Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Τα εις εαυτόν

Δεν λες κουβέντα. Δεν μιλάς, δεν ρωτάς, δεν απαντάς. Δεν σηκώνεις το βλέμμα. Κανείς δεν σου απευθύνει τον λόγο. Δεν υπάρχεις. Μην το ξεχνάς. Είναι απλό. Εκεί στέκεσαι, ως εκεί περπατάς και πάλι πίσω. Τρεις ώρες ακόμα και έξω από εδώ. Για σήμερα. Ύστερα σπίτι. Αυτό μόνο σκέψου. Δεν λες κουβέντα και σε δύο ώρες και πενήντα εννέα λεπτά θα είσαι έξω. Ένα σουβλάκι στο χέρι. Δεν μιλάς, δεν ρωτάς, δεν απαντάς. Δεκαοκτώ βήματα, ευθεία γραμμή σε σκληρό πάτωμα. Μπάνιο καυτό. Κανείς δεν σου απευθύνει τον λόγο. Ως εκεί και πάλι πίσω. Ξανά και ξανά. Να περνάει η ώρα, να ζεσταίνεσαι. Τηλεόραση στο κρεβάτι. Δεν υπάρχεις. Μια απλή καταγραφή στο φύλλο μισθοδοσίας, τίποτα άλλο. Ένας λογαριασμός τραπέζης. Ένα χάπι. Μια πάγια εντολή. Αυτό θες. Μην το ξεχνάς. Και πάλι πίσω. Δεκαοκτώ βήματα, ευθεία γραμμή σε σκληρό πάτωμα. Ξυπνητήρι. Ήταν όλα ξεκάθαρα στο χαρτί, έλαβες γνώση, κάτω δεξιά η υπογραφή, αντίτυπα δύο. Τα δώρα. Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Το επίδομα αδείας. Το πρωί πάλι εδώ. Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Τα ένσημα. Δύο ώρες και πενήντα δύο λεπτά ακόμα και έξω από εδώ. Για σήμερα. Οι καλογυαλισμένες άκρες από τα παπούτσια να διαδέχονται η μία την άλλη. Τα δευτερόλεπτα. Δεν υπάρχεις. Μην το ξεχνάς. Ύστερα σπίτι.

 

υγ. Το διήγημα Τα εις εαυτόν δημοσιεύτηκε αρχικά στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης.

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Ποίηση και καπιταλισμός, μια σύγχρονη παράξενη ιστορία

Δεν πάει καιρός που μου συνέβη κάτι ομολογουμένως παράξενο. Όλα ξεκίνησαν όταν έλαβα ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, του οποίου ο συντάκτης, για ευνόητους λόγους, τους οποίους θα κατανοήσετε παρακάτω, θα διαφυλάξω την ανωνυμία του, μου ζητούσε, αρκετά ευγενικά, η αλήθεια, αν θα μπορούσε να μου στείλει ταχυδρομικώς μια ποιητική συλλογή, για να του πω τη γνώμη μου. Κοιτάζοντας το μάλλον κακόγουστο εξώφυλλο στο συνημμένο αρχείο, τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να απαντήσω πως τον ευχαριστώ πολύ αλλά εγώ σπανίως διαβάζω ποίηση, αντί να πω ευθαρσώς πως ποτέ δεν διαβάζω τέτοια ποίηση, παρατήρησα πως η συλλογή δεν ήταν δική του, αφού πάνω από τον γλωσσικά παρατραβηγμένο τίτλο και το λογότυπο του άγνωστου σε μένα μέχρι τότε εκδοτικού οίκου ήταν ένα γυναικείο όνομα, για ευνόητους λόγους, τους οποίους θα κατανοήσετε παρακάτω, δεν θα αποκαλύψω τα στοιχεία της έκδοσης. Δεν ξέρω τι ήταν εκείνο που με ώθησε να του απαντήσω άμεσα, ρωτώντας τον για τη σχέση του με την ποιήτρια, όμως το μετάνιωσα λίγο αφότου πάτησα Αποστολή. Δεν άργησε να απαντήσει. Είναι κάπως παράξενο αυτό που θα σας πω, έγραφε, και νιώθω κάπως αμήχανα τώρα που πρέπει να σας εξηγήσω, δικαιολογούνταν. Ακολουθούσε μια αρκετά εκτεταμένη παράγραφος, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έμοιαζε με βιογραφικό σημείωμα. Εν ολίγοις, εργαζόταν σε μια εταιρεία τους τελευταίους μήνες, σε μια θέση για την οποία μόχθησε πολύ, καθώς ανταποκρινόταν στις υψηλές επαγγελματικές του βλέψεις, και τώρα, αν και απόλυτα ευχαριστημένος, δεν μπορούσε να αντλήσει απόλαυση, καθώς τον κατέκλυζε ο φόβος πως για τον έναν ή τον άλλον λόγο θα έχανε τη θέση του. Να μη σας τα πολυλογώ, συνέχιζε, ψάχνοντας στο διαδίκτυο πληροφορίες για την προϊσταμένη μου διαπίστωσα πως έχει εκδώσει την παρούσα ποιητική συλλογή, σκέφτηκα λοιπόν πως αν, με κάποια αφορμή, κατόρθωνα να της κάνω κάποια σχόλια, προφανώς θετικά, για τα ποιήματά της, τότε το επαγγελματικό μου μέλλον θα αποκτούσε όπως και να το κάνουμε μια μεγαλύτερη ασφάλεια, για να μην πω προοπτική. Ελπίζω να καταλαβαίνετε, συμπλήρωνε. Ήταν κάπως παράξενο όλο αυτό και εγώ είχα εμπλακεί συναισθηματικά. Ωστόσο, το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν καταλάβαινα. Η περιέργεια, βλέπετε. Άφησα κάποιες ημέρες να περάσουν, ήλπιζα πως, αμελώντας να απαντήσω, όλη αυτή η ιστορία θα περνούσε οριστικά και δια παντός στο βασίλειο της λήθης. Αδύνατον. Το σκεφτόμουν διαρκώς. Ένιωθα ευθύνη και ενοχή. Παρά τις μάχες που έδινα με τη λογική απέναντι σε αυτό το ύπουλο συναίσθημα, σε αυτόν τον αγώνα εσωτερικού διαλόγου έβγαινα διαρκώς χαμένος. Την έκτη ή έβδομη ημέρα τού απάντησα. Του είπα πως τον καταλαβαίνω αλλά δεν θα μπορούσα να τον βοηθήσω. Λυπάμαι πολύ, συμπλήρωσα. Παρά μια μικρή αμφιταλάντευση της τελευταίας στιγμής, πάτησα Αποστολή. Για κάποιες ημέρες δεν συνέβη κάτι. Την έβδομη ημέρα, όμως, έλαβα μια απάντηση. Δεν θα έπρεπε να σας έχω αποκρύψει εξ αρχής την αλήθεια, έτσι ξεκινούσε το μήνυμά του. Ας κάνουμε μια νέα αρχή, συνέχιζε. Μούφα η ιστορία, σκέφτηκα και στιγμιαία ένιωσα ανακούφιση. Ήταν ένα ευφάνταστο ψέμα, παραδεχόταν, δεν ήξερε γιατί δεν είπε από την αρχή την αλήθεια, τι τον έπιασε, ένιωθε ιδιαιτέρως άσχημα και θα το καταλάβαινε αν δεν τον συγχωρούσα ποτέ. Ήταν ένα ακόμα παράξενο μήνυμα, το οποίο τελείωνε ακόμα πιο παράλογα. Θα διαγράψω αυτόν τον λογαριασμό, θα φτιάξω έναν άλλον, άσπιλο και αγνό. Θα επανέλθω, κατέληγε. Η περιέργεια που ένιωθα μετατρεπόταν αργά και βασανιστικά σε εκνευρισμό, απείχα πολύ από το στάδιο της σωτήριας αδιαφορίας. Δεν απάντησα τίποτα. Την επόμενη ημέρα άνοιξα το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μου με τη βεβαιότητα πως θα αντίκριζα ένα δικό του μήνυμα. Δεν είχε στείλει κάτι. Η βεβαιότητα μειωνόταν ενώ οι μέρες περνούσαν. Σχεδόν δεν το σκεφτόμουν πια. Πράγματα της ζωής μεσολάβησαν. Την προηγούμενη Τετάρτη, αργά το απόγευμα και λίγο πριν αποσυνδεθώ, έγραψε ξανά, στέλνοντας το πρώτο πρώτο μήνυμα, ακριβώς ίδιο, απλώς από άλλον λογαριασμό. Δεν ήταν, λοιπόν, ένα απλό σχήμα λόγου. Του απάντησα άμεσα ρωτώντας τον για τη σχέση του με την ποιήτρια, επιχείρησα από μνήμης να επαναλάβω και εγώ επακριβώς την πρώτη μου απάντηση, εκείνη την απάντηση που με έκανε να εμπλακώ σε όλο αυτό. Δεν άργησε να απαντήσει. Είναι κάπως παράξενο αυτό που θα σας πω, έγραφε, και νιώθω κάπως αμήχανα τώρα που πρέπει να σας εξηγήσω, δικαιολογούνταν. Ακολουθούσε ένα λιγότερο εντυπωσιακό βιογραφικό, από το οποίο συμπέραινε κανείς πως ο τύπος μάλλον τυχερός ήταν που τέτοιους ζοφερούς καιρούς είχε δουλειά. Φοβάμαι τις περικοπές, έγραφε. Κάθε Παρασκευή απολύουν κάποιον, πότε έναν, πότε δύο. Είναι ένα πραγματικό μαρτύριο αυτό που συμβαίνει. Η αφεντικίνα μου κάθε μέρα με ρωτάει αν διάβασα το βιβλίο της, αν το χάρισα στη γυναίκα μου, αν μίλησα γι' αυτό στους φίλους και τους συγγενείς μου, αν ποστάρω ποιήματά της στο προφίλ μου και γιατί δεν την έχω φίλη στα σόσιαλ, αν γράφω στίχους της στα καθίσματα των λεωφορείων και στις εισόδους των πολυκατοικιών, αν το φωτογραφίζω με φόντο το ηλιοβασίλεμα, αν από μνήμης μπορώ να τ' απαγγείλω, αν τ' ονειρεύομαι. Είμαι σε απόγνωση, δεν ξέρω τι να κάνω, φοβάμαι τις περικοπές. Αν μπορείτε να με βοηθήσετε θα σας είμαι υπόχρεος.

Ήταν πια βράδυ και εγώ ένιωθα πως όλο αυτό δεν είχε κάποιο νόημα.       

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020

Βάθος πεδίου



Υπάρχει μια φωτογραφία που θέλω να δεις, είπε και βάλθηκε να μου εξηγεί πού θα έπρεπε να ψάξω για να τη βρω. Του χαμογέλασα, του είπα πως όλα θα πάνε καλά και να μην ανησυχεί, τον καληνύχτισα -ούτε φιλί ούτε αγκαλιά- και έφυγα κλείνοντας κάπως άτσαλα πίσω μου την πόρτα του δωματίου. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Λίγες ώρες αργότερα η καρδιά του θα τον πρόδιδε, για ακόμα μια φορά. Οι γιατροί δεν πρόλαβαν. Δεν κατάλαβα, παρά μέρες μετά, όταν τελικά αντίκρισα τη φωτογραφία, τι ήταν εκείνο το τόσο σημαντικό σε αυτή.

Δυσκολεύτηκα να τη βρω. Δεν τα παράτησα όμως. Ήταν η τελευταία του επιθυμία. Είμαι σίγουρος πως ήξερε ότι θα πεθάνει το ίδιο εκείνο βράδυ, το ένιωθε, και δεν ήθελε να πάρει μαζί του αυτό το, για τόσα χρόνια, καλά φυλαγμένο μυστικό, αυτό το οικογενειακό κειμήλιο. Προτίμησε να τον κατηγορώ νεκρό, που δεν μου έδειξε τη φωτογραφία νωρίτερα, παρά να μην τη δω ποτέ. Οι οδηγίες του -ό,τι μπορούσα ν' ανακαλέσω- δεν με βοήθησαν ιδιαίτερα. Ο πατέρας μου είχε ένα ιδιαίτερο ταλέντο στο να καταχωνιάζει πράγματα. Βέβαια, όταν τα γύρευε, δεν τα έβρισκε ποτέ. Σαν σκύλος που σκάβει και παραχώνει φαγητό όσο είναι χορτάτος, για τις μέρες που θα 'ρθουν. Ίσως, όμως, όταν κρύβουμε κάτι, να μην το κρύβουμε από τους άλλους, αλλά από τον ίδιο μας τον εαυτό, ίσως αυτός να είναι ο μοναδικός τρόπος για να προχωρήσουμε, ίσως και να μη γίνεται αλλιώς. Ήταν τέτοιο το σοκ όταν αντίκρισα τη φωτογραφία που πέρασαν μέρες -ίσως και ένας ολόκληρος μήνας- μέχρι να διαβάσω τις λέξεις στην πίσω πλευρά, και αυτό δεν έγινε παρά τυχαία, όταν μου γλίστρησε από τα χέρια και έπεσε στο πάτωμα ανάποδα. «Αυτές ήταν μέρες, υπέροχες μέρες, όταν όλα έμοιαζαν εφικτά, όταν οι τρεις μας ήμασταν μαζί». Δίπλα, πιο αχνά, η ημερομηνία: 11/4/1983. Τα δεύτερα γενέθλιά μου. Ντυμένος κοκοράκι, καθισμένος μπροστά από μια τούρτα με δύο κεράκια αναμμένα, κοιτάζω ευθεία τον φακό, ενώ πίσω μου, σαφώς απροετοίμαστοι για τη γενέθλια λήψη, οι δικοί μου, λίγο πριν αγκαλιαστούν ή λίγο μετά, αγγίζονται ακόμα με τις άκρες των δακτύλων, κοιτάζονται στα μάτια με τον τρόπο που κοιτάζονται οι εραστές, δεν είναι απλώς αγαπημένοι, είναι εραστές, το χαμόγελό τους είναι πονηρό, ένα σεξουαλικό κάλεσμα, μια υπόσχεση για τη νύχτα που θα 'ρθει ή μια ανάμνηση από τη νύχτα που προηγήθηκε.

Τι να απέγινε τόσος έρωτας;

Η μητέρα μου δεν ήρθε στην κηδεία. Η μητέρα μου προφανώς δεν ήρθε στην κηδεία. Ούτε εκείνος θα ερχόταν στη δική της. Ορκισμένοι εχθροί μέχρι τέλους, κυριολεκτικά. Α ναι, είπε ουδέτερα, χωρίς έκπληξη, σχεδόν χωρίς ερωτηματικό, και αυτή ήταν η μόνη αντίδραση στο άκουσμα του τέλους του. Δεν της έδειξα τη φωτογραφία, με τα χρόνια ξέρεις τι έχει νόημα και τι όχι, με τα χρόνια αποδέχεσαι και εγκαταλείπεις την προσπάθεια, με τα χρόνια συνηθίζεις, τα πάντα συνηθίζεις με τα χρόνια. Αναρωτήθηκα αν είχε και εκείνη κάποια αντίστοιχη τριαδική λήψη, καταχωνιασμένη σε κάποιο συρτάρι. Τις Κυριακές έτρωγα εναλλάξ με τους δικούς μου, τη μια σε εκείνον, την επόμενη σε εκείνη. Η ρουτίνα δεν διασαλεύτηκε ούτε από τον θάνατό του, απλώς πλέον κάθε δεύτερη Κυριακή είχα απαλλαγή από τη μονογονεϊκή υποχρέωση. Εκείνη την Κυριακή, φεύγοντας, ζήτησα και πήρα μαζί μου το άλμπουμ με τις φωτογραφίες απ' όταν ήμουν παιδί. Δεν έδειξε να της κάνει εντύπωση. Πάτησε σε μια καρέκλα, κατέβασε το άλμπουμ, το ξεσκόνισε πρόχειρα και μου το έδωσε. Με φίλησε ενώ εγώ ήδη πατούσα το κουμπί του ασανσέρ.

