Δεν του είχε ζητηθεί ποτέ να φορέσει κοστούμι σε συνέντευξη για δουλειά. Ποτέ δεν του είχαν πει να έχει μαζί του ένα αντίγραφο του βιογραφικού του σημειώματος. Δεν είχε καν βιογραφικό μέχρι πριν από μία βδομάδα, που πήγε στη βιβλιοθήκη στη διασταύρωση της 34ης Οδού με τη Λεωφόρο του Μάντισον και ένας εθελοντής σύμβουλος επαγγελματικής σταδιοδρομίας τού το συνέταξε, παρουσιάζοντας λεπτομερώς το επαγγελματικό του ιστορικό, ώστε να δίνει την εντύπωση πως επρόκειτο για ένα άτομο με πολλές δεξιότητες: υπήρξε αγρότης, υπεύθυνος για το όργωμα της γης και την παραγωγή καλής σοδειάς· οδοκαθαριστής, υπεύθυνος για την όμορφη και άψογη όψη της πόλης του Λίμπε· λαντζιέρης σε εστιατόριο του Μανχάταν, υπεύθυνος για την καθαριότητα των πιάτων των πελατών και την απαλλαγή τους από τα μικρόβια· οδηγός ταξί στο Μπρονξ, υπεύθυνος για την ασφαλή μεταφορά των επιβατών σε διάφορα μέρη. Δεν είχε χρειαστεί ποτέ να ανησυχήσει για το αν διέθετε την απαιτούμενη πείρα, για το αν τα αγγλικά του ήταν ικανοποιητικά, για το αν θα κατόρθωνε να προβληθεί ως αρκετά έξυπνος.
Εκείνη η μέρα όμως δεν έμοιαζε με καμία από τις προηγούμενες, ούτε και με τις επόμενες, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων· τη μέρα εκείνη ο Γιέντε Γιόνγκα παρουσιάστηκε στο γραφείο του Κλαρκ Έντουαρντς, ανώτερου διευθυντικού στελέχους της Lehman Brothers, για να περάσει από συνέντευξη για τη θέση του σοφέρ. Όταν, λίγες μέρες αργότερα, ο Κλαρκ Έντουαρντς του τηλεφώνησε για να του ανακοινώσει πως εκείνος ήταν ο εκλεκτός για τη θέση, ο Γιέντε πίστεψε -και πώς να μην το πίστευε;- πως η ζωή του άλλαξε, πως η ζωή εκείνου και της οικογένειάς του για την ακρίβεια άλλαξε, επιτέλους θα μπορούσε να ονειρεύεται με μεγαλύτερη αισιοδοξία, και όχι αδικαιολόγητα, το μέλλον.
Η Αμερική, ο τόπος όπου ο καθένας μπορεί να έχει την ευκαιρία του, εκεί όπου οι κόποι και η επιμονή, αργά ή γρήγορα, επιβραβεύονται, σε αντίθεση με το Καμερούν, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Γιέντε, όπου καθένας έχει μια προδιαγεγραμμένη μοίρα, οι πλούσιοι εκείνη των πλουσίων και οι φτωχοί εκείνη των φτωχών. Το πρώτο βήμα ήταν το εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη που του έβγαλε ο ξάδελφός του. Το δεύτερο πραγματοποιήθηκε όταν η γυναίκα του και ο γιος του κατάφεραν να πάνε κι εκείνοι εκεί. Το τρίτο τώρα με τη δουλειά ως σοφέρ του Κλαρκ Έντουαρντς, δουλειά με κύρος και έναν μισθό που ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί.
Η γεννημένη στο Λίμπε του Καμερούν, Impolo Mbue, αποφασίζει να διηγηθεί μια γνώριμη σε εκείνη ιστορία, όχι απαραίτητα αυτοβιογραφική, αλλά σίγουρα οικεία, από διηγήσεις και από προσωπική εμπειρία, όντας και η ίδια μετανάστρια στην Αμερική, μια ιστορία της οποίας τα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά τα γνωρίζει πολύ καλά, μια ιστορία της οποίας τα όνειρα και τις απογοητεύσεις μπορεί να προσαρμόσει με ρεαλισμό στους ήρωες της δικής της ιστορίας. Ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποφεύγει να υψώσει τον συναισθηματικό τόνο της αφήγησης, ακόμα και στις κορυφώσεις της ιστορίας, ακόμα και στις στιγμές που όλα αρχίζουν να καταρρέουν, γιατί οι ήρωες της ιστορίας της διαθέτουν μια αρετή, τη στωικότητα και την ηθική που απορρέει απ' αυτήν, η οποία, θα έλεγε κανείς πως, αναλογεί σε υπερήρωα, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στην προνομιούχα πλευρά του πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες, εκεί όπου η θυματοποίηση έχει χάσει από καιρό το περιεχόμενό της, νοθευμένη πια με εγωκεντρισμό και υπερβολή.
Το Ιδού οι ονειροπόλοι είναι ένα από τα πλέον ευκολοδιάβαστα βιβλία που διάβασα τον τελευταίο, αρκετό, καιρό, χαρακτηρισμός που, ακόμα και αυτή τη στιγμή, δεν ξέρω αν φέρει κάτι το αρνητικό ή απαξιωτικό. Υπεύθυνος γι' αυτό το συναίσθημα είναι, μάλλον, ο συνδυασμός της αφηγηματικής άνεσης και της συναισθηματικής ηπιότητας. Ευκολοδιάβαστο, αλλά σε καμία περίπτωση αναγνωστικά ακίνδυνο, καθώς η συγγραφέας καταφέρνει, με τον τρόπος της, να εμπλέξει συναισθηματικά τον αναγνώστη, έστω και εν αγνοία του, τουλάχιστον αρχικά. Ο ορίζοντας προσδοκιών της συγγραφέως είναι ξεκάθαρος: να διηγηθεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με χαρακτήρες αληθινούς, όχι χωρίς να απουσιάζει η κριτική ματιά για τα κυρίως συμβάντα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, για την καθημερινότητα των δύο χωρών, για τους φόβους και τα όνειρα, για τις ανθρώπινες αδυναμίες. Και είναι ένα βιβλίο, τελικά, το οποίο ευκρινώς ανταποακρίνεται σε μεγάλο, αν όχι απόλυτο, βαθμό τις προσδοκίες της συγγραφέως.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)
Μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου