοκίες δικαιωμένες.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Θυμήθηκα, λόγω του νεύρου στην αφήγηση, δύο ακόμα γαλλικά βιβλία: το <i>Ζήσε γρήγορα</i> της Brigitte Giraud (περισσότερα <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/07/zise-grigora-brigitte-giraud.html" target="_blank">εδώ</a>) και το <i>Love me tender</i> της Constance Debré (περισσότερα <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/05/love-me-tender-constance-debre.html" target="_blank">εδώ</a>). Για τα βιβλία του Ουελμπέκ, ένα πρώτο νήμα <a href="https://no14me.blogspot.com/2022/02/michel-houellebecq.html" target="_blank">εδώ</a>. <i>Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23</i> τα βρίσκετε <a href="http://no14me.blogspot.com/2023/12/ta-deka-kalitera-vivlia-pou-den-diavasa-to-23.html" target="_blank">εδώ</a>.<br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη (πρώτος και δεύτερος τόμος), Χαρά Σκιαδέλλη (τρίτος τόμος)</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Στερέωμα<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-54812537167753275122024-02-29T07:31:00.000+02:002024-02-29T07:31:00.235+02:00Το τραγούδι του προφήτη - Paul Lynch<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgu8KkYfH0ApP30OPrSh3u0Rn9r8azivXyj1j-MJMOgaeV3qc5IPAIZ5d8VXNVMgLfhkr7jY77aOkieB2m18Gxku0mZjX-vSCe8hbLnhK_p8pcfbBX6zVNSsv5U5mqPaVhwJWPQ29p6SH4uIYEoTnh5tmPwGvnmfq82QWah6-4-ixzLFxLh8n2Ke3aan0U/s3472/%CE%A4%CE%BF%20%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%85%CC%81%CE%B4%CE%B9%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B7%CC%81%CF%84%CE%B7.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgu8KkYfH0ApP30OPrSh3u0Rn9r8azivXyj1j-MJMOgaeV3qc5IPAIZ5d8VXNVMgLfhkr7jY77aOkieB2m18Gxku0mZjX-vSCe8hbLnhK_p8pcfbBX6zVNSsv5U5mqPaVhwJWPQ29p6SH4uIYEoTnh5tmPwGvnmfq82QWah6-4-ixzLFxLh8n2Ke3aan0U/w400-h400/%CE%A4%CE%BF%20%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%85%CC%81%CE%B4%CE%B9%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B7%CC%81%CF%84%CE%B7.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Σπάνια διαβάζω ένα βιβλίο αμέσως με την κυκλοφορία του, εν μέρει σεβόμενος την επετηρίδα στη στοίβα με τα προς ανάγνωση, εν μέρει εξαιτίας της εξοικείωσης που χρειάζομαι με το νεοεισελθόν χάρτινο μέλος. Ωστόσο, λίγο ο ντόρος, λίγο οι αντικρουόμενες απόψεις, λίγο το βραβείο Booker, λίγο η μεθαυριανή (2 Μαρτίου) παρουσία του συγγραφέα στην Αθήνα, η εξαίρεση έγινε.</p><p style="text-align: justify;">Βρισκόμαστε στη, σχεδόν σύγχρονη ή στο άμεσα εγγύς μέλλον, Ιρλανδία. Μια δικτατορική κυβέρνηση, μάλλον εθνικιστικού αν και όχι ιδιαιτέρως ξεκάθαρου προσανατολισμού, έχει καταλάβει την εξουσία. Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Άιλις αρχικά δεν θα ακούσει το χτύπημα. Στο κατώφλι στέκουν δύο άντρες της νεοσύστατης μυστικής αστυνομίας, γυρεύουν τον σύζυγό της, τους απαντά πως λείπει, μήπως θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμη εγώ, όχι, είναι κάθετοι σε αυτό, πείτε στον σύζυγό σας να μας καλέσει το συντομότερο δυνατόν. Χάνονται πάλι στη νύχτα, επιβιβάζονται στο σκουρόχρωμα όχημα και αφήνουν πίσω την Άιλις με τον νεογέννητο γιο της και τα τρία ακόμα παιδιά της στο σαλόνι του σπιτιού. </p><p style="text-align: justify;">Εκείνη μόλις έχει επιστρέψει από άδεια τοκετού στην εταιρεία που εργάζεται, ο σύζυγός της, ο Λάρι, είναι εκπαιδευτικός και ενεργός συνδικαλιστής, τις μέρες εκείνες ετοιμάζεται μια ακόμα απεργία του κλάδου. Ανήσυχη, θα τον πάρει από τα μούτρα με το που θα γυρίσει στο σπίτι, είπαν να πάρεις αμέσως, εδώ έχω την κάρτα με το τηλέφωνό τους, μην το καθυστερείς, εκείνος προσπαθεί να δείξει ψύχραιμος, δεν είναι κάτι σοβαρό, της λέει, θα τους καλέσω αύριο ή μεθαύριο, με την πρώτη ευκαιρία, μην αγχώνεσαι. Ο κλοιός, που ήταν από καιρό ορατός χωρίς να τους επηρεάζει άμεσα, σφίγγει. </p><p style="text-align: justify;">Ο άντρας της δεν θα επιστρέψει ποτέ από την επίσκεψή του στο τμήμα, όσο και αν προσπαθήσει εκείνη δεν θα καταφέρει να μάθει λεπτομέρειες, ούτε καν αν είναι νεκρός ή φυλακισμένος. Θα απομείνει μόνη της, με τέσσερα παιδιά και έναν ηλικιωμένο πατέρα που επιμένει να ζει στο σπίτι του, σε μεγάλη απόσταση από εκείνο της Άιλις. Το ερώτημα που συνοδεύει την πλοκή είναι το εξής απλό εκ των υστέρων αλλά στο παρόν δύσκολο
να απαντηθεί: πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να φύγει κανείς, να τρέξει
μακριά πριν να είναι αργά. Η αδερφή της Άιλις, που από χρόνια ζει στον
Καναδά, πιέζει διαρκώς προς αυτή την κατεύθυνση.</p><p style="text-align: justify;">Μια πολιτική δυστοπία μέσα από την ιστορία της Άιλις και της οικογένειάς της, <i>Το τραγούδι του προφήτη</i> αρπάζει τον αναγνώστη από την πρώτη πρόταση και δεν τον αφήνει να ησυχάσει μέχρι την τελευταία τελεία. Δεν είναι μόνο το σασπένς που στέρεα οικοδομείται και διαρκώς κορυφώνεται, το τι θα συμβεί στη συνέχεια, αλλά και η γλώσσα, η εκπληκτική αφηγηματική φωνή, η αντίστιξη της ομορφιάς των λέξεων και της κατασκευής των φράσεων με το ζοφερό περιεχόμενο των όσων διαδραματίζονται, φωνή θαυμαστή για τη συνέχειά της στο πέρασμα των σελίδων, ευδιάκριτη και δουλεμένη σκληρά σαν να βγήκε με μια εκπνοή, χωρίς να παρασιτεί εις βάρος της πλοκής. Επίσης, η τριτοπρόσωπη αφήγηση πετυχαίνει να αυτονομηθεί, η ποιητικότητα δεν υπηρετεί έναν φτηνό και εύκολο συναισθηματικό εκβιασμό, αλλά αντίθετα διατηρεί την απαιτούμενη απόσταση από τα πεπραγμένα, γεγονός που επιτρέπει στην ιστορία να αναπνέει, όσο και όπως μπορεί.<br /></p><p style="text-align: justify;">Από το κεντρικό εύρημα, την ύπαρξη του δικτατορικού καθεστώτος δηλαδή, λείπει το αιτιοκρατικό και ιδεολογικό υπόβαθρο, κυρίως το πώς ήρθε στην εξουσία το καθεστώς, ποιοι υπήρξαν οι κοινωνικοπολιτικοί μετασχηματισμοί που οδήγησαν τα πράγματα εκεί. Δεν είναι σπάνια αυτή η απουσία, η συγγενής θεματικά λογοτεχνία συνηθίζει να φέρνει τα πρόσωπα της πλοκής αλλά και τον αναγνώστη ενώπιον ενός τετελεσμένου γεγονότος, μια κατά κάποια τρόπο εργαστηριακή λογοτεχνία που επιχειρεί να εξετάσει τα πράγματα μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα, όπως, στην περίπτωσή μας, η άνοδος μιας δικτατορίας σε μια χώρα της Δύσης. Η συγγραφική αυτή επιλογή είναι ξεκάθαρη, ο Λιντς δεν επιθυμεί να στρέψει το βλέμμα του προς το πρόσφατο παρελθόν, ούτε να επιχειρήσει να εντοπίσει στο ιρλανδικό παρόν το σπέρμα μιας τέτοιας τερατογένεσης, αλλά να διασχίσει το τρομακτικό αφηγηματικό παρόν, όταν κάθε βεβαιότητα καταρρέει με πάταγο, όταν κάθε μέρα αποδεικνύει πως το μαύρο δεν έχει αποκτήσει ακόμα την ύστατη πύκνωση.</p><p style="text-align: justify;">Αντιλαμβάνομαι την ένσταση γύρω από την απουσία του πολιτικού, αντιλαμβάνομαι ωστόσο πως αυτό δεν μοιάζει να αποτελεί μέρος των συγγραφικών επιδιώξεων, μια άλλη ιστορία ήταν αυτή που ο γεννημένος το 1977 συγγραφέας θέλησε να αφηγηθεί. Και για να το κάνει αυτό, εκτός από τα επιμέρους κομμάτια της πλοκής, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις, την πίστη και τον τρόμο, τις ανατροπές και το διαρκές σκάψιμο του πάτου του πηγαδιού, δούλεψε πολύ και επένδυσε πολλά στη γλώσσα.</p><p style="text-align: justify;">Αρκεί ωστόσο το ύφος και η γλώσσα για να σταθεί ένα μυθιστόρημα, ακούω την ερώτηση να γίνεται. Γενικά και αόριστα θα ήταν δύσκολο και επικίνδυνο να δεχτεί κάποιος αυτή την πιθανότητα, ωστόσο, έχοντας διαβάσει <i>Το τραγούδι του προφήτη</i>, τότε ναι, μπορεί να απαντήσει πως καμιά φορά αρκεί, πως όλα τα υπόλοιπα συστατικά αναδύονται μαζί τους στην επιφάνεια, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις, η κοινωνικοπολιτική συνθήκη, επίσης, και όλα μαζί συνθέτουν ένα άρτιο, όχι μόνο στυλιστικά, κατασκεύασμα, ένα υπέροχο μυθιστόρημα, που δεν υποχωρεί κάτω από το βάρος της εγκεφαλικότητας. Αντίστοιχο αναγνωστικό συναίσθημα, υπό την επιρροή του ύφους και τη γλώσσας, με διακατείχε όταν διάβαζα ένα ακόμα βιβλίο βραβευμένο με Booker, τον <i>Γαλατά</i> της Βορειοϊρλανδής Άννα Μπερνς.<br /></p><p style="text-align: justify;">Η κοινωνικοπολιτική συνθήκη που περιγράφεται, ακόμα και η ατομική ιστορία των προσώπων της πλοκής, παρά τις επιμέρους διαφορές και ιδιαιτερότητες, δεν διακρίνεται από πρωτοτυπία, δυστυχώς. Για πόσες χώρες, που μέχρι πρότινος ελάχιστα γι' αυτές γνωρίζαμε, δεν ξυπνήσαμε ένα πρωί και διαβάσαμε για ένα πραξικόπημα ή για έναν εμφύλιο, για ένα ακόμα πραξικόπημα και για έναν ακόμα εμφύλιο, μια αιματηρή αναταραχή που ώθησε σε φυγή κατά κύματα μέρη του πληθυσμού, προσφυγικές ροές υπό το φόβο του φόβου, με κυρίαρχο το αίσθημα της επιβίωσης και την αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο. Εδώ, στη Δύση, δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα, λένε πολλοί, επιλέγοντας επιλεκτικά τα τελευταία σχετικά ήρεμα χρόνια, παίρνοντας ως δεδομένο τη δημοκρατική σταθερότητα, ένα εκ γενετής προνόμιο που ωστόσο στηρίζεται στα πήλινα ποδάρια της τυχαιότητας και της συγκυρίας.</p><p style="text-align: justify;">Από την πλευρά αυτή, το μυθιστόρημα του Λιντς φέρνει τον αναγνώστη απέναντι σε μια τέτοια ανωμαλία, σε ένα σφάλμα του συστήματος, στο ράγισμα και την υποχώρηση των ποδαριών, στην ανατροπή όλων όσων θεωρεί δεδομένα και βέβαια, τα δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις, για παράδειγμα, την ψευδαίσθηση της μεσαίας τάξης πως έχει αφήσει τον κίνδυνο οριστικά και αμετάκλητα πίσω της. Και το κάνει αυτό χωρίς να παρεκκλίνει της πορείας του, χωρίς να εγκαταλείπει την ιστορία του, χωρίς να την αφήνει κενή με μόνο ένδυμα την παραβολή, μην κάνοντας άλλο από το να χτυπά το κουδούνι της ενσυναίσθησης για τον πόνο και τη δυστυχία, τώρα των άλλων, στο μέλλον όμως μήπως και δικά μας, αλλά παράγοντας λογοτεχνία και μάλιστα υψηλής στάθμης.</p><p style="text-align: justify;">Όλα εκείνα τα λίγο το ένα και λίγο το άλλο, από τη μια με οδήγησαν σε μια άμεση ανάγνωση, ταυτόχρονα, όμως, έφεραν μαζί τους και έντονες επιφυλάξεις, το καλάθι ήταν μικρό μα σύντομα ξεχείλισε, δεν ήταν αρκετό να αντέξει το βάρος του μυθιστορήματος αυτού, η καθήλωση υπήρξε άνευ όρων. Αυτό είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για τον <i>Γαλατά</i>, περισσότερα <a href="http://no14me.blogspot.com/2019/09/anna-burns-galatas.html" target="_blank">εδώ</a>. <br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Gutenberg<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-18314572228523882772024-02-26T07:32:00.001+02:002024-02-26T19:34:32.094+02:00Αυγή - Χρήστος Χρηστίδης<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi4V3RXGk1hpV0QKQfmZpRclXZWwz-VdYXI9N6A7SwbJZfRkpkI50sxX4dERi1VPV9cjQzDK75edzGka95KNz1XQlqnV7lit0itttl84rnfyMvm0RRiJmIdCto4hqgX05CxWGmpNrx9DZ0tno-KVZuJ7uGREnQyNtqwKhVXYHnS4OKZhc3mjWKUDylyB-I/s3472/%CE%B1%CF%85%CE%B3%CE%B7%CC%81.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi4V3RXGk1hpV0QKQfmZpRclXZWwz-VdYXI9N6A7SwbJZfRkpkI50sxX4dERi1VPV9cjQzDK75edzGka95KNz1XQlqnV7lit0itttl84rnfyMvm0RRiJmIdCto4hqgX05CxWGmpNrx9DZ0tno-KVZuJ7uGREnQyNtqwKhVXYHnS4OKZhc3mjWKUDylyB-I/w400-h400/%CE%B1%CF%85%CE%B3%CE%B7%CC%81.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Τα δύο προηγούμενα βιβλία, τα πρώτα τού Χρήστου Χρηστίδη, γεννημένου το 1953, τα βρήκα ενδιαφέροντα, διακρίνοντας ένα υποσχόμενο δυναμικό, ωστόσο, ίσως και λόγω της μικρής φόρμας, με άφησαν τελικά κάπως αμήχανο, με τη διάθεση όμως να επανέλθω με την επανεμφάνισή του στα λογοτεχνικά πράγματα, επιθυμώντας το τρίτο βήμα να είναι μυθιστόρημα. Όπερ και εγένετο! Από τις εκδόσεις Κίχλη, το φθινόπωρο του '23, κυκλοφόρησε η <i>Αυγή</i>.</p><p style="text-align: justify;">Μια μεταμοντέρνα σύνθεση που κλείνει το μάτι στην αυτομυθοπλασία, ή, για την ακρίβεια, ένα μυθιστόρημα που με τον τρόπο του ανήκει σε αυτή τη σύγχρονη τάση της λογοτεχνίας. Το κατά πόσο η σύσταση του περιεχομένου αποτελεί μικρότερη ή μεγαλύτερη αποτύπωση της εξωκειμενικής πραγματικότητας του συγγραφέα είναι κάτι που δεν μπορεί κάποιος άγνωστός του να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει. Τι είναι τότε εκείνο που τοποθετεί, έστω και λοξά, την <i>Αυγή</i> στην οικογένεια του autofiction; Είναι η μυθοπλαστική πραγματικότητα, η έκδηλη τάση να εκληφθεί ως τέτοια, αλλά και η αποτύπωση της διαδικασίας έμπνευσης και συγγραφής του μυθιστορήματος, ούσα μία από τις κεντρικές ιστορίες που το μυθιστόρημα περιλαμβάνει. Ο μεταμοντέρνος χαρακτήρας της σύνθεσης, η κατακερματισμένη αφήγηση, τα λειτουργικά κόλπα και ευρήματα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων, τοποθετούν το παρόν μυθιστόρημα σε μία ακόμα προσφιλή σε μένα κατηγορία, εκείνη της παιγνιώδους γραφής.</p><p style="text-align: justify;">Ας πιάσουμε ωστόσο το νήμα από την αρχή και ας αναφερθούμε στην πλοκή του μυθιστορήματος αυτού. Ο συγγραφέας με τη σύζυγό του ζουν στην Αθήνα του σήμερα. Ώριμοι μεσήλικες που ετοιμάζονται να περάσουν στην τρίτη ηλικία, με όσα αυτή φέρει, άτεκνοι παρότι έφτασαν κοντά στο να γίνουν γονείς, η κύηση ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε, αλλά διακόπηκε στον πέμπτο της μήνα· σε αυτή την αγέννητη κόρη αφιερώνει το βιβλίο ο Χρηστίδης, απόφαση που αποτελεί μια ελάχιστη χαραμάδα που του επιτρέπει να παρεισφρήσει ανάμεσα στα πρόσωπα της πλοκής και να ταυτιστεί με τον συγγραφέα. Εκείνος ασχολείται διαρκώς με τη λογοτεχνία, παλεύοντας με τις λέξεις, εκείνη, η Αυγή, παρότι δεν καταλαβαίνει από πού πηγάζει η εμμονή του αυτή, δείχνει κατανόηση και υπομονή· τα χρόνια της συμβίωσης έχουν επιβάλλει τον καθημερινό ρυθμό και τη ρουτίνα. Στο διπλανό διαμέρισμα ζει μια υπερπροστατευτική μάνα με την κόρη της, τη Λία. Ο θάνατος της μητέρας θα οδηγήσει την κόρη στην απόφαση να μη βγει ξανά από το σπίτι.</p><p style="text-align: justify;">Η ιστορία της Λίας, ορφανής και απροστάτευτης, παρότι ενήλικης, και η ιστορία του ζευγαριού, γεμάτη από καθημερινότητα, παρατήρηση και αναμνήσεις. Συνεκτική και ανεξάρτητη ρέει η ιστορία της συγγραφής· ο ανώνυμος συγγραφέας που διαρκώς περνάει σε μια υπερβατική κατάσταση φαντασίας και στοχασμού, συνομιλώντας με τα πρόσωπα της πλοκής, καθώς τα κομμάτια της αφήγησης παίρνουν τη θέση τους στο μυαλό του, πριν δοκιμάσει τις δυνάμεις του απέναντι στη λευκή κόλλα, εκεί που κρίνονται όλα όσο αφορά την πράξη της συγγραφής. Ο Χρηστίδης επιλέγει να σπάσει τη χρονική γραμμικότητα της αφήγησης, κάνοντας διαρκή μπρος πίσω, όχι τόσο ως ανάληψη του παρελθόντος χρόνου, αλλά περισσότερο ως μια άσκηση μοντάζ, αναζητώντας τον καλύτερο και πλέον λειτουργικό για την αφήγηση τρόπο τοποθέτησης των κεφαλαίων στα οποία χωρίζεται το μυθιστόρημα. Ο τρόπος να πει κάποιος μια ιστορία είναι σημαντικότερος, ενίοτε, από την ίδια την ιστορία. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύεται παιγνιώδες και όχι παιχνιδιάρικο, οι αποφάσεις λαμβάνονται για τη μέγιστη εξυπηρέτηση του συγγραφικού οράματος, του πολύ συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο ο Χρηστίδης επιθυμεί να αφηγηθεί την ιστορία του, και όχι ελαφρά την καρδία και για δημιουργία εντυπώσεων κενών περιεχομένου. </p><p style="text-align: justify;">Ταυτόχρονα, και χωρίς αυτό να χρεώνεται ως ευκολία, οι αποφάσεις αυτές αναδεικνύουν και δεν αποκρύπτουν τα συστατικά που αποτελούν την αφήγηση, δίνοντας στον αναγνώστη ξεκάθαρες απαντήσεις, δικαιολογώντας περαιτέρω τις επιλογές του συγγραφέα, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε φαινομενικά εγκεφαλικές κατασκευές όπως αυτές που ανήκουν στο σώμα της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας. Οι ραφές του υφαντού είναι ορατές ή έτσι φαντάζουν, τουλάχιστον. Η μεγάλη φόρμα επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει τον τρόπο εργασίας του συγγραφέα, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί εντός της γραφής. Τον τρόπο, επίσης, που η εξωτερική συνθήκη επιδρά ενδοκειμενικά. Ο Χρηστίδης δεν ποντάρει μεγάλο ποσό στη συγχρονία, κάποιες αναφορές σ' αυτή, όπως τα μέτρα απομόνωσης κατά τη διάρκεια έξαρσης του κορωνοϊού ή η αναπόφευκτη ψηφιακή ζωή που πορεύεται παράλληλα της αναλογικής, απλώς θέτουν τις ιδιαίτερες χωροχρονικές συνθήκες που επικρατούν, ένα ευδιάκριτο σκηνικό που περικλείει τη δράση. Επίσης, παρότι δεν υπάρχει σχετική σήμανση, οι διακειμενικές αναφορές είναι αρκετές, η πιο εμφανής είναι εκείνη στο <i>Πέδρο Πάραμο</i> το μοναδικό αριστούργημα του Χουάν Ρούλφο με την κατάβαση στον κόσμο των νεκρών για την υλοποίηση μιας υπόσχεσης.</p><p style="text-align: justify;">Η, ποικιλοτρόπως παρούσα, ένταξη της συγγραφής ως συστατικό της πλοκής επιτρέπει στον στοχασμό να εισχωρήσει ανάμεσα στις γραμμές. Η γειτνίαση σε μια απρόσωπη μεγαλούπολη, η αδυναμία ενός ζευγαριού να τεκνοποιήσει, η ευνουχιστική γονεϊκή υπερπροστατευτικότητα, η ψυχική νόσος, η αναπόφευκτη έλευση του γήρατος ως προπορευόμενο τάγμα του θανάτου, μερικά μεταξύ άλλων. Ο Χρηστίδης, χωρίς να γίνεται διδακτικός ή να προδίδει την ιστορία του, κολυμπάει ανάμεσα σε μικρότερα ή μεγαλύτερα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, προσθέτοντας, και με αυτό τον τρόπο, το επαρκές και απαραίτητο συναίσθημα στη φαινομενικά εγκεφαλική αυτή κατασκευή, χωρίς να το βιάσει και να το καθοδηγήσει. Τέλος, σημαντικό και άξιο αναφοράς προτέρημα του μυθιστορήματος αυτού είναι η οικονομία, η πειθαρχία, απότοκο ίσως και της καλής επιμέλειας, στη γραφή, η αποφυγή της χαλάρωσης και του περιττού.<br /></p><p style="text-align: justify;">Η <i>Αυγή</i> άνετα θα έμπαινε στη λίστα με τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που διάβασα το '23.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για το αριστουργηματικό <i>Πέδρο Πάραμο</i>, περισσότερα θα βρείτε <a href="http://no14me.blogspot.com/2012/03/blog-post_16.html" target="_blank">εδώ</a>. Για τα ελληνικά βιβλία που ξεχώρισα για τη χρονιά που πέρασε, <a href="http://no14me.blogspot.com/2023/12/xefillizontas-23-meros-b.html" target="_blank">εδώ</a>. <br /></p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Κίχλη <br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-82055011633193416492024-02-22T07:32:00.002+02:002024-02-22T22:56:05.992+02:00Πέτρινα ημερολόγια - Carol Shields<p style="text-align: justify;"> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh59pV-8nO2QjlX5cNn60dykxZ-2bqFeXFQ4Uk6GYFo4pgbdO0nhVssp7ih4zMhoeg-pkHL58GhNbP02NQjhsMaDgKj6TgQWIlQEVjTKpVZkrCe2T83WmFpSFGNibQMZdpy3cCMvwSJwwB9wlDPkspGjavj6pCXXpElJ1A2N5WUsc1rriCu6p0E8kEBGIk/s3472/%CF%80%CE%B5%CC%81%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B1%20%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CC%81%CE%B3%CE%B9%CE%B1.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh59pV-8nO2QjlX5cNn60dykxZ-2bqFeXFQ4Uk6GYFo4pgbdO0nhVssp7ih4zMhoeg-pkHL58GhNbP02NQjhsMaDgKj6TgQWIlQEVjTKpVZkrCe2T83WmFpSFGNibQMZdpy3cCMvwSJwwB9wlDPkspGjavj6pCXXpElJ1A2N5WUsc1rriCu6p0E8kEBGIk/w400-h400/%CF%80%CE%B5%CC%81%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B1%20%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CC%81%CE%B3%CE%B9%CE%B1.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Τι ωραίο βιβλίο που ήταν αυτό!</p><p style="text-align: justify;">Ήταν μια αναγνωστική έκπληξη, από τις πολλές της κάθε χρονιάς, μια συγγραφέας που εγώ δεν γνώριζα και μια μέρα ένα βιβλίο της έφτασε ως το γραφείο και ήταν το ένστικτο εκείνο που το βοήθησε να προσπεράσει αρκετά από τα βιβλία της στοίβας με τα προσεχώς. Σκέφτομαι συχνά πόση ευγνωμοσύνη, ναι αυτή τη βαριά λέξη κρίνω κατάλληλη, νιώθω για εκείνους τους ανθρώπους που προτείνουν τίτλους στους εκδοτικούς οίκους, τους επαγγελματίες αναγνώστες οι οποίοι χωρίς να στέκονται μόνο στη σύγχρονη παραγωγή γυρεύουν καλά βιβλία για τον κατάλογο του οίκου. Και τα ονόματά τους σπάνια τα μαθαίνει κανείς.<br /></p><p style="text-align: justify;"><i>Δεν έχω νιώσει γράφοντας τόση ευτυχία όση ένιωσα τα δύο χρόνια που δούλευα τα Πέτρινα ημερολόγια</i>. Έτσι ξεκινά η Κάρολ Σιλντς τον πρόλογο που συνοδεύει την έκδοση. Ένας φίλος συχνά πυκνά παραπονιέται με τον τρόπο του για την εκτεταμένη έλλειψη διασκέδασης εντός της λογοτεχνίας, απουσία εμφανής και στην ίδια τη διαδικασία της γραφής. Σκέφτομαι πως έχει δίκιο και ίσως κάτι τέτοιο να αντανακλάται στην εξωμυθοπλαστική συνθήκη, ίσως το συστατικό της σοβαροφάνειας, της επιτήδευσης, της δυσκοιλιότητας να έχει ταυτιστεί περισσότερο από όσο του αναλογεί με την καλή λογοτεχνία, ίσως ο πόνος και το τραύμα, κυρίαρχα όπως είναι εκεί έξω, να απαιτούν τη θέση τους στη γραφή και την ανάγνωση. Είμαστε όμως και εμείς, παρότι ισχυριζόμαστε πως σκεφτόμαστε διαφορετικά και έξω από το κουτί, θύματα του καιρού μας. Διάβασα δυο-τρεις φορές την εναρκτήρια αυτή φράση μέχρι να την χωνέψω, μέχρι να σταματήσει να με οδηγεί σε παράξενες διαδρομές σκέψης και επιφύλαξης.</p><p style="text-align: justify;">Είναι τα <i>Πέτρινα ημερολόγια</i> ένα ελαφρύ και διασκεδαστικό βιβλίο; Ίσως και ναι, ίσως και όχι. Δεν είναι απλή μια τέτοια απάντηση, όχι τουλάχιστον μέχρι να προσδιοριστεί το λογοτεχνικό ύψος στο οποίο πραγματοποιείται η πτήση αυτή. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Με μια λακωνική προσέγγιση θα μπορούσε κάποιος να πει πως το μυθιστόρημα αυτό είναι μια οικογενειακή σάγκα, με κυρίως πρόσωπο συνοχής και αναφοράς τη Ντέιζι που γεννήθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και πέθανε λίγο πριν το τέλος του. Η συγγραφέας ακολουθεί μια κλασικότροπη δομή χρονικά γραμμικής βιογραφίας, χωρίζοντας το βιβλίο σε κεφάλαια όπως <i>Γέννηση, Παιδικά χρόνια</i> και τα λοιπά φτάνοντας ως τον <i>Θάνατο</i>.</p><p style="text-align: justify;">Τα τελευταία χρόνια το υποείδος της αυτομυθοπλασίας γνωρίζει άνθηση, το βίωμα και ο εγκιβωτισμός της συγγραφής του ίδιου του βιβλίου ως αναπόσπαστου μέρους της πλοκής είναι κάτι που συναντά ο αναγνώστης συχνά. Υπέρμαχοι και εχθροί του είδους υπάρχουν όπως είναι αναμενόμενο. Διαβάζοντας τα <i>Πέτρινα ημερολόγια</i> σκεφτόμουν πως επιδιώκοντας κανείς να συμπληρώσει το γενεαλογικό δέντρο του autofiction θα έπρεπε, ανάμεσα σε άλλα, με προεξάρχοντα τον Προυστ, όπως ο Κώστας Καλτσάς με οξυδέρκεια επισήμανε στον πρόλογο της τριλογίας της Κασκ, να προσθέσει και τη Σίλτνς.</p><p style="text-align: justify;">Δεν είναι αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα αυτό, τουλάχιστον όχι σε βαθμό καθοριστικό για την σύλληψη, την εκτέλεση και την πρόσληψή του, δεν είναι ούτε αυτομυθοπλασία, σε καμία περίπτωση δεν είναι. Τι είναι τότε αυτό που το καθιστά ειδολογικό πρόγονο; Η ίδια η Σιλντς απαντάει σε αυτό, έστω και έμμεσα, όταν η διάκριση της αυτομυθοπλασίας δεν είχε προσδιοριστεί θεωρητικά και με όρους μάρκετινγκ. Προσπαθώντας, λοιπόν, να πει την ιστορία της Ντέιζι, αναζητούσε το κατάλληλο όχημα. Και αν η κλασικότροπη δομή ήταν μία λειτουργική χείρα βοηθείας, η σκέψη πως στην κατασκευή αυτή όφειλε να συνδυάσει ταυτόχρονα την αυτοεικόνα της ηρωίδας με την εικόνα εκείνη που οι τριγύρω της είχαν γι' αυτήν ήταν μια σκέψη καταλυτική. Η συγγραφέας διαπραγματεύεται το προνόμιο της παντογνωσίας της, ως ένα βαθμό το θυσιάζει παραχωρώντας το στα συμπληρωματικά πρόσωπα της πλοκής, την ίδια στιγμή που για να λειτουργήσει όλο αυτό εκείνα, τα άλλα πρόσωπα, οφείλουν να αποκτήσουν μορφή και σχήμα.</p><p style="text-align: justify;">Δεν είναι μόνο ο θάνατος εκείνος που καταστατικά αφήνει την εικόνα μας ενέχυρο σε όσους μας θυμούνται, συνήθως αυθαίρετα, πώς αλλιώς, αφού αποτελεί αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρα υποκειμενικής διαδικασίας, είναι και η εν ζωή συνθήκη που τη χαρακτηρίζει αυτή η, τουλάχιστον, διπλής διαδρομής οδός. Η Σιλντς έχει σκεφτεί και έχει πάρει δύο σημαντικές αποφάσεις καθοριστικές για το πέρασμα από τη σύλληψη στο χαρτί. Δεν είναι όμως αρκετό για να ολοκληρωθεί και να μπορεί να σταθεί το μυθιστόρημα. Τα <i>Πέτρινα ημερολόγια</i> είναι ένα υποδειγματικό βιβλίο, αφού ασχολείται με ένα συνηθισμένο στη λογοτεχνία θέμα, την οικογενειακή σάγκα ή, πιο απλά, την μυθοπλαστική βιογράφηση μιας ζωής, και το πετυχαίνει με τρόπο άρτιο, χωρίς να κρύβει το μεγαλύτερο μέρος των ραφών και των καθοριστικών στιγμών, χωρίς να εμποδίζει τη θέα στη βιτρίνα με τις κρίσιμες αποφάσεις, εκεί είναι όλα τα κόλπα και τα ευρήματα, μοιάζει να δείχνει. Θεωρώ δεδομένο πως τα <i>Πέτρινα ημερολόγια</i> είναι μέρος της ύλης σε διάφορα σεμινάρια γραφής, αφού το μυθιστόρημα προσφέρει απλόχερα τη συγγραφική σκέψη και την εφαρμογή της στο χαρτί, με έναν τρόπο σχεδόν μαθηματικό ή φυσικό, κατάλληλο να λειτουργήσει ως εφαρμογή της δοθείσας θεωρίας.</p><p style="text-align: justify;">Στη σύνθεση αυτού του κολάζ, η Σιλντς χρησιμοποιεί διάφορες αφηγηματικές τεχνικές, ξεκινώντας από την κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή, περνώντας σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, βρίσκοντας χώρο να εισέλθει και η ίδια ως συγγραφέας της ιστορίας αυτής στο κάδρο και φτάνοντας ως τη χρήση επιστολών, άρθρων, διαλόγων και λιστών. Θα σταθώ ιδιαίτερα στους διαλόγους όπου χρησιμοποιεί ένα ενδιαφέρον εύρημα κατά το οποίο συμπυκνώνει για παράδειγμα τις τηλεφωνικές συνομιλίες, εναλλάσσοντας τα πρόσωπα στην άλλη άκρη της γραμμής, αρχικά προσθέτοντας τον εκάστοτε συνομιλητή αλλά ακολούθως παύοντας να το κάνει αυτό, απαντήσεις, γνώμες και απόψεις που διαδέχονται η μία την άλλη και έχουν ως αποτέλεσμα ένα φοβερό εφφέ θορύβου που αποτυπώνει τον θόρυβο που ο καθένας μας νιώθει όταν, ζητώντας την ή όχι, δέχεται τη γνώμη των άλλων, όλα αυτά τα εγώ νομίζω, εγώ στη θέση σου θα έκανα το ένα ή το άλλο. Εκεί επίσης φαίνεται η καλή δουλειά που έχει προηγηθεί στη σκιαγράφηση των προσώπων, αφού ο αναγνώστης νιώθει συχνά αρκετά βέβαιος για το ποιος θα μπορούσε να έχει πει την κάθε ατάκα, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τον τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης της πραγματικότητας.</p><p style="text-align: justify;">Η Σιλντς απαντάει στην πράξη στο αν είναι δυνατόν να χωρέσει μια ολόκληρη ζωή σ' ένα, έστω και πολυσέλιδο, μυθιστόρημα. Η δόμηση της ιστορίας σίγουρα βοηθάει, όμως είναι η αρτιότητα στα συστατικά της αφήγησης που επιτρέπει τα άλματα στον χρόνο χωρίς να αφήνει την αίσθηση του κενού αλλά εκείνη της γραμμικής και οριακά αιτιοκρατικής ακολουθίας. Σημαντική επίσης αποδεικνύεται η στρατηγική της πύκνωσης σε λίγες φράσεις καθοριστικών γεγονότων, την ώρα που αφιερώνει περισσότερες σελίδες για την αφήγηση φαινομενικά και μόνο ασήμαντων περιστατικών. Και μπορεί το μυθιστόρημα να περιστρέφεται κυρίως γύρω από την Ντέιζι, όμως από τις σελίδες του παρελαύνουν πάνω από είκοσι πρόσωπα με τα οποία η συγγραφέας ασχολείται με προσοχή και φροντίδα τέτοια που τα καθιστά ζωντανά και αναγνωρίσιμα. Ταυτόχρονα με την προσωπική ιστορία της Ντέιζι, ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας και της παράλληλης μεγάλης εικόνας της ιστορίας, χωρίς κάποιο από τα δύο αυτά σκέλη να παρασιτεί έναντι του άλλου. Η Ντέιζι δεν μένει να αιωρείται στο κενό, αλλά είναι κατάλληλα πλαισιωμένη στον χωροχρόνο που κατέλαβε στη διάρκεια της ζωής της.<br /></p><p style="text-align: justify;">Τα <i>Πέτρινα ημερολόγια</i> είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα που, παρότι γραμμένο μόλις τριάντα χρόνια πριν, αφήνει ευδιάκριτη την αίσθηση του κλασικού χωρίς να απολύει τη φρεσκάδα του. Θυμήθηκα αρκετές φορές μια ακόμα αγαπημένη των τελευταίων χρόνων Αμερικανή συγγραφέα, την Ελίζαμπετ Στράουτ. Η γυναικεία λογοτεχνία στα καλύτερά της!</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για τα βιβλία της Ελίζαμπετ Στράουτ περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε <a href="http://no14me.blogspot.com/2023/11/oliv-xana-elizabeth-strout.html" target="_blank">εδώ</a>. <br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Gutenberg<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-89464851624613430512024-02-19T07:32:00.001+02:002024-02-19T07:32:00.125+02:00Η τελευταία αρκούδα του δάσους - Άκης Παπαντώνης<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEidsVTqH8rUJ4WE6LIMPTGY3S5FG6wIFXZLiptJbmrIFwz7EdY30sdXoNhEprJ6a6TfkLaBfbj-x5VasivaR56KAE68c2tWmrgLCxYaSzIk3u9pvLk2qgXaNXDriHHxqGWbjeblCuk5xFhp33eiNkDPXHSyRymmWcVqY1Ow_a9Y5S4gby2auGkb1qn9Odk/s3472/%CE%B7%20%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B1%CE%B9%CC%81%CE%B1%20%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%85%CC%81%CE%B4%CE%B1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEidsVTqH8rUJ4WE6LIMPTGY3S5FG6wIFXZLiptJbmrIFwz7EdY30sdXoNhEprJ6a6TfkLaBfbj-x5VasivaR56KAE68c2tWmrgLCxYaSzIk3u9pvLk2qgXaNXDriHHxqGWbjeblCuk5xFhp33eiNkDPXHSyRymmWcVqY1Ow_a9Y5S4gby2auGkb1qn9Odk/w400-h400/%CE%B7%20%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B1%CE%B9%CC%81%CE%B1%20%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%85%CC%81%CE%B4%CE%B1.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Ο <i>Καρυότυπος</i> έσκασε από το πουθενά, ένα έξοχο πρωτόλειο, σφιχτοδεμένο και στυλιζαρισμένο με μαστοριά, παρότι στο όριο της εγκεφαλικής κατασκευής. Ιδιαίτερα το πρώτο κεφάλαιο θα μπορούσε άνετα να σταθεί ως αυτόνομο και υποδειγματικό μικροδιήγημα. Για το <i>Ρηχό νερό, σκιές</i> είχα προσδοκίες πια, μαχαίρι δίκοπο, δεν ένιωσα τον ίδιο ενθουσιασμό, όμως μου άρεσε πολύ· ο Παπαντώνης πέρασε δικαιωματικά στο γκρουπ των συγγραφέων εκείνων που περιμένω με ενδιαφέρον το επόμενο βήμα τους. Ακολούθησε μια συλλογή ποίησης, παράλληλα με κάποιες μεταφραστικές δουλειές, που φανέρωσαν ένα πολυσχιδές υποκείμενο γραφής, αν προσθέσει κανείς και την σποραδική του παρουσία στην κριτική. Λίγο πριν από τα τέλη του '23 κυκλοφόρησε η νουβέλα αυτή, με τον έξοχο τίτλο <i>Η τελευταία αρκούδα του δάσους</i>, πάντοτε από τις εκδόσεις Κίχλη.</p><p style="text-align: justify;">Τα ορφανά του Τσαουσέσκου, η έκρηξη στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ και τώρα η φρικώδης Σφαγή της Σρεμπρένιτσα, με τη συμμετοχή Ελλήνων εθνικιστών στο πλευρό του σερβικού στρατού, μια ακόμα σελίδα ανθρώπινης ντροπής. Και εδώ, ο Παπαντώνης χρησιμοποιεί ως άξονα περιστροφής ένα ιστορικό συμβάν, επιλογή που λειτουργεί, μεταξύ άλλων, ως ευδιάκριτο προσωπικό νήμα που ενώνει τα τρία βιβλία μεταξύ τους, το παρελθόν που ρίχνει τη σκιά του. Ωστόσο, τα βιβλία του αρκετά απέχουν από το να ενταχθούν στην κατηγορία του ιστορικού μυθιστορήματος, αφού ο συγγραφέας τα χρησιμοποιεί περισσότερο ως χωροχρονικές μεταβλητές ώστε να διηγηθεί μικροϊστορίες που έλαβαν χώρα στα απόνερα των συμβάντων αυτών.</p><p style="text-align: justify;">Πρωτοπρόσωπος αφηγητής εδώ είναι ο Θοδωρής, απόφοιτος του τμήματος χημείας, που ζει και εργάζεται στη Γερμανία. Ο αδερφός του, ο Νίκος, που αργότερα άλλαξε το όνομά του σε Νικηφόρος, μεγαλύτερος σε ηλικία, υπήρξε μια καθοριστικής σημασίας παρουσία στη ζωή τού Θοδωρή, μια αναπλήρωση της πατρικής φιγούρας που απουσίαζε από τα λίγα πρώτα του χρόνια, απουσία καλυμμένη με σιωπή και μυστήριο, η μητέρα ποτέ δεν αναφερόταν σε αυτόν, έχοντας φροντίσει να απομακρύνει τις όποιες φωτογραφίες του από το σαλόνι του σπιτιού. Αυτή είναι η ιστορία της διπλής ενηλικίωσης των δύο αδερφών.</p><p style="text-align: justify;">Ο Παπαντώνης χωρίζει τη νουβέλα του σε τριάντα τέσσερα μικρά κεφάλαια, που σε κάθε ένα προηγείται κάποια επεξεργασμένη μαρτυρία αλιευμένη από τα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, ενώ το παρελθόν ξεδιπλώνεται ωσότου φτάσει στον παροντικό αφηγηματικό χρόνο. Ο Θοδωρής προσπαθεί να κρύψει ή να κυριαρχήσει επί του συναισθήματός του, όχι για να θεωρηθεί αντικειμενικός, καθόλου δεν τον νοιάζει κάτι τέτοιο, αλλά για να καταφέρει να φτάσει ως το τέλος, όταν όλα τα κομμάτια του παζλ θα είναι στη θέση τους, παρότι τα ερωτήματά του θα έχουν μείνει στη μεγάλη πλειοψηφία τους αναπάντητα, αποσκευή την οποία θα συνεχίσει να κουβαλά και μετά την τελευταία τελεία στο κείμενο αυτό. Στη νουβέλα αυτή, ο Παπαντώνης διαχειρίζεται γλωσσικά και υφολογικά καλύτερα το συναισθηματικό κομμάτι της ιστορίας του πετυχαίνοντας να αφήσει πίσω του την αγωνία και τη θέληση για ένα όσο το δυνατόν πιο αποστειρωμένο και λογοτεχνικά άρτιο περιβάλλον δράσης των υποκειμένων, δίνοντας την ευκαιρία στον Θοδωρή να αναπνεύσει, έστω και ασθματικά υπό το βάρος των γεγονότων.</p><p style="text-align: justify;">Αυτό συμβαίνει χωρίς το κείμενο να απολύει τη γνώριμη και επιθυμητή οικονομία λόγου και μέσων, κάθε λέξη και κάθε απόφαση μοιάζει καλά προσχεδιασμένη μέχρι την τελευταία στιγμή, πριν η νουβέλα φύγει για το τυπογραφείο. Η διαχείριση του συναισθήματος αποδεικνύεται το πλέον ξεκάθαρο επόμενο συγγραφικό βήμα του Παπαντώνη, χωρίς να χάνεται το προσωπικό στίγμα που χαρακτηρίζει τη γραφή του. Κατά τα άλλα, όλες οι υπόλοιπες συγγραφικές αρετές, τεχνικής και ταλέντου, εμφανίζονται και εδώ: σφιχτοδεμένη πλοκή, καθαρή και οξυδερκής ματιά, άρτιο στήσιμο χαρακτήρων, πρωτευόντων και δευτερευόντων, ακόμα και απόντων, ο υπαινιγμός, οι μικρές λεπτομέρειες, οι επαρκώς χωνεμένες επιρροές, η λειτουργική χρήση των ιστορικών γεγονότων, της ανάμνησης και της συγχρονίας, καλή πρόζα, μεταξύ άλλων.<br /></p><p style="text-align: justify;">Η αφήγηση του Θοδωρή διέρχεται από τρεις δεκαετίες. Παρά το μικρό μέγεθος της νουβέλας, η διέλευση αυτή χαρακτηρίζεται από μια πληρότητα, ικανή να φωτίσει και να νοηματοδοτήσει τα γεγονότα της προσωπικής ιστορίας των δύο αδελφών, παρότι μεγάλο μέρος τους συνέβη σε σκοτεινά και αναπάντητα εδάφη, όχι μόνο για τον αναγνώστη αλλά και για τον αφηγητή, που κάθε άλλο παρά παντογνώστης είναι. Ο Παπαντώνης ανασύρει διάφορα, λιγότερο ή περισσότερο, σημαντικά και γνωστά στον αναγνώστη γεγονότα, όπως οι σχολικές καταλήψεις του '90, η υπόγεια άνθιση της ακροδεξιάς, ο επαγγελματικός αθλητισμός ως εκκολαπτήριο στρατών και τα πάσης φύσεως πατριωτικά συλλαλητήρια. Δεν εγκλωβίζεται στο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, δεν επιχειρεί να εξηγήσει και να αναλύσει, δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Έχει μια δυνατή ιστορία να αφηγηθεί και το κάνει, παράγει καθαρή και καλή λογοτεχνία, αυτό είναι, άλλωστε, το ευκταίο ζητούμενο. Υποψιάζομαι πως η επιμέλεια, σε συνδυασμό με τη συγγραφική επιμονή, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό το αποτέλεσμα, που αφήνει, παρά τις χαραμάδες στις οποίες παραπάνω αναφέρθηκα, την αίσθηση πως κάθε τι είναι τοποθετημένο με τον σωστό τρόπο στη σωστή θέση. Ίσως να έχω μια ένσταση για τις μαρτυρίες που προηγούνται των κεφαλαίων, δεν είμαι σίγουρος πως αντιλήφθηκα την ενδοκειμενική λειτουργικότητά τους, γι' αυτό και στη δεύτερη ανάγνωση τις απέφυγα. Μια λεπτομέρεια που ωστόσο δεν αποδεικνύεται καθοριστική για την αναγνωστική πρόσληψη του έργου.</p><p style="text-align: justify;">Εκείνο που περισσότερο απ' όλα διαμόρφωσε το αναγνωστικό μου συναίσθημα και συνεχίζει, μέρες μετά το τέλος της ανάγνωσης να με απασχολεί, πέρα από τις πιο αντικειμενικές και ευδιάκριτες λογοτεχνικές αρετές της νουβέλας, ήταν η γειτνίαση με το κακό, ο υποκειμενικός και συναισθηματικά έντονος χαρακτήρας της σχέσης του Θοδωρή με τον αδερφό του, δύο κόσμοι με κοινή αφετηρία και διαφορετική πορεία, η μανιασμένη απόπειρα για κατανόηση και δικαιολόγηση πραγμάτων που αν συνέβαιναν λίγο πιο εκεί τότε με ευκολία θα τα καταδικάζαμε, βλέπετε, κάποιος που αγαπάμε και θα θέλαμε να αποτελεί ένα πρότυπο για εμάς δεν μπορεί να είναι κακός, όσο και αν η λογική κρούει επίμονα και μανιασμένα το καμπανάκι. Αλλά και η ευθύνη που ένας δεσμός αίματος γεννά, το βάρος και η ενοχή που επιμερίζονται δικαίως και αδίκως, λερώνοντας. Γιατί μπορεί να είναι καθαρό πως ο Νικηφόρος είναι ένας αποκρουστικός χαρακτήρας (θυμήθηκα έντονα το βιβλίο του Γκαρλίνι, <i>Ο νόμος του μίσους</i>), που κανέναν λόγο δεν έχουμε να συμπαθήσουμε ή να συναισθανθούμε, ούτε καν να επιχειρήσουμε να καταλάβουμε και να δικαιολογήσουμε τα έργα και τις μέρες του, αλλά ο Θοδωρής, φταίει, και αν ναι, πόσο και σε τι άραγε;</p><p style="text-align: justify;"><i>Η τελευταία αρκούδα του δάσους</i> είναι ένα καλό βιβλίο· ας προστεθεί έστω και καθυστερημένα ανάμεσα στα καλά ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν την περσινή χρονιά.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για τον <i>Καρυότυπο </i>περισσότερα θα βρείτε <a href="http://no14me.blogspot.com/2015/01/blog-post.html" target="_blank">εδώ</a>, για το <i>Ρηχό νερό, σκιές</i> <a href="http://no14me.blogspot.com/2019/03/blog-post.html" target="_blank">εδώ</a>. Για το αποκρουστικά γοητευτικό μυθιστόρημα του Γκαρλίνι, <i>Ο νόμος του μίσους</i> <a href="https://no14me.blogspot.com/2022/10/alberto-garlini.html" target="_blank">εδώ</a>, ενώ για το <i>Ανατολικά της δύσης</i>, τη συλλογή διηγημάτων του Βούλγαρου Μίροσλαβ Πένκοφ σε μετάφραση Παπαντώνη, <a href="http://no14me.blogspot.com/2016/11/blog-post_18.html?m=0" target="_blank">εδώ</a>.<br /></p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Κίχλη <br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-44095910699673893862024-02-15T07:32:00.000+02:002024-02-15T07:32:00.127+02:00Η πτήση του Ίκαρου - Raymond Queneau<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgPZwFRXy5AnP2lYpHc4mux1hU6xqyNcl6FxAWQHUQngSc6PmUSYFmOBYrJ2fWv6BMrSfT0hOoRr8jepFHhXlvIhbXhOr22B9SX2UGq6GEroVsG-JJcJaC6CNVFfJKC6vDcG3tRy8Kd2aKO7Fe3LZuFj6hkn2XiTShwZ8ax5aU8F7HsiYXRQIz1iU9Ba-c/s3472/%CE%97%20%CF%80%CF%84%CE%B7%CC%81%CF%83%CE%B7%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%99%CC%81%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgPZwFRXy5AnP2lYpHc4mux1hU6xqyNcl6FxAWQHUQngSc6PmUSYFmOBYrJ2fWv6BMrSfT0hOoRr8jepFHhXlvIhbXhOr22B9SX2UGq6GEroVsG-JJcJaC6CNVFfJKC6vDcG3tRy8Kd2aKO7Fe3LZuFj6hkn2XiTShwZ8ax5aU8F7HsiYXRQIz1iU9Ba-c/w400-h400/%CE%97%20%CF%80%CF%84%CE%B7%CC%81%CF%83%CE%B7%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%99%CC%81%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Αργά ή γρήγορα, σε κάποια από τις κορυφές της παιγνιώδους και μη σοβαροφανής λογοτεχνίας, θα αντικρίσει ο αναγνώστης τον Ρεμόν Κενό και αυτή θα είναι μια καθοριστική συνάντηση για το ευρύτερο ταξίδι του στη λογοτεχνία. Καμπή που είτε θα αποκαλύψει έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισής της, με τη σοβαρότητα που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, είτε θα προκαλέσει απανωτά σοκ δυσανεξίας και θα θεωρηθεί μια ακατανόητη εκτροπή του αναγνωστικού μονοπατιού που περισπούδαστα χαράζουν. Σχετικά μικρός διάβασα τη <i>Ζαζί στο μετρό</i> και το <i>Ασκήσεις ύφους</i>, αρκετά άλλαξαν τότε. Οι καλές εκδόσεις Ύψιλον, με τη μεταφραστική συνδρομή του ακάματου Αχιλλέα Κυριακίδη, ενέταξαν τον Κενό στον κατάλογό τους, ξεκινώντας από τα δύο πασίγνωστα έργα του σε νέα μετάφραση, και συνεχίζοντας, λίγους μήνες πριν, με το μέχρι πρότινος ακυκλοφόρητο στα ελληνικά, ύστερο μυθιστόρημά του, <i>Η πτήση του Ίκαρου</i>.</p><p style="text-align: justify;">(Για να είμαι ειλικρινής, όταν πέρυσι αποφάσισα να διαβάσω ξανά, χρόνια μετά, τη <i>Ζαζί στο μετρό</i>, φοβόμουν μήπως η αναγνωστική ενηλικίωση λειτουργούσε εις βάρος του άλλοτε τόσο αγαπημένου αυτού βιβλίου. Πόσο αφελής και άστοχη φοβία! Το αντίθετο συνέβη, τα τότε όρια πρόσληψης ήταν στενά και επιφανειακά. Τρελάθηκα!)</p><p style="text-align: justify;">Παρίσι, 1896. Ο συγγραφέας Υμπέρ Λυμπέρ θα βρεθεί σε απόγνωση όταν ο Ίκαρος, ήρωας του μυθιστορήματος που μόλις είχε αρχίσει να γράφει, θα εξαφανιστεί. Θα καταφύγει σε έναν διάσημο ιδιωτικό ντετέκτιβ, τον Μορκόλ, θα του αφηγηθεί τι συνέβη και εκείνος θα αναφωνήσει: Πόσο πιραντελικό. Τι και αν το 1896 ο Λουίτζι Πιραντέλο δεν είχε ακόμα γράψει το διάσημο έργο του <i>Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα</i>, οι αναφορές και τα δάνεια είναι σωστό να αποδίδονται. Το παιχνίδι, και το μεταφραστικό βάσανο, ξεκινά ήδη από τον τίτλο, <i>Le Vol' d' Icare,</i> που μεταφράζεται τόσο ως η πτήση του Ίκαρου όσο και ως η κλοπή του Ίκαρου. Και είναι μια τέτοια υποψία που φωλιάζει στο μυαλό του απελπισμένου συγγραφέα, πως κάποιος ομότεχνός του του έκλεψε τον ήρωα, ο ανταγωνισμός με λάφυρο τη δόξα, σύγχρονη ή μεταθανάτια, είναι σκληρός και αδυσώπητος.</p><p style="text-align: justify;">Αρχής γενομένης της απόδρασης αυτής<i>, </i>μια σειρά από ευτράπελα γεγονότα θα ακολουθήσουν. <i>Η πτήση του Ίκαρου</i>, ένας συνδυασμός πρόζας και θεατρικού, είναι μια αναγνωστική φαντασμαγορία, ένα ειδολογικό γαϊτανάκι, ένα ευφάνταστο άθροισμα συγγραφικών ευρημάτων, αλλεργικό στη σοβαροφάνεια και με προσήλωση στο παιχνίδι, ένα αναρχικό –τι πιο αναρχικό, άλλωστε, από έναν ήρωα που το σκάει από τις σελίδες του βιβλίου που βρέθηκε ξάφνου να ζει γυρίζοντας την πλάτη στον δημιουργό του– ανάγνωσμα που προσφέρει ατόφια απόλαυση χωρίς ωστόσο να υποτάσσεται στιγμή στη γελοιότητα και την απλοϊκότητα. Είπαμε, παιχνίδι όπως τα παιδιά το εξασκούν. Ο Κενό, με όχημα το εύρημά του, περνά γενεές δεκατέσσερις και βάλε, το σινάφι του, παρότι τοποθετεί την ιστορία του στα τέλη του περασμένου αιώνα, χωρίς προφανώς να αφήνει εκτός τον ίδιο του τον εαυτό.</p><p style="text-align: justify;">Ο τρόπος που ο Κενό διαχειρίζεται συνολικά το εύρημά του, ως μια συνθήκη αστεία, δηλαδή, και όχι ως μια σοβαροφανή πρωτοτυπία, ή μια παρθενογένεση αν προτιμάτε, αποδεικνύεται καθοριστική για τη συνολική κατασκευή και πρόσληψη, καθώς δεν επιχειρεί να διαφύγει από τα όρια που ο ίδιος θέτει ως συγγραφικές επιδιώξεις. <i>Η πτήση του Ίκαρου</i>, ανάμεσα σε άλλα, μας υπενθυμίζει πως η λογοτεχνία, τόσο κατασκευαστικά όσο και αναγνωστικά, συχνά πάσχει από έλλειψη του στοιχείου της διασκέδασης, χωρίς να υποφέρει από εκπτώσεις και παιδικές ασθένειες όπως η φάρσα και η κακή σάτιρα. Και έτσι, ξεπερνά εν τέλει τα μυθοπλαστικά του όρια και διαβάζεται και ως ένα παράδοξο και λοξό δοκίμιο σχετικά με τη συγγραφή και ενώ ο Μπαρτ είχε μόλις προλάβει να μιλήσει για τον οριστικό και αμετάκλητο θάνατο του συγγραφέα.<br /></p><p style="text-align: justify;">Το μόνο που λείπει από την έκδοση του βιβλίου αυτού, που το συνοδεύει ένα εμπνευσμένο επίμετρο δια χειρός Νίκου Σταμπάκη, είναι μια ευδιάκριτη πινακίδα που να απαγορεύει την είσοδο σε αναγνώστες δυσκοίλιους, που θεωρούν εαυτούς ξεχωριστούς απλώς και μόνο επειδή συνεχίζουν, ενήλικες από χρόνια, να έχουν ανάγκη από αφηγήσεις, θεωρώντας δεδομένο πως αυτό είναι κάτι που τους τοποθετεί σε μια δυσπρόσιτη από την πλέμπα, όποια ομάδα εκείνη θεωρούν τέτοια, κορυφή. Αλλά και για τους ομότεχνους του Κενό που βγάζουν εξανθήματα με την πρόταση αυτή. Οι υπόλοιποι, κοπιάστε!</p><p style="text-align: justify;">υγ. Περισσότερα για τη <i>Ζαζί στο μετρό</i> <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/01/zazi-sto-metro-raymond-queneau.html" target="_blank">εδώ</a>. <br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Ύψιλον<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-17334632054871169812024-02-12T07:32:00.002+02:002024-02-12T14:27:52.602+02:00Κιθαιρώνας - Νίκος Μάντης<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjctnphF4OLE56OQBCWIE7ghMrphtRUSSfcDN8-BxusOpGe-XdoIw0C8Dnts_Ipf6cjVoBu4UgzHuyzjj7jOvNw8PtEXqNwH8EDGm7oWiq18twihhyphenhyphen1aLUaXyREqQi27ZNwvz5tnlcQJq_DqKX6YDRPsIGRTQnJnPYsVtQtvuLf4no0h7FnHT8tlGDqQyk/s3472/%CE%9A%CE%B9%CE%B8%CE%B1%CE%B9%CF%81%CF%89%CC%81%CE%BD%CE%B1%CF%82.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjctnphF4OLE56OQBCWIE7ghMrphtRUSSfcDN8-BxusOpGe-XdoIw0C8Dnts_Ipf6cjVoBu4UgzHuyzjj7jOvNw8PtEXqNwH8EDGm7oWiq18twihhyphenhyphen1aLUaXyREqQi27ZNwvz5tnlcQJq_DqKX6YDRPsIGRTQnJnPYsVtQtvuLf4no0h7FnHT8tlGDqQyk/w400-h400/%CE%9A%CE%B9%CE%B8%CE%B1%CE%B9%CF%81%CF%89%CC%81%CE%BD%CE%B1%CF%82.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Είναι η φιλοδοξία που με έλκει στο σύμπαν του Νίκου Μάντη, όπως αυτή αρθρώθηκε αρχής γενομένης στους <i>Τυφλούς</i>, το πρώτο πολυσέλιδο και γεμάτο φιλοδοξία βιβλίο του δηλαδή, του οποίου η ιστορία του Εύζωνα σίγουρα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι στο πάνθεον της ελληνικής γραμματείας, κατασκευή που παρά τον όποιο βερμπαλισμό της λειτουργεί σύμφωνα με τις συγγραφικές επιδιώξεις. Η βραβευμένη <i>Άγρια Ακρόπολη</i>, έργο επιστημονικής φαντασίας, πρώτο μέρος μιας τριλογίας που έμεινε προς το παρόν ανολοκλήρωτη, αλλά και το σπονδυλωτό μυθιστόρημα <i>Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί</i>, ειδικά το κομμάτι με την αστική περιήγηση ενός τοξικομανή στο κέντρο της καθ' ημάς μητρόπολης, είχαν προλειάνει κατάλληλα το έδαφος. Ο πήχης τίθεται ψηλά και αυτό είναι κάτι γοητευτικό ακόμα και αν ο άλτης τελικά τον ρίξει με την άκρη του κορμού του. Η φιλοδοξία είναι κάτι που απουσιάζει από την εγχώρια παραγωγή πρόζας και το συναπάντημα μαζί της είναι πάντοτε γοητευτικό.</p><p style="text-align: justify;">Στον <i>Κιθαιρώνα</i>, το βουνό που σκιάζει την πόλη της Θήβας, ο Μάντης θα εμπνευστεί από τις <i>Βάκχες</i> και θα ανασυστήσει τον μύθο τους, το πώς δηλαδή ο Διόνυσος κατάφερε να εισχωρήσει, εκδιώχνοντας την Εστία, στην κλίκα του δωδεκάθεου ολύμπιου συμβουλίου, αφήνοντας πίσω του την ανθρώπινη φύση του. Δεν είναι η πρώτη φορά που στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία συναντάται η διακειμενική συσχέτιση με το έργο του Ευριπίδη. Αναφέρομαι, όπως ίσως θα καταλάβατε, στα δύο βιβλία του Μισέλ Φάις [<i>Πορφυρά γέλια</i>, <i>Caput mortuum (1392)</i>]. Μια πρώτη διαφορά, από μια σειρά τέτοιων, είναι το γεγονός πως τα έργα του Φάις διαθέτουν έντονο το προσωπικό ύφος που με τα χρόνια ο συγγραφέας έχει καλλιεργήσει και έχει καταστήσει οικείο, με αποτέλεσμα κάθε βιβλίο του να αναγνωρίζεται αβίαστα ως δικό του, άσχετα με την πρώτη ύλη που χρησιμοποιεί. Ο Μάντης μοιάζει να θέλει να κάνει κάτι διαφορετικό. Εδώ εμφανίζεται μια δεύτερη συγγένεια, με τα πολυδιαβασμένα βιβλία της Αμερικανίδας ακαδημαϊκού, Μάντλιν Μίλερ, την <i>Κίρκη</i> και <i>Το τραγούδι του Αχιλλέα</i>, στα οποία η μυθοπλαστική ανασύσταση του μύθου λειτουργεί ως μια γέφυρα διαχρονικότητας με τη φεμινιστική και κουήρ λογοτεχνία αντίστοιχα.</p><p style="text-align: justify;">Μια τέτοια αντιστοιχία φαίνεται ξεκάθαρα και στο βιβλίο του Μάντη. Οι μαινάδες, γυναίκες που εγκατέλειψαν τον ανδροκρατούμενο κόσμο της Αρχαίας Θήβας και βρήκαν καταφύγιο ελευθερίας στο βουνό, αλλά και ο ίδιος ο Διόνυσος με τη δυαδική ανατομία φύλου, που τον καταδίκασε για χρόνια στην απομόνωση ως τέρας, επιτρέπουν στον αναγνώστη να διακρίνει την επιθυμία του συγγραφέα να χρησιμοποιήσει τον μύθο με όρους συγχρονίας, την ώρα που η λογοτεχνία των μη προνομιούχων ομάδων διεκδικεί τον χώρο που μέχρι πρότινος ανήκε αποκλειστικά και μόνο σε εκείνους που επί χρόνια αντιπροσώπευαν μια αυστηρά επιβεβλημένη κανονικότητα. Ο Διόνυσος φαντάζει ταιριαστός στο συγγραφικό σύμπαν του Μάντη, το παιχνίδισμα, η έλλειψη σοβαροφάνειας, η άτακτη και αντισυμβατική φύση του, μεταξύ άλλων. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο συγγραφέας δοκιμάζει να τοποθετήσει ένα κομμάτι τυρί σε μια καλοφτιαγμένη παγίδα. Εξηγούμαι: Στους <i>Τυφλους</i>, στο επίκεντρο ήταν οι Αγανακτισμένοι που διεκδίκησαν ένα άλλο πολιτικό αύριο, στο <i>Σφάλμα Συστήματος</i>, μια αριστερή κυβέρνηση, εδώ οι υποσχέσεις του Διονύσου στις γυναίκες.</p><p style="text-align: justify;">Αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω ένα επίθετο για τη γραφή του Μάντη, τότε θα επέλεγα, μάλλον, το μειλίχια. Διαβάζοντας τα βιβλία του, ειδικά τα τελευταία τρία, νιώθω διαρκώς ένα χαμόγελο αποδοχής από μεριάς του, κάποιος που λέει, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε. Η αφηγηματική του ικανότητα, η ευκολία με την οποία οι λέξεις παίρνουν τη θέση τους στο χαρτί, η άνεση στην προώθηση της πλοκής αλλά και το θέμα, που ανάλογα με το ποιος είσαι, σε εγκλωβίζει με τρόπο διαφορετικό, είναι κομμάτια της τροφής στον μηχανισμό παγίδευσης. Εδώ εμφανίζεται η διαφορά. Ο Μάντης δεν γράφει για να επιβεβαιώσει τον αναγνώστη του, πόσο μάλλον να τον καλοπιάσει, και αυτό είναι κάτι που του το υπενθυμίζει διαρκώς, αν και εκείνος επιμένει να εθελοτυφλεί στον λαϊκισμό με τον οποίο το έργο τον τρέφει μέχρι να τον οδηγήσει στην αίθουσα ανάνηψης, όταν ο πόνος, ύστερα από τη μέθη, επιστρέφει με το σκληρό του προσωπείο, όταν η αφέλεια συγκρούεται με την πραγματικότητα. Οι παραπάνω ικανότητες και αρετές της γραφής ήταν που με κράτησαν στην ανάγνωση παρότι το θέμα και το περιεχόμενο διόλου του αναγνωστικού μου γούστου δεν είναι, γι' αυτό άλλωστε άργησα τόσο να διαβάσω το μυθιστόρημα αυτό. Και αν στα προηγούμενα βιβλία το τέλος ήταν ακόμα ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες και αναγνώσεις, εδώ, στον <i>Κιθαιρώνα</i>, το τέλος είναι γνώριμο από πριν και από καιρό χωνεμένο, ο Διόνυσος πέτυχε τον στόχο του, οι γυναίκες δεν χρειάζεται νομίζω να σας πω.</p><p style="text-align: justify;">Φιλοδοξία παρούσης στο πλευρό των λοιπών αρετών, ο <i>Κιθαιρώνας</i> ήταν ένα αρκετά παράξενο βιβλίο, με τον τρόπο του δύστροπο και ενοχλητικό, ταυτόχρονα, ωστόσο, βατό στην ανάγνωση. Το ψαχνό, η ιστορία δηλαδή, δεν ήταν του γούστου μου και αυτό στάθηκε αρκετό για να αφαιρέσει ένα τεράστιο κομμάτι απόλαυσης, δυστυχώς, το ανοίκειο με κατέβαλε αφήνοντας με απέξω. Σε καμία περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κακό βιβλίο, κάθε άλλο. Η αίσθηση που μου άφησε είναι πως ο Μάντης υλοποίησε τα περισσότερα από εκείνα που είχε κατά νου, ενώ και οι αναλογίες με τη συγχρονία, όπως τουλάχιστον εγώ τις διέκρινα, ήταν εκεί. Η μη απόλαυση και η λογοτεχνική επάρκεια συνυπάρχουν συχνά, ούσες δύο διαφορετικές μεταβλητές που δυστυχώς συχνά συγχέονται σε μια απόπειρα αντικειμενικοποίησης του υποκειμενικού κριτηρίου, της μετατροπής του σε ακλόνητη, ίδιον των θετικών επιστημών, θεωρία. Ο Μάντης εξακολουθεί να είναι ένας συγγραφέας που με προσδοκίες περιμένω το κάθε επόμενο βήμα του, μια ιδιαίτερη περίπτωση γραφιά.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για τα προηγούμενα έργα του Μάντη: <i>Άγρια ακρόπολη</i> <span style="font-size: x-small;">(<a href="https://no14me.blogspot.com/2014/05/blog-post_29.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><span style="font-size: small;">, <i>Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί </i></span><span style="font-size: x-small;">(<a href="http://no14me.blogspot.com/2015/05/blog-post_15.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><span style="font-size: small;">, <i>Οι τυφλοί </i></span><span style="font-size: x-small;">(<a href="http://no14me.blogspot.com/2017/06/blog-post_26.html?m=0" target="_blank">εδώ</a>)</span><span style="font-size: small;"><i>, Σφάλμα Συστήματος </i></span><span style="font-size: x-small;">(<a href="https://no14me.blogspot.com/2019/06/blog-post_13.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><span style="font-size: small;"><i>. </i>Για το βιβλίο του Μισέλ Φάις </span><span style="font-size: x-small;">(<a href="https://no14me.blogspot.com/2022/04/caput-mortuum-1392.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><span style="font-size: small;">. Για τα βιβλία της Μίλερ: <i>Κίρκη</i> </span><span style="font-size: x-small;">(<a href="https://no14me.blogspot.com/2019/11/madeline-miller-kirki.html?m=0" target="_blank">εδώ</a>)</span><span style="font-size: small;"> και <i>Το τραγούδι του Αχιλλέα</i> </span><span style="font-size: x-small;">(<a href="https://no14me.blogspot.com/2022/04/madeline-miller.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><span style="font-size: small;">.</span> </p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Καστανιώτη<br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-17912803523220327682024-02-08T07:32:00.003+02:002024-02-08T07:32:00.124+02:00Αμίαντος - Alberto Prunetti<p style="text-align: justify;"></p><div style="text-align: justify;"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiZEkbCMTgIxTvl1Kx6Qom_Jmlu44vJ3uQ-WBzn2fGDF0IQrOWHwh6cUUgGP9S7fkLGWc-pbzpYDTS6QZmkKjkVoBChj2RXUe6ZhCN72DP99h2XSpedlQq7yjePj1wdYllSpMrpHfbJqwgRPIfEa3KeUuDZAczVSCucKciYZpRGG9HX0qoxyYhnP4Hm_PY/s3472/%CE%91%CE%BC%CE%B9%CC%81%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiZEkbCMTgIxTvl1Kx6Qom_Jmlu44vJ3uQ-WBzn2fGDF0IQrOWHwh6cUUgGP9S7fkLGWc-pbzpYDTS6QZmkKjkVoBChj2RXUe6ZhCN72DP99h2XSpedlQq7yjePj1wdYllSpMrpHfbJqwgRPIfEa3KeUuDZAczVSCucKciYZpRGG9HX0qoxyYhnP4Hm_PY/w400-h400/%CE%91%CE%BC%CE%B9%CC%81%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82.jpg" width="400" /></a></div></div><div style="text-align: justify;"><p></p><blockquote>Θα ήθελα αυτή η ιστορία να μην έχει συμβεί πραγματικά. Πώς το λένε; Να ήταν αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Όμως, η πραγματικότητα είναι αυτή που χτύπησε την πόρτα αυτών των σελίδων. Η φαντασία γέμισε τις τρύπες σαν φτηνιάρικος στόκος και ξανάπλασε μερικά επεισόδια, για να εξιστορήσει καλύτερα τις περιπέτειες μιας ζωής και ενός θανάτου. Μιας εργατικής βιογραφίας.</blockquote></div><p></p><p style="text-align: justify;">Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο <i>Αμίαντος</i> συνέθεσε ένα διακειμενικό δίπολο με το <i>Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου</i> του Εντουάρ Λουί, το πρώτο αφήγημά του που είχε τόσο έντονη την πολιτική διάσταση, πέρα από τους κοινούς πρωταγωνιστές των δύο ιστοριών. Έτυχε μάλιστα πρόσφατα, λίγο αφού είχα διαβάσει το βιβλίο του Προυνέτι να δω την ενδιαφέρουσα θεατρική μεταφορά του βιβλίου του Λουί και έτσι ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο έγινε ακόμα πιο στενός. Αυτή είναι μια εργατική βιογραφία, η επιθυμία/ανάγκη του γιου να διηγηθεί την ιστορία του πατέρα του, που για χρόνια δούλευε στη βαριά ιταλική βιομηχανία, σε περιόδους που τα μέτρα προστασίας ήταν ακόμα πιο ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα κάθε εργατοώρα να καρφωθεί στο κορμί του, οδηγώντας τον σε ένα πρόωρο και σκληρό θάνατο.</p><p style="text-align: justify;">Ο πατέρας του Προυνέτι δεν είναι ένας γνώριμος λογοτεχνικός ήρωας. Υπήρξε ένας απλός, ανώνυμος άνθρωπος που προσπάθησε με τον μόχθο του να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της καθημερινότητας, να εξασφαλίσει για την οικογένειά του και για εκείνον ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, προσπάθεια που τελικά τον έκανε να λυγίσει. Δεν είναι επίσης μια ιστορία γνώριμη σε μυθοπλαστικό επίπεδο και αυτό όχι γιατί είναι μια πραγματική και όχι συνολικά επινοημένη ιστορία, αλλά γιατί είναι αυτό που ο υπότιτλος λέει: μια εργατική ιστορία. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας, δυσκολεύτηκε αρκετά να βρει εκδοτικό οίκο, κανείς δεν έμοιαζε να πιστεύει πως μια εργατική ιστορία θα απασχολούσε το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό. Κάτι τέτοιο δεν κάνει και πολύ εντύπωση. Μοιάζει η εποχή του ρεαλισμού των φτωχών να ανήκει στο παρελθόν, παρότι ο πληθυσμός τους αυξάνεται και η κοινωνική ανισότητα ολοένα και εντείνεται, προσθέτοντας, σε χώρες όπως η Ιταλία, και τη συνθήκη της ανεργίας, καθώς η πλειοψηφία της βαριάς βιομηχανίας έχει μετατοπιστεί έξω από τα σύνορα του δυτικού κόσμου. Κάποτε ήταν οι συνθήκες εργασίας, τώρα η απουσία αυτής.<br /></p><p style="text-align: justify;">Επιστρέφοντας στον Λουί και το <i>Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου</i>, είναι σημαντικό να υπενθυμίσει κανείς πως εκεί συμπρωταγωνιστούν πατέρας και γιος, η ιστορία του πατέρα έρχεται σε ευθεία αναλογία με την ενηλικίωση του συγγραφέα, η μεταξύ τους σχέση καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του έργου, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια μανιασμένη απόπειρα του Λουί να κατανοήσει και να δικαιολογήσει τον πατέρα του, να εντοπίσει και να αναδείξει ελαφρυντικά στοιχεία σ' αυτή την άτυπη και εκ των υστέρων δίκη, να κατανοήσει ο ίδιος τον εαυτό του καλύτερα, ο θάνατος στον οποίο αναφέρεται ο τίτλος δεν περιορίζεται στο βιολογικό τέλος, αλλά και σε εκείνον του χαρακτήρα του που προηγήθηκε, γεγονός που εν πολλοίς όρισε τη μεταξύ τους σχέση. Ο Προυνέτι, αντίθετα, κρατάει τον εαυτό του σχετικά έξω από την ιστορία αυτή, όσο βέβαια κάτι τέτοιο είναι, λόγω της έντασης του δεσμού, εφικτό. Επικεντρώνεται στη βιογράφηση του πατέρα του, αναζητά τα ίχνη του σε σελίδες επί σελίδων ένσημα, ακολουθεί την πορεία του ανά την ιταλική επικράτεια στο κυνήγι μιας επόμενης δουλειάς, καταγράφει τις δυσκολίες και την επικινδυνότητα, την καταστροφική επαφή με τον αμίαντο, την επιδείνωση της υγείας του.</p><p style="text-align: justify;">Εκτός από τον εαυτό του, ο συγγραφέας αφήνει έξω, πάλι όσο είναι δυνατόν, την πολιτική στράτευση, την προφανή τουλάχιστον επισύναψή της σε μια ιστορία που είναι από μόνη της πολιτική και ταξική. Δεν περιορίζει το αφηγηματικό ύφος σε εκείνο του σκληρού ρεαλισμού, ύφος και περιεχόμενο στο οποίο η Ιταλία είχε, κατά το παρελθόν, μεγάλη παράδοση, τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στον κινηματογράφο. Αφήνει στο συναίσθημα να εισχωρήσει, επιλογή απαραίτητη ώστε να μπορέσει να σταθεί σε ανθρώπινο επίπεδο η βιογραφία ενός πατέρα δια χειρός γιου. Πετυχαίνει έτσι να αποφύγει μια ψυχρή καταγραφή συμβάντων, μια ημερολογιακού χαρακτήρα αναβίωση της ζωής, αντίθετα με τη συμβατική βιογράφηση που, σε μια απόπειρα αντικειμενικοφάνειας, πέφτει συχνά.</p><p style="text-align: justify;">Η έρευνα που ο Προυνέτι κάνει, έρχεται να συμπληρώσει όσα ως αυτόπτης μάρτυρας γνώριζε, από το κανάλι της μνήμης ή της αφήγησης. Γιατί, όσο και αν σε πρώτη ανάγνωση κάνει εντύπωση, οι γονείς είναι μια εν πολλοίς άγνωστη γη για τα παιδιά τους, άλλωστε, η συνθήκη πως γονείς και παιδιά μοιράζονται λεκτικά τις ιστορίες τους, και κυρίως αυτές που αφορούν το προ γονεϊκότητας παρελθόν, είναι σχετικά πρόσφατη, και μάλλον όχι τόσο διαδεδομένη όσο κάποιοι ίσως πιστεύουν. Στην άγνωστη ύλη, εκτός από τα διάφορα πραγματολογικά στοιχεία, περιλαμβάνεται επίσης και το συναίσθημα, ίσως και να καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση εντός αυτής. Το πώς ένιωθε ένας πατέρας που είχε πάρει επ' ώμου τον ρόλο του δυνατού προστάτη. Φοβόταν, έκλαιγε, ένιωθε, άραγε, μοναξιά; Ο Προυνέτι, όπως ήδη παραδέχεται από την πρώτη κιόλας παράγραφο, θα αναγκαστεί να συμπληρώσει διάφορα κομμάτια και να προβεί σε υποθέσεις. Αυτό, εκτός από απαραίτητο για την ολοκλήρωση της βιογραφίας, αναδεικνύει και τα κενά που η σχέση πατέρα γιου είχε, τις καταχωρήσεις εκείνες για τις οποίες ίσως ο συγγραφέας θα ήθελε να ρωτήσει ευθέως τον ίδιο.</p><p style="text-align: justify;">Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε τόση σημασία αν το κείμενο έπασχε από λογοτεχνικές αρετές, αν η αφηγηματική άνεση του Προυνέτι, αλλά και η διαχείριση του υλικού, δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της κατασκευής ενός βιβλίου. Ο συγγραφέας, και αυτό είναι παράσημο, καταφέρνει να πατήσει με τα δύο πόδια σε δύο βάρκες. Δεν θυσιάζει την ιστορία για χάρη της λογοτεχνικής αρτιότητας, ούτε όμως και το αντίστροφο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα καλογραμμένο βιβλίο, που έχει επίγνωση των ορίων του και φανερώνει με σαφήνεια τις επιδιώξεις του δημιουργού, μια ιστορία η οποία από την αρχή ως το τέλος παραμένει στη σκιά του θα ήθελα να μην έχει συμβεί στην πραγματικότητα. Είναι εύκολος και κυρίως ανέξοδος ένας φθόνος απέναντι σε μια αυτοβιογραφική συνθήκη που διαθέτει υλικό για μια καλή αφήγηση, ο Προυνέτι, θέλω να πω, δεν ήταν τυχερός που είδε τον πατέρα του να πεθαίνει από την επαφή με τον αμίαντο γιατί έτσι μπόρεσε να γράψει ένα καλό βιβλίο, μια τέτοια προσέγγιση, που δυστυχώς γίνεται συχνά, είναι, εκτός των άλλων, απάνθρωπη.</p><p style="text-align: justify;">Όσο και αν προκαλεί εντύπωση, και αντίθετα σε ένα βαθμό σε σχέση με το έργο του Λουί, ο Προυνέτι κρατάει σε χαμηλή στάθμη την επίκληση στο συναίσθημα, δεν επιθυμεί να γράψει έναν λίβελο για τους βιομηχανικούς πατρόνες, ούτε να επιμείνει στη σχέση του με τον πατέρα του, επιλέγοντας να απουσιάσει από την πρώτη γραμμή της ιστορίας αυτής, όπως δηλαδή συνέβαινε και στην πραγματικότητα, αφού ο πατέρας του περνούσε μεγάλα διαστήματα δουλεύοντας μακριά από το σπίτι. Στην ανάγκη για κατανόηση προστίθεται σίγουρα η επιθυμία να διασωθεί αυτή η ιστορία, που παρότι προσωπική και ξεχωριστή είναι οικεία και γνώριμη. Αυτός ο άνθρωπος υπήρξε.<br /></p><p style="text-align: justify;">Ο<i> Αμίαντος</i> υπερέβη κάθε αναγνωστικό προϋπολογισμό, που αποδείχτηκε επιρρεπής στην στερεοτυπία περί στρατευμένης λογοτεχνίας και λεηλασίας της προσωπικής ιστορίας προς τέρψη της συγγραφικής ματαιοδοξίας. Ο Προυνέτι παραδίδει ένα βιβλίο σημαντικό για την αλήθεια του, που αφορά ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, έστω και αν έχει πια μετασχηματιστεί ως προς τα χαρακτηριστικά του, για το οποίο η λογοτεχνία αποτελεί ενός είδους πολυτέλεια, τη στιγμή που και η ίδια η λογοτεχνία μοιάζει να αδιαφορεί γι' αυτό.</p><p style="text-align: justify;">Ακόμα μια ευχάριστη έκπληξη από τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία. <br /></p><div style="text-align: justify;">υγ. Περισσότερα για το βιβλίο του Λουί θα βρείτε <a href="http://no14me.blogspot.com/2020/10/edouard-louis.html" target="_blank">εδώ</a>. <br /></div><div style="text-align: justify;"> </div><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Βαγγέλης Ζήκος</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-62479966048060012032024-02-05T07:32:00.000+02:002024-02-05T07:32:00.123+02:00Ο χειραγωγός - Σταύρος Κρητιώτης<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgKEK4QtqorEKmu2yiB7vha9Hqvhs1W1k5Vo_YQF4JKhUGMzSE3U_0MURX8EqpeXX8NW-z0a8RjknmjcnOOEHb8BM8jcPGazJ65KssgPCUpsnl3L2_heL6oBp_2k-c8ASgGkhyhJjfVi26ilDvblWvvEQWCtOETFb679kfdTUQy08svb3Qpm3_B7G2QBYo/s3472/%CE%9F%20%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%BF%CC%81%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgKEK4QtqorEKmu2yiB7vha9Hqvhs1W1k5Vo_YQF4JKhUGMzSE3U_0MURX8EqpeXX8NW-z0a8RjknmjcnOOEHb8BM8jcPGazJ65KssgPCUpsnl3L2_heL6oBp_2k-c8ASgGkhyhJjfVi26ilDvblWvvEQWCtOETFb679kfdTUQy08svb3Qpm3_B7G2QBYo/w400-h400/%CE%9F%20%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%BF%CC%81%CF%82.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Η σοβαροφάνεια –και όχι η σοβαρότητα– με ενοχλεί, το παιγνιώδες –και όχι το παιχνιδιάρικο– με έλκει, ναι, και στη λογοτεχνία. Η περίπτωση του Σταύρου Κρητιώτη –και του πλήθους των ετερωνύμων του– είναι εξόχως ιδιαίτερη για τα ελληνικά δεδομένα. Πρόχειρα, μπορώ να ανακαλέσω τον πολυσχιδή Τζέημς Μήτσαμ, αλλά και τον Κωστή Μαλούτα στο πρώτο του βιβλίο, ως αντίστοιχες περιπτώσεις παιγνιώδους γραφής.</p><p style="text-align: justify;">Όλα ξεκίνησαν με <i>Το μηνολόγιο ενός απόντος</i>, οχτώ χρόνια πριν, ένα από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που έχω απολαύσει, μια εκπληκτικής έμπνευσης και εκτέλεσης μεταμοντέρνα κατασκευή. Όταν, αργότερα, στο εσωτερικό των βιβλίων που κυκλοφόρησε ως Σταύρος Κρητιώτης, συμπεριέλαβε και την υπόλοιπη εκτενή βιβλιογραφία, τα κομμάτια μπήκαν σιγά σιγά στη θέση τους, αν και το κεντρικό ερώτημα παρέμεινε: ποιος είναι ο Σταύρος Κρητιώτης; Το καλοκαίρι που μας πέρασε κυκλοφόρησε <i>Ο χειραγωγός</i>, άργησα, αλλά το διάβασα, πώς αλλιώς;<br /></p><p style="text-align: justify;">Δεν είναι εύκολο να αναφερθεί κανείς στην πλοκή με τρόπο κατανοητό και ξεκάθαρο, δεν είναι γενικότερα εύκολο να μιλήσει κανείς για ένα βιβλίο όπως αυτό. Ας προσπαθήσω. Ο Καινός, που αρχικά ονομαζόταν Κενός, κατάφερε να πείσει τον Αγό, ηγέτη της Αυταρχίας που κυβερνά μια ανώνυμη χώρα που γειτονεύει με την Ιταλία, να τον χρίσει πρύτανη σε ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο. Σύντομα, ο Καινός έθεσε ως στόχο την κατάληψη της εξουσίας, να πάρει τη θέση του ηγέτη. Για τον λόγο αυτό καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια· μεταξύ άλλων: χειραγώγηση, ελιγμοί και έλεγχος. Ωστόσο, συχνά, η πραγματικότητα αντιγράφει την τέχνη. Μια νεανική φιλοδοξία, η συγγραφή ενός μυθιστορήματος, το οποίο φρόντισε να αποστείλει σε όλους τους καταξιωμένους κριτικούς, προλόγιζε με ακρίβεια όσα έμελλε να συμβούν. Όταν θα βάλει αγγελία για να ανακτήσει και να καταστρέψει το σύνολο των αντιτύπων, ένας δημοσιογράφος θα θυμηθεί πως ο τίτλος του βιβλίου κάτι του θυμίζει, ψάχνοντας θα βρει το αδιάβαστο εκείνο αντίτυπο, διαβάζοντάς το, έκπληκτος, θα διαπιστώσει πως το μυθιστόρημα μιλούσε με ακρίβεια για γεγονότα σύγχρονα, ικανά να αναταράξουν τα νερά και να προκαλέσουν αλυσιδωτές πολιτικές αντιδράσεις. Η ύπαρξη ενός σωσία του Καινού θα πυροδοτήσει απρόσμενα την απόπειρά του να επιβιώσει. <br /></p><p style="text-align: justify;">Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα στη μεταμοντέρνα αυτή σύνθεση, στην οποία καμία σύμβαση δεν τηρείται, καμία αξιοπιστία δεν απαντάται. Ας παραθέσω, ωστόσο, και ένα απόσπασμα από το ίδιο το βιβλίο:</p><p style="text-align: justify;"></p><div style="text-align: justify;"><blockquote>Το αυθιστόρημά μου, όπως και κάθε άλλο σπονδυλωτό μυθιστόρημα, θα υπονομεύει την αρραγή αφήγηση και θα επενδύει στην αποσπασματικότητα, την ασυνέχεια και τη σύζευξη ετερόκλητων νημάτων. Ο αναγνώστης θα καλείται να συνδυάσει και να συνδέσει τις διάσπαρτες ιστορίες, ώστε να νοηματοδοτήσει τη συνολική κατασκευή. Οι ιστορίες αυτές θα είναι ρεύματα· θα διανοίγουν χώρο για τον εαυτό τους μέσα στη θάλασσα των στοχασμών που απαρτίζουν το υπόλοιπο κείμενο. Θα γεννούν διαρκώς αψιμαχίες ανάμεσα στην ασυνέχεια και τη συνεκτικότητα, αφού κάθε αυτοτελής ιστορία θα παραμείνει μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, μέσα στο οποίο αποκτά άλλη δομική υπόσταση.</blockquote></div><p></p><p style="text-align: justify;">Προχωρώ έχοντας –έστω αποπειραθεί να– ξεμπερδέψει με την πλοκή. Η μορφή, αναπόφευκτα, υποτάσσεται στη συγγραφική σύλληψη· σημειώσεις, απόπειρες, εγκιβωτισμός παραθεμάτων και εκτενής διακειμενικότητα, διαγραμμένα μέρη, εναλλαγή φωνών, κατασκευαστικές σημειώσεις και οδηγίες, δυσδιάκριτα όρια μυθοπλασίας και μυθοπλαστικής πραγματικότητας συνυπάρχουν, ακολουθούν και καθορίζουν την προώθηση της πλοκής. Ένας ευρύχωρος λαβύρινθος απλώνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη καθώς οι σελίδες γυρίζουν η μια μετά την άλλη, με το σήμα γεωγραφικού εντοπισμού να χάνεται συχνά και να οδηγεί σε επανυπολογισμό της πορείας με την παραίτηση και την παράδοση στο ρεύμα της πλοκής να κρίνεται μάλλον απαραίτητη. Τα ερωτήματα είναι πολλά, κάποια παραμένουν αναπάντητα ή ρητορικά, αυτό ίσως εκνευρίσει τον αναγνώστη εκείνο που γυρεύει και ικανοποιείται από τις απαντήσεις, αλλά θα ενθουσιάσει εκείνον που γοητεύεται από αυτά. Μια εγκεφαλική κατασκευή, εκ φύσεως, διαθέτει τέτοια χαρακτηριστικά. Εδώ, το παιγνιώδες επιβάλλεται του σοβαροφανούς.</p><p style="text-align: justify;">Αυτό είναι ένα φιλόδοξο βιβλίο, ίσως το πλέον φιλόδοξο εγχείρημα του Κρητιώτη, που εδώ και χρόνια χαράζει το δικό του συγγραφικό μονοπάτι, ιδιαίτερο και απευθυνόμενο σε μια μάλλον μικρή μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Δεν αποφεύγει τις δυσκολίες, τις εργαλειοποιεί, τις καθιστά βασικό συστατικό των βιβλίων του, οι αναγνώστες που τον ακολουθούν τις επιζητούν. Το συναίσθημα που περιλαμβάνει αυτή η εγκεφαλική κατασκευή είναι υπαρκτό και απόλυτα συνδεδεμένο με τη σύσταση των σκιωδών προσώπων του έργου. Διόλου αναπάντεχα μια από τις βασικές επιρροές στον <i>Χειραγωγό</i> είναι ο προφήτης Μακιαβέλι. Ο συγγραφέας περνά γενεές δεκατέσσερις την πανεπιστημιακή πραγματικότητα, την παρακμή στην οποία τσαλαβουτούν αναγκαστικά όσοι εμπλέκονται με αυτό, τον τρόπο με τον οποίο το κράτος επιχειρεί να το προσαρμόσει στις επιδιώξεις του, καθιστώντας το μέρος της νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας, ως μια μονάδα παραγωγής κέρδους και ανάπτυξης. Το κομμάτι της πολιτικής δυστοπίας, αν και απαραίτητο για τη στατικότητα, δεν είναι ιδεολογικά σημαντικό, δεν αποτελεί το κέντρο αναφοράς της πλοκής. Θα ήταν ελλιπές και άτυχο να περιορίσει ειδολογικά κανείς το βιβλίο αυτό στην κατηγορία της πολιτικής δυστοπίας, ακόμα και σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή αυτής, πιο ακριβής θα ήταν ο χαρακτηρισμός ως campus novel, με τον τρόπο τού Κρητιώτη πάντα.<br /></p><p style="text-align: justify;">Το βιβλίο, θεωρώ, πρέπει να κριθεί με βάση τη φιλοδοξία του, το πού έθεσε τον πήχη ο Κρητιώτης, και να επαινεθεί ασχέτως αν δεν τον ξεπέρασε ξεκάθαρα τον πήχη αυτό. Το αποκαλώ φιλόδοξο ακριβώς γιατί επιχειρεί να συγκεράσει δύο μάλλον ετερόκλητα στοιχεία, εκείνα της απορίας και της απόλαυσης, μένοντας αυστηρά πιστός στις αρχές του, χωρίς να επιχειρεί να νερώσει το διάλυμα, να το κάνει πιο εύπεπτο, λιγότερο ενοχλητικό. Ο αναγνώστης δεν αφήνεται να χαλαρώσει, διαρκώς γυρεύει σημάδια και απαντήσεις σε μια απόπειρα να χαρτογραφήσει με ευκρίνεια το μονοπάτι που ακολουθεί, ταυτόχρονα όμως, αυτό είναι και αναπόσπαστο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης, η εγρήγορση και η ικανοποίηση όταν κάποια νήματα συναντώνται και ενώνονται, έστω και για μια στιγμή, έστω και αν χωριστούν την επόμενη και το κενό επανέλθει ακόμα πιο σκοτεινό.</p><p style="text-align: justify;">Το ερώτημα που κατά τη γνώμη μου οφείλει να απαντηθεί είναι αν όλα αυτά τα λογοτεχνικά τερτίπια και καμώματα εξυπηρετούν τον σκοπό τους ή αν απλώς αποτελούν μια απόπειρα συγγραφικής αυτοϊκανοποίησης. Και εδώ η απάντηση είναι ξεκάθαρη: τα τερτίπια και τα καμώματα καθίστανται λειτουργικά και απαραίτητα για τη σύνθεση αυτή, το προγραμματικό παιγνιώδες εκπληρώνεται, μαζί με αυτό και οι αναγνωστικές –μου– προσδοκίες, για ακόμα μια φορά.<br /></p><p style="text-align: justify;">υγ. Για τα προηγούμενα έργα του Κρητιώτη: <i>Το μηνολόγιο ενός απόντος</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2016/05/blog-post_23.html" target="_blank">εδώ</a>), <i>Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης</i> (<a href="https://no14me.blogspot.com/2018/01/blog-post_29.html" target="_blank">εδώ</a>), <i>Η κατασκευή μιας υστεροφημίας</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2019/06/blog-post_10.html" target="_blank">εδώ</a>), ως Αρίστη Προυσσιώτη <i>Το θρόισμα των εκδοχών</i> (<a href="https://no14me.blogspot.com/2017/07/blog-post_5.html" target="_blank">εδώ</a>). Για τα βιβλία του Τζέημς Μήτσαμ: <i>Πολπόταμος</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2020/06/blog-post.html" target="_blank">εδώ</a>), <i>Καραντίνα στο Νησί του Διαβόλου</i> (<a href="https://no14me.blogspot.com/2022/06/blog-post_23.html" target="_blank">εδώ</a>), <i>Ο Kενοειδής </i>(<a href="http://no14me.blogspot.com/2020/11/richard-hell.html" target="_blank">εδώ</a>). Για το πρωτόλειο του Μαλούτα <i>Μια φορά (και ίσως και άλλη μια</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2016/06/blog-post.html" target="_blank">εδώ</a>).</p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Μελάνι<br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-89420419345589187082024-02-01T07:32:00.001+02:002024-02-01T07:32:00.126+02:00Διάχυτο φως - Deniz Ohde<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9YqteBklgsfKJXJ-sKRgkeDaY6SoMz56GALLibxl07ZP8xtvxi2seeBNh53dxBVf-mwQCf2OemOgZx8RfV3EDVrrEhnwpPM7La0OT-LI_jIEt1XIxG7XSAfup_09aNiu8VWgJn6-iYuFOhNg4Hx43DTtXwhlMpYomqippceJ4SSwChHFBUJeLyKjgjcs/s3472/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CC%81%CF%87%CF%85%CF%84%CE%BF%20%CF%86%CF%89%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh9YqteBklgsfKJXJ-sKRgkeDaY6SoMz56GALLibxl07ZP8xtvxi2seeBNh53dxBVf-mwQCf2OemOgZx8RfV3EDVrrEhnwpPM7La0OT-LI_jIEt1XIxG7XSAfup_09aNiu8VWgJn6-iYuFOhNg4Hx43DTtXwhlMpYomqippceJ4SSwChHFBUJeLyKjgjcs/w400-h400/%CE%94%CE%B9%CE%B1%CC%81%CF%87%CF%85%CF%84%CE%BF%20%CF%86%CF%89%CF%82.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Το αναγνωστικό προαίσθημα είναι ένα από τα πολλά φίλτρα που χρησιμοποιεί κανείς όταν πρόκειται να διαλέξει το επόμενο βιβλίο. Κι εμένα το προαίσθημά μου υπερθεμάτιζε πως αυτό θα ήταν ένα καλό βιβλίο, ένα βιβλίο που θα μου άρεσε, το κατάλληλο βιβλίο για εκείνη τη στιγμή. Σίγουρα το προαίσθημα με τα χρόνια διαμορφώνεται από πλήθος άλλων παραγόντων, γεγονός που το μεταβάλει περισσότερο σε αιτιοκρατικό ένστικτο, απομακρύνοντας το από το βασίλειο του μεταφυσικού που κάποτε έδρευε. Εδώ για παράδειγμα έχουμε μια ενδιαφέρουσα σειρά ξένης λογοτεχνίας, την Aldina, μια νεαρή συγγραφέα, τη Γερμανοτουρκάλα Ντενίς Όντε, και ένα οπισθόφυλλο που περιγράφει την επιστροφή της αφηγήτριας στο χωριό που μεγάλωσε. Στοιχεία ικανά να μου τραβήξουν το ενδιαφέρον και να επιτρέψουν σε κάποιες πρώτες γραμμές του υπό διαμόρφωση ορίζοντα προσδοκιών να φανούν.<br /></p><p style="text-align: justify;">Ο Εντουάρ Λουί, τουλάχιστον στα καθ' ημάς, έφερε στο προσκήνιο μια λογοτεχνία πολιτική, που μιλά σε πρώτο πρόσωπο για το τραύμα, για την οικογένεια, την τάξη, την παρηκμασμένη (γαλλική) επαρχία και βέβαια τη σεξουαλικότητα. Οι ενστάσεις απέναντι στο έργο του έχουν κυρίως να κάνουν με τις λογοτεχνικές αξιώσεις, αλλά και την υποψία μανιέρας από βιβλίο σε βιβλίο. Ήμουν τυχερός και διάβασα το πρώτο του βιβλίο πριν γίνει της μόδας και, εκτός των άλλων, οι προσδοκίες εκτοξευθούν και γίνουν αόριστες και αφηρημένες. Τα λέω αυτά, πριν ακόμα μιλήσω για το βιβλίο της Όντε, γιατί σκεφτόμουν αρκετά έντονα τα βιβλία τού Λουί αλλά και τη συζήτηση γύρω από αυτά, όσο διάβαζα το <i>Διάχυτο φως</i>.</p><p style="text-align: justify;">Η αφηγήτρια, μια πιθανή εκδοχή της ίδιας της συγγραφέως, κοντινή ή μακρινή μικρή σημασία έχει, επιστρέφει μετά από χρόνια στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο σπίτι που πια μένει ο πατέρας της μόνος του. Επιστρέφει για να παραστεί στον γάμο δύο παιδικών της φίλων. Η αιτία της επιστροφής, μια κοινωνική υποχρέωση, θέτει εξαρχής την απόσταση που πλέον νιώθει να τη χωρίζει με το μέρος εκείνο, με τα χρόνια εκείνα, με τον ίδιο της τον πατέρα, μεταξύ άλλων, απόσταση όχι απλά και μόνο χιλιομετρική, αφού έμενε σε άλλη πόλη της Γερμανίας και όχι στο νότιο ημισφαίριο, και όμως εκείνη εδώ και καιρό δεν είχε επιθυμήσει μια, έστω και ολιγοήμερη, επιστροφή. <i>Ο αέρας αλλάζει όταν μπαίνεις στην περιοχή</i>. Έτσι ξεκινά η αφήγηση αυτή.</p><p style="text-align: justify;">Μπορεί το κουήρ στοιχείο, έντονο και κυρίαρχο στο έργο του Λουί, να λείπει εδώ, όμως, η επιστροφή τής αφηγήτριας εκεί, με τις παρεπόμενες αναλήψεις από εκείνα τα χρόνια, σε πολλά ομοιάζει με τη σύσταση του εδάφους στον γαλλικό βορρά. Η Όντε δεν επιλέγει μια ευθεία αυτοβιογραφική πρόζα, σκεπάζει καλά την ιστορία αυτή με τον μανδύα της μυθοπλασίας. Έτσι, ενώ η αφετηρία των δύο μοιάζει, η αφηγηματική διαδρομή είναι διαφορετική. Ένας προβληματικός γάμος, αυτός των γονιών της αφηγήτριας, ένα προβληματικό μέρος, το μικρό χωριό, η συντηρητική κοινωνία, οι ταξικοί φραγμοί, η απουσία προνομίων, ο αγώνας, σε συνδυασμό με τη συγκυρία, που θα οδηγήσει την αφηγήτρια ύστερα από μια παράκαμψη στο τεχνικό γυμνάσιο, στο πανεπιστήμιο και σε μια άλλη ζωή. Η επιστροφή, ο χρόνος που μοιάζει να έμεινε αυστηρά ακινητοποιημένος, εντείνει το αίσθημα της αλλαγής της, την ώρα που οι συνομήλικοί της συνέχισαν στα βήματα των γονιών τους, ο αλκοολικός και ελάχιστα συναισθηματικός πατέρας, που εδώ χαρακτηρίζεται από μια ιδιότυπη καταναλωτική μανία που συνδυάζεται με μια ασφυκτική συσσώρευση πραγμάτων εξ αρχής άχρηστων στο πεπερασμένης έκτασης σπίτι, ανάμεσα σε άλλα. Σημαντική παράμετρος στο <i>Διάχυτο φως</i> είναι και η καταγωγή της μητέρας, μετανάστριας από την Τουρκία, που δραπέτευσε από ένα ασφυκτικό περιβάλλον ανέχειας και θρησκευτικής πειθαρχίας, για να βρεθεί σε έναν αδιέξοδο γάμο, κάνοντας αιώνια υπομονή, που μόνο, μια στο τόσο, της επέτρεπε να απολαμβάνει ένα ποτήρι αλκοόλ στο τέλος μιας ακόμα κοπιώδους μέρας.</p><p style="text-align: justify;">Η Όντε δεν περιγράφει μια πρωτότυπη ιστορία, ειδικά για τη γερμανική κοινωνία, που παρά την αυξημένη ενσωμάτωση, η ταμπέλα του ξένου εξακολουθεί να υπάρχει και να διαχωρίζει, όπως αντίστοιχα συμβαίνει με τις κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις του πληθυσμού, παρότι το βιοτικό επίπεδο μοιάζει να είναι υψηλότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες. Η έλλειψη πρωτοτυπίας ωστόσο δεν αποτελεί ψεγάδι αλλά πεδίο στο οποίο η οξυδερκής παρατηρητικότητα της αφηγήτριας επιβεβαιώνεται, και αυτό γίνεται με έναν λογοτεχνικά άρτιο τρόπο. Οι διαρκείς παρεκβάσεις δεν πετούν τον αναγνώστη εκτός ιστορίας, αλλά είναι ενταγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτυπώνουν αληθοφανώς τον καταιγισμό σκέψεων και αναμνήσεων που την κατακλύζουν αναπόφευκτα κατά την επιστροφή της. Μένοντας στο κομμάτι των παρεκβάσεων, η Όντε πετυχαίνει κάτι ακόμα. Δεν επισκιάζει τον τότε εαυτό της με τον παροντικό ενήλικα, αλλά του επιτρέπει να ακουστεί χωρίς να χάνει την παιδικότητα στο βλέμμα απέναντι στα πράγματα. Αυτό λειτουργεί και εξωλογοτεχνικά αφού επιτρέπει στην ίδια την αφηγήτρια να βεβαιώσει την απόσταση που τη χωρίζει, τα βήματα που έχει πραγματοποιήσει, τον προσωπικό αγώνα που έδωσε σε διάφορα επίπεδα και που κανέναν άλλον δεν αφορά, όχι τουλάχιστον με τον τρόπο και την ένταση που αφορά την ίδια.</p><p style="text-align: justify;">Αυτή η απόσταση στην παρατήρηση και την καταγραφή απαλλάσσει το μυθιστόρημα από κάθε διάθεση επίκλησης στο συναίσθημα· η αφηγήτρια επ' ουδενί δεν επιθυμεί τη λύπηση ή την επιβράβευση. Το αυτό συμβαίνει και με κάθε υπόνοια διδακτισμού. Η αφηγήτρια, που για χρόνια ντρεπόταν για το πραγματικό της όνομα, έτσι όπως ξεχώριζε στις λίστες με τα ονόματα των συμμαθητών της, έρχεται ξανά αντιμέτωπη με εκείνο το εγγύς παρελθόν χωρίς να έχει διάθεση να υπεραμυνθεί των επιλογών και των δράσεων της, κάτι το οποίο θα ήταν έντονα αντίθετο με τον χαμηλών τόνων χαρακτήρα της. Αναφέρεται απλώς στη ζωή της, που, όπως και να μοιάζει απέξω και από απόσταση, για εκείνη ήταν απλώς η δική της εκδοχή. Απουσία συναισθηματικού εκβιασμού και διδακτισμού οι επιθετικοί προσδιορισμοί που συνωστίζονται να προηγηθούν της ιστορίας παραμένουν στο συρτάρι. Είναι ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται η Όντε την ιστορία αυτή που κάνει
το βιβλίο να ξεχωρίζει και όχι αποκλειστικά και μόνο το περιεχόμενο,
που, ας μη γελιόμαστε, κοντά λογοτεχνικά πόδια έχει, και περισσότερο
αφορά τις προωθητικές ενέργειες των τμημάτων μάρκετινγκ. Και αυτός ο
λογοτεχνικός τρόπος επιτρέπει στην ιστορία να αντέξει το ίδιο της το
βάρος, χωρίς να μοιάζει βαρυφορτωμένη και μπουκωμένη.</p><p style="text-align: justify;">Το <i>Διάχυτο φως</i> είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο, σύγχρονο, λογοτεχνικά άρτιο, που ικανοποιεί με άνεση τις συγγραφικές επιδιώξεις, χωρίς να χάνεται ανάμεσα στα πολλά βιβλία προσωπικών ιστοριών που εκδίδονται.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για τα βιβλία του Εντουάρ Λουί περισσότερα μπορείτε να βρείτε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/02/edouard-louis-allagi-methodos.html" target="_blank">εδώ</a>.<br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Gutenberg<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-66052019219931002782024-01-29T07:32:00.000+02:002024-01-29T07:32:00.127+02:00Σχέδια του χάους - Μίνως Ευσταθιάδης<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnId9V6dyZMufyJXfg4mUv3SkzjrHA3zCeLvgapbVUoY0Ii35LefLsHCYhXIiVPLk57ayKrSKXxVdXt2jg-652UG6InQKIXPL3yqBOpXBbKyg6CpYnEBMIXVZM9e0duBIU8le52biYvdtLEME7nGMTcGqr3W9EsIMlE1exBFLhsWRG2WUxsZ1rsQ-dc40/s1600/%CF%83%CF%87%CE%B5%CC%81%CE%B4%CE%B9%CE%B1%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CF%87%CE%B1%CC%81%CE%BF%CF%85%CF%82.JPG" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1600" data-original-width="1600" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhnId9V6dyZMufyJXfg4mUv3SkzjrHA3zCeLvgapbVUoY0Ii35LefLsHCYhXIiVPLk57ayKrSKXxVdXt2jg-652UG6InQKIXPL3yqBOpXBbKyg6CpYnEBMIXVZM9e0duBIU8le52biYvdtLEME7nGMTcGqr3W9EsIMlE1exBFLhsWRG2WUxsZ1rsQ-dc40/w400-h400/%CF%83%CF%87%CE%B5%CC%81%CE%B4%CE%B9%CE%B1%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CF%87%CE%B1%CC%81%CE%BF%CF%85%CF%82.JPG" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;">Συμβαίνει συχνά να δένεται ο αναγνώστης με τον –συνήθως αντί– ήρωα μιας αστυνομικής λογοτεχνικής σειράς. Έτσι, κάθε επόμενο βιβλίο αποκτά, κατά κάποιον τρόπο, διττή λειτουργία. Από τη μια, η αφήγηση μιας αυτόνομης ιστορίας με έντονο τον χαρακτήρα του σασπένς και, από την άλλη, η εξέλιξη της ζωής του κεντρικού πρωταγωνιστή, του Κρις Πάπας, στην περίπτωσή μας. Το <i>Σχέδια του χάους</i> είναι το τέταρτο βιβλίο του Μίνου Ευσταθιάδη με πρωταγωνιστή τον Ελληνογερμανό ιδιωτικό αστυνομικό. Εδώ, ο αφηγηματικός χρόνος γυρίζει αρκετά χρόνια πριν, όταν ο Χρήστος Παπαδημητρακόπουλος ήταν ακόμα έφηβος και ζούσε με τους γονείς του στο Αίγιο, πριν φύγει για τη Γερμανία και επιλέξει μια πιο σύντομη εκδοχή για το ονοματεπώνυμό του, πριν αποφασίσει να ασκήσει το επάγγελμα του ιδιωτικού ερευνητή.</p><p style="text-align: justify;">Η πρόθεση του δημάρχου να μετατρέψει σε δημοτικό πάρκινγκ το μέρος εκείνο που άπαντες αποκαλούσαν δασάκι θα γεννήσει μια αντίδραση από μέρος της τοπικής κοινωνίας, με πρωτεργάτη έναν ξένο, τον Γάλλο, που εμφανίστηκε μια μέρα στη μικρή επαρχιακή πόλη, λίγο καιρό πριν. Ο Γάλλος, που δεν μιλούσε παρά ελάχιστα ελληνικά, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών σε παιδιά, ζωγράφιζε αργά το απόγευμα και νωρίς το πρωί, πάντοτε δίπλα στη θάλασσα, προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα, σε κάποιους θαυμασμού και σε άλλους καχυποψίας. Σύντομα θα κατηγορηθεί πως διατηρούσε σχέσεις με μια μαθήτρια του, κάποιοι δεν του συγχώρεσαν ποτέ τη ματαίωση των σχεδίων για τη δημιουργία ενός χώρου στάθμευσης, στο πρόσωπό του βρήκαν τον ηθικό αυτουργό της ήττας του πανίσχυρου δημάρχου. Έτσι ξεκινά η ιστορία αυτή.</p><p style="text-align: justify;">Ο Ευσταθιάδης, ένας από τους πλέον αξιόλογους εκπροσώπους της εγχώριας λογοτεχνίας του αστυνομικού, δίνει, όπως συνηθίζει, τον λόγο στον ίδιο τον Πάπας για να αφηγηθεί την ιστορία του, χωρίς να παρεμβάλει έναν παντογνώστη αφηγητή. Παρότι, δεν υπάρχει αφορμή για την αναπόληση αυτή, δεν είναι μια ιστορία εγκιβωτισμένη σε μια άλλη δηλαδή, ο Πάπας με τα γνώριμα προτερήματα, κατά άλλους μειονεκτήματα, στον χαρακτήρα και στη στάση του απέναντι στα πράγματα, αφηγείται μια ιστορία στην οποία βρέθηκε ανακατεμένος μέσα από μια σειρά τυχαίων γεγονότων, μια ιστορία που σε μεγάλο βαθμό τον διαμόρφωσε.</p><p style="text-align: justify;">Στο γνώριμο ύφος του Ευσταθιάδη, καθώς μετά από τέσσερα βιβλία μπορούμε να μιλάμε με ασφάλεια για ευδιάκριτο προσωπικό ύφος, έχουμε μια ιστορία σφιχτοδεμένη και αρκούντως πρωτότυπη χωρίς αχρείαστη καταφυγή σε μη πειστικές ανατροπές και χρήση υπέρμετρης βίας. Μια ιστορία που, πέρα από το σασπένς γύρω από την εξέλιξή της, διαθέτει και άλλα υποστρώματα και αναγνώσεις, όπως για παράδειγμα η θέση του ξένου σε μια μικρή κοινωνία, κάτι που ο Σιμενόν το έκανε καλύτερα ίσως απ' όλους, ή η ιστορία ενηλικίωσης σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη ή η νηνεμία σ' έναν γάμο πριν από την ξαφνική μα διόλου αναπάντεχη έκρηξη που οδηγεί στο διαζύγιο.</p><p style="text-align: justify;">Ένα από τα σημαντικότερα ατού στα βιβλία του Ευσταθιάδη είναι η πειστικότητα των χαρακτήρων του, το γεγονός πως δεν αρκείται στα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά τους, αλλά επιλέγει να σκάψει λίγο βαθύτερα, παρότι η ίδια η ιστορία δεν το απαιτεί. Έτσι, λοιπόν, εκτός από το αστυνομικό σκέλος, εξυπηρετείται και εκείνο της εν εξελίξει ολοκλήρωσης του χαρακτήρα του Κρις Πάπας. Τα <i>Σχέδια του χάους</i> θα μπορούσαν να σταθούν και ως μια αρκετά δυνατή ιστορία ενηλικίωσης. Αυτό θεωρώ πως είναι και το μεγαλύτερο κομπλιμέντο για ένα μυθιστόρημα που ξεκάθαρα ανήκει στο κυρίως σώμα της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά διαθέτει και περαιτέρω λογοτεχνικές αρετές και φιλοδοξίες. Άλλωστε, στην καλή αστυνομική λογοτεχνία η πλοκή είναι η αφορμή για την ανάδειξη της ευρύτερης κοινωνικοπολιτικής συνθήκης που επικρατεί στις χωροχρονικές συντεταγμένες που διαδραματίζεται.<br /></p><p style="text-align: justify;">Το Αίγιο συμπρωταγωνιστεί στην ιστορία αυτή. Είναι σύνηθες στην αστυνομική λογοτεχνία να συμβαίνει αυτό, η πόλη, δηλαδή, να αποκτά ξεκάθαρο ρόλο στην υπόθεση και την εξέλιξη της πλοκής, και ο Ευσταθιάδης το κάνει αυτό με τρόπο λειτουργικό και ομαλό, χωρίς να επιχειρεί να πουλήσει κάποιου είδους εξωτισμό. Και το αναφέρω αυτό γιατί τα βιβλία του σιγά σιγά μεταφράζονται και σε άλλες γλώσσες και θα μπορούσε αυτό, ο εξωτισμός δηλαδή, να αποτελέσει μια παγίδα, μια απόπειρα να δελεάσει το αναγνωστικό κοινό εκτός Ελλάδος με ένα περιτύλιγμα κάπως φολκλόρ.</p><p style="text-align: justify;">Με τα <i>Σχέδια του χάους</i> ο Ευσταθιάδης προσφέρει μια ακόμα κατάλληλη πύλη εισόδου στη ζωή και τις περιπέτειες του Κρις Πάπας, αλλά κυρίως, και πέρα απ' όλα, παραδίδει ένα ακόμα καλό βιβλίο. Και αυτό είναι το πλέον σημαντικό.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Είχαν προηγηθεί κατά σειρά: <i>Το δεύτερο μέρος της νύχτας</i> <span style="font-size: x-small;">(περισσότερα <a href="http://no14me.blogspot.com/2014/10/blog-post_20.html" target="_blank">εδώ</a>)</span>, <i>Ο δύτης</i> <span style="font-size: x-small;">(περισσότερα <a href="http://no14me.blogspot.com/2019/02/blog-post_11.html" target="_blank">εδώ</a>)</span> και <i>Κβάντι</i> <span style="font-size: x-small;">(περισσότερα <a href="http://no14me.blogspot.com/2021/07/blog-post_26.html" target="_blank">εδώ</a>)</span>.</p><p style="text-align: justify;">υγ.2 Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.<br /></p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Ίκαρος</p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-1170739756827850222024-01-25T07:32:00.001+02:002024-01-25T07:32:00.129+02:00Herscht 07769 - László Krasznahorkai<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjx6kvqa5ZhOyT5YTWfhVjR7Y9s2FFeOCdBLmvlz1PXyD4a-fsyEshXEgAZzwR4sP_bgqlJOa89DQE6RPMeX-T5ev72OvomHmi7MYZSX2lSrsb8KDuyihaAbvJh1hciahjZdDKYZJUE4Kp2zxjyhauw9AOXPu8Jnq8cxHUAZ-Yjrg2aQMEId9eANJHhYWY/s3472/Herscht.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjx6kvqa5ZhOyT5YTWfhVjR7Y9s2FFeOCdBLmvlz1PXyD4a-fsyEshXEgAZzwR4sP_bgqlJOa89DQE6RPMeX-T5ev72OvomHmi7MYZSX2lSrsb8KDuyihaAbvJh1hciahjZdDKYZJUE4Kp2zxjyhauw9AOXPu8Jnq8cxHUAZ-Yjrg2aQMEId9eANJHhYWY/w400-h400/Herscht.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που έχουν γράψει δεκαετίες πριν και τα έργα τους συνεχίζουν να αναβλύζουν φρεσκάδα στο σήμερα, χάρη στη διαχρονικότητα και τη λογοτεχνική τους αξία. Γνωστή αυτή η αίσθηση του κλασικού, που όμως μπορεί να αντιστραφεί. Γιατί υπάρχουν κάποιοι συγκαιρινοί μας συγγραφείς, λίγοι και εκλεκτοί, που τα έργα τους ανήκουν κιόλας στην επικράτεια του κλασικού, με αποτέλεσμα συχνά, και παρά την πραγματολογική γνώση, ο αναγνώστης να τοποθετεί τη συγγραφή τους σ' ένα μακρινό παρελθόν. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκει ο σπουδαίος Ούγγρος συγγραφέας, γεννημένος το 1954, Λάσλο Κρασναρχοκάι. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά το τελευταίο του βιβλίο, <i>Herscht 07769</i>, με τον συνοδευτικό υπότιτλο <i>Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ</i>.</p><p style="text-align: justify;">Η αναφορά στο οπισθόφυλλο του ονόματος της πρώην καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ τοποθετεί εξ αρχής τη δράση του μυθιστορήματος στο σήμερα, λειτουργώντας αντιστικτικά στην παραπάνω αίσθηση και δημιουργώντας, εκτός των δεδομένων προσδοκιών που συνοδεύουν κάθε νέο βιβλίο του Κρασναρχοκάι, μια έντονη περιέργεια για τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούσε η συγχρονία αυτή με πιο κλασικοφανείς αφηγηματικές πρώτες ύλες. Η σιγουριά πως θα ήταν ένα ακόμα σπουδαίο βιβλίο ήταν δεδομένη, ο τρόπος που θα διαχειριζόταν ο συγγραφέας την τόσο παρούσα συγχρονία έμενε να φανεί.</p><p style="text-align: justify;">Ο Φλόριαν Χέρστ, με τη γεμάτη δυσκολίες παιδική ηλικία, ζει στην Κάνα, μια μικρή πόλη της γερμανικής Θουριγγίας, στα μέρη όπου γεννήθηκε ο Μπαχ και τώρα ξεμυτίζουν διάφορες νεοναζιστικές οργανώσεις. Δουλεύει βοηθός του Μπόση, λάτρη του Μπαχ και αρχηγού ενός τοπικού εθνικιστικού πυρήνα, που αναλαμβάνει τον καθαρισμό τοίχων από γκράφιτι. Ο Χερστ για αρκετό καιρό παρακολουθούσε μαθήματα εκλαϊκευμένης φυσικής, τα οποία παρέδιδε ένας ευρυμαθής ερασιτέχνης μετεωρολόγος. Εκεί, κάπου ανάμεσα στην εμμονή και τη συνειδητοποίηση, γεννήθηκε η πεποίθηση του Χερστ πως ο κόσμος, αφού δημιουργήθηκε από μια τυχαιότητα, μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστραφεί με τον ίδιο τρόπο. Αποφασίζει να στείλει μια επιστολή στην Άνγκελα Μέρκελ, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, στα στοιχεία αποστολέα γράφει απλώς Χερστ 07769, στοιχεία αρκετά για το τοπικό ταχυδρομείο, ώστε να του παραδώσει κάποια ενδεχόμενη απάντηση.</p><p style="text-align: justify;">Αυτή είναι η σύνοψη της πλοκής της ιστορίας αυτής. Ένας παντογνώστης αφηγητής αναλαμβάνει να ακολουθήσει τον Χερστ, τον Μπόση, αλλά και αρκετούς από τους κατοίκους της μικρής αυτής πόλης στην καθημερινότητά τους. Ο Κρασναρχοκάι επιλέγει μια μονοπερίοδη αφήγηση, μία και μόνο τελεία υπάρχει, στο τέλος του βιβλίου. Παράλληλα με την προώθηση της πλοκής, που σε πολλά ομοιάζει με ένα pageturner μυθιστόρημα καταιγιστικής δράσης, ο αναγνώστης ακολουθεί κατάπληκτος ένα αφηγηματικό ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας, που επιβάλλει τη λειτουργικότητά της, παραμερίζοντας όποιες ενστάσεις περί στείρου εντυπωσιασμού. Έτσι, με αυτό το εντυπωσιακό στην εκτέλεση εύρημα, ο συγγραφέας μετατοπίζει το αχόρταγο γύρισμα των σελίδων από την πλοκή στην αφήγηση, επιβεβαιώνοντας τη γόνιμη και καλοχωνεμένη επιρροή της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνίας, κυρίως της εκδοχής που εισήγαγε ο Μπέρνχαρντ. </p><p style="text-align: justify;">Ο Φλόριαν Χερστ είναι ένας χαρακτήρας που παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένος στην αναγνωστική μνήμη, παρότι δεν διαθέτει τίποτα το ηρωικό, ένας απλός άνθρωπος, μάλλον αδιάφορος και αφελής, που οι γύρω του δεν είναι απόλυτα σίγουροι γιατί τον συμπαθούν διαισθητικά. Συγγενεύει με έναν ακόμα συγκινητικό χαρακτήρα του Κρασναρχοκάι, τον Κόριμ από το <i>Πόλεμος και πόλεμος</i>, ενώ μοιάζει να αποτελεί μια σύνθεση του Γκρέινιερ και του Μπάλαρντ από τα <i>Όνειρα τρένων</i> του Ντένις Τζόνσον και το <i>Τέκνο του Θεού</i> του Κόρμακ ΜακΚάρθι αντίστοιχα, σημαντικών βιβλίων που επίσης κυκλοφόρησαν φέτος.<br /></p><p style="text-align: justify;">Ο Κρασναρχοκάι, με βασικά υλικά, υπογράφει ένα έργο πολύ υψηλής λογοτεχνίας, ξεκάθαρα πολιτικό και ανθρώπινο, που απεικονίζει τη γενικότερη ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί στην Ευρώπη, σε τέτοιο βαθμό που τα απανωτά γράμματα του Χερστ φαντάζουν ολοένα και λιγότερο αφελή. Επίσης, ανάμεσα σε άλλα, διαπραγματεύεται το κατά πόσο η επαφή με την τέχνη αρκεί για έναν καλύτερο κόσμο, ένα θέμα διαχρονικών αντεγκλήσεων, ενώ την ίδια στιγμή επιτρέπει στο φρικώδες να αποκαλυφθεί με τρόπο αβίαστο και φυσικό, κρούοντας τον δικό του κώδωνα κινδύνου. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να αναμετρηθεί σε δύο επικίνδυνα ταμπλό, της έντονης δράσης και της συγχρονίας, με τους δικούς του όρους, χωρίς να απολέσει το γνώριμο και προσωπικό αφηγηματικό του ύφος.<br /></p><p style="text-align: justify;">Το <i>Herscht 07769</i>, εκτός από μια ιδανική πύλη εισόδου στο έργο ενός εκ των σημαντικότερων εν ζωή συγγραφέων, απευθύνεται σε ένα διευρυμένο αναγνωστικό κοινό, ίδιον της υψηλής λογοτεχνίας. Η μετάφραση της Μανουέλας Μπέρκι από τα ουγγρικά αποτελεί έναν άθλο, ενώ οι εκδόσεις Πόλις μπορούν να περηφανεύονται πως διαθέτουν στον κατάλογό τους έναν σύγχρονο κλασικό, το έργο του οποίου θα αντέξει στο πέρασμα του χρόνου· μια πρόβλεψη μηδενικού ρίσκου.</p><p style="text-align: justify;">υγ.1 η πρώτη γνωριμία με τον σπουδαίο αυτό συγγραφέα υπήρξε το μυθιστόρημα <i>Πόλεμος και πόλεμος</i> (περισσότερα <a href="http://no14me.blogspot.com/2015/04/laszlo-krasznahorkai.html" target="_blank">εδώ</a>), ακολούθησε <i>Η μελαγχολία της αντίστασης</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2017/04/laszlo-krasznahorkai.html" target="_blank">εδώ</a>), <i>Το τανγκό του Σατανά</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2018/12/laszlo-krasznahorkai.html" target="_blank">εδώ</a>) και <i>Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ</i> (<a href="https://no14me.blogspot.com/2021/02/laszlo-krasznahorkai.html?m=0" target="_blank">εδώ</a>).</p><p style="text-align: justify;">υγ.2 Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.</p><p style="text-align: justify;">υγ.3 Αυτή η ανάρτηση αποτελεί την υπ' αριθμό χιλιοστή πεντακοσιοστή αυτού του ψηφιακού τόπου. <br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Μανουέλα Μπέρκι</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Πόλις<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-8437557152437945332024-01-22T07:32:00.000+02:002024-01-22T07:32:00.122+02:00Ρετους - Μιχάλης Φακίνος<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgTgF60NsRCFO-WOLW4KsGd_5YYF7xk1_dORgRaZEpzp5F5-yrzZOnKwd9IMIpjjW8pTu21Aex45PXT1DGxoDjjTMcB9Wg1Q-c-PQB-oAo62Ws78ULG1SHVQL4KMlPqKFfVK-qRUY9h1BzxVPekZrCHHxW0aIrL3SBvX-e83_B_Q87YJs_Jxjz3oLUqpoA/s3472/%CE%A1%CE%B5%CF%84%CE%BF%CF%85%CC%81%CF%82_%CE%A6%CE%B1%CE%BA%CE%B9%CC%81%CE%BD%CE%BF%CF%82.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgTgF60NsRCFO-WOLW4KsGd_5YYF7xk1_dORgRaZEpzp5F5-yrzZOnKwd9IMIpjjW8pTu21Aex45PXT1DGxoDjjTMcB9Wg1Q-c-PQB-oAo62Ws78ULG1SHVQL4KMlPqKFfVK-qRUY9h1BzxVPekZrCHHxW0aIrL3SBvX-e83_B_Q87YJs_Jxjz3oLUqpoA/w400-h400/%CE%A1%CE%B5%CF%84%CE%BF%CF%85%CC%81%CF%82_%CE%A6%CE%B1%CE%BA%CE%B9%CC%81%CE%BD%CE%BF%CF%82.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Γεννημένος το 1940, ο Μιχάλης Φακίνος, δημιουργικά ανήσυχος, συνεχίζει, συχνά πυκνά, τις λογοτεχνικές του εμφανίσεις. Πολυγραφότατος και ακάματος, μάλλον παραγνωρισμένος από το ευρύ κοινό, ακολουθεί ένα προσωπικό μονοπάτι μέσα στο χρόνια, που, σε αντίστιξη ίσως με την ηλικία του, τον οδηγεί σε ολοένα και πιο μεταμοντέρνα, κρυπτικά μα όχι απροσπέλαστα, κατασκευάσματα, εκεί που το παράλογο συγκατοικεί με την πραγματικότητα, η υπαρξιακή αγωνία με την παιγνιώδη διάθεση, επιμένοντας σε αυτό το προσωπικό όραμα, γνωρίζοντας πως δύσκολα θα βρεθεί σε μια λίστα με ευπώλητα, αδιαφορώντας γι' αυτό. Στα τέλη της χρονιάς που πέρασε κυκλοφόρησε ένα ακόμα μυθιστόρημα, το <i>Ρετούς</i>, δυο χρόνια μετά <i>Το πέτρινο 8</i>, πάντα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.