Πριν ανοίξω το άλμπουμ, έπιασα ξανά να παρατηρώ τη φωτογραφία των τριών μας. Τι να απέγινε τόσος έρωτας; Εγώ μια σταλιά, ανυποψίαστος για όσα λάμβαναν χώρα πίσω από την πλάτη μου, ανυποψίαστος και στη συνέχεια με όσα έγιναν και οδήγησαν μέχρι το διαζύγιο. Φωτογραφίες έχω μόνο μετά τον χωρισμό τους, στις περισσότερες είμαι μόνος, σπάνια έχω κάποια με τη μητέρα μου μαζί, εκείνη άλλωστε είχε συνήθως τον ρόλο του φωτογράφου. Ο πατέρας μου δεν συμπαθούσε τις φωτογραφίες, όλα είναι εδώ, έλεγε και με τον δείκτη σημάδευε τον κρόταφο. Ανοίγω το άλμπουμ. Μια από τις πρώτες φωτογραφίες είναι από τις διακοπές το καλοκαίρι του '84, μάλλον οι πρώτες διακοπές μετά το διαζύγιο, οι πρώτες από αρκετές που ακολούθησαν έκτοτε, μέχρι που σταμάτησα να πηγαίνω μαζί τους, προτιμώντας τους φίλους και τις εκάστοτε συντρόφους για παρέα. Είμαστε οι δυο μας, σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, η θάλασσα στο βάθος το μαρτυρά, εγώ είμαι καβάλα σε ένα γαϊδουράκι, εκστασιασμένος καβαλάρης που περιμένει τους ινδιάνους να φανούν πίσω από τον στάβλο, εκείνη χαμογελά, ανήσυχη για την ισορροπία μου, με το ένα μάτι κοιτάζει τον φακό και με το άλλο το γαϊδουράκι. Βάζω τις δυο φωτογραφίες δίπλα δίπλα, παίζω μαζί τους προσπαθώντας να βάλω και τον πατέρα μου στο κάδρο με το ζωντανό. Αν έκλεινα για μια στιγμή τα μάτια ίσως κάτι να κατάφερνα.

Τι να απέγινε τόσος έρωτας; Αυτό το ερώτημα με βασανίζει από την πρώτη στιγμή που αντίκρισα τη φωτογραφία αυτή. Μέχρι τότε δεν μπορούσα καν να φανταστώ τους γονείς μου στον ίδιο χώρο, δεν είχα σκεφτεί ποτέ το προφανές: για να προκύψω εγώ αυτοί οι δυο άνθρωποι ξάπλωσαν μαζί στο ίδιο κρεβάτι, τουλάχιστον μια φορά. Μοιάζει χαζό και είναι χαζό, αλλά κάτι τέτοιο δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Μεγάλωσα με τον χωρισμό των δικών μου ως κάτι δεδομένο, ως κάτι ακόμα ακόμα φυσιολογικό. Δεν είχα άσχημη παιδική ηλικία, το αντίθετο, αν και σαν παιδί συχνά ρωτούσα πού είναι η μαμά ή ο μπαμπάς, γιατί δεν είναι μαζί μας, γιατί μένει σε άλλο σπίτι. Προφανώς, και ιδίως ως έφηβος, έκανα εκτεταμένη χρήση της μη μεταξύ τους επικοινωνίας, θα μείνω στη μαμά απόψε, έλεγα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου κατευθυνόμενος στο σπίτι του κολλητού. Είχα καλές σχέσεις και με τους δύο, κάτι το οποίο δεν άλλαξε με το πέρασμα των χρόνων, το αντίθετο, οι σχέσεις μας διαρκώς βάθαιναν.

Δειλά δειλά άρχισα να εμφανίζω τη φωτογραφία σε διάφορους φίλους. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, όπως δηλαδή γίνεται ν' αποκαλυφθούν τα πλέον σοβαρά πράγματα, την παρουσίαζα ως ένα παράξενο εύρημα -κοίτα τι βρήκα- στο σπίτι του νεκρού εδώ και μήνες πια πατέρα μου, ενώ, ύστερα από λίγο, διατύπωνα και το ερώτημα: τι να απέγινε τόσος έρωτας; Ανάλογα με τον συνομιλητή η συζήτηση έπαιρνε κάθε φορά και διαφορετική τροπή, ήταν μια εξωστρέφεια στην οποία δεν ήταν συνηθισμένοι οι κοντινοί μου άνθρωποι, αρκετοί το σχολίασαν αυτό, ήταν κάτι που το έβλεπα κι εγώ, ήταν κάτι για το οποίο όμως δεν είχα κάποια εξήγηση, ήταν όμως κάτι το οποίο με έκανε να νιώθω καλά. Και είναι λογικό αυτό, είπε ο Γιάννης, δεν χρειάζεται να είναι ψυχολόγος κανείς για να το καταλάβει, ο καθένας μας έχει ανάγκη από τις εικόνες του παρελθόντος του, κυρίως από εκείνες που ζέχνουν -τι παράξενη επιλογή λέξης- αγάπη, και αυτή είναι μια τέτοια φωτογραφία σε ένα άδειο άλμπουμ. Σταμάτησε για λίγο, σαν για να με ζυγίσει, και συνέχισε: αν και εγώ πιστεύω, με όλο το θάρρος της γνώμης μου, πως άλλο είναι εκείνο που πραγματικά σε βασανίζει, εκείνο που λόγω βιωμάτων πάντοτε σε βασάνιζε και τώρα ήρθε στην επιφάνεια. Η αγωνία σου, αν θα τα καταφέρεις συναισθηματικά, αν θα τα καταφέρεις εκεί που οι δικοί σου απέτυχαν.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019

