Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Τόποι και βιβλία






Περνώ αρκετό χρόνο κοιτάζοντας τη προσωπική μου βιβλιοθήκη. Κάποιες φορές τραβάω έξω κάποιο βιβλίο, το ξεφυλλίζω, το χαϊδεύω, παρατηρώ το εξώφυλλο, αναζητώ, μάταια πολλές φορές, το συναίσθημα της ανάγνωσης. Ενίοτε η μνήμη πυροδοτείται και φέρνει στο προσκήνιο κάτι από το παρελθόν. Το φίλο που μου το πρότεινε, τη βόλτα στο βιβλιοπωλείο. Συχνά το εύρημα συνδέεται άμεσα με τη μνήμη, ένα εισιτήριο λεωφορείου, κόκκοι άμμου από κάποια παραλία. Η ανάγνωση δεν περιορίζεται στην πρώτη και την τελευταία σελίδα, κάτι προηγείται και κάτι έπεται, πάντα.

Η χαρτοπετσέτα, ανάμεσα στις σελίδες του μυθιστορήματος του Οζ, Το μαύρο κουτί, που χρησιμοποίησα ως σελιδοδείκτη και που ακόμα βρίσκεται εκεί για να μου θυμίζει ένα καλοκαίρι στη Φολέγανδρο, πριν από πολλά πολλά χρόνια, και τις ώρες που πέρασα στο εστιατόριο του κάμπινγκ διαβάζοντας εκείνη τη σκοτεινή ιστορία αγάπης. Την ξαφνική μπόρα λίγο πριν τελειώσω το βιβλίο, τα μαύρα σύννεφα που πλησίασαν να ακουμπήσουν τη γη, το μπουμπουνητό, τον κόσμο που μαζεύτηκε κάτω από το υπόστεγο για να προστατευτεί, όχι από τον ήλιο μα από το νερό.

Σε ένα φιλόξενο σπίτι στο Ρότερνταμ, αναμένοντας μία απάντηση επαγγελματική, βρήκα αποκούμπι στον Οδυσσέα τους Τζέιμς Τζόυς και ακολούθησα τον Λεοπόλδο Μπλουμ στο Δουβλίνο. Ανάγκη να αποπροσανατολίσω τη σκέψη, να σταματήσω να πατώ το κουμπί της ανανέωσης του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Το Μάιο του 2009 μετακόμισα σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Ισπανίας, θα έμενα εκεί για εννέα μήνες. Ανάμεσα στις λοιπές προετοιμασίες και η επιλογή των βιβλίων που θα με συντρόφευαν στην παραμονή μου εκεί. Το Κουτσό του Κορτάσαρ μου το είχαν προτείνει αρκετοί, τους παράκουσα και διάβασα πρώτα το Βιβλίο του Μανουέλ. Στη βόλτα επιλογής στο βιβλιοπωλείο έπιασα στα χέρια μου το Κουτσό, διάβασα τις οδηγίες του συγγραφέα προς τον αναγνώστη σχετικά με τους τρεις διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης. Στην επαρχία ο χρόνος υπακούει σε άλλους νόμους, ειδικά για έναν πρώην κάτοικο μητρόπολης. Μεγάλο απωθημένο η επιθυμία να το διαβάσω για τέταρτη φορά, από το πρωτότυπο όμως. 

Με το Μαξ Φρις πρωτογνωριστήκαμε στο Λουτράκι, ένα καλοκαίρι. Το Homo Faber υπήρξε πρόταση φίλης που με βοήθησε να παρακάμψω το ατυχές εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης. Τεράστιος συγγραφέας ο Ελβετός. Η υπόθεση του μυθιστορήματος λάμβανε χώρα λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά, στην ακτογραμμή που οδηγεί από την Κόρινθο στην Αθήνα, δίπλα στην παλιά εθνική οδό. Η ματιά ενός ξένου για τον τόπο σου. Έκτοτε αναζητώ, μάταια, την Αμέριμνη δυστυχία του Χάντκε, μυθιστόρημα στο οποίο τόσο συχνά αναφέρεται ο συγγραφέας. Από εκείνες τις διακοπές στο Λουτράκι δεν έχω ούτε μία φωτογραφία.    

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Αρχειοθέτηση σε Δύο Χρόνους (6)



"Κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν αλλού και ο κίνδυνος της απώλειας τα έφερε εδώ."






     Μετά την ανάγνωση : Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν της Μπέττυ Σμιθ



Η εντεκάχρονη Φράνσι Νόουλαν ζει με την οικογένειά της στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Μαζί με τον αδερφό της, το δεκάχρονο Νίλι, προσπαθούν να συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα μαζεύοντας κουρέλια, χαρτιά, σιδερικά και λάστιχα τα οποία πηγαίνουν στον παλιατζή. Με τα λίγα σέντσια που κερδίζουν, δοκιμάζουν την τύχη τους αγοράζοντας λαχνούς σε ένα ψιλικατζίδικο. Ποτέ κανένα παιδί δεν κέρδισε κάποιο από τα ακριβά δώρα, ανεξάρτητα από το πόσες φορές προσπάθησε. Κάθε εβδομάδα η Φράνσυ δανείζεται ένα βιβλίο από τη δημοτική βιβλιοθήκη. Η ανάγνωση αποτελεί μία από τις ελάχιστες μορφές ψυχαγωγίας.