</p><p style="text-align: justify;">Είναι η ιστορία της Ρετούς, που αυτό δεν είναι το βαφτιστικό της όνομα, αλλά εκείνο που της χάρισε ο, εκλιπών πια, θείος Τέλης, φωτογράφος στο επάγγελμα, με τον οποίο η Ρετούς περνούσε αρκετές ώρες στο φωτογραφείο, επεμβαίνοντας στις φωτογραφίες, ρετουσάροντας με τρόπο αναλογικό πριν περιπέσει η διαδικασία στη σημερινή ψηφιακή, μα και οικιακή, εκδοχή των απανωτών και αλληλοεπικαλυμμένων φίλτρων. Χρόνια μετά, μέρες καραντίνας στην Κυψέλη, με τα μαγικά ονόματα δρόμων, ο τελάλης του θανάτου κάθε βράδυ πραγματοποιεί προσκλητήριο νεκρών, διασωληνωμένων και νοσούντων από τον ιό που φέρει κορώνα τρόμου. Μέτρα αυστηρά, απαγόρευση κυκλοφορίας, παύση της κοινωνικής ζωής, οικιακός εγκλεισμός. Όλα αυτά σε όλους μας κάτι θυμίζουν, όμως δεν έζησαν άπαντες την περίοδο αυτή με το ίδιο κόστος, κάποιοι λαβώθηκαν, αρκετοί οριστικά και τελεσίδικα, όχι μόνο από τον ίδιο τον ιό, αλλά και απ' όσα επιβλήθηκαν για να μας προστατέψουν από αυτόν, όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά.</p><p style="text-align: justify;">Αντιλαμβάνομαι τον προβληματισμό σας. Όλα αυτά είναι πολύ πρόσφατα για να περάσουν στις σελίδες ενός βιβλίου, η υποψία εκμετάλλευσης της συγχρονίας στέκει αυστηρή στην πόρτα, ας μη μιλήσουμε και για την άρνηση να βιωθεί ξανά, έστω και με όρους μυθοπλαστικούς, η περίοδος εκείνη, ας την ξεχάσουμε και ας πάμε παρακάτω. Το όνομα του συγγραφέα υπήρξε καθοριστικό για την ανάγνωση αυτή, εγγύηση στο εξώφυλλο που προκάλεσε αδιαφορία για το οπισθόφυλλο, το πώς και το τι της ιστορίας αυτής, ήταν για μένα αρκετό που ο Φακίνος έβγαλε καινούργιο βιβλίο. Διαβάζοντας, ήδη από τις πρώτες σελίδες, ήταν εμφανές πως όπως κάθε επιδέξιος γραφιάς, ο συγγραφέας γνωρίζει πώς να κάνει χρήση του περιβάλλοντος χωροχρόνου, πού να σταθεί και τι να αποφύγει, πώς να τον αφήσει στο σκηνικό, φέρνοντας μπροστά την ιστορία της Ρετούς. Δεν είναι απλό και εύκολο να μιλήσει κανείς για βιβλία όπως αυτό. Κατέθεσα ήδη στα πρακτικά τα περί κρυπτικότητας, διασαφηνίζοντας ωστόσο πως το σύμπαν αυτό, το τόσο ιδιαίτερο, δεν είναι ταυτόχρονα απαγορευμένο και απροσπέλαστο για τον αναγνώστη.</p><p style="text-align: justify;">Όλες οι επιλογές, πειραματικές και μη, είναι ταγμένες να υπηρετήσουν τη Ρετούς, να αποτυπώσουν τον καιρό που επικρατεί μέσα της, να της επιτρέψουν να πάρει τον λόγο, να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη, να βγει με καφέ και τσιγάρο στο μπαλκόνι, να κοιτάξει ξανά και ξανά φωτογραφίες από το παρελθόν, να χαθεί μέσα στα πήγαινε έλα του χρόνου και των ονείρων, ανάμεσα στα φαντάσματα ζωντανών και νεκρών, στα αμέτρητα τι θα συνέβαινε αν και εφόσον, να μην σκιαχτεί από τη λευκή σελίδα του ημερολογίου και ο παντογνώστης αφηγητής να επέμβει μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο, να διευκολύνει και να προωθήσει την πλοκή, να χαράξει το καλούπι μέσα στο οποίο η λάβα θα κυλήσει, πριν παγώσει και πάρει ένα οριστικό, αν και αφηρημένο, σχήμα. Η μοναξιά είναι εκείνη που διέπει το αφήγημα από άκρη σε άκρη, η επαναλαμβανόμενη φωνή του παλιατζή που ήρθε στη γειτονιά και όλα τα μαζεύει, το όριο ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, την αποκαλούμενη λογική και την αποκαλούμενη τρέλα, όπως οι υγιείς τουλάχιστον τις ορίζουν, την ανάγκη για επικοινωνία, η αλληλογραφία με τον παράξενο Κωπηλάτη που στέλνει με drone τα γράμματά του διπλωμένα μέσα σε γυάλινα μπουκάλια, η απεύθυνση στον εαυτό μπροστά στον καθρέφτη, η τήρηση ενός ημερολογίου στο οποίο πια οι μέρες ολοένα γίνονται ένα.</p><p style="text-align: justify;">Η Ρετούς δεν επαιτεί το συναίσθημα του αναγνώστη, όχι απαραίτητα με πλήρη συνείδηση επ' αυτού, και ο παντογνώστης αφηγητής/συγγραφέας το σέβεται αυτό μέχρι τέλους. Εκείνο που καθιστά ρεαλιστική, εντός ενός πλαισίου συχνά υπερρεαλιστικού, την ιστορία της Ρετούς, την αποτύπωση της ζωής της, είναι το γεγονός πως η χρωματική παλέτα διαθέτει μια ευρεία ποικιλία, δεν είναι μόνο τα ζοφερά χρώματα εκείνα με τα οποία αποτυπώνεται η καθημερινότητα της Ρετούς, παρότι ο αναγνώστης, ο σώφρων και λογικός αναγνώστης, κυρίως εκείνα διακρίνει, το αίσθημα της λύπησης, για το οποίο η Ρετούς αδιαφορεί, υπάρχουν και οι φωτεινές αποχρώσεις, οι στιγμές που εκείνη φλερτάρει, όπως μπορεί και δύναται, με την ευδαιμονία, με την ικανοποίηση του ζην, μη ούσα σε θέση να διακρίνει τη δυσχερή, για τον εξωτερικό παρατηρητή, θέση της. Το <i>Ρετούς</i> είναι και ταυτόχρονα δεν είναι ένα μυθιστόρημα εγκλωβισμένο στην πανδημική συνθήκη, που απλώς πυροδοτεί μια ανησυχαστική εκτροπή των πραγμάτων, μια απώλεια πυξίδας στα απλά και καθημερινά, στα πράγματα του εαυτού, στο βασίλειο της συνείδησης και της μνήμης, στον έλεγχο του σώματος και του μυαλού, των πραγμάτων, μικρών και ασήμαντων ίσως, ωστόσο δικών της.</p><p style="text-align: justify;">Οι λαβύρινθοι εντός των οποίων διέρχεται η Ρετούς καθιστούν άχρηστη τη χρονική διαδοχή και την αιτιοκρατική συνθήκη, ένα παρατεταμένο τώρα με ματιές στο παρελθόν, μια ιδιότυπη, σχεδόν αναρχική, ελευθερία κινήσεων και επιλογών, παρά τους δεδομένους περιορισμούς, η Ρετούς συνεχίζει να είναι η Ρετούς και μπορεί μόνο να υποψιαστεί διαισθητικά τις αλλαγές που έχουν επέλθει κυρίως μέσα της. Αυτό είναι κάτι που αποτυπώνεται από την παιγνιώδη και όχι αγκυλωμένη συγγραφική διάθεση, μια λοξή ματιά, που δεν αντιμάχεται, μα αναγνωρίζει την αδυναμία της πλήρους κατανόησης μιας συνθήκης όπως αυτή, ακόμα και φορώντας τη μπέρτα ενός υπερήρωα, όπως αυτή του παντογνώστη αφηγητή, του μικρού αυτού θεού. Μια ιδιότυπη ροή συνείδησης διέπει την αφήγηση, πότε σε πρώτο και πότε σε τρίτο πρόσωπο, είπαμε, ο συγγραφέας είναι πάντα σε ετοιμότητα να εισέλθει στον αφηγηματικό στίβο, να συνδράμει και να διευκολύνει τα πράγματα. Ο Φακίνος πετυχαίνει μια συνθήκη ανοίκεια, προσιτή μόνο στη θεωρία και ίσως στο συγγενές βίωμα, σε απόσταση, πάντως, από ό,τι συμβαίνει πραγματικά(;) στο μυαλό της Ρετούς, οι υποθέσεις και η λύπηση στέκουν αμήχανες, το τι κρίμα πέφτει από το ίδιο του το βάρος.</p><p style="text-align: justify;">Ταυτόχρονα, ωστόσο, εκτός από την ίδια τη Ρετούς, ο αναγνώστης, κατά πάσα πιθανότητα θα συναντήσει και δικά του πράγματα, αναμνήσεις, όνειρα και βιώματα, ενώ η συγγραφική ικανότητα υπηρετεί το σύνολο της κατασκευής αυτής, επιτρέποντας στην ανάγνωση να ξεφύγει από τη στενωπό της ανάγκης να γνωρίζει κάθε στιγμή τι ακριβώς συμβαίνει, χωρίς ωστόσο να απολύει το αφηγηματικό νήμα που διατρέχει τις σελίδες, και εκεί, στο χάσιμο αυτό, είναι πιθανόν να βιώσει απροσδόκητα συναισθήματα που η καλή λογοτεχνία έχει το συνήθειο να προκαλεί, χωρίς η λογική να μπορεί με ακρίβεια να τα ορίσει και να τα κάνει χειροπιαστά, κάπως έτσι θα όριζα την απομάγευση, σκέφτομαι, ενώ το <i>Ρετούς</i> πετυχαίνει μια επιθυμητή, διόλου επιτηδευμένη ποιητικότητα, μια συνθήκη βαρυφορτωμένη με τόνους από μπάζα στερεοτυπίας και λεηλασίας, διαδεδομένη στην κακή εκδοχή της, με αποτέλεσμα η ποιητικότητα να έχει αποκτήσει, δυστυχώς, ένα πρόσημο μάλλον αρνητικό, μια προσποίηση για να μιλήσεις με ωραία λόγια για ένα βιβλίο που δεν σου άρεσε, χωρίς να πεις πως δεν σου άρεσε, πως δεν κατάλαβες γιατί είχε λόγο ύπαρξης, γιατί το διάβασες. Το <i>Ρετούς</i>, θέλω να πω, παρά την κρυπτικότητα και τη μεταμοντέρνα του φύση, λειτουργεί αναγνωστικά με τρόπο περίφημο, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και τις δύο λογοτεχνικές όχθες, της δημιουργίας και της ανάγνωσης, και αυτό, όταν συμβαίνει, είναι σημαντικό.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Είχαν προηγηθεί: <i>Οι κωπηλάτες</i> (περισσότερα <a href="https://no14me.blogspot.com/2013/07/blog-post_8.html" target="_blank">εδώ</a>), <i>Ο φύλακας στην πισίνα</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2016/07/blog-post_14.html?m=0" target="_blank">εδώ</a>) και <i>Τα χαμένα </i>(<a href="https://no14me.blogspot.com/2020/07/blog-post_2.html" target="_blank">εδώ</a>).<br /></p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Καστανιώτη<br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-32120854059176107782024-01-18T07:32:00.000+02:002024-01-18T07:32:00.126+02:00Το κεφάλι του καθηγητή Dowell - Αλεξάντρ Μπελιάεφ<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJYxE3aX3e83wuAU6irZO7U0O3j_YftVEuzNRndzdzfj0kX_cHvYI-dME-tbA91qNfgdirvrHAjRADzI7AnqMgz8v8hiWcfwVwqdylUVDt4sVmE_zLDS17yOIpsIO5u-jChyphenhyphenxTpmZxMUZOmlac8oLt4IOsD1nvH-ptlbdXIve6ecSxPSTCOhSbwT0haNk/s3472/%CE%A4%CE%BF%20%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%B1%CC%81%CE%BB%CE%B9%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%B3%CE%B7%CF%84%CE%B7%CC%81.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhJYxE3aX3e83wuAU6irZO7U0O3j_YftVEuzNRndzdzfj0kX_cHvYI-dME-tbA91qNfgdirvrHAjRADzI7AnqMgz8v8hiWcfwVwqdylUVDt4sVmE_zLDS17yOIpsIO5u-jChyphenhyphenxTpmZxMUZOmlac8oLt4IOsD1nvH-ptlbdXIve6ecSxPSTCOhSbwT0haNk/w400-h400/%CE%A4%CE%BF%20%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%B1%CC%81%CE%BB%CE%B9%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%B3%CE%B7%CF%84%CE%B7%CC%81.jpg" width="400" /></a></div><p></p><div style="text-align: justify;"></div><p style="text-align: justify;">Αυτή ήταν μια αναπάντεχη έκδοση. Νεοσύστατες, οι εκδόσεις Ενάντια, με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης, συστήνουν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, σε μετάφραση Κωνσταντίνας Λύγκουρη, τον Ρώσο συγγραφέα Αλεξάντρ Μπελιάεφ (1884-1942), μέσα από το έργο του <i>Το κεφάλι του καθηγητή Dowell</i>. Ειδολογικά, το μυθιστόρημα αυτό (1937), που στην αρχική του μορφή ήταν διήγημα (1925), ανήκει στην κάποτε παρεξηγημένη λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας.</p><p style="text-align: justify;">Δεν είχα ξεκάθαρο ορίζοντα προσδοκιών πέρα από την αναγνωστική περιέργεια. Το εξώφυλλο και η ηλικία του μυθιστορήματος, που στο είδος του μετράει διπλά και τριπλά, έμοιαζαν να υπόσχονται ένα καλτ περιεχόμενο, μάλλον ξεπερασμένο από τον σχεδόν αιώνα που μεσολάβησε, μια περίοδος τεχνολογικών και γενικότερα επιστημονικών αλμάτων. Συμβαίνει συχνά, το κεντρικό εύρημα, συνήθως δυστοπικό, ενός βιβλίου όπως αυτό, να ξεμένει με την πατίνα του χρόνου έντονα επιστρωμένη. Έρχονται τότε η γλύκα και η νοσταλγία, με την απαραίτητη λογοτεχνική επάρκεια ως βάση, να γεμίσουν τα κενά που η πρόοδος άφησε πίσω της. Έτσι, εκείνο που κάποτε έμοιαζε προφητικό και εξόχως φανταστικό, προσδίδοντας θαυμασμό στον αναγνώστη, αλλά και έναν φόβο ή περιέργεια έστω για το πώς η ανθρωπότητα θα προχωρούσε στο μέλλον, τώρα να εξετάζονται με την αντίθετη ροή των πραγμάτων, πώς ήταν τότε το περιβάλλον που πυροδότησε τη φαντασία, τι ήλπιζαν ή φοβόντουσαν οι άνθρωποι τότε για όσα συνωστίζονταν να συμβούν. Μάλλον, δεν έχει και τόση σημασία αν ο συγγραφέας και η φαντασία του δικαιώθηκαν, αυτό είναι το ατού της λογοτεχνίας, να μην κρίνεται με όρους επιστημονικούς. Εκείνο που μένει διαχρονικό είναι η σκέψη για όσα επίκεινται να συμβούν δια χειρός του είδους μας, πάντοτε με τον μανδύα της προόδου, μανδύας που συχνά καλύπτει κυοφορούμενα τέρατα.</p><p style="text-align: justify;">Η ιστορία αρχίζει όταν η Μαρί Λοράν συναντά τον καθηγητή Κερν έχοντας απαντήσει σε μια αγγελία για βοηθό εργαστηρίου. Εκείνο το οποίο ο καθηγητής απαιτεί από τη Λοράν είναι η απόλυτη εχεμύθεια, τίποτα απ' όσα θα δει να συμβαίνουν στο εργαστήριο δεν πρέπει να δραπετεύσει πριν γίνουν οι επιστημονικές ανακοινώσεις. Οι δυο τους θα συμφωνήσουν. Στην κεντρική αίθουσα του εργαστηρίου η Λοράν θα αντικρίσει κάτι που ούτε να το φανταστεί δεν θα μπορούσε. Το ασώματο κεφάλι του καθηγητή Ντόουελ, συνδεδεμένο με πλήθος καλωδίων και σωληνώσεων, είναι εκεί, ζωντανό, όσο και αν ένα τέτοιο επίθετο φαντάζει τουλάχιστον παράξενο. Ο Ντόουελ, διαπρεπής καθηγητής με ρηξικέλευθες ανακοινώσεις στο βιογραφικό του, θα παραχωρήσει το νεκρό κορμί του στη δικαιοδοσία της επιστημονικής έρευνας του άλλοτε βοηθού του, καθηγητή Κερν. Η αποκοπή του κεφαλιού και η επαναφορά του στη ζωή είναι κάτι πάνω στο οποίο δούλευαν από καιρό, ο θάνατος του Ντόουελ ήταν μια καλή ευκαιρία να δοκιμάσουν στον άνθρωπο όσα τα πειράματα στα ζώα υπόσχονταν. Η Λοράν, βρίσκοντας τον τρόπο ώστε η φωνή του καθηγητή Ντόουελ να ακούγεται, αναπτύσσει μαζί του μια ιδιαίτερη σχέση, σύντομα είναι σίγουρη για τις προθέσεις του Κερν, διαπιστώνοντας πως από πλευράς του γίνεται κακή χρήση της εμπιστοσύνης του μέντορά του και πως καθόλου διατεθειμένος δεν είναι να αποδώσει στον Ντόουελ την αναγνώριση που του πρέπει.</p><p style="text-align: justify;">Ο Μπελιάεφ, γύρω από το κεντρικό αυτό εύρημα, στήνει την πλοκή μιας ιστορίας που έχει στοιχεία θρίλερ και περιπέτειας, καθώς ο Κερν ετοιμάζεται να υλοποιήσει ακόμα πιο τρομακτικά πειράματα. Η οριστική νίκη απέναντι στον θάνατο αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα κεντρικότερα διακυβεύματα της επιστήμης γενικότερα. Έτσι, σ' αυτή τη –φιλοσοφική– θέση, το μυθιστόρημα δεν φαντάζει παρωχημένο, η δίψα για την αιωνιότητα παραμένει άσβεστη. Οι επικαιροποιημένες επιστημονικές γνώσεις του συγγραφέα επιτρέπουν στην τεχνολογική όψη της ιστορίας να λειτουργήσει παρότι εμφανώς ξεπερασμένη. Άλλωστε, εκείνο που πραγματικά διαπερνά τις σελίδες της ιστορίας αυτής είναι, περισσότερο από ό,τι άλλο, η ηθική της επιστήμης, και από την άποψη αυτή, ο μεγάλος φαν του Ιούλιου Βερν, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως οξυδερκής. Άλλωστε, η διαμάχη ανάμεσα στη Λοράν και τον καθηγητή Κερν επ' αυτής της ιδιότυπης δικαιοσύνης εδράζεται. Εκείνη πιστεύει πως πρέπει να υπάρχουν όρια, πως δεν γίνεται στο όνομα της προόδου, ακόμα και εκείνης που υπόσχεται να νικήσει τον ίδιο τον θάνατο, να καταστρατηγούνται τα πάντα, φοβούμενη επίσης την κακή χρήση μιας τέτοιας ανακάλυψης στα χέρια ενός ανθρώπου χωρίς φραγμούς ηθικής. Ο καθηγητής Κερν, την ίδια στιγμή, φροντίζει να κρύψει την αχόρταγη φιλοδοξία του για δόξα πίσω από το προσωπείο της προόδου.</p><p style="text-align: justify;">Είναι, ωστόσο, εμφανές πως ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να βαρύνει τον φιλοσοφικό στοχασμό πέρα της λειτουργικότητας που χρειάζεται μια ιστορία δράσης, όπως, ταυτόχρονα, δεν εξαντλεί τον αναγνώστη με ενδελεχείς τεχνολογικές περιγραφές, επιτρέποντάς του να συμπληρώσει εκείνος τα κενά με τη δική του φαντασία, τις εικόνες επίσης. Το μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί καθώς η επιθυμία να δεις τι θα συμβεί παρακάτω είναι έντονη. Για τον σημερινό αναγνώστη, οι λογοτεχνικές αρετές του μυθιστορήματος είναι μεν ορατές αλλά έχουν κάτι το παλιακό. Η ανάγνωση θυμίζει κάτι από την παρακολούθηση παλιών ασπρόμαυρων ταινιών, κάτι από τις εποχές που η λογοτεχνία ήταν επιδραστική και προκαλούσε συζητήσεις. Ο ίδιος ο Μπελιάεφ σε συνέντευξή του σχολιάζει πως τα δώδεκα χρόνια που μεσολάβησαν ήταν αρκετά ώστε εκείνο που κάποτε κινδύνευε να χαρακτηριστεί ως αντιεπιστημονικό, μπορούσε πια να καταστεί ανεκτό ως πιθανότητα. Ακόμα περισσότερο σήμερα, που η δημιουργία της ζωής στα εργαστήρια είναι μια πραγματικότητα, ενώ και η μάχη απέναντι στον θάνατο γίνεται ολοένα και πιο αδυσώπητη, ο αναγνώστης υποδέχεται την ιστορία αυτή σαν το γέννημα της φαντασίας ενός παιδιού, το στοιχείο της έκπληξης απουσιάζει.</p><p style="text-align: justify;">Τα επίθετα δόθηκαν εξαρχής: η ανάγνωση διαθέτει γλύκα και νοσταλγία. Αυτά ωστόσο αφορούν το τεχνολογικό και το αφηγηματικό κομμάτι. Τα εδάφη της ηθικής παραμένουν εν πολλοίς απάτητα, παρότι ως αντικείμενο έχει εδώ και καιρό εγκαθιδρυθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της επιστήμης, τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, η πρόοδος διατηρεί ακόμα τη διπλή της όψη. Ανακουφιστική ήταν η απουσία της μεταφυσικής. Κανένας θεός δεν υπήρχε στα επιχειρήματα απέναντι στην ανακάλυψη αυτή. Οι απαντήσεις καθορίζονται από την ανθρώπινη ηθική ή την έλλειψή της, εκεί όπου θα έπρεπε δηλαδή να τις αναζητήσει κανείς. Η κατηγορία της τεχνοφοβίας διατρέχει επίσης τις σελίδες. Είναι το επιχείρημα εκείνων που τυφλά αποδέχονται την επιστήμη, χαρακτηρίζοντας τους σκεπτικιστές για οπισθοδρομισμό και δυσανεξία στην πρόοδο. Διαχρονικό και αυτό.</p><p style="text-align: justify;">Παρά τις όποιες παρωχημένες όψεις του, το μυθιστόρημα αυτό δεδομένα προσφέρει αναγνωστική απόλαυση. Είναι επίσης ένα παράδειγμα καλής χρήσης ενός πρωτότυπου ευρήματος, το οποίο αποδεικνύεται λειτουργικό και δεν γονατίζει το κείμενο. Το επαρκούς έμπνευσης και έρευνας επίμετρο της μεταφράστριας συμπληρώνει έξοχα την έκδοση αυτή. Ο Μπελιάεφ προστέθηκε πάραυτα ανάμεσα στους σπουδαίους της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας. <br /></p><p style="text-align: justify;">Μια αναπάντεχη, πλην όμως όμορφη, έκπληξη.</p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Κωνσταντίνα Λύγκουρη</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Ενάντια<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-91853318418513300072024-01-15T07:33:00.000+02:002024-01-15T07:33:00.119+02:00Είδωλα - Κωνσταντίνος Βλαχογιάννης<p style="text-align: justify;"> </p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj6cJKSi0_KP8TtCpKq9kiJoTWfZuszj6XFXsAYpcqO9lVu3HgpaLkR-YV-x0K6Ni2_-J3pfeGfZVabxewAJTbuPYwhsJvjuzQwrwcbD-vT2opYHl_WjxQdcP2QKnEjeqzm_qM6vW16PFZniLs8J5vGXeU8vAQWgwzfWSYyHsbat4ZCQHx_17l-sga6vpM/s3472/%CE%B5%CE%B9%CC%81%CE%B4%CF%89%CE%BB%CE%B1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj6cJKSi0_KP8TtCpKq9kiJoTWfZuszj6XFXsAYpcqO9lVu3HgpaLkR-YV-x0K6Ni2_-J3pfeGfZVabxewAJTbuPYwhsJvjuzQwrwcbD-vT2opYHl_WjxQdcP2QKnEjeqzm_qM6vW16PFZniLs8J5vGXeU8vAQWgwzfWSYyHsbat4ZCQHx_17l-sga6vpM/w400-h400/%CE%B5%CE%B9%CC%81%CE%B4%CF%89%CE%BB%CE%B1.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Δεν είναι μόνο η ανάγνωση όλων των βιβλίων αδύνατη, αλλά και η απλή εποπτεία των καινούργιων εκδόσεων, όσο και αν πιστεύει κανείς πως διαθέτει τα κατάλληλη φίλτρα και τα αξιόπιστα κανάλια πληροφόρησης, πάντοτε κάτι θα διαφεύγει της προσοχής του. Θέλω να πω πως αν δεν ήταν ο Α., τα <i>Είδωλα</i> του Κωνσταντίνου Βλαχογιάννη, που κυκλοφόρησαν το 2021, μάλλον δεν θα τα είχα διαβάσει και είναι κρίμα μεγάλο κανείς να μη διαβάζει αξιόλογα σύγχρονα ελληνικά βιβλία.</p><p style="text-align: justify;"></p><div style="text-align: justify;"><blockquote>Το μεγάλο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής είναι κατάμεστο από φοιτητές. Το είδωλο που σχηματίζεται στους αμφιβληστροειδείς των ματιών τους περπατά νευρικά πέριξ της έδρας, αγορεύοντας με πάθος, οιστρηλατώντας. Το σιωπηλό ακροατήριο, έμπλεο ενθουσιασμού, αφουγκράζεται κάθε λέξη, κάθε φράση του καθηγητή. Είναι λίγο πριν απ' το μεσημέρι και ο ήλιος εισχωρεί μέσα από τα διάφανα παραπετάσματα, φωτίζοντας το πρόσωπο του ομιλητή ως φυσικός προβολέας. Με στομφώδες ύφος και με μια χροιά έξαψης στη φωνή ο επιφανής γλωσσολόγος δίνει μια ακόμα παράσταση. Στα πλαίσια του μαθήματος έχει ανοίξει μια κουβέντα σχετικά με την απροσδιοριστία της ερμηνείας. Είναι η στιγμή που θέτει εμφατικά στο κοινό το ακόλουθο ερώτημα: Είναι ποτέ δυνατόν να σκέφτεσαι χωρίς να χρησιμοποιείς έναν κώδικα, μία γλώσσα; Πώς μπορείς να προσδιορίσεις τα πράγματα, να σχηματίσεις έννοιες; –Μα ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, ανταπαντά ο ίδιος. Λησμονώντας τη γλώσσα. </blockquote></div><div style="text-align: justify;">Η συλλογή αυτή αποτελείται από μία νουβέλα και τέσσερα διηγήματα. Το παραπάνω απόσπασμα είναι από <i>Το είδωλο</i>, που ξεκινά ως campus novel και συνεχίζει ως μια ερωτική ιστορία, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας γλωσσολόγος, στο ζενίθ της καριέρας του, πρόσφατα χωρισμένος από εκείνη που πίστευε πως θα ήταν η γυναίκα της ζωής του εξαιτίας μιας απιστίας από μεριάς του. Ο τρόπος με τον οποίο ο Βλαχογιάννης διαχειρίζεται την πλοκή, με τα απαραίτητα μικροευρήματα και την πύκνωση του λόγου, του επιτρέπει να διασχίσει αυτό που εδώ και πολλά χρόνια έχει καταλήξει να είναι η λογοτεχνική απόπειρα μιας ερωτικής ιστορίας, ένας βάλτος με λιμνάζοντα ύδατα στερεοτυπίας, πρόκλησης, επιδίωξης έκπληξης και κακού ρεαλισμού. Ένα καλό παράδειγμα αποτελούν οι σκηνές του πρώην ζευγαριού στο μπαρ που συνήθιζαν να επισκέπτονται. Ναι, μια τόσο κοινότοπη και οικεία σκηνή. Μικρές λεπτομέρειες, λειτουργικά τοποθετημένες έγκαιρα, εξασφαλίζουν περαιτέρω την συνοχή. Επιπλέον, η νουβέλα αυτή διαθέτει μια από τις πλέον ευφάνταστα και πηγαία κωμικές σκηνές που έχω υπόψη μου.</div><p></p><p style="text-align: justify;">Τα διηγήματα που ακολουθούν φέρουν το βάρος που ο πήχης εξαρχής έθεσε. Τα διηγήματα, που δεν είναι το ειδολογικό μου επιθυμητό, παρότι διαθέτουν αρτιότητα και αξιόλογες στιγμές, ίσως και γι' αυτό, αφήνουν την αίσθηση της γρήγορης, αν και όχι βιαστικής, ολοκλήρωσης. Θα ήθελα και άλλο, για να το θέσω με μεγαλύτερη σαφήνεια, και αυτό το αίσθημα είναι διπλής όψης, αφού ταυτόχρονα αποτελεί μειονέκτημα και πλεονέκτημα, μειονέκτημα εξαιτίας της μη εκπλήρωσης των προσδοκιών που με το <i>Είδωλο</i> ο συγγραφέας έθρεψε, πλεονέκτημα λόγω των ορατών προτερημάτων της γραφής του Βλαχογιάννη. Εκείνο που συνέχει τη συλλογή, πέρα από τις γλωσσικές ιδιότητες ύφους και πρόζας, είναι τα ευρήματα στα οποία κάθε ιστορία, εκτός από την τελευταία, πατά. Στις <i>Ρωγμές</i> είναι ο Αντώνης, ήδη ηλικιωμένος όταν εκτυλίχθηκε η ιστορία, κατασκευαστής κατόπτρων, στα <i>Ομοιώματα</i> οι κούκλες μοντέλα που στέκονται στις βιτρίνες, στο <i>Μακριά</i> η γειτνίαση ενός νεκροταφείου και ενός γηπέδου ποδοσφαίρου. Τα διηγήματα είναι ολοκληρωμένα, προσομοιάζουν σε παγόβουνο, όπως το είδος επιτάσσει, αποκαλύπτοντας λίγα και υπονοώντας αρκετά περισσότερα κάτω από την ορατή επιφάνεια. Το ύφος, ταυτόχρονα προσωπικό και γνώριμο, ενσωματώνει με επιτυχία δυνάμεις φαινομενικά αντίθετες, όπως για παράδειγμα τη φαινομενική παλιακότητα με τη φρεσκάδα της συγχρονίας, ή τον εξεζητημένο με τον προφορικό λόγο, και τις θεωρητικές, υψηλές ιδέες με τις προκλήσεις της καθημερινότητας. <br /></p><p style="text-align: justify;">Ο Βλαχογιάννης δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει με όχημα την πρωτοτυπία, αποδεχόμενος ίσως πως οι περισσότερες ιστορίες έχουν εδώ και καιρό ειπωθεί, ένα διήγημα, αλλά και μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα, είναι, ή πρέπει να είναι, πολλά περισσότερα από το σπέρμα μιας καλής ιδέας, που από μόνο του δεν αρκεί για τη γονιμοποίηση. Είναι αρκούντως ορατή η φροντίδα με την οποία επένδυσε ο συγγραφέας τις ιστορίες αυτές μέχρι να πάρουν την τελική τους μορφή, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις, συχνά μη ορατές και όμως καθοριστικής σημασίας, λεπτομέρειες. Η επιμονή και η εργατικότητα είναι στοιχεία που επιβεβαιώνουν πιο ρεαλιστικά τη μάλλον αόριστη ή κενή περιεχομένου περιβόητη ανάγκη του συγγραφέα να αφηγηθεί κάποιες ιστορίες, κάτι που απαιτεί και γνώσεις μηχανικής πέρα από το δεδομένο ταλέντο με τη γλώσσα. Αυτή η αδιαφορία για εντυπωσιασμό, που εν πολλοίς χαρακτηρίζει και τους διάφορους αφηγητές, είναι που καθιστά τη συλλογή αυτή βραδυφλεγή, μακριά από τον κίνδυνο της γρήγορης καύσης και της αναπόφευκτης επιστροφής στο σκοτάδι της αδιαφορίας. Θα έλεγα, μάλιστα, πως αυτό αποτελεί και την κυρίως αρετή της γραφής του Βλαχογιάννη, εκ της οποίας εκπορεύεται μια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, η πάντοτε επιθυμητή αυτοπεποίθηση, που επιτείνει την προσοχή και δεν αφήνει ενστάσεις να εισχωρήσουν ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη, αφού εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα και όχι με κάποιον αμήχανα επίδοξο γραφιά. Ο συγγραφέας, επίσης, δεν διστάζει να υποσημειώσει τις διακειμενικές του αναφορές, να μην τις κρύψει προσδοκώντας σε μια οικειοποίηση, θεωρώντας, ορθώς, πως οι αναφορές μας φανερώνουν το εύρος της σχέσης μας με τη λογοτεχνία και δεν θέτουν, όπως αρκετοί θεωρούν, υπό αίρεση μίμησης το δημιούργημα.