Στον ύπνο μου είδα ότι ένας άντρας κέρδισε το λαχείο




Ξύπνησε κάθιδρος από τον ίδιο εφιάλτη· κέρδισε το λαχείο αλλά δεν είχε με ποιον να το μοιραστεί. Ξυπνήσαμε σχεδόν ταυτόχρονα, πρώτα εκείνος από τον εφιάλτη, ύστερα εγώ από το ξυπνητήρι. Όνειρο μέσα σε όνειρο. Το σημείωσα βιαστικά, μαζί και την ημερομηνία, στο σημειωματάριο, που είναι μόνιμα χωμένο στο κομοδίνο, ανάμεσα σε τόσα άσχετα μεταξύ τους πράγματα -αλήθεια πόσα πράγματα μπορεί να χωράνε σε ένα τόσο μικρό έπιπλο; Είναι κάτι, το να σημειώνω τα όνειρά μου, που ξεκίνησα να το κάνω όταν άκουσα κάποιο βράδυ, πάει καιρός, έναν γνωστό ψυχαναλυτή -εγώ πάντως δεν τον γνώριζα- να υμνεί τη σημασία μιας τέτοιας ιεροτελεστίας. Ιεροτελεστία, αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε. Τα περισσότερα πρωινά δεν σημειώνω τίποτα. Πέρασμα από το μπάνιο. Πέρασμα από την κουζίνα. Με την κούπα του καφέ στο χέρι βολεύτηκα στον καναπέ. Σκέπασα τα πόδια μου με το ριχτάρι και άνοιξα το βιβλίο του Μορίς Μπλανσό. Ήταν μία σκέψη που μου ήρθε ξαφνικά ένα βράδυ, από το πουθενά. Είχα μία φράση να με βασανίζει, έγραφε τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο, μία φράση απλή που όμως με βασάνιζε, κάνε κάτι μαζί μου, έμοιαζε να απαιτεί. Έγραφε τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο, λοιπόν. Η φράση έπαιζε σε λούπα στο μυαλό μου, μια φωτεινή επιγραφή που αναβοσβήνει χωρίς να αποκαλύπτει άλλο από τον εαυτό της στο σκοτάδι. Δοκίμασα να τη σημειώσω. Στον υπολογιστή. Στο ημερολόγιο. Στην απόδειξη του σούπερ μάρκετ. Στη χαρτοπετσέτα του καφέ που σύχναζα. Τίποτα δεν ακολούθησε. Έγραφε τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο. Αναζήτησα μετά το κατάλληλο ερώτημα. Κατέληξα: γιατί αποφάσισε κάτι τέτοιο; Κατέγραψα τις πιθανές απαντήσεις: για να αποστασιοποιηθεί/για να κρυφτεί/για να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Τίποτα δεν ακολούθησε. Τότε μου ήρθε η ιδέα να διαβάσω ξανά Μορίς Μπλανσό. Τα πρωινά, πριν τη δουλειά, λίγες σελίδες από το Ο χώρος της λογοτεχνίας. Η ιδέα ήταν συμπαγής, αυστηρή και σωτήρια -κυρίως αυτό, σωτήρια, άλλωστε όταν σου πετάνε ένα σωσίβιο καλό είναι να το πιάνεις σφιχτά στα χέρια σου, αν όλα πάνε καλά και βρεθείς στην ακτή θα έχεις τον χρόνο για ερωτήσεις.

Δεν σκέφτηκα το όνειρο παρά μόνο αργότερα, στη δουλειά, λίγο μετά το υποχρεωτικό διάλειμμα για φαγητό, διάλειμμα στο οποίο εγώ συνήθως πίνω τον τρίτο καφέ της ημέρας. Αυτό δεν είναι καλό για το στομάχι, όμως έχω κόψει εδώ και δύο μήνες το τσιγάρο και γυμνάζομαι συστηματικά. Δεν είναι ότι δεν προσπαθώ. Άνοιξα το εταιρικό πρόγραμμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Το ιδανικό καμουφλάζ για ονειροπόλους εργαζόμενους, σκέφτηκα και γέλασα μόνη μου ρίχνοντας ταυτόχρονα μία αναγνωριστική ματιά στα γύρω γραφεία. Είναι τρομακτικό -τώρα μου κάνει εντύπωση η χρήση αυτού και όχι κάποιου άλλου επιθέτου όπως ενδιαφέρον ή παράξενο- πως στα όνειρα γνωρίζουμε περισσότερα απ' όσα αποκαλύπτει η δράση, για παράδειγμα: ο εφιάλτης, η επανάληψη και το περιεχόμενό του ή τα αίτια της εφίδρωσης. Εγώ απλώς είδα έναν άντρα να ξυπνάει κάθιδρος. Έναν άντρα που δεν γνώριζα, που δεν μου θύμιζε κάποιον, γύρω στα εξήντα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο πρόσωπο -ίσως κάπως μεγάλη μύτη, τώρα που το σκέφτομαι ξανά-, με γαλάζια πιτζάμα/ζακέτα και άσπρο φανελάκι από μέσα, που κοιμόταν στο πλάι, στραμμένος προς το εσωτερικό του διπλού κρεβατιού. Δεν τον γνωρίζω αλλά ξέρω πως ο άντρας αυτός που ονειρεύτηκα δεν έχει κανέναν. Το τηλέφωνο χτύπησε. Μπορείς να έρθεις μία στιγμή στο γραφείο μου;, ο διευθυντής. Έρχομαι αμέσως, εγώ. Έκλεισα το τηλέφωνο και αποθήκευσα το μήνυμα στα πρόχειρα.