</p><p style="text-align: justify;">Παρά τις όποιες ενστάσεις διατύπωσα παραπάνω σχετικά με την επιθυμία μου τα μικρότερα διηγήματα να εκτείνονται σε περισσότερες σελίδες, επιθυμία διατυπωμένη εκ του ασφαλούς και χωρίς την υποχρέωση της πραγμάτωσης, τα <i>Είδωλα</i> είναι μια απολαυστική και πολλά υποσχόμενη συλλογή, ένα αξιοσημείωτο δείγμα γραφής, σε πείσμα εκείνων που απαξιώνουν συλλήβδην την ελληνόφωνη λογοτεχνία και δη εκείνη της μικρής φόρμας, γενικεύοντας και υιοθετώντας ενστάσεις περί ευκολίας και υπερπαραγωγής. Άλλωστε το εύκολο είναι να απορρίπτεις και όχι να ψάχνεις, να επαναπαύεσαι στην ασφάλεια του μη ρίσκου. Το ίδιο, εκτός από την ανάγνωση, ισχύει βεβαίως και για την ίδια την πράξη της γραφής. Ωστόσο, οι δεδομένοι, παραπάνω αναλυμένοι, περιορισμοί καθιστούν την επιτυχία της αναζήτησης προϊόν τύχης και συγκυρίας. Έτσι έφτασε στα χέρια μου τα <i>Είδωλα</i> του Βλαχογιάννη και νιώθω ευγνωμοσύνη.</p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Περικείμενο <br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-18018732912754533342024-01-11T07:32:00.001+02:002024-01-11T07:32:00.127+02:00Κάλμαν - Joachim B. Schmidt<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqShvUYFvObJLHPrFicNJGQrv_rdze6lzntUakW2_JdYE15MJqHYF0vi11s7QXJRGBh_KRpVVFMrDnQqBaxTAkPxdKFGL5S-Qq0R9mcb0akYUzJfFbwwduTD4HR4_amF-ooDoXAvHa40Puv8NLdFD8MLTjXwrP8GGrdcJaSkDGjl2xlfI8XwK4CaKWZVY/s3472/%CE%9A%CE%B1%CC%81%CE%BB%CE%BC%CE%B1%CE%BD.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqShvUYFvObJLHPrFicNJGQrv_rdze6lzntUakW2_JdYE15MJqHYF0vi11s7QXJRGBh_KRpVVFMrDnQqBaxTAkPxdKFGL5S-Qq0R9mcb0akYUzJfFbwwduTD4HR4_amF-ooDoXAvHa40Puv8NLdFD8MLTjXwrP8GGrdcJaSkDGjl2xlfI8XwK4CaKWZVY/w400-h400/%CE%9A%CE%B1%CC%81%CE%BB%CE%BC%CE%B1%CE%BD.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Τι ευχάριστη αναγνωστική έκπληξη ήταν αυτή! Ο τόπος της δράσης, η Ισλανδία, ήταν το πρώτο νήμα ενδιαφέροντος. Η καταγωγή του συγγραφέα, Ελβετός που εδώ και χρόνια ζει στην Ισλανδία, το δεύτερο. Προσδοκίες ιδιαίτερες ωστόσο δεν είχα και μεγάλος λάτρης της βορειοευρωπαϊκής αστυνομικής λογοτεχνίας δεν είμαι. Το εξώφυλλο μου φαινόταν χαριτωμένο, ένας μάλλον χλιαρός επιθετικός προσδιορισμός, το οπισθόφυλλο δεν με έκανε σοφότερο. Έτσι ξεκίνησε η ανάγνωση αυτή.</p><p style="text-align: justify;">Πάνε κοντά δέκα χρόνια που διάβασα το <i>Οι σκιές του Μπρούκλιν</i> του Τζόναθαν Λέθεμ. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εκείνης της ιστορίας πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ, μια νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από πολλαπλά φωνητικά και κινητικά τικ, την ώρα που το μυαλό δεν σταματά ποτέ να παράγει αντηχήσεις και λογοπαίγνια. Σημείωνα τότε πως χωρίς τον Λάιονελ θα επρόκειτο απλώς για ένα αξιοπρεπές αστυνομικό μυθιστόρημα. Ήταν αυτή η συγγραφική ιδέα, και η εκτέλεσή της βεβαίως, που απογείωσε το μυθιστόρημα εκείνο, που την εμπνευσμένη του μετάφραση στα ελληνικά χρωστάμε στον Κώστα Καλτσά. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στο <i>Κάλμαν</i>.</p><p style="text-align: justify;">Η ιστορία εκκινεί όταν ο αφηγητής, Κάλμαν Όντισον, κυνηγός και αλιευτής καρχαριών, θα εντοπίσει μια λακκούβα γεμάτη αίμα σε ένα απόμερο, έρημο σημείο της ισλανδικής επαρχίας σκεπασμένο από παχύ χιόνι. Δεν θα μπορέσει να κρατήσει το εύρημα αυτό για τον εαυτό του. Η αποκάλυψη της ανακάλυψής του θα συμπέσει με την εξαφάνιση του Ρόμπερτ Μακένζι, του πλέον οικονομικά επιφανούς μέλους της τοπικής κοινότητας. Την ίδια στιγμή στο Ρέκιαβικ, μια συγκέντρωση πολιτικών ηγετών από διάφορες χώρες έχει θέσει σε επιφυλακή τα σώματα ασφαλείας. Μια μονάδα ωστόσο θα καταφτάσει ώστε να αναλάβει τις έρευνες για την ανεύρεση του Μακένζι.</p><p style="text-align: justify;">Ο Κάλμαν Όντισον είναι στο φάσμα του αυτισμού, κάτι που για την τοπική κοινωνία αποτελεί μια επιστημονική λεπτομέρεια που την αφήνει αδιάφορη σχεδόν στο σύνολό της, για εκείνους είναι ιδιαίτερος αν και συνήθως αναφέρονται σε αυτόν ως ο καθυστερημένος. Ο παππούς του, ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε και διαρκώς του διευκρίνιζε πως, όπως κάθε άνθρωπος έτσι και αυτός, είναι απλώς διαφορετικός. Δίπλα του έμαθε την τέχνη του κυνηγιού, τα μυστικά του επαγγέλματος, την επεξεργασία της τροφής. Ο παππούς, ηλικιωμένος και παραδομένος στις ορέξεις της άνοιας, ζει πια σε ένα γηροκομείο σε μια πόλη αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Ο Κάλμαν είναι αυτάρκης, ζει μόνος του και με τον τρόπο του καταφέρνει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της καθημερινότητάς του.</p><p style="text-align: justify;">Ειδικός επί του αυτισμού δεν είμαι σε καμία περίπτωση, ωστόσο ο συγγραφέας με έπεισε. Φαντάζομαι πως αφού έχουμε να κάνουμε με φάσμα, τα γνωρίσματα του αυτισμού δεν είναι τόσο αυστηρά, κάθε άνθρωπος, άλλωστε, είναι διαφορετικός. Ο Κάλμαν είναι αυτός που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό, ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται, οι σκέψεις και τα συναισθήματά του. Χωρίς αυτόν το μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να σταθεί, αλλά και ως έχει, μάλλον δεν αφορά τους φανατικούς λάτρεις του είδους, η ανατροπή και η τελική λύση είναι μάλλον αδύναμες, ειδικά αν κάποιος τις προσεγγίσει μακριά από τη σκοπιά του αυτισμού, κατάλληλες ωστόσο για τη συγκεκριμένη ιστορία.</p><p style="text-align: justify;">Ο Σμιντ κατασκευάζει έναν ιδιαίτερο και δύσκολο να λησμονηθεί χαρακτήρα-αφηγητή και πάνω του στήνει όλο τον μηχανισμό της πλοκής. Ο Κάλμαν δεν επιζητά το συναίσθημα του αναγνώστη, η ενσυναίσθηση, αν προκύψει, προκύπτει εκ του φυσικού. Αυτό μοιάζει απλό αλλά είναι καθοριστικό για τη συνολική πρόσληψη του μυθιστορήματος, συμβάλλοντας, πέραν όλων των άλλων, και στην αληθοφάνεια του χαρακτήρα και των ιδιαιτεροτήτων του. Ιδωμένος μέσα από τη δική του ματιά, ο τρόπος με τον οποίο τον αντιμετωπίζουν φτάνει σε εμάς ως απόηχος, ως μια δεδομένη συνθήκη, χωρίς φωνές και επικριτική διάθεση. Έτσι, ο Σμιντ, εκτός της αστυνομικής πλευράς της ιστορίας, δίνει τη συνολική εικόνα της διαβίωσης του Κάλμαν σε ένα απομονωμένο χωριό λίγων δεκάδων κατοίκων, αλλά και, κατ' επέκταση, της Ισλανδίας ολόκληρης. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να μην δελεαστεί από την εξωτικότητα του μέρους, να μην ξεφύγει από την κεντρική πλοκή και να χαθεί στις καταχωρήσεις ενός ταξιδιωτικού οδηγού. Για τον Κάλμαν, η Ισλανδία είναι απλώς το μέρος που γεννήθηκε.<br /></p><p style="text-align: justify;">Στη μεγάλη πλειονότητά τους τα αστυνομικά μυθιστορήματα χρησιμοποιούν τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος ως αφορμή, ως πρόφαση για να εξετάσουν κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, επιλέγοντας μια διαφορετική οπτική γωνία θέασης του κόσμου. Ο Σμιντ δεν εξαιρεί τον εαυτό του. Ο Κάλμαν λειτουργεί, αν και με τον τρόπο του, ως ένας αυτόπτης μάρτυρας της οικονομικής έκρηξης της Ισλανδίας μετά την πρόσφατη χρεοκοπία, με βασικό όχημα –σας θυμίζει κάτι;– τον τουρισμό. Η επέλαση αυτή αναπόφευκτα αλλοιώνει μεγάλος μέρος αυτής της γεωγραφικά απομονωμένης χώρας. Έχει πρόσθετο ενδιαφέρον το γεγονός πως ο συγγραφέας επέλεξε τον τόπο αυτό για κατοικία του. Ένας ξένος με το προνόμιο μιας συντεταγμένης μετανάστευσης, που παρατηρεί τις αλλαγές που συμβαίνουν με μια ματιά σίγουρα διαφορετική από εκείνη των γηγενών. Η φαινομενική απλότητα της σκέψης του Κάλμαν αναδεικνύει τις προφανείς επιπτώσεις της συνθήκης του τουρισμού, αλλά και γενικότερα της οικονομικής πολιτικής, την αδιαφορία για την ύπαιθρο και τους κατοίκους της, τη συσσώρευση κερδών και εξουσίας στα χέρια των λίγων. Το χωριό του Κάλμαν, παρότι τόσο μακριά, μοιάζει τόσο οικείο τελικά. <br /></p><p style="text-align: justify;">Ευκολοδιάβαστο και γλυκό, μα ταυτόχρονα καλογραμμένο, το μυθιστόρημα δεν έχει ανάγκη από τρομερά ευφάνταστα ευρήματα και συνεχείς ανατροπές, και αυτό είναι κάτι που δεν ενοχλεί, αλλά αποδεικνύεται λειτουργικό και έξυπνο από πλευράς συγγραφέα. Ο Σμιντ επενδύει πολλά στο στήσιμο του αφηγητή, στον χαρακτήρα του Κάλμαν όπως αυτός πηγάζει από την ίδια του την αφήγηση, και πετυχαίνει να εισπράξει υπεραξία χωρίς ο αναγνώστης να νιώσει πως ο συγγραφέας εκμεταλλεύτηκε τον ήρωά του, το όνομα του οποίου μόνο τυχαίο δεν είναι. Το εξώφυλλο, ως αναπόσπαστο μέρος της εμπειρίας, αποδείχτηκε ιδανικό για το ωραίο αυτό μυθιστόρημα.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για το <i>Οι σκιές του Μπρούκλιν</i> του Τζόναθαν Λέθεμ περισσότερα θα βρείτε <a href="http://no14me.blogspot.com/2014/02/jonathan-lethem.html" target="_blank">εδώ</a>. Τα <i>Έθιμα ταφής</i> είναι ίσως το πλέον γνωστό μυθιστόρημα που μια μη Ισλανδή συγγραφέας έχει γράψει, περισσότερα <a href="http://no14me.blogspot.com/2014/12/hannah-kent.html" target="_blank">εδώ</a>. Για άλλα μυθιστορήματα γραμμένα από Ισλανδούς: <i>Και τα ψάρια τραγουδούν</i> του νομπελίστα Halldór Laxness <a href="http://no14me.blogspot.com/2014/06/halldor-laxness.html" target="_blank">εδώ</a>, <i>Παράδεισος και κόλαση</i> του Jón Kalman Stefánsson <a href="http://no14me.blogspot.com/2017/06/jon-kalman-stefansson.html" target="_blank">εδώ</a>, <i>Illska Το κακό</i> του Eirikur-Orn Norddahl <a href="http://no14me.blogspot.com/2017/10/illska.html">εδώ</a>.<br /></p><div style="text-align: justify;">Μετάφραση Σοφία Αυγερινού</div><div style="text-align: justify;">Εκδόσεις Μεταίχμιο<br /></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-60044447557450611152024-01-08T07:32:00.000+02:002024-01-08T07:32:00.134+02:00Ξεφυλλίζοντας το '23 (Μέρος Β')<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEieb8wAS1TvuhdOo3nE_QndnfT1VD7Ojv8hpssxdyKWqVdI4zzos6xCa1yQIeGOUoDLHfMcRh3ARLyAM8yET_MGN0q1XX0K_l-aphDe9JdNfrk_HMF3S3jBwVofmvaOFfGzxopnZLsDhyphenhyphenL88qRFpNTtq7NX2GqZ264xzPk7Oiz7tsib0yY-164yrhZxpLU/s1048/%CE%9E%CE%B5%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CC%81%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82%20%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CC%81%20'23.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="1048" data-original-width="1046" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEieb8wAS1TvuhdOo3nE_QndnfT1VD7Ojv8hpssxdyKWqVdI4zzos6xCa1yQIeGOUoDLHfMcRh3ARLyAM8yET_MGN0q1XX0K_l-aphDe9JdNfrk_HMF3S3jBwVofmvaOFfGzxopnZLsDhyphenhyphenL88qRFpNTtq7NX2GqZ264xzPk7Oiz7tsib0yY-164yrhZxpLU/w399-h400/%CE%9E%CE%B5%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CC%81%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82%20%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CC%81%20'23.png" width="399" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Είναι η στιγμή του χρόνου, λίγο εκεί γύρω στην αλλαγή του, όταν, εκτός από σχέδια και στόχους που μάλλον, ας μη γελιόμαστε, θα μείνουν απλώς γραμμένα στο χαρτί, το βλέμμα γυρίζει προς τα πίσω να αντικρίσει τα πεπραγμένα, να κάνει ένα ιδιότυπο ταμείο, να κλείσουν οι λογαριασμοί, να δαμαστεί ο χρόνος, που τόσο ορμητικά καλπάζει. Ίσως, άλλη ευκαιρία να μη γυρεύουμε παρά εκείνη που θα μας δώσει την αφορμή για τη σύνταξη μιας ακόμα λίστας και ας ξέρουμε τον σισύφιο χαρακτήρα της, την επόμενη στιγμή, μια άλλη λίστα θα σχηματιζόταν, αναπόφευκτα. Για μένα είναι ένας τρόπος αποτύπωσης των περασμένων ανατρέχοντας σε όσα διάβασα και μου άρεσαν πολύ, ένα ακόμα φίλτρο, όταν κοιτάζω τις αναγνώσεις από απόσταση, να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί το βάρος τους, το όποιο βάρος τους, να αποτυπωθεί η εξέλιξη, η όποια εξέλιξη.</p><p style="text-align: justify;">Αρχική πρόθεση, πριν διατρέξω την αναγνωστική στοίβα με τα διαβασμένα της χρονιάς, ήταν να συμπεριλάβω πέντε ελληνικά βιβλία που ξεχώρισα τη χρονιά που πέρασε. Φιλόδοξη πρόθεση, που γρήγορα κατέπεσε, εξέλιξη που, μάλλον, υπογραμμίζει πως τελικά διάβασα περισσότερα καλά ελληνικά βιβλία απ' όσα διαισθητικά πίστευα. Με χρονολογική σειρά, από το παλιότερο στο πλέον πρόσφατο, ιδού η λίστα:</p><p style="text-align: justify;">1. <i>Όλες μας</i> - Λύο Καλοβυρνάς <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Gutenberg)</span>. Στο <i>Όλες μας</i>, ο Λύο Καλοβυρνάς παίζει ένα διπλό χαρτί, αρκετά φιλόδοξο η αλήθεια είναι, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο της ιστορίας του, επιστρατεύοντας δύο ευρήματα σχετικά πρωτότυπα. Η αφήγηση είναι κυρίως πρωτοπρόσωπη και εναλλάσσεται ανάμεσα στα βασικά πρόσωπα της πλοκής, γεγονός που συμβάλει στον πλουραλισμό των οπτικών γωνιών θέασης. Τον λόγο, και εδώ εντοπίζεται το αφηγηματικό εύρημα, παίρνει και ο ίδιος ο συγγραφέας σε μια μάλλον μεταμοντέρνα απόφαση, μέσω της οποίας επιχειρεί να ξεναγήσει τον αναγνώστη στα παρασκήνια της γραφής αυτού του μυθιστορήματος. Στο κείμενο παρεμβάλλονται ονόματα γυναικών-θυμάτων της αντρικής βίας, ως μεσότιτλοι, σαν άλλα εκκλησάκια στην άκρη του δρόμου, μια υποχρέωση στη μνήμη. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="http://no14me.blogspot.com/2023/05/oles-mas-lio-kalovyrnas.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><br /></p><p style="text-align: justify;">2. <i>Άδειος τόπος</i> - Γιάννης Νικολούδης <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Πατάκη)</span>. Με μια υποδειγματική αρχή, αντιπροσωπευτική του ύφους και του στυλ αφήγησης, αλλά και εισαγωγική στην πλοκή, ο ανώνυμος δεσμοφύλακας από τις φυλακές Νέας Αλικαρνασσού καταθέτει την ψυχολογία τού κρατούμενου που αποφυλακίζεται. Ο <i>Άδειος τόπος</i> είναι η ιστορία ενός ανώνυμου πρώην κρατούμενου που επιχειρεί να κάνει μια νέα αρχή εξερχόμενος στην κοινωνία, με τη στάμπα της φυλακής να τον συνοδεύει, τόσο γραφειοκρατικά όσο και εμφανισιακά, όντας κάτι που αναβλύζει από τη συνολική παρουσία του, ένα κυρίαρχο και εμφανές πια συστατικό του χαρακτήρα και της στάσης του σώματος, που αδυνατεί να κρύψει. Η αφήγηση σπάει στα τρία. Τις πρωτοπρόσωπες μαρτυρίες διαδέχεται η, και αυτή σε πρώτο πρόσωπο, αφήγηση του ίδιου του αντιήρωα, ενώ, ανά διαστήματα, ο αφηγητής-ερευνητής συμμετέχει στο άκρως λειτουργικό γαϊτανάκι φωνών που συνθέτει το βιβλίο. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/10/adeios-topos-nikoloudis.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><br /></p><p style="text-align: justify;">3. <i>Ω! Τι υπέροχη εκδρομή</i> - Άρης Μαραγκόπουλος <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Τόπος)</span>. Από το 1982, όταν κυκλοφόρησε το <i>Όλτσμομπιλ</i>, ο Άρης Μαραγκόπουλος έχει μια σταθερή και πολυσχιδή παρουσία στα εκδοτικά πράγματα, πετυχαίνοντας να δημιουργήσει ένα προσωπικό σύμπαν με έντονο το πολιτικό και αισθητικό στοιχείο. Στο <i>Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!</i> συναντάμε τους ήρωες από το προηγούμενο μυθιστόρημά του, το <i>φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ</i>. Η πολιτική αναμετράται σε μια πίστα απαιτητική όπως αυτή της συγχρονίας. Η ιστορία διαδραματίζεται στο ελληνικό παρόν, γεγονός που αναγκάζει τον αφηγητή να πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στα πράγματα, να επιλέξει να αναδείξει εκείνα που θεωρεί καθοριστικά και σημαντικά. Το πετυχαίνει χωρίς η στράτευση να παρασιτεί εις βάρος της λογοτεχνικής αξίας του μυθιστορήματος. Σε μια περίοδο που η αριστερή ταυτότητα μοιάζει σύμφυτη με την απολογία και την ενοχή, αφηγήσεις όπως αυτή επανατοποθετούν το τρένο στις ράγες, δίνοντας του μια στέρεη και δυναμική πορεία προς τα εμπρός χωρίς ωραιοποιήσεις και μεγάλα λόγια, το <i>Κι ας μην νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα</i>, αρκεί ως καύσιμη ύλη. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://www.efsyn.gr/nisides/anoihto-biblio/410240_mnimosyna-elpidas" target="_blank">εδώ</a>)</span><br /></p><p style="text-align: justify;">4. <i>Διακοπές στην Αβησσυνία</i> - Ελίζα Παναγιωτάτου <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις αντίποδες)</span>. Δύο χρόνια μετά το <i>Αεροδρόμιο</i>, η Ελίζα Παναγιωτάτου επιστρέφει, για πρώτη φορά μ' ένα μυθιστόρημα. Η ως τώρα πορεία της ανήκε στη μικρή φόρμα, μια γραφή αρκετά προσωπική, θραυσματική και αφαιρετική. Το <i>Διακοπές στην Αβησσυνία</i> είναι ένα βήμα πιο φιλόδοξο. Πρωταγωνίστρια είναι η Τέσση, γεννημένη στα μέσα της δεκαετίας του '80, που δουλεύει σ' ένα τηλεφωνικό κέντρο εξυπηρέτησης πελατών, παλεύοντας να επιβιώσει στην καθημερινότητα τόσο πρακτικά όσο και συναισθηματικά. Της αρέσουν κυρίως οι γυναίκες, αλλά όχι αποκλειστικά. Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα της ανατρέπει την όποια ομαλότητα. Σκαλίζοντας τα διάφορα χαρτιά ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του, τον γνωρίζει λίγο καλύτερα, τα κομμάτια ενός ακατανόητου παζλ μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση τους. Το <i>Διακοπές στην Αβησσυνία</i>, χαμηλόφωνο και σύγχρονο, ανήκει στο σώμα μιας διακριτής ελληνόφωνης γυναικείας λογοτεχνίας, γεγονός που το καθιστά, εκτός από αναγνωστικά απολαυστικό, αναγκαίο, έτσι όπως αποτυπώνει τον χωροχρόνο και τις κινήσεις των (θηλυκών) υποκειμένων εντός του. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://www.efsyn.gr/nisides/anoihto-biblio/413690_i-anazitisi-mias-atomikis-syllogikotitas" target="_blank">εδώ</a>)</span><br /></p><p style="text-align: justify;">5. <i>Φελιτσιτά</i> - Μάρω Δούκα <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Πατάκη)</span>. Η αφήγηση ξεκινάει όταν ο Κωνσταντίνος Καβουράκης έχει ήδη εγκαταλείψει το σπίτι του στα Σεπόλια και μένει στον δρόμο, σε μια εσοχή της οδού Αιόλου. Ένας ακόμα τσακωμός με τη γυναίκα του διαδραματιζόταν, όταν κάποια στιγμή εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά και ο γιος δεν συγκράτησε την οργή του, χειροδίκησε εναντίον του, να σηκωθείς να φύγεις του είπε και εκείνος έφυγε. Το σημείο μηδέν, ο τσακωμός και η παρεπόμενη φυγή του Καβουράκη από το σπίτι, φέρνει επιτέλους στο λογοτεχνικό προσκήνιο το αδύνατο της επιστροφής σε ένα πρότερο σημείο της οικογενειακής ζωής, ένα ξεκάθαρο πριν και μετά αναδύεται από τα χαλάσματα της μάχης. Οι κουβέντες που ανταλλάχτηκαν και οι ψιλές που έπεσαν, συνέχεια και συνέπεια όσων μέσα στα χρόνια μεσολάβησαν, δεν μπορούν απλώς να ξεχαστούν και τα πρόσωπα να σφυρίξουν αδιάφορα. Σφιχτοδεμένο και χωρίς περιττές κουβέντες, το <i>Φελιτσιτά</i> είναι ένα υπέροχο και γοητευτικό μυθιστόρημα, βαθιά ανθρώπινο, που δείχνει την οξυδερκή και ζωηρή ματιά τής, γεννημένης το 1947, Δούκα στα πράγματα. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/11/felicita-maro-douka.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><br /></p><p style="text-align: justify;">6. <i>Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ</i> - Μιχάλης Μαλανδράκης <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Πόλις)</span>. Τρία χρόνια πριν, είχε προηγηθεί η νουβέλα <i>Patriot</i>. Η τότε σύνοψη της ανάγνωσης περιελάμβανε την παρουσία προσδοκιών για το μέλλον και ειδικότερα για το δεύτερο, πάντοτε κρίσιμο, βήμα του Χανιώτη συγγραφέα. Αυτή είναι η ιστορία του Χάρη Αλεξιάδη, που τον χειμώνα του 1972, παιδί ακόμα, υπήρξε μάρτυρας της σύλληψης ενός γείτονα δημοσιογράφου. Τότε μπήκε μέσα του ο σπόρος της δημοσιογραφίας, μ' ένα περίβλημα εξόχως ιδεολογικό. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία δημιουργεί την ανάγκη για πολεμικούς ανταποκριτές στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Ο Χάρης θα επισκεφθεί ξανά και ξανά τα ματωμένα εκείνα χώματα. Ο Μαλανδράκης χειρίζεται άψογα το υλικό του και το εμπλουτίζει με πραγματολογικά στοιχεία έρευνας, καθιστώντας οικείο και γνώριμο το μυθοπλαστικό πρόσωπο του Χάρη. Η αποσπασματικότητα στην αφήγηση, η οικονομία στα μέσα και ο σταθερός ρυθμός που τα χρονικά μπρος πίσω επιβάλλουν επιτρέπουν στο <i>Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ</i> να αποκτήσει μια ευδιάκριτη αφηγηματική ταυτότητα, λειτουργική και γοητευτική.</p><p style="text-align: justify;">7. <i>Λίγα λόγια για μένα</i> - Καλλιρρόη Παρούση <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Τόπος)</span>. Ο Χάρης αυτοκτόνησε. Οι αρχές ζητούν τα κείμενά του από την υπεύθυνη του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής. Εκείνη είναι αναγκασμένη να τα παραδώσει. Ο Χάρης ξεκίνησε να παρακολουθεί αυτά τα μαθήματα ύστερα από ισχυρή σύσταση της ψυχοθεραπεύτριάς του, μήπως και αφήσει στο χαρτί εκείνα που τον ταλάνιζαν. Το <i>Λίγα λόγια για μένα</i> αποτελεί την εναλλαγή των κειμένων της μαθητείας τού Χάρη, που θέλησε να κειμενοποιηθεί, και των σημειώσεων της ανώνυμης υπεύθυνης, που στα κείμενα αυτά βρήκε τον χώρο να πει λίγα λόγια για εκείνη, χωρίς να προδώσει, χωρίς να προβεί σε ερμηνεία του κειμενοποιημένου Χάρη. Στο μεταμοντέρνο εγχείρημα της Καλλιρρόης Παρούση οι επαναλαμβανόμενες φράσεις, ο απαραίτητος ζωτικός χώρος για τα πρόσωπα, τις ιδέες και την περιρρέουσα πραγματικότητα, το νήμα της πλοκής ευδιάκριτο παρότι μπερδεμένο, το φλερτάρισμα με διάφορα λογοτεχνικά υποείδη, η αγάπη για τη λογοτεχνία, η απόπειρα να διαλευκανθεί η ανάγκη της, το γιατί γράφουμε και το γιατί διαβάζουμε σ' έναν κόσμο ολοένα και πιο αφόρητα παράλογο και επιβιωτικά αγωνιώδη, τον τρόπο με τον οποίο η γραφή του άλλου εισβάλλει στην επικράτειά μας, η καθησυχαστική ή ανήσυχη αίσθηση πως (και) για εμάς γράφει το αφηγηματικό υποκείμενο, πως η ανάγνωση, και όχι μόνο η γραφή, είναι μια διαδικασία κειμενοποίησης, οι εκδοχές της ζωής που δεν κυριάρχησαν αλλά αυτό διόλου δεν σημαίνει πως ξεχάστηκαν, είναι μερικά από τα συστατικά της κατασκευής. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="http://no14me.blogspot.com/2023/12/liga-logia-gia-mena-kallirroi-parousi.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><br /></p><p style="text-align: justify;">8. <i>Ραδιοκασετόφωνο</i> - Ιάκωβος Ανυφαντάκης <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Πατάκη)</span>. Ο Ηλίας έχει σχεδόν τα πάντα στη ζωή του. Έναν γιο, μία πρώην γυναίκα, μία πρώην ερωμένη που ίσως ξαναγίνει νυν, ένα πανάκριβο αυτοκίνητο, τρία μαγαζιά, αρκετά σπίτια και πάρα πολλά χρήματα. Εδώ και λίγες ώρες, όμως, δεν έχει πατέρα. Ο παντογνώστης αφηγητής πιάνει το νήμα όταν ο πατέρας και ο ανήλικος γιος βρίσκονται στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς το χωριό του νεκρού για την κηδεία. Ο Ανυφαντάκης δεν επιλέγει να αφηγηθεί μια εξόχως πρωτότυπη ιστορία, όμως το κάνει με τον δικό του τρόπο, που χαρακτηρίζεται από μια ήπια και σκωπτική αφήγηση. Δεν επιλέγει πρωταγωνιστές συμπαθείς ή που να δοκιμάζονται από την σκληρότητα της ζωής, δεν διαλέγει την ευκολία του συναισθηματικού εκβιασμού. Ο Ηλίας δεν είναι συμπαθής, είναι ωστόσο μια φιγούρα γνώριμη και οικεία, για την κοινή γνώμη πετυχημένος που έχει πιάσει την καλή, για τον ίδιο, ωστόσο, η φαινομενικά ισχυρή αυτοπεποίθηση που νιώθει έχει σαφέστατα δομικά ζητήματα. Ο συγγραφέας ελέγχει το υλικό, τη φιλοδοξία και τις επιδιώξεις του, δεν δείχνει να παρασύρεται από το δέλεαρ μιας πολυσέλιδης εκδοχής, αν και δεν ξέρουμε ποιες υπήρξαν οι προηγηθείσες εκφάνσεις της ιστορίας αυτής, όπως και να έχει, το τελικό αποτέλεσμα είναι αυτό που τίθεται υπό κρίση και αυτή η κρίση είναι κάτι παραπάνω από θετική.</p><p style="text-align: justify;">9. <i>Ρετούς</i> - Μιχάλης Φακίνος <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Καστανιώτη)</span>. Γεννημένος το 1940, ο Μιχάλης Φακίνος, δημιουργικά ανήσυχος, συνεχίζει, συχνά πυκνά, τις λογοτεχνικές του εμφανίσεις. Πολυγραφότατος και ακάματος, μάλλον παραγνωρισμένος από το ευρύ κοινό, ακολουθεί έναν προσωπικό μονοπάτι μέσα στο χρόνια, που, σε αντίστιξη ίσως με την ηλικία του, τον οδηγεί σε ολοένα και πιο μεταμοντέρνα, κρυπτικά μα όχι απροσπέλαστα, κατασκευάσματα, εκεί που το παράλογο συγκατοικεί με την πραγματικότητα, η υπαρξιακή αγωνία με την παιγνιώδη διάθεση. Η Ρετούς στα χρόνια της πανδημίας, αυτός θα μπορούσε να είναι ένας πιο επεξηγηματικός τίτλος. Η απομόνωση, τα ασφυκτικά μέτρα, τα νεκρικά διαγγέλματα, ο φόβος για την εγγύτητα, η ατομική ευθύνη. Παρότι κοινά για τους περισσότερους, δεν υπήρξαν το ίδιο επιδραστικά, κάποιοι δεν κατάφεραν να εξέλθουν αλώβητοι απ' όλο αυτό. Όμως, το <i>Ρετούς</i> είναι πολλά περισσότερα από μια απλή και ίσως πρώιμη ματιά στα χρόνια εκείνα, οι διακλαδώσεις στα μονοπάτια της σκέψης της Ρετούς είναι ικανά να οδηγήσουν σε διαφορετικά μέρη τον κάθε αναγνώστη.</p><p style="text-align: justify;">Και του χρόνου, καλά να είμαστε, ωραία βιβλία να έχουμε διαβάσει.<br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-62102919427879656882024-01-04T07:32:00.001+02:002024-01-04T07:32:00.123+02:00Ξεφυλλίζοντας το '23 (Μέρος Α')<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj1KVfOTS_kIQkFP_YLg3DHZu0Ub_5xem3sMZRfuvKvqN3_vUIisFUWQkpisklj7LsXWsIoFXBGxCriqSlHcJt_Nh1gnIvFyP75YeLOKAwBwTrFbJFB4LJo3nKaVEuwCxATzWkE1iSDaCi5UPdxr5QdNcmPi_qnqEOvQpYLR5TC98LeEnF3Reg6tiOEhEg/s1128/%CE%9E%CE%B5%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CC%81%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82%20%CE%BE%CE%B5%CC%81%CE%BD%CE%B1%20'23.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="852" data-original-width="1128" height="303" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj1KVfOTS_kIQkFP_YLg3DHZu0Ub_5xem3sMZRfuvKvqN3_vUIisFUWQkpisklj7LsXWsIoFXBGxCriqSlHcJt_Nh1gnIvFyP75YeLOKAwBwTrFbJFB4LJo3nKaVEuwCxATzWkE1iSDaCi5UPdxr5QdNcmPi_qnqEOvQpYLR5TC98LeEnF3Reg6tiOEhEg/w400-h303/%CE%9E%CE%B5%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CC%81%CE%B6%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82%20%CE%BE%CE%B5%CC%81%CE%BD%CE%B1%20'23.png" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Είναι