Στο σπίτι άνοιξα το μέηλ. Να που έχει και τα καλά του το να έχεις πρόσβαση στη δουλειά από το σπίτι, σκέφτηκα. Είναι κάτι το οποίο συμβαίνει εδώ και κάποιους μήνες, μας ανακοινώθηκε, δεν αντιδράσαμε και έτσι αυτό που ξεκίνησε ως μία στο τόσο, αν συμβεί κάτι έκτακτο, έγινε ρουτίνα και καθημερινότητα. Αντέγραψα την περιγραφή του ονείρου. Αντέγραψα τις σημειώσεις μου. Υπογράμμισα τη φράση Δεν τον γνωρίζω αλλά ξέρω πως ο άντρας αυτός που ονειρεύτηκα δεν έχει κανέναν. Ούτε για να μοιραστεί τα κέρδη του λαχείου, σκέφτηκα, πόσο θλιβερή πρέπει να είναι μια τέτοια επίγνωση. Ίσως όμως αυτή η μοναξιά να μην ήταν της πραγματικότητας αλλά του εφιάλτη, και δίπλα του να κοιμόταν η γυναίκα του (παντρεμένοι εδώ και τριάντα χρόνια, αν και ήταν μαζί από φοιτητές στο πανεπιστήμιο, εκείνη φοιτήτρια στην πόλη της, εκείνος βρέθηκε εκεί για σπουδές/ κανόνισε, του είχε πει η μητέρα του λίγο πριν μπει στο λεωφορείο, να σε ξεμυαλίσει καμία και να μην πάρεις το πτυχίο σου, να πάνε χαμένες οι θυσίες που κάναμε όλα αυτά τα χρόνια/ εκείνος πήρε το πτυχίο του, στα τέσσερα χρόνια ως όφειλε/ στην αποφοίτηση είχαν έρθει και οι γονείς του, ο πατέρας του συγκινήθηκε -πρώτη φορά τον έβλεπε να δακρύζει-, η μητέρα του είχε ραφτεί και είχε πάει κομμωτήριο/ μόλις η τελετή τελείωσε τον φίλησαν, πρώτα εκείνη και μετά εκείνος, και του έδωσαν μία τεράστια ανθοδέσμη, η οποία επέτεινε την αμηχανία που ήδη του προκαλούσε το κουστούμι, κυρίως το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι/ από τις παρελάσεις είχε να νιώσει τέτοια ασφυξία/ θα ακολουθούσε ακόμα μία, τρία χρόνια μετά, στον γάμο τους, αν και τότε πάτησε πόδι και δεν φόρεσε γραβάτα, τι και αν, παρά την υποστήριξη της γυναίκας του, δεν γλίτωσε τις θανατηφόρες ματιές της πεθεράς αλλά και της μάνας του, δεν τον ένοιαζε/ τον χάσαμε τον γιο μας, θα έλεγε μετά το γλέντι στο αυτοκίνητο η μητέρα στον μεθυσμένο άντρα της)

Κοίταξα την ώρα. Δέκα και μισή. Ήταν μία καλή εξήγηση για την κούραση που ξαφνικά ένιωθα. Άφησα τις σημειώσεις στην άκρη. Πέρασμα από την κουζίνα. Πέρασμα από το μπάνιο. Ξάπλωσα. Έσβησα το φως. Δεν είχα διάθεση για διάβασμα. Άργησα να κοιμηθώ.
Έγραφε τις ιστορίες της σε τρίτο πρόσωπο
Το πρωί μία δυσφορία, όχι εκείνη η συνηθισμένη που προκαλεί ο ήχος του ξυπνητηριού -ήχος σκόπιμα ενοχλητικός για χάρη της επιτελεστικότητας-, μία δυσφορία θολή, αρχικά θολή, στη συνέχεια διαυγέστερη, σαν κάτι να περίμενε και αυτό να μην εμφανίστηκε. Πηγαίνοντας προς τον καναπέ, με την κούπα του καφέ στο χέρι, διέκρινε ή νόμισε πως διέκρινε την πηγή της δυσφορίας. Η μη επανάληψη του ονείρου. Κάπου βαθιά μέσα της, εν αγνοία της, είχε γεννηθεί αυτή η προσδοκία επιστροφής. Ξάπλωσε στον καναπέ και σκεπάστηκε με το ριχτάρι, άνοιξε το βιβλίο του Μορίς Μπλανσό/ κεφάλαιο V/ η έμπνευση.

Στις οκτώ ακριβώς έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ασανσέρ. Περπάτημα μέχρι το μετρό. Κυλιόμενες. Αποβάθρα/ σήραγγα/ αποβάθρα/ σήραγγα/ αποβάθρα/ σήραγγα/ αποβάθρα. Κυλιόμενες. Περπάτημα μέχρι το νούμερο δέκα επτά. Ασανσέρ. Καλημέρα.

Μετά τη δουλειά συνάντησε την Α. Μία φορά την εβδομάδα, την ίδια πάντα μέρα, βρίσκονται μετά τη δουλειά. Δεν ήταν οι καλύτερες φίλες από πάντα, με τα χρόνια έγιναν -πίσω από την επιλογή καλά κρυμμένη στέκει η ανάγκη. Πια δεν συζητούν για τη δουλειά, εκτός απροόπτου. Κάποτε η Α. είχε κεράσει, πήρα αύξηση, είχε πει. Χρόνια πριν. Ύστερα συζητούσαν για περικοπές προσωπικού. Ύστερα ούτε γι' αυτό. Σήμερα ήθελε να της μιλήσει για το όνειρο. Είδα ένα όνειρο προχτές, είπε. Και της διηγήθηκε το όνειρο. Στα γρήγορα της είπε και όσα σκέφτηκε μετά. Για τον Μορίς Μπλανσό κουβέντα. Η Α. γέλασε, τι έγινε, ξύπνησε μέσα σου ο φόβος τής μοναξιάς; Δεν ξέρω, μπορεί, αλλά. Έλα, ρε καημένη. Ύστερα η Α. -σε παραλήρημα-: λεφτά/ ταξίδια/ ψώνια/ παραίτηση· με μάτια να λάμπουν.

Δεν ήξερε τι περίμενε να ακούσει από την Α., πάντως όχι κάτι τέτοιο, σίγουρα όχι κάτι τέτοιο, τώρα που το ξανασκέφτεται ενώ περπατάει προς το σπίτι -απόφαση γενναία αν κρίνει κανείς με βάση την απόσταση-, ρίχνοντας κάποιες ματιές στις βιτρίνες, χωρίς πραγματικά να κοιτάζει, αν και αυτή η ώρα είναι η αγαπημένη της για βόλτα στην πόλη, η ώρα που τα μαγαζιά κλείνουν -τα μισοκατεβασμένα ρολά, η βιασύνη των υπαλλήλων, οι πελάτες της τελευταίας στιγμής, η αναδιάρθρωση των εκθεμάτων, τα συνεργεία καθαριότητας του δήμου, η μαζική εγκατάλειψη της αγοράς-, τώρα όμως δεν παρατηρεί τίποτα από όλα αυτά, σκέφτεται την αντίδραση της Α., αντίδραση μάλλον αναμενόμενη, επικεντρωμένη στο εύκολο χρήμα, στο σωτήριο χρήμα, στα όνειρα που το χρήμα γεννά. Δύο είναι οι βασικές εκδοχές με τις οποίες κάποιος αντιδρά όταν μοιράζεσαι μαζί του κάτι που σε απασχολεί, έτσι πιστεύει. Η περίπτωση της Α. ανήκει σαφέστατα στην πρώτη κατηγορία τού “μην κάνεις έτσι, δεν είναι τόσο σημαντικό”, και συνεχίζει κατά αυτόν τον τρόπο καταλήγοντας, αναπόφευκτα μάλλον, στη χρήση κλισέ συμβουλών. Στη δεύτερη κατηγορία, κατηγορία που ολοένα, θαρρείς, μεγαλώνει, ανήκουν εκείνοι που σε ό,τι και αν μοιραστείς μαζί τους έχουν πάντα, μα πάντα, μία απείρως χειρότερη -στα δικά τους μάτια- προσωπική εμπειρία, μια διάθεση ευθέως ανταγωνιστική, που μεταθέτει άμεσα το υποκείμενο της συζήτησης. Γενικά υπάρχει η υποχρέωση της γνώμης και μάλλον εκεί, σκέφτεται εκείνη μπαίνοντας επιτέλους σπίτι, βρίσκεται το λάθος, στην απουσία της σιωπής ως επιλογή αντίδρασης, στη λάθος πρόσληψη της έννοιας του διαλόγου. Το διαμέρισμα είναι κρύο.

Από εκείνο το βράδυ θα περάσουν μήνες. Η ηρωίδα μας θα ξεχάσει το όνειρο. Η φράση θα ξεθωριάσει. Τις σημειώσεις εκείνες θα ακολουθήσουν άλλες. Ο χώρος της λογοτεχνίας θα μείνει στο τραπεζάκι του σαλονιού· μια ή δυο φορές, ξεσκονίζοντας, θα τον πάρει στα χέρια της. Και αυτό είναι όλο.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Συνέντευξη





Είχα ποντάρει πολλά σε εκείνη τη συνέντευξη, όχι εξ αρχής βέβαια. Το τηλεφώνημα της δημοσιογράφου με αιφνιδίασε, έτσι στριμωγμένη καθώς ήμουν στο λεωφορείο, επιστρέφοντας απ' τη δουλειά, αργά το απόγευμα μέρα καθημερινή, σχεδόν δεν άκουγα τι μου έλεγε -σούσουρο, μηχανή και ανοιχτά παράθυρα- και μόνο αφού γύρισα σπίτι -πρώτα ξεντύθηκα και έκανα ένα γρήγορο ντουζ, όπως συνήθιζα πριν κάτσω στο τραπέζι- και του είπα πως με πήραν τηλέφωνο για μια συνέντευξη, τότε μόνο άρχισε η καλλιέργεια προσδοκίας. Αλήθεια, αγάπη μου;, είπε εκείνος όταν άκουσε το όνομα της δημοσιογράφου, και ο ενθουσιασμός του ήταν ήδη στο όριο να ξεχειλίσει. Σηκώθηκε και με πλησίασε, με αγκάλιασε και σχεδόν με σήκωσε απ' το έδαφος· εγώ καλά καλά δεν είχα καταπιεί την άπληστη πιρουνιά μακαρόνια, την πρώτη πρώτη πιρουνιά. Είναι η αναγνώριση των κόπων σου, κατέληξε, λες και ήταν έτοιμος από καιρό, αντίθετα με μένα, που περισσότερο ένιωθα το συναίσθημα της πείνας παρά οτιδήποτε άλλο, βέβαια κι εγώ, μάλλον ανακλαστικά, χαιρόμουν, με τη χαρά του. Με φίλησε. Αργότερα, όταν θα σκεφτόμουν εκείνη την πρώτη μου αντίδραση, πριν το ολοένα και αυξανόμενο συναισθηματικό ποντάρισμα, εκείνη την αμηχανία, ένα σύνθετο μόρφωμα αποτελούμενο από λίγη ντροπή, αρκετή αγοραφοβία, ισχυρή έκπληξη και αρκετά χαζά ερωτήματα -για παράδειγμα: πού βρήκε το τηλέφωνό μου η δημοσιογράφος;- ενώ εκείνος δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει το όνομά της και να αναρωτιέται, μεταξύ άλλων, αν θα συνέχιζα να του μιλάω μετά τη συνέντευξη, κατέληξα πως, αντίθετα με τα φαινόμενα, δεν επρόκειτο για αντίδραση ενδεικτική χαμηλής αυτοπεποίθησης, αλλά για τάχιστα στημένη βιτρίνα απόκρυψης ενός τεράστιου παλλόμενου εγώ, έτοιμου προς πώληση. Όμως όλα αυτά, ανάμεσα σε άλλα, έγιναν αρκετά αργότερα, όταν εκείνος ήταν πια από καιρό πεθαμένος κι εγώ έβλεπα δυο φορές την εβδομάδα έναν περίφημο ψυχαναλυτή -κρίνοντας από την αμοιβή και τη διακόσμηση του ιατρείου του- ο οποίος δεν σταματούσε να με ρωτάει πώς νιώθω, κι εγώ ένιωθα σημαντική, γεγονός που εκείνον τον ικανοποιούσε.