η στιγμή του χρόνου, λίγο εκεί γύρω στην αλλαγή του, όταν, εκτός από
σχέδια και στόχους που μάλλον, ας μη γελιόμαστε, θα μείνουν απλώς
γραμμένα στο χαρτί, το βλέμμα γυρίζει προς τα πίσω να αντικρίσει τα
πεπραγμένα, να κάνει ένα ιδιότυπο ταμείο, να κλείσουν οι λογαριασμοί, να
δαμαστεί ο χρόνος, που τόσο ορμητικά καλπάζει. Ίσως, άλλη ευκαιρία να
μη γυρεύουμε παρά εκείνη που θα μας δώσει την αφορμή για τη σύνταξη μιας
ακόμα λίστας και ας ξέρουμε τον σισύφιο χαρακτήρα της, την επόμενη
στιγμή, μια άλλη λίστα θα σχηματιζόταν, αναπόφευκτα. Για μένα είναι ένας
τρόπος αποτύπωσης των περασμένων ανατρέχοντας σε όσα διάβασα και μου
άρεσαν πολύ, ένα ακόμα φίλτρο, όταν κοιτάζω τις αναγνώσεις από απόσταση,
να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί το βάρος τους, το όποιο βάρος τους, να
αποτυπωθεί η εξέλιξη, η όποια εξέλιξη.</p><p style="text-align: justify;">Δώδεκα, μία για κάθε μήνα, επιλογές από την μεταφρασμένη λογοτεχνία με τυχαία σειρά:<br /></p><p style="text-align: justify;">1. <i>Τέκνο του Θεού</i> - Cormac McCarthy <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg)</span>. Η κυκλοφορία στα τέλη της προπερασμένης χρονιάς, μετά από δεκαέξι χρόνια αναμονής, του μυθιστορηματικού δίπτυχου <i>Ο επιβάτης/</i><i>Stella Maris</i>,
αλλά κυρίως ο θάνατος του Κόρμακ ΜακΚάρθυ στις 13 Ιουνίου, ανακίνησαν
το ενδιαφέρον γύρω από το έργο ενός από τους
σπουδαιότερους συγγραφείς της αμερικανικής, και όχι μόνο, λογοτεχνίας. Επακόλουθο του ενδιαφέροντος αυτού υπήρξε η ένθερμη υποδοχή της μετάφρασης, για πρώτη φορά στα ελληνικά, του μυθιστορήματος <i>Τέκνο του Θεού</i>, το οποίο ταυτόχρονα έλκει και απωθεί τον αναγνώστη και αυτής της δυναμικής αναβλύζει αναθεωρημένη η έννοια της αναγνωστικής απόλαυσης.</p><p style="text-align: justify;">2. <i>Ρολόι χωρίς δείκτες - </i>Carson McCullers (<span style="font-size: x-small;">μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδόσεις Διόπτρα)</span>. Είναι ευτυχές γεγονός πως οι εκδόσεις Διόπτρα έχουν αναλάβει να επανεκδώσουν και να συμπληρώσουν το σύνολο του έργου τής, δυστυχώς μάλλον υποτιμημένης στα μέρη μας, Κάρσον Μακάλερς. Το <i>Ρολόι χωρίς δείκτες</i>, που συναρπάζει με την απλότητά του, απόρροια της αφηγηματικής άνεσης και της μη ανάγκης της συγγραφέως για καταφυγή σε περίτεχνα κόλπα και παρακινδυνευμένα τεχνάσματα, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της εργογραφίας τής Μακάλερς, μια κατάλληλη αναγνωστική πύλη εισόδου. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/11/roloi-xoris-deiktes-carson-mccullers.html" target="_blank">εδώ</a>)</span><br /></p><p style="text-align: justify;">3. <i>MANIAC</i> - Benjamín Labatut <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδόσεις Δώμα)</span>. Με το <i>Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο</i>, ο Μπενχαμίν
Λαμπατούτ έπαψε να αποτελεί ένα ανατέλλον αστέρι της λατινοαμερικάνικης
λογοτεχνίας και είδε το έργο του
να αναγνωρίζεται, να μεταφράζεται και να εκδίδεται σε πολλές χώρες σε
όλον τον κόσμο, με την κριτική και τους αναγνώστες να το υποδέχονται
θερμά. Με το <i>MANIAC</i> μοιάζει να εγκαθιδρύει ένα νέο υποείδος, αυτό του
επιστημονικού ρεαλισμού, σ' ένα αποτέλεσμα αναπάντεχα γοητευτικό, που
προκαλεί ίλιγγο, ανοίγοντας στον αναγνώστη νέα παράθυρα αναζήτησης, ενώ
ταυτόχρονα προσφέρει απόλαυση όπως κάνει η καλή λογοτεχνία.</p><p style="text-align: justify;">4. <i>Όνειρα τρένων</i> - Denis Johnson <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Αντίποδες)</span>. Τα <i>Όνειρα τρένων</i> του Ντένις Τζόνσον ήταν ένα από τα βιβλία που ανέμενα με μεγάλη ανυπομονησία. Οι προσδοκίες ήταν υψηλότατες, κάτι το οποίο συχνά αποτελεί αναγνωστικό τροχοπέδη, όχι όμως για έναν δημιουργό του βεληνεκούς του Αμερικανού συγγραφέα. Το μέγεθος, αλλά και οι συγγραφικές αποφάσεις σχετικά με το ύφος, τη
γλώσσα αλλά και τη διάρθρωση της πλοκής, επιτρέπουν στον αναγνώστη να
μελετήσει και να κατανοήσει το γιατί αυτή η νουβέλα θεωρείται υποδειγματική. Υπάρχουν έργα τα οποία συντελούν στην όξυνση της αναγνωστικής επάρκειας, τέτοιο βιβλίο είναι αυτό. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/07/oneira-trainon-denis-johnson.html" target="_blank">εδώ</a>)</span></p><p style="text-align: justify;">5. <i>Μοντεβιδέο</i> - Enrique Vila-Matas <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Ναννά Παπανικολάου, εκδόσεις Ίκαρος).</span> Το <i>Μοντεβιδέο</i>, το πλέον πρόσφατο βιβλίο του Ενρίκε Βίλα-Μάτας δεν θα μπορούσε να λείπει από τη συγκεκριμένη αναγνωστική σύνοψη της χρονιάς. Χαρακτηριστικό και απολαυστικό δείγμα γραφής του Ισπανού
συγγραφέα, που τοποθετεί στον πυρήνα του μυθιστορήματος ένα διήγημα του Κορτάσαρ και δεν διστάζει να φανερώσει τις αναγνωστικές εμμονές και τα λογοτεχνικά πάθη του,
να αναμετρηθεί μαζί τους και, έτσι, παίζοντας το παιχνίδι με
την προσήλωση παιδιού να επιφέρει καίριο πλήγμα στην διάχυτη πλήξη και την περιρρέουσα
σοβαροφάνεια.</p><p style="text-align: justify;">6. <i>Παρακαταθήκη</i> - Hernan Diaz <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, εκδόσεις Μεταίχμιο). </span>Παρότι κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς, η <i>Παρακαταθήκη</i> του Ερνάν Ντίαζ δεν έχασε τη θέση της ανάμεσα στα καλύτερα μυθιστορήματα του 2023. Ένα ιδιαιτέρως πλουραλιστικό μυθιστόρημα, απολαυστικό στην ανάγνωση,
που δεν μπερδεύει τον αναγνώστη με τα τερτίπια του, φτιαγμένο με τρόπο
περίτεχνο αλλά ταυτόχρονα προσιτό, που δεν θυσιάζει την απόλαυση για
χάρη ή υπό το βάρος της φιλοδοξίας και της εκζήτησης. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/03/hernan-diaz-parakathiki.html" target="_blank">εδώ</a>)</span></p><p style="text-align: justify;">7. <i>Νυχτωδία της Χιλής</i> - Roberto Bolaño <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδόσεις Άγρα)</span>. Η ετήσια σταθερά: ένα ακόμα βιβλίο του τεράστιου Ρομπέρτο Μπολάνιο στα
ελληνικά σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου από τις εκδόσεις Άγρα. Η <i>Νυχτωδία της Χιλής</i>, το άτυπο ταίρι του αριστουργηματικού <i>Φυλαχτού</i>, κυκλοφόρησε όσο εκείνος ζούσε και δεν ανασύρθηκε από κάποιο μπαούλο ή ψηφιακό σύννεφο. Νουβέλα που διαθέτει όλες τις αρετές του μπολανικού σύμπαντος, μια κατάλληλη οδός γνωριμίας με το έργο του τρομερού Χιλιανού. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/11/nyxtodia-tis-xilis-roberto-bolano.html" target="_blank">εδώ</a>)</span></p><p style="text-align: justify;">8. <i>Η Κοιλιά του Γαϊδάρου</i> - Andrea Abreu <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora)</span>. Οι αισθητικά χαρακτηριστικές εκδόσεις Carnívora, συνυφασμένες με την ισπανόφωνη λογοτεχνία, με την κυκλοφορία του μυθιστορήματος <i>Η κοιλιά του γαϊδάρου</i> της νεαρής Αντρέα Αμπρέου σύστησαν στο ελληνικό κοινό ακόμα μια ενδιαφέρουσα συγγραφική φωνή. Σκληρός ρεαλισμός κάτω από τον μανδύα της τρυφερότητας και της αναπόλησης της παιδικής ηλικίας, ένα καλό βιβλίο, μια πρώτη υπόσχεση εκ μέρους της συγγραφέως. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/11/koilia-gaidarou-andrea-abreu.html" target="_blank">εδώ</a>)</span></p><p style="text-align: justify;">9. <i>Herscht 07769</i> - László Krasznarhokai <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι, εκδόσεις Πόλις</span><span style="font-size: x-small;">).</span> Πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την αναγνωστική του χρονιά χωρίς να αναφερθεί με θαυμασμό και δέος στο <i>Herscht 07769</i> του Λάσλο Κρασναρχοκάι; Απευθύνεται σε ένα διευρυμένο αναγνωστικό κοινό, ίδιον της πραγματικά υψηλής λογοτεχνίας, και μας υπενθυμίζει τι μεγάλη τύχη είναι να κοιτάζουμε τον κόσμο τριγύρω μας μέσα από τα μάτια ενός συγγραφέα που βρίσκεται ήδη στο πάνθεον των σπουδαίων. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://www.efsyn.gr/nisides/anoihto-biblio/412824_i-epodyni-diaygeia-mias-katastrofis" target="_blank">εδώ</a>)</span></p><p style="text-align: justify;">10. <i>Ένα ποτήρι οργή</i> - Raduan Nassar <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Πατάκη)</span>. Ο Ραντουάν Νασάρ έγραψε τη δεκαετία του '70, ύστερα αποσύρθηκε και σώπασε. Η έξοδός του από τα όρια της πορτογαλόφωνης αγοράς έγινε χάρη στη βράβευσή του το 2016 με το βραβείο Καμόες. Η νουβέλα του, <i>Ένα ποτήρι οργή</i> με τη μετάφραση εγγύηση της Αθηνάς Ψυλλιά, μια ιστορία σεξουαλικού πάθους, συστήνει έναν από τους πλέον αποκρουστικούς και αντιπαθείς
πρωτοπρόσωπους αφηγητές, αναδεικνύει το ανθρώπινο που συνοδεύει το
ένστικτο, τη γεμάτη από μαύρες κηλίδες ψυχοσύνθεση, το κακό που
επωάζεται πριν ξεχυθεί. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/12/ena-potiri-orgi-raduan-nassar.html" target="_blank">εδώ</a>)</span></p><p style="text-align: justify;">11. <i>Από το εργοστάσιο της Ζάχαρης</i> - Dorothee Elmiger <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδόσεις Loggia)</span>. Οι εκδόσεις Loggia, με την προγραμματική θέση για σύσταση στο κοινό συγγραφέων που δεν έχουν ως τώρα μεταφραστεί, πρόσθεσαν στον κατάλογό τους τη γεννημένη στην Ελβετία Ντοροτέε Έλμιγκερ, με το μυθιστόρημα <i>Από το εργοστάσιο της ζάχαρης</i>. Η έμπνευση και η υλοποίηση, το κατακερματισμένο κείμενο, οι
διακειμενικές αναφορές, οι παύσεις και οι επιταχύνσεις, τα νήματα της
αφήγησης που μένουν μετέωρα, η
οξυδέρκεια στην παρατήρηση, το αίσθημα μιας άναρχης γραφής που γοητεύει
με την άνεση στη διαχείριση του πολυποίκιλου υλικού, ο φαινομενικά
παροντικός και γραμμικός χρόνος της συγγραφής· μια μεταμοντέρνα σύνθεση που ωστόσο δεν υποτάσσεται στην εγκεφαλικότητα. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/10/apo-to-ergostasio-zaxaris-dorothee-elmiger.html" target="_blank">εδώ</a>)</span></p><p style="text-align: justify;">12. <i>Ζήσε γρήγορα</i> - Brigitte Giraud <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Καστανιώτη)</span>. Το <i>Ζήσε γρήγορα</i> της Μπριζίτ Ζιρό <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Καστανιώτη)</span>, με τον στακάτο ρυθμό και την υψηλή αφηγηματική ένταση, δεν αναλώνεται στο βίωμα, δεν περιορίζεται ούτε στη λογοτεχνία του τραύματος,
ούτε στην υποκατηγορία της κουήρ αυτομυθοπλασίας
και αυτό, σε συνδυασμό πάντα με τις λογοτεχνικές του αρετές, αποδεικνύεται καθοριστικό στην ανάγνωση και την πρόσληψή του, ικανό να το τοποθετήσει ανάμεσα στα καλύτερα βιβλία ξένης λογοτεχνίας για το 2023. <span style="font-size: x-small;">(Περισσότερα για το βιβλίο διαβάζετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/07/zise-grigora-brigitte-giraud.html" target="_blank">εδώ</a>)</span></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-25848227216565639312023-12-28T07:32:00.004+02:002023-12-28T07:32:00.123+02:00Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiVTeW0SOe79mbfZtxsk5Np2MMLvyBzK3kqVpgcY-jgHXJ2Lm6HVlTDyK4y_RRdzoxfs5I9K4IbiWfxmKiuFZjVM1ZOIo6NjeGwpa25HybRkufKIfQXQeLtJrFzzJVip117ftPGtIRZH7MjehmZQ6JrXHcCXeEBEECPzrmozXYHOlNUlN-fuk6knHvtkYQ/s4000/%CE%94%CE%B5%CE%BD%20%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CC%81%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B1%2023.jpg" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3000" data-original-width="4000" height="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiVTeW0SOe79mbfZtxsk5Np2MMLvyBzK3kqVpgcY-jgHXJ2Lm6HVlTDyK4y_RRdzoxfs5I9K4IbiWfxmKiuFZjVM1ZOIo6NjeGwpa25HybRkufKIfQXQeLtJrFzzJVip117ftPGtIRZH7MjehmZQ6JrXHcCXeEBEECPzrmozXYHOlNUlN-fuk6knHvtkYQ/w400-h300/%CE%94%CE%B5%CE%BD%20%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CC%81%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B1%2023.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Λίγο πριν το '23 αναχωρήσει για να περάσει στην ιστορία, μια χρονιά τόσο σημαντική σε προσωπικό επίπεδο, είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθώ σε αναγνωστικά απωθημένα που αυτόματα θα μετατραπούν σε στόχους, πόσο μας αρέσει να βάζουμε στόχους, για τη νέα χρονιά, την ώρα που η εκδοτική παραγωγή του τελευταίου μήνα υπήρξε τεράστια, όπως συνήθως συμβαίνει αυτές τις μέρες, βιβλία που, στην πλειοψηφία τους, ακόμα δεν έχω καταφέρει να προαξιολογήσω, να χτίσω, δηλαδή, βιαστικές και εν πολλοίς αυθαίρετες προσδοκίες, αναγνωστικούς ορίζοντες καθησυχαστικούς για όσα πρόκειται να έρθουν, διαπλατύνσεις του αναγνωστικού μπούνκερ για τις μάχες που έπονται απέναντι στην πραγματικότητα.</p><p style="text-align: justify;">Προφανώς και θα χωρούσαν στην ιδιότυπη αυτή λίστα αρκετά ακόμα βιβλία, άλλωστε η στοίβα με τα προσεχώς είναι γιγάντια, αλλά για λόγους κυρίως συμβολικούς αρκέστηκα στα δέκα, σε τυχαία σειρά, λοιπόν, έχουμε:</p><p style="text-align: justify;">1. <i>Αχ, Ουίλλιαμ</i> - Elizabeth Strout <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα)</span>. Από τον Μάρτη του 2021, όταν και διάβασα για πρώτη φορά κάποιο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Στράουτ<i> </i>(<i>Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον</i>), η Αμερικανίδα συγγραφέας εισχώρησε θριαμβευτικά στους δημιουργούς εκείνους που αγαπώ, που ξέρω πως σε μια δύσκολη στιγμή ένα βιβλίο τους θα μου κάνει συντροφιά και θα με καθησυχάσει. Ευτυχώς, οι εκδόσεις Άγρα, πάντοτε σε μετάφραση-εγγύηση Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, συνεχίζουν να κυκλοφορούν τα βιβλία της στα ελληνικά, καινούργια και παλιότερα, από καιρό εξαντλημένα στις προηγούμενες εκδόσεις τους. Πώς θα μπορούσε να λείπει το βιβλίο αυτό από μια τέτοια λίστα και ας κυκλοφόρησε αργά, ιδιαίτερα όταν πρωταγωνιστεί και πάλι η Λούσυ Μπάρτον; Για <i>Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον</i> περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε <a href="http://no14me.blogspot.com/2021/03/elizabeth-strout.html" target="_blank"><span style="font-size: x-small;">εδώ</span></a>, για το δεύτερο μέρος της ιστορίας, το <i>Όλα γίνονται</i>, <span style="font-size: x-small;"><a href="http://no14me.blogspot.com/2022/09/elizabeth-strout.html" target="_blank">εδώ</a></span>, ενώ για την <i>Όλιβ Κίττριτζ</i> <span style="font-size: x-small;"><a href="https://no14me.blogspot.com/2021/09/elizabeth-strout.html" target="_blank">εδώ</a></span> και το <i>Όλιβ, ξανά</i> <span style="font-size: x-small;"><a href="http://no14me.blogspot.com/2023/11/oliv-xana-elizabeth-strout.html" target="_blank">εδώ</a></span>.</p><p style="text-align: justify;">2. <i>Η καμπάνα</i> - Iris Murdoch <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδόσεις Διόπτρα)</span>. Το <i>Θάλασσα, θάλασσα</i> <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg)</span> ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τη συγγραφέα, που αρκετά βιβλία της είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, και ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα γενικά τη χρονιά που φεύγει, ικανό να με αναγκάσει να επιθυμήσω και τα υπόλοιπά της. Έτσι, λοιπόν, <i>Η καμπάνα</i>, που επίσης κυκλοφόρησε φέτος, για πρώτη φορά στα ελληνικά, μια έκδοση εμπλουτισμένη με μια πολυσέλιδη εισαγωγή της A.S. Byatt, είναι κιόλας βαρυφορτωμένη με προσδοκίες ικανές να την τοποθετήσουν στη λίστα αυτή. Σκέφτομαι πως θα μπορούσε να υπάρξει ακόμα μια λίστα, που θα περιελάμβανε πολυσέλιδα μυθιστορήματα ικανά να συμβαδίσουν παράλληλα με την πραγματική ζωή όταν αυτό κριθεί αναγκαίο και επιθυμητό. Και σε αυτή τη λίστα θα ήταν το βιβλίο αυτό. Για το <i>Θάλασσα, θάλασσα</i> περισσότερα μπορείτε να βρείτε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/10/thalassa-thalassa-iris-murdoch.html" target="_blank"><span style="font-size: x-small;">εδώ</span></a>.</p><p style="text-align: justify;">3. <i>Οι Νετανιάχου </i>- Joshua Cohen <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg)</span>. <i>Οι μεταφορές του Βασιλιά</i> <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις Gutenberg)</span> παρά το κάπως προβληματικό, ίσως βιαστικό, κλείσιμο, υπήρξε για μένα ένα από τα καλά βιβλία που διάβασα το '22, το όνομα του Κοέν μπήκε στη λίστα με τους συγγραφείς των οποίων αναμένω κάθε επόμενο βιβλίο. Ακόμα θυμάμαι και γελάω με τη σκηνή στο πάρτι των Ρεπουμπλικάνων και την αγωνιώδη απόπειρα του πρωταγωνιστή να γνωρίσει κάποιον από τα υψηλά στρώματα της πολιτικής, αλλά και την ακόλουθη σεκάνς την ώρα που παραλαμβάνει το φορτηγάκι του από το πάρκινγκ. Δύο στα δύο, και κάποιες στιγμές αβίαστου γέλιου, του πλέον δύσκολου αναγνωστικού συναισθήματος, και μια μικρή νίκη ενάντια στην επικρατούσα λήθη. Η συγκυρία του πολέμου στη Γάζα λειτούργησε σε δύο επίπεδα, για κάποιους αναγνώστες θετικά, για κάποιους αρνητικά. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Αντιγράφω τις πρώτες, εμπνευσμένες, γραμμές: «Ονομάζομαι Ρούμπεν Μπλουμ και είμαι, ναι, ένας ιστορικός. Σύντομα, όμως, υποθέτω πως θα γίνω μέρος της ιστορίας. Εννοώ δηλαδή πως θα πεθάνω και θα γίνω κι εγώ ιστορία, ένα σπάνιο είδος μεταμόρφωσης στο οποίο παραδοσιακά επιδίδονται κατ' αποκλειστικότητα οι αγνότεροι επιστήμονες. Οι δικηγόροι πεθαίνουν και δεν γίνονται νόμος, οι γιατροί πεθαίνουν και δεν γίνονται ιατρική, όμως οι καθηγητές βιολογίας και χημείας αποβιώνουν και αποσυντίθενται και γίνονται βιολογία και χημεία, απολιθώνονται και γίνονται γεωλογία, διασπείρονται μες στην επιστήμη τους, με τον ίδιο τρόπο που και οι μαθηματικοί γίνονται στατιστικά δεδομένα». <i>Οι Νετανιάχου</i>, που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ 2022, είναι μια ιστορία που ο σημαντικός Χάρολντ Μπλουμ μοιράστηκε με τον νεαρό τότε Κοέν. Περισσότερα για το <i>Οι μεταφορές του Βασιλιά</i> μπορείτε να βρείτε <span style="font-size: x-small;"><a href="https://no14me.blogspot.com/2022/11/joshua-cohen.html" target="_blank">εδώ</a></span>.</p><p style="text-align: justify;">4. <i>Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα</i> - George Orwell <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδόσεις Αίολος)</span>. Ο Όργουελ, παρά την τεράστια φήμη που απολαμβάνει, είναι, κακώς, ταυτισμένος με δύο έργα του, τη <i>Φάρμα των ζώων</i> και, κυρίως, το <i>1984</i>. Την απελευθέρωση των δικαιωμάτων του ακολούθησε μια πλημμύρα της αγοράς με τα δύο αυτά βιβλία σε διαφορετικές μεταφράσεις και εκδόσεις. Το 2021, πάλι από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Πάνου Τομαρά, είχα διαβάσει τις <i>Ανάσες</i>, μυθιστόρημα αρκετά διαφορετικό από τα δύο δημοφιλή έργα του, ιδιαίτερα απολαυστικό στην ανάγνωση, βιβλίο που ενέσπειρε εντός μου την επιθυμία να διαβάσω και άλλα δικά του βιβλία. Το <i>Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα</i> (= φυτό εσωτερικού χώρου) έφτασε αρκετές φορές στην τελική ευθεία επιλογής επόμενου βιβλίου, ωστόσο, στο νήμα πάντα, έχανε στον άτυπο αυτό αγώνα. Προστίθεται, λοιπόν, στη λίστα με τα απωθημένα, και μάλιστα στα καλύτερα εξ αυτών. Για τις <i>Ανάσες</i> περισσότερα βρίσκετε <a href="https://no14me.blogspot.com/2021/09/george-orwell.html" target="_blank"><span style="font-size: x-small;">εδώ</span></a>.</p><p style="text-align: justify;">5. <i>Τέκνα, Γονείς και Χιμπατζήδες</i> - Jon Bilbao <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, εκδόσεις Carnívora)</span>. Δεν έχω κανένα χειροπιαστό στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την παρουσία του βιβλίου αυτού στη λίστα, το παραδέχομαι. Έχω όμως μεγάλη αγάπη για τις σαρκοβόρες εκδόσεις με την εξειδίκευση στην ισπανόφωνη λογοτεχνία. Το '23 διάβασα και πολύ απόλαυσα το <i>Δικιά σου για πάντα</i>, της Κλαούντια Πινιέιρο, γνωστή για το υπέροχο <i>Η Ελένα ξέρει</i>, και το <i>Η Κοιλιά του Γαϊδάρου</i> της νεαρής Κανάριας Αντρέα Αμπρέου. Ίσως να φταίει ο παράδοξος τίτλος, ίσως η περίληψη: «Ένας τροπικός τυφώνας, ένα ζευγάρι χιμπατζήδες που θα χωριστούν με βάναυσο τρόπο, ένας μηχανικός, απογοητευμένος από την καριέρα του και καταπιεσμένος από τον πληθωρικό πεθερό του, και ο παλιός του καθηγητής, φόβος και τρόμος στα αμφιθέατρα και υπεύθυνος, κατά την άποψη του πάλαι ποτέ φοιτητή του, για κάθε κακοδαιμονία που στοιχειώνει έκτοτε τη ζωή του, θα συναντηθούν σε έναν τρελαμένο μεξικάνικο αυτοκινητόδρομο προσπαθώντας να βρουν καταφύγιο απ' τον τυφώνα»· ίσως, βέβαια, και να πρόκειται για μια απλή διαίσθηση. Το <i>Τέκνα, γονείς και Χιμπατζήδες</i>, για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκε εδώ. Για το <i>Δική σου για πάντα</i> περισσότερα θα βρείτε <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/05/dikia-sou-gia-panta-claudia-pineiro.html" target="_blank"><span style="font-size: x-small;">εδώ</span></a>, για το <i>Η Κοιλιά του Γαϊδάρου</i> <a href="https://no14me.blogspot.com/2023/11/koilia-gaidarou-andrea-abreu.html" target="_blank"><span style="font-size: x-small;">εδώ</span></a>.</p><p style="text-align: justify;">6. <i>Το όνειρο των ηρώων</i> - Adolfo Bioy Kasares <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Νίκος Πρατσίνης, εκδόσεις Πατάκη)</span>. Ακόμα ένας συγγραφέας, παρότι πολυγραφότατος, ταυτισμένος με ένα βιβλίο, στην περίπτωση του Αργεντινού Κασάρες, που έζησε στην σκιά, γόνιμη αλλά και συνάμα σκοτεινή, του τεράστιου Μπόρχες, αυτό το ένα βιβλίο είναι <i>Η εφεύρεση του Μορέλ</i>. Τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν στη θέρμη υποσχέσεων που με κατέλαβε όταν αντίκρισα την έκδοση αυτή. Και όμως, πώς αλλιώς θα ήταν απωθημένα γεμάτα ενοχές τα βιβλία αυτά, δεν διάβασα <i>Το όνειρο των ηρώων</i>, όχι ακόμα τουλάχιστον, είπαμε, αυτή η λίστα απωθημένα και στόχους περιλαμβάνει, κάποια στιγμή θα επανέλθω διαβασμένος με τις απόψεις μου ανά χείρας, δικαιωμένος ή όχι για τις υπέρμετρες προσδοκίες που έχω. Για το <i>Ημερολόγιο του πολέμου των χοίρων</i>, το τελευταίο βιβλίο του Κασάρες, που με μεγάλη δόση τύχης διάβασα, περισσότερα θα βρείτε <a href="https://no14me.blogspot.com/2021/03/adolfo-bioy-casares.html" target="_blank"><span style="font-size: x-small;">εδώ</span></a>.