Η μέρα της συνέντευξης έφτασε. Η εβδομάδα που μεσολάβησε από το πρώτο τηλεφώνημα πέρασε αργά, πολύ αργά, αν και διήρκεσε όσο διαρκεί πάντα μια εβδομάδα, δηλαδή επτά ημέρες ή αλλιώς εκατόν εξήντα οκτώ ώρες, κι εγώ, σε μια μυστική διανομή, πρωταγωνίστρια, δεν έχανα ευκαιρία να αλλάζω γνώμη, να παθαίνω κρίσεις πανικού και άγχους, να δηλώνω την αντίθεσή μου στις συνεντεύξεις ως διαδικασία, να απορώ με το τι θα πω και να κάνω υποθέσεις σχετικά με τις ερωτήσεις, να αμφισβητώ τα κίνητρα και τις ικανότητες της δημοσιογράφου, να σκέφτομαι τι θα φορέσω και να νιώθω τυχερή που υπήρχε η δουλειά να απασχολεί το μυαλό μου κάποιες ώρες την ημέρα -ευτυχώς που υπάρχει η δουλειά και αποφεύγουμε λίγο τον εαυτό μας, μου έλεγε κάποιος όταν ήμουν έφηβη· εγώ δεν θα γίνω έτσι, σκεφτόμουν τότε-. Χαρά πάντως δεν ένιωθα, ούτε προσμονή, λες και με είχε βρει κάποιο κακό. Εκείνος έδειχνε υπομονή, με μια ηρεμία ανεξήγητη, για την οποία τον κατηγορούσα, επιστρέφοντάς την ως αδιαφορία· ανάμεσα σε άλλα, όμως, συγχρόνως σκεφτόμουν πως μια μέρα θα γινόταν σπουδαίος πατέρας. Δεν του το είπα. Η μέρα της συνέντευξης έφτασε, εκείνος προσφέρθηκε να με συνοδεύσει μέχρι το καφέ και εγώ αρνήθηκα.

Η λογοτεχνία με έχει κάνει επιλεκτικότερη κουτσομπόλα, της είπα, όταν εκείνη, με έναν αδικαιολόγητο κατά τη γνώμη μου ενθουσιασμό στα μάτια -αλλά και στα χείλη, στο πρόσωπο, στα χέρια- με ρώτησε: τι σου έχει προσφέρει η λογοτεχνία; Ήταν η πρώτη της ερώτηση. Δεν ήταν προετοιμασμένη γι' αυτήν την απάντηση, του έλεγα αργότερα, όταν γύρισα εξουθενωμένη στο σπίτι -πρώτα ξεντύθηκα και έκανα ένα γρήγορο ντουζ, όπως συνήθιζα πριν κάτσω στο τραπέζι- και εκείνος με ρώτησε: πώς πήγε; Κι εγώ του διηγήθηκα το χρονικό μιας αποτυχημένης συνέντευξης. Τι σου έχει προσφέρει η λογοτεχνία; Ήταν η πρώτη της ερώτηση, αφού πρώτα είπε: ας αρχίσουμε! Κι εγώ δεν περίμενα εκείνη την ερώτηση, μου φάνηκε χαζή, ίσως γιατί δεν την περίμενα. Η λογοτεχνία, είπα με στόμφο, με έχει κάνει επιλεκτικότερη κουτσομπόλα. Το χαμόγελο στα χείλη της πάγωσε, ο αδικαιολόγητος κατά τη γνώμη μου ενθουσιασμός της εξαφανίστηκε ακαριαία, με κοίταξε επιθετικά, μες στα μάτια. Είσαι ηλίθια; έμοιαζε να σκέφτεται. Δεν ήταν προετοιμασμένη γι' αυτήν την απάντηση κι εγώ, όπως συνηθίζω, επέμεινα να διευκρινίσω τι εννοούσα· της εξήγησα, του έλεγα αργότερα, πως επειδή έχω διαβάσει τόσες ιστορίες, τόσες υπέροχα δοσμένες ιστορίες, δεν με ενδιαφέρει πια η κακοδιηγημένη ιστορία κάποιου άσχετου που αφορά έναν τρίτο, επίσης άσχετο, όσο εντυπωσιακή και αν είναι, όσες λεπτομέρειες από πρώτο χέρι και αν γνωρίζει, αυτό σκέφτηκα και αυτό είπα, δεν την περίμενα εκείνη την ερώτηση, ο αδικαιολόγητος ενθουσιασμός της εξαφανίστηκε ακαριαία, έπρεπε να τη δεις πώς μαζεύτηκε, πώς γυάλιζε το μάτι της όταν μου είπε: και τότε, γιατί επιμένεις να διηγείσαι τις ιστορίες σου στον κόσμο;