</p><p style="text-align: justify;">7. <i>Chevreuse</i> - Patrick Modiano <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πόλις)</span>. Με τον Μοντιανό τα πράγματα συνέβησαν ως εξής: είχα ήδη διαβάσει μεγάλο μέρος του έργου του πριν τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, μετά τη βράβευση μονάχα ένα ή δύο βιβλία. Με όλα τα στραβά και τα άσχημα του τόπου μας, για ένα πράγμα τουλάχιστον είμαστε τυχεροί, ο όγκος ξενόγλωσσης λογοτεχνίας που μεταφράζεται είναι αισθητά μεγαλύτερος από εκείνον που θα μας αναλογούσε αν οι εκδότες χρησιμοποιούσαν μια συνάρτηση μαθηματική. Έτσι, τη στιγμή που σε πολλές γωνιές του κόσμου οι αναγνώστες είχαν την απορία, ποιος είναι αυτός ο Μοντιανό και επιπρόσθετα δεν έβρισκαν κάποιο βιβλίο του διαθέσιμο, στην Ελλάδα κυκλοφορούσε μεγάλο μέρος της εργογραφίας του. Η μεταφραστική υπογραφή του Αχιλλέα Κυριακίδη, η ποιότητα των εκδόσεων Πόλις, αλλά κυρίως μια διάθεση νοσταλγική, κύριο συναίσθημα έτσι και αλλιώς στα βιβλία του Μοντιανό, είναι αυτά τα οποία έφεραν το <i>Chevreuse</i> στη λίστα αυτή. Κείμενα για παλιότερα βιβλία του στο μπλογκ βρίσκετε: <i>Στο café της χαμένης νιότης</i> <span style="font-size: x-small;">(<a href="http://no14me.blogspot.com/2011/11/cafe.html" target="_blank">εδώ</a>)</span>, <i>Νυχτερινό ατύχημα</i> <span style="font-size: x-small;">(<a href="https://no14me.blogspot.com/2013/07/patrick-modiano.html" target="_blank">εδώ</a>)</span> και <i>Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά</i> <span style="font-size: x-small;">(<a href="https://no14me.blogspot.com/2015/12/patrick-modiano.html" target="_blank">εδώ</a>)</span>.</p><p style="text-align: justify;">8. <i>Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ</i> - Derek Raymond <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Όλγα Καρυώτη, εκδόσεις Έρμα)</span>. Είναι, εδώ και χρόνια, τέτοιο το εκδοτικό τσουνάμι της αστυνομικής λογοτεχνίας που κανείς είναι σίγουρος πως πια οι εκδοτικοί οίκοι ψάχνουν στα πολύ πίσω και ψηλά ράφια, πως ό,τι σπουδαίο ήταν να μας συστήσουν το έκαναν ήδη, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με παλαιότερους συγγραφείς και έργα. Αναπόφευκτα, η καχυποψία με συνόδευε όταν έπιασα να ξεφυλλίζω το <i>Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά</i> <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Βίκυ Λιακοπούλου, εκδόσεις Έρμα)</span>, μερικές σελίδες αργότερα όχι απλώς με εγκατέλειψε αλλά στη θέση της βρέθηκε να στρογγυλοκάθεται η απόλαυση και η επιθυμία, αργά ή γρήγορα, και τα υπόλοιπα έργα του Ντέρεκ Ρέιμοντ να μεταφραστούν στα ελληνικά. Ξέροντας πως δεδομένα κάποια στιγμή θα θελήσω να διαβάσω κάποιο καλό αστυνομικό, σημειώνω το <i>Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ</i>. Για το <i>Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά</i> περισσότερα θα βρείτε <a href="http://no14me.blogspot.com/2022/10/derek-raymond.html" target="_blank">εδώ</a>.</p><p style="text-align: justify;">9. <i>Ο δράκος της Πρέσπας </i>- Ιωάννα Μπουραζοπούλου <span style="font-size: x-small;">(εκδόσεις Καστανιώτη)</span>. Έχω μια ιδιαιτερότητα, ανάμεσα σε άλλες, δύσκολα τολμώ να διαβάσω ένα βιβλίο ξέροντας πως είναι μέρος ενός συνολικού έργου το οποίο, αργά ή γρήγορα, ελπίζω πως θα ολοκληρωθεί. Όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος του <i>Δράκου της Πρέσπας</i> είχαμε 2014 και το δεύτερο 2019. Επέδειξα επιμονή στην υπομονή, ποντάροντας σε μια ενιαία ανάγνωση. Πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε, επιτέλους θα πω, το τρίτο μέρος. Τώρα ο δρόμος είναι ανοιχτός, χίλιες εξακόσιες σελίδες απόλαυσης με περιμένουν με την πρώτη ευκαιρία, η ευκαιρία να βυθιστώ στον θαυμαστά ανοίκειο κόσμο τής Μπουραζοπούλου. Μια ιδιαίτερη παρουσία στα σύγχρονα λογοτεχνικά πράγματα, που την αγαπώ πολύ, παρότι η εργογραφία της είναι κάπως άνιση, <i>Η ενοχή της αθωότητας</i> <span style="font-size: x-small;">(<a href="http://no14me.blogspot.com/2011/07/blog-post_22.html" target="_blank">εδώ</a>)</span> και το <i>Τι είδε η γυναίκα του Λοτ</i> <span style="font-size: x-small;">(<a href="http://no14me.blogspot.com/2012/05/blog-post_25.html" target="_blank">εδώ</a>)</span> είναι φοβερά βιβλία, φοβερά.</p><p style="text-align: justify;">10. <i>Βερνόν Σουμπουτέξ</i> - Virginie Despentes <span style="font-size: x-small;">(μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη/Χαρά Σκιαδέλλη, εκδόσεις Στερέωμα)</span>. Αντίστοιχη της παραπάνω περίπτωση. Το πρώτο μέρος κυκλοφόρησε το 2019, το δεύτερο το 2022. Ενδιάμεσα έγινε και τηλεοπτική σειρά. Αντιστάθηκα στις σειρήνες ποντάροντας σε μια ενιαία αναγνωστική απόλαυση που δεν θα έπεφτε θύμα της λήθης. Ο χρόνος θα δείξει αν θα δικαιωθούν οι προσδοκίες. Όπως και στην περίπτωση του <i>Τέκνα, γονείς και χιμπατζήδες</i> δεν έχω κάποιο χειροπιαστό στοιχείο που να λειτουργεί ως γεννήτρια προσδοκιών. Χίλιες τριακόσιες περίπου σελίδες με περιμένουν, ίσως να είναι το πρώτο από τα δέκα που θα πιάσω στα χέρια μου, ίσως και να είναι το πρώτο βιβλίο της χρονιάς, ναι, τέτοιες είναι οι προσδοκίες που έχω!</p><p style="text-align: justify;">Ευχές για μια καλή χρονιά, γεμάτη από υγεία, τύχη, έμπνευση, αγάπη και διεκδικήσεις. Ας μην είμαστε μαλάκες, όσο μπορούμε. Τα λέμε ξανά του χρόνου με τις καθιερωμένες λίστες για τη χρονιά που πέρασε.<br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-20926105132785766792023-12-21T07:32:00.001+02:002023-12-21T07:32:00.286+02:00Ραδιοκασετόφωνο - Ιάκωβος Ανυφαντάκης<p style="text-align: justify;"></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhWtvR9MAFrGMy5PdferPsjJ_wRIugesElQU4eGYtDFy3Z4KSKAzkPLa5UOZhCj_YwkRe6sO2iSSehHfC7Po9AeWUN-yRzI1fO5zK0h8oNoyhO4L_sVRNWgcz-w1PEWqBkdzJRN7GH-HReoLFTFUsqDzpSB4FGywZlhDjmbTe0WWDRkHQGnExy_uTzi4ac/s3472/%CE%A1%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%83%CE%B5%CF%84%CE%BF%CC%81%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%BF.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhWtvR9MAFrGMy5PdferPsjJ_wRIugesElQU4eGYtDFy3Z4KSKAzkPLa5UOZhCj_YwkRe6sO2iSSehHfC7Po9AeWUN-yRzI1fO5zK0h8oNoyhO4L_sVRNWgcz-w1PEWqBkdzJRN7GH-HReoLFTFUsqDzpSB4FGywZlhDjmbTe0WWDRkHQGnExy_uTzi4ac/w400-h400/%CE%A1%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%83%CE%B5%CF%84%CE%BF%CC%81%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%BF.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p style="text-align: justify;">Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης είναι ένας από τους συγγραφείς εκείνους που παρακολουθώ παράλληλα με την εργογραφία τους. Ακόμα περισσότερο, συνέπεσε η πρώτη εμφάνισή του να βρίσκεται εντός των χρόνων που διατηρώ ετούτη την ψηφιακή γωνιά. Η συγκεκριμένη σχέση δημιουργού-αναγνώστη ανήκει στο υποείδος εκείνο της αναγνωστικής διαδικασίας όπου εξετάζεται η εξέλιξη και των δύο μερών, αναζητείται το προσωπικό στίγμα του συγγραφέα και οι αισθητικοί υποδοχείς του αναγνώστη, δοκιμάζεται η αντοχή στον χρόνο έτσι όπως αυτός περνά. Ήταν, θέλω να πω, ένα βιβλίο που περίμενα με προσδοκίες και σχετική ανυπομονησία. Η ειδολογική κατάταξη του τελευταίου του βιβλίου, <i>Ραδιοκασετόφωνο</i>, εντοπίζεται στο εξώφυλλο: νουβέλα· ενώ η συμπύκνωση των συγγραφικών προθέσεων στην κατακλείδα του οπισθόφυλλου: «Ένα βιβλίο για τους γονείς που θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους. Εκτός από το να τα κάνουν ευτυχισμένα». Κρατάμε τα δύο αυτά δεδομένα ως σημάδι στην περιδιάβαση ανάμεσα στις σελίδες.</p><p style="text-align: justify;">Πάλι από το οπισθόφυλλο, η αδρή περιγραφή της υπόθεσης: Ο Ηλίας έχει σχεδόν τα πάντα στη ζωή του. Έναν γιο, μία πρώην γυναίκα, μία πρώην ερωμένη που ίσως ξαναγίνει νυν, ένα πανάκριβο αυτοκίνητο, τρία μαγαζιά, αρκετά σπίτια και πάρα πολλά χρήματα. Εδώ και λίγες ώρες, όμως, δεν έχει πατέρα. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν τον στεναχωρεί ιδιαίτερα.</p><p style="text-align: justify;">Ο παντογνώστης αφηγητής πιάνει το νήμα όταν ο πατέρας και ο ανήλικος γιος βρίσκονται στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς το χωριό του νεκρού όπου και θα γίνει η κηδεία. Όλα έγιναν γρήγορα. Το τηλέφωνο των κακών μαντάτων. Η επιθυμία του Ηλία να αναλάβει το χρηματικό κόστος ώστε να γίνει το καλύτερο δυνατό όσον αφορά την τελετή της ταφής, αρκεί ο ίδιος να μην ανακατευτεί. Η βιαστική αναχώρηση. Η επαναλαμβανόμενη, τρεις φορές, ερώτησή του στον γιο: «Η μητέρα σου το ξέρει;». Μέσα στο αυτοκίνητο, ο Ηλίας θα προσπαθήσει να σπάσει την αμηχανία που προκαλεί η παρουσία του ίδιου του του γιου, θα επιχειρήσει να ανοίξει συζητήσεις, σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις παγίδες που κρύβουν στην πρώτη κιόλας στροφή. Θα του αγοράζω ό,τι μου ζητά, καταλήγει ο εσωτερικός μονόλογος, γιατί να μην το κάνω, επιβεβαιώνει ρητορικά ρωτώντας.</p><p style="text-align: justify;">Διαβάζοντας το <i>Ραδιοκασετόφωνο</i>, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, δεν έπαψα να σκέφτομαι τον Φρανκ Μπάσκομπ, τον πρωταγωνιστή στην υπέροχη τριλογία του Ρίτσαρντ Φορντ –<i>Ο αθλητικογράφος</i>, <i>Ημέρα ανεξαρτησίας</i>, <i>Η χώρα,όπως είναι</i>– και ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος, εκεί όπου επίσης γιος και πατέρας ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο. Εκτός των άλλων διαφορών, στην εκδοχή του Ανυφαντάκη, εκείνο που αλλάζει καθοριστικά είναι ο τόπος, από την διαδρομή ανάμεσα στο Ηράκλειο και τα έρημα πια χωριά του οροπεδίου, διαδρομή γεμάτη στροφές και κοντινό ορίζοντα, μέχρι το ίδιο το χωριό. Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χειρίζεται την εξωτικότητα του μέρους αποτελεί ένδειξη ωριμότητας και κατασταλάγματος σχετικά με το ποια λογοτεχνία του αρέσει. Η ίδια ιστορία σ' έναν άλλο τόπο θα ήταν σίγουρα διαφορετική, η οξυδερκής παρατήρηση είναι παρούσα και σε συνδυασμό με την οικειότητα του μέρους για τον γεννημένο στην Κρήτη συγγραφέα εμπλουτίζει το περιεχόμενο χωρίς να το βαραίνει. Δεν είναι ένα βιβλίο για την Κρήτη αυτό, ούτε μια ανθρωπολογική ή κοινωνιολογική μελέτη, αν και διάφορα θραύσματα συναντά ο αναγνώστης, είναι η ιστορία ενός πατέρα και ενός γιου, εις διπλούν.</p><p style="text-align: justify;">Η ιστορία αυτή αφορά μια επιστροφή. Ο Ηλίας, μεγαλωμένος στα μέρη εκείνα που οι ξένοι βρίσκονται μόνο κατά λάθος ή επιθυμώντας να κρυφτούν, αφημένα να ερημώνουν στις παρυφές του υπερκερδοφόρου τουρισμού, έφυγε, αφού ενηλικιώθηκε με σκοπό να μη χρειαστεί ποτέ του να γυρίσει για περισσότερο από λίγες ώρες επίσκεψης στους γονείς του. Στο Ηράκλειο έπιασε την καλή, παρότι επένδυσε τα χρήματα της πατρικής περιουσίας με τρόπο διόλου σύμφωνο με τις επιθυμίες των δικών του, τώρα πια τα μαγαζιά είναι στρωμένα, και αφού ο εχθρός του επικερδούς είναι το επικερδέστερο, δεν παύει να σκέφτεται τα επόμενα επιχειρηματικά του βήματα. Δεν θα έλεγε κανείς το ίδιο και για τα συναισθηματικά πεπραγμένα του, παρότι η αρχή και η επανέναρξη υπήρξαν πολλά υποσχόμενες.<br /></p><p style="text-align: justify;">Ο Ανυφαντάκης δεν επιλέγει να αφηγηθεί μια εξόχως πρωτότυπη ιστορία, όμως το κάνει με τον δικό του τρόπο, σχηματισμένο πια μέσα στα χρόνια, που χαρακτηρίζεται από μια ήπια και σκωπτική αφήγηση. Δεν επιλέγει πρωταγωνιστές συμπαθείς ή που να δοκιμάζονται από την σκληρότητα της ζωής, δεν διαλέγει την ευκολία του συναισθηματικού εκβιασμού, δεν επαιτεί, εκ μέρους του πρωταγωνιστή του, την κατανόηση και τον αναγνωστικό οίκτο. Ο Ηλίας δεν είναι συμπαθής, είναι ωστόσο μια φιγούρα γνώριμη και οικεία, για την κοινή γνώμη πετυχημένος που έχει πιάσει την καλή, για τον ίδιο, ωστόσο, η φαινομενικά ισχυρή αυτοπεποίθηση που νιώθει έχει σαφέστατα δομικά ζητήματα. Είναι από τους χαρακτήρες εκείνους που με έλκουν, για κάποιον άγνωστο, ίσως όχι και τόσο, λόγο, ένας νεαρός μεσήλικας σε μια συνθήκη υπαρξιακού λασπότοπου. Το εύκολο είναι να αντιπαθήσει κανείς τον Ηλία, να μην ενδιαφερθεί για εκείνον και την ιστορία του, φροντίζοντας ωστόσο έτσι να παραμερίσει οποιαδήποτε υποψία ομοιότητας με δικά του πρόσωπα και καταστάσεις.</p><p style="text-align: justify;">Ο Ανυφαντάκης, ωστόσο, δεν αρκείται στην καρικατούρα του στερεότυπου, δεν επιθυμεί ο αναγνώστης να διαμορφώσει μια εντελώς υποκειμενική άποψη, κυρίως για τον Ηλία. Φροντίζει, λοιπόν, να δώσει βάθος και όγκο στα πρόσωπα. Εσωτερικές σκέψεις, αναδρομές στο παρελθόν και σύνδεση με τα υπόλοιπα πρόσωπα της πλοκής, αυτά είναι τα κυρίως εργαλεία που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, σε μια διαδικασία παράλληλη με την προώθηση της πλοκής. Το έλλειμμα στην επικοινωνία και άρα παρεπόμενα και στην κατανόηση, μεταξύ άλλων, κυριαρχεί στη νουβέλα αυτή, άγνωστοι με δεσμούς αίματος και επαρκή συνύπαρξη κάτω από την ίδια στέγη, οι τρεις γενιές, ο νεκρός πια παππούς, ο Ηλίας και ο ανήλικος γιος του, με τις συναισθηματικές αγκυλώσεις και αναπηρίες, απόρροια εν πολλοίς του περιβαλλοντολογικού πλαισίου εντός του οποίου κινούνται, υποχείρια της στερεοτυπίας και των κοινωνικών αυτοματισμών, θα έκαναν τα πάντα για τα παιδιά τους, κυρίως θα τους έδιναν χρήματα, δεν θα τα έκαναν ωστόσο ευτυχισμένα. Η έλλειψη γνώσης για το ποιοι ακριβώς ήταν οι γονείς μας, κυρίως οι πατεράδες μας, μιλώντας για μεσήλικες γιους που μένουν ξάφνου μα αναμενόμενα ορφανοί, και το παρεπόμενο κοίταγμα στα δικά τους πεπραγμένα, στην προβληματική φωτοτυπία της δικής μας ζωής.</p><p style="text-align: justify;">Το ραδιοκασετόφωνο, ως αντικείμενο της πλοκής, παίζει τον ρόλο της γέφυρας του χτες με το σήμερα, την απόπειρα, για να είμαι ακριβής, της υπέρβασης ενός κενού. Ο Ανυφαντάκης κάνει συνετή και συνάμα λειτουργική χρήση αντίστοιχων ευρημάτων, όχι για να ανακατέψει τα φύλλα αλλά για τον στατικό οπλισμό της κατασκευής. Η επιλογή της νουβέλας έναντι ενός μυθιστορήματος μοιάζει να είναι συνειδητή και όχι απόρροια κάποιας ευκολίας. Το <i>Ραδιοκασετόφωνο</i>, παρά το μικρό του μέγεθος, χωράει την ιστορία αυτή, ενώ είναι επαρκώς σφιχτοδεμένο. Ο συγγραφέας ελέγχει το υλικό, τη φιλοδοξία και τις επιδιώξεις του, δεν δείχνει να παρασύρεται από το δέλεαρ μιας πολυσέλιδης εκδοχής, αν και δεν ξέρουμε ποιες υπήρξαν οι προηγηθείσες εκφάνσεις της ιστορίας αυτής, όπως και να έχει, το τελικό αποτέλεσμα είναι αυτό που τίθεται υπό κρίση και αυτή η κρίση είναι κάτι παραπάνω από θετική.<br /></p><p style="text-align: justify;">Μου άρεσε το βιβλίο αυτό γιατί με τρόπο συντεταγμένο και γνώριμο αφηγείται μια καλή ιστορία, αποτυπώνοντας ικανοποιητικά το μικροκλίμα που επικρατεί, επιτρέποντας στο προσωπικό να εισέλθει στην απόσταση παρά τη χωρική εγγύτητα και στο συναίσθημα να αναβλύσει μακριά από το προφανές. Η αληθοφάνεια, νησί στην επικράτεια του ρεαλισμού, είναι απαραίτητη και
είναι παρούσα, το προσωπικό βίωμα ωστόσο παραμένει καμουφλαρισμένο καλά,
σε ρόλο υποστήριξης και όχι πρωταγωνιστικό.</p><p style="text-align: justify;">υγ. Για τα προηγούμενα έργα του Ανυφαντάκη: <i>Αλεπούδες στην πλαγιά</i> (<a href="https://no14me.blogspot.com/2014/05/blog-post_15.html" target="_blank">εδώ</a>), <i>Όμορφοι έρωτες</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2017/07/blog-post.html" target="_blank">εδώ</a>) και <i>Κάποιοι άλλοι</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2019/12/kapoioi-alloi-iakovos-anyfantakis.html" target="_blank">εδώ</a>). Για τα βιβλία του Ρίτσαρντ Φορντ: <i>Ο αθλητικογράφος</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2011/10/blog-post_13.html" target="_blank">εδώ</a>), <i>Ημέρα ανεξαρτησίας</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2017/02/richard-ford.html" target="_blank">εδώ</a>) και <i>Η χώρα, όπως είναι</i> (<a href="http://no14me.blogspot.com/2013/01/blog-post_12.html" target="_blank">εδώ</a>). <br /></p><p style="text-align: justify;">Εκδόσεις Πατάκη<br /></p>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-7232947458144196681.post-28197856539830073432023-12-18T07:32:00.000+02:002023-12-18T07:32:00.124+02:00Λίγα λόγια για μένα - Καλλιρρόη Παρούση<div style="text-align: justify;"><p></p><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrWiAAvk5ylFpRhD0Wkr9cZK_srHWKhmfVHq5_AIAchn0OhUrVmfnSo-XhLilPTNArUkNMFk6UYhgNKHjVaZS5HnYhIDvp7pMtCV6EE3m8h8Pq_o56QXYqLzPJs4wBzPJllG8SerkrE4J-d0KwiaNN3oeZrmdmjxHUskl5OtT8-ANt1fBgpYwdQFBoHV4/s3472/%CE%9B%CE%B9%CC%81%CE%B3%CE%B1%20%CE%BB%CE%BF%CC%81%CE%B3%CE%B9%CE%B1%20%CE%B3%CE%B9%CE%B1%20%CE%BC%CE%B5%CC%81%CE%BD%CE%B1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" data-original-height="3472" data-original-width="3472" height="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhrWiAAvk5ylFpRhD0Wkr9cZK_srHWKhmfVHq5_AIAchn0OhUrVmfnSo-XhLilPTNArUkNMFk6UYhgNKHjVaZS5HnYhIDvp7pMtCV6EE3m8h8Pq_o56QXYqLzPJs4wBzPJllG8SerkrE4J-d0KwiaNN3oeZrmdmjxHUskl5OtT8-ANt1fBgpYwdQFBoHV4/w400-h400/%CE%9B%CE%B9%CC%81%CE%B3%CE%B1%20%CE%BB%CE%BF%CC%81%CE%B3%CE%B9%CE%B1%20%CE%B3%CE%B9%CE%B1%20%CE%BC%CE%B5%CC%81%CE%BD%CE%B1.jpg" width="400" /></a></div><p></p><p style="text-align: justify;"></p><p>Ο Χάρης αυτοκτόνησε. Οι αρχές ζητούν τα κείμενά του από την υπεύθυνη του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής. Εκείνη, παρότι θεωρεί πως τίποτα δεν μπορεί να βρεθεί εκεί που να εξηγεί την αυτοχειρία, είναι αναγκασμένη να τα παραδώσει, τα κείμενα, όχι την εκτίμησή της σε εκείνους. Ο Χάρης ξεκίνησε να παρακολουθεί αυτά τα μαθήματα, δύο φορές τον μήνα, ύστερα από ισχυρή σύσταση της ψυχοθεραπεύτριάς του, μήπως και αφήσει στο χαρτί εκείνα που τον ταλάνιζαν, που πιθανότατα μπλόκαραν τη θεραπεία. Ένα σύνηθες αίτημα των υποψήφιων μαθητών, μια ερώτηση γεμάτη από αγωνία εν δυνάμει υπαρξιακή· θα μπορέσω να βγάλω αυτό που έχω μέσα μου, ρωτάνε, η αντίδραση στο πρόσωπο του εισηγητή εν πολλοίς σημαίνει πολλά, η άγνοια και η απορία στέκουν απέναντι στη φτηνή διαβεβαίωση του ναι, σίγουρα θα τα καταφέρεις, γι' αυτό είμαι εγώ εδώ.</p><p>Ο Χάρης δεν υπήρξε ο πλέον επιμελής μαθητής, έγραψε ωστόσο, ανάμεσα σε άλλα, ένα όμορφο διήγημα για έναν επιμελή μαθητή, τον Γιάννη, τον αδερφό του, η επιμέλεια ελάχιστα διασφαλίζει ωστόσο, το χάος μάς κυριαρχεί. Για την ακρίβεια, με τα λόγια της: <i>ο Χάρης ήταν ο χειρότερος μαθητής στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής, αλλά έγραφε τα καλύτερα κείμενα. Θα γίνω κείμενο, ανακοίνωσε την ίδια μέρα που διάβασε μπροστά σε όλους αυτές τις σελίδες για τη ζωή του αδερφού του στο Παρίσι. Ήταν ένα έργο για το οποίο όλοι είχαμε την ίδια απορία: είναι αυτοβιογραφικό, μυθοπλαστικό ή και τα δύο;</i><br /></p><p>Το <i>Λίγα λόγια για μένα</i> αποτελεί την εναλλαγή των κειμένων της μαθητείας τού Χάρη, που θέλησε να κειμενοποιηθεί, και των σημειώσεων της ανώνυμης υπεύθυνης, που στα κείμενα αυτά βρήκε ένα δικό της δωμάτιο, τον χώρο να πει λίγα πράγματα για εκείνη, χωρίς να προδώσει, χωρίς να προβεί σε ερμηνεία του κειμενοποιημένου Χάρη, άλλωστε δεν υπάρχει πια κανείς για να δεχτεί παρατηρήσεις και διορθώσεις, μάλλον άχρηστες, έτσι και αλλιώς. Υπάρχουν βιβλία που η αναφορά στην πλοκή περισσότερο τα συσκοτίζει παρά τα διαφωτίζει. Αυτό το μεταμοντέρνο εγχείρημα της Καλλιρρόης Παρούση είναι μια τέτοια περίπτωση. Υπάρχουν βιβλία που συσκοτίζουν την πλοκή τους παρά τη διαφωτίζουν, αποδεικνύονται κρυπτικά και δυσδιάκριτα, υποχείρια του στυλ, της φόρμας, της σοβαροφάνειας, παθήσεων κοινών. Το <i>Λίγα λόγια για μένα</i> δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Η φιλοδοξία της συγγραφέως είναι οριακή στην εκ των προτέρων κατανόηση του τι σκοπεύει να κάνει, εκ των υστέρων όλα μοιάζουν να βρίσκονται στη σωστή θέση, στον ενδιάμεσο χώρο εντοπίζεται η έμπνευση και η επιμονή, όλο αυτό να λειτουργήσει, να μην καταρρεύσει σε αδιάφορα μπάζα μια στιγμή μετά τον θαυμασμό.</p><p>Μεταμοντέρνο εγχείρημα και φιλοδοξία. Ζεύγος που απουσιάζει από τη (σύγχρονη) ελληνική γραμματεία, ζεύγος που εγείρει αμφιβολία και σκεπτικισμό, αλλά και την περιέργεια (μου). Η φιλοδοξία προσφέρει μια ώθηση, δεν είναι από μόνη της ικανή ωστόσο να συντηρήσει την κίνηση. Το μεταμοντέρνο εγχείρημα προσφέρει μια έκταση παιχνιδιού, δεν είναι από μόνο του ικανό ωστόσο να προσδώσει ενδιαφέρον στο παιχνίδι. Είναι η απόσταση που χωρίζει το αφηρημένο από το συγκεκριμένο, που κρατά τα κλειδιά μιας ακραία υποκειμενικής συνθήκης όπως είναι η ανάγνωση. Θα ρωτούσα τη συγγραφέα: ποια ήταν η πρώτη ιδέα για την κατασκευή αυτή; Η αφιέρωση: στη μνήμη του Γιάννη· είναι, μοιάζει να είναι, επιλέγω πως είναι, μια παράμετρος άρρηκτα ενδοκειμενική. Η Παρούση παραδίδει στον αναγνώστη τα κλειδιά, αναπόφευκτα διαφορετικά
για τον κάθε έναν. Δεν τα κρατά κρυμμένα ψηλά, σε μέρος αθέατο και δυσπρόσιτο. Η παράδοση αυτή είναι
αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού. Το παιχνίδι συγχέεται συχνά με την ελαφρότητα. Ξεχνούν όσοι το ισχυρίζονται πως υπήρξαν παιδιά.</p><p>Διαφορετική είναι και η τοποθέτηση του πήχη. Η τελική ετυμηγορία: πάνω ή κάτω από αυτόν. Η διάκριση των προγραμματικών προθέσεων της συγγραφέως είναι καθοριστική για την αναγνωστική πρόσληψη. Η Παρούση μετακυλίει στα δύο πρόσωπα την υποχρέωση αυτή, να μεταφέρουν το μήνυμα αντί αυτής, εκείνη ολοένα και αυξάνει την απόσταση, τα πρόσωπα του μύθου, έτσι και αλλιώς, διαθέτουν μια άναρχη και ισχυρή βούληση κίνησης, αυτονομούνται στα όρια της συγγραφικής επικράτειας, χωρίς εκείνη να χρειαστεί να τους δείξει την έξοδο από τον κόσμο μέσα στον οποίο αρχικά τους εναπόθεσε.</p><p>Η κατασκευή, ήδη από τα πρώτα κιόλας βήματα της βόλτας –αλλιώς:<i> περπάτημα, σεργιάνι, σουλάτσο, περίπατος, διαδρομή</i>– αποδεικνύεται άκρως λειτουργική της φιλοδοξίας. Ο επισκέπτης νιώθει φιλόξενα σ' ένα περιβάλλον οικείο σε ανοίκεια σύνθεση, όπως συμβαίνει στην καλή λογοτεχνία, με την ήπια και πολύτιμη, προφυλαγμένη, διάθεση για εξωστρέφεια. Η αποσπασματικότητα και ο πειραματισμός διόλου δεν τον πετούν έξω, τον αναγνώστη, η αγάπη για τη λογοτεχνία, διάχυτη από άκρη σε άκρη, σηματοδοτεί επιπλέον τη διαδρομή, η εγκεφαλικότητα δεν αφήνει το συναίσθημα απέξω, αυτός, ίσως, να είναι ο κατεξοχήν κοινός τόπος αναγνώστη και δημιουργού, το σκηνικό της δράσης των προσώπων, το έδαφος στο οποίο θα δοκιμαστεί τελικά η ίδια η πράξη της ανάγνωσης. Σκέφτομαι: το <i>Λίγα λόγια για μένα</i>, ήδη από τον τίτλο του, είναι μια αποδομημένη, με σύνεση λεηλατημένη, εκδοχή της βασιλεύουσας αυτομυθοπλασίας, που υπογραμμίζει και δεν κατακρίνει την ανάγκη γι' αυτή, και από τις δυο πλευρές του λογοτεχνικού ποταμού, και, ίσως, αυτή η παράδοξη εκδοχή να είναι η κύρια συγχρονία της κατασκευής αυτής, όχι τα κοινά πραγματολογικά συστατικά.</p><p>Για λίγο επιστρέφω στο μεταμοντέρνο, με μια αίσθηση χρέους. Αυτό και αν έχει υποστεί τη χλεύη και τον διασυρμό. Η Παρούση γνωρίζει καλά πως τα υλικά για την παρασκευή λογοτεχνίας είναι από αιώνες πια δεδομένα, η εκτέλεση της συνταγής μπορεί ωστόσο να διαφέρει. Η ανάγνωση συνοδεύει τη γραφή. Ας ισχυρίζονται κάποιοι άλλα. Οι επαναλαμβανόμενες φράσεις, ο απαραίτητος ζωτικός χώρος για τα πρόσωπα αλλά και τις ιδέες και την περιρρέουσα πραγματικότητα, το νήμα της πλοκής ευδιάκριτο παρότι μπερδεμένο, το φλερτάρισμα με διάφορα λογοτεχνικά υποείδη, η αγάπη για τη λογοτεχνία (ξανά λέω αυτό) και η απόπειρα να διαλευκανθεί η ανάγκη της, το γιατί γράφουμε και το γιατί διαβάζουμε σ' έναν κόσμο ολοένα και πιο σύνθετο, ολοένα και πιο αφόρητα παράλογο και επιβιωτικά αγωνιώδη, τον τρόπο με τον οποίο η γραφή του άλλου εισβάλλει στην επικράτειά μας, η καθησυχαστική ή ανήσυχη αίσθηση πως (και) για εμάς γράφει το αφηγηματικό υποκείμενο, πως η ανάγνωση, και όχι μόνο η γραφή, είναι μια διαδικασία κειμενοποίησης, οι εκδοχές της ζωής που δεν κυριάρχησαν αλλά αυτό διόλου δεν σημαίνει πως ξεχάστηκαν, όλα αυτά είναι μερικά από τα συστατικά της κατασκευής.</p><p>Υπάρχουν βιβλία που επιβάλλουν με τον τρόπο τους, διακριτικά και ήσυχα, όσα θα ειπωθούν γι' αυτά, που υπηρετούν μέχρι τέλους την πεποίθηση πως όσα θα ειπωθούν γι' αυτά είναι προστιθέμενα, αναπόσπαστα, μέρη της κατασκευής, όπως το <i>Λίγα λόγια για μένα</i>.</p><p>Εκδόσεις Τόπος<br /></p></div>NO14MEhttp://www.blogger.com/profile/10130986959704985383noreply@blogger.com0