Ο πατέρας εργάζεται περιστασιακά, πότε ως τραγουδιστής και πότε ως σερβιτόρος, η μητέρα καθαρίζει σπίτια. Η έλλειψη χρημάτων αποτελεί ένα άλυτο, για την οικογένεια Νόουλαν, πρόβλημα. Ο πατέρας καταφεύγει συχνά στο αλκοόλ, η μητέρα εφευρίσκει παιχνίδια ώστε να δικαιολογεί την έλλειψη τροφίμων και ζέστης. Κανείς τους όμως δεν σταματά να αγωνίζεται για κάτι καλύτερο. Η Φράνσι έχει έναν ιδιαίτερο δεσμό με τον πατέρα της, στα μάτια της είναι ο καλύτερος πατέρας του κόσμου.

Η Μπέττυ Σμιθ βασίζεται σε παιδικά βιώματα και με ρεαλισμό (σε συνδυασμό με κάποιες δόσεις ιδεαλισμού) επιχειρεί να μεταφέρει το κλίμα της εποχής μέσα από την ιστορία με πρωταγωνίστρια τη μικρή Φράνσι. Παρά τα προβλήματα και τις δυσκολίες της ζωής το βιβλίο φέρει την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Ίσως αυτός να είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο γνώρισε τεράστια αναγνωστική επιτυχία και καθολική αποδοχή από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του το 1943. Συγγενεύει ξεκάθαρα με τον ιταλικό νεορεαλισμό που άνθισε την ίδια περίοδο στη γείτονα χώρα και σύστησε σπουδαίους δημιουργούς όπως ο Βιτόριο Ντε Σίκα, ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Ρομπέρτο Ροσελίνι. Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Ελίας Καζάν σκηνοθέτησε τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, ενώ το 1951 παρουσιάστηκε στο Μπρόντγουεϊ με τη μορφή μιούζικαλ σε παραγωγή και σκηνοθεσία του Τζορτζ Άμποτ.

Η συγγραφέας κινείται στα όρια, τόσο του διδακτισμού, όσο και του συναισθηματικού εξαναγκασμού. Πρέπει να παραδεχτούμε όμως πως καταπιάνεται με ένα θέμα το οποίο υποχρεωτικά φέρει μαζί του τα παραπάνω στοιχεία. Η Σμιθ παραδίδει ένα έργο αρκετά αυθεντικό που σκοπό έχει, εκτός του να ψυχαγωγήσει, να δώσει ελπίδα σε μια εποχή που μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού την έχει ανάγκη. Η ελπίδα αυτή όμως αποτελεί ταυτόχρονα και ένα μειονέκτημα για το βιβλίο, αφου, λόγω αύτης, η συγγραφέας ωραιοποιεί κάποιες καταστάσεις δίνοντας ένα, αρκετά στρογγυλεμένο, τελικό αποτέλεσμα το οποίο στερεί από το μυθιστόρημα την οποιαδήποτε δυνατότητα να συγκριθεί με άλλα σημαντικά βιβλία εκείνης της περιόδου όπως για παράδειγμα τα βιβλία του Στάινμπεκ. Από την περίληψη φοβόμουν την πιθανή ύπαρξη μιας χριστιανικού τύπου υπομονής των δυσκολιών, κάτι τέτοιο όμως, αν και σε ορισμένα σημεία συναντάται, δε χαρακτηρίζει τελικώς το κείμενο.

Η ανάγνωση του βιβλίου με ταξίδεψε πίσω στο χρόνο όταν έκλαιγα διαβάζοντας την ιστορία του Όλιβερ Τουίστ και παρακολουθούσα φανατικά τις περιπέτειες της Λάουρα στο Μικρό σπίτι στο λιβάδι. Λόγω ηλικίας, μάλλον, δεν με καθήλωσε, απόλαυσα όμως τη λογοτεχνική του απλότητα, αρετή η οποία όλο και συχνότερα θυσιάζεται στο βωμό του «λογοτεχνικού» εντυπωσιασμού.   



Μετάφραση Στάθης Αλιμίσης.
Εκδόσεις Μίνωας.


 υ.γ Εδώ μπορείτε να βρείτε την ανάρτηση, Πριν την ανάγνωση: Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν της Μπέττυ Σμιθ

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Αρχειοθέτηση σε Δύο Χρόνους (5)



"Κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν αλλού και ο κίνδυνος της απώλειας τα έφερε εδώ."






          Πριν την ανάγνωση: Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν της Μπέττυ Σμιθ


Περνούν τα χρόνια και συνεχώς ανακαλύπτω αναγνωστικά κενά. Άλλες φορές τρέχω να τα καλύψω, άλλοτε σκέφτομαι πως δεν είναι ακόμα η ώρα. Ούτε στα μικράτα μου, ούτε αργότερα στην εφηβεία μου μού μίλησε κανείς για τη Φράνσυ, την μικρή ηρωίδα του βιβλίου της Σμιθ, τότε που για χρόνια ολόκληρα επέστρεφα ξανά και ξανά, με την πρώτη ευκαιρία, στις σελίδες του μοναχικού Ροβινσώνα. Ούτε όμως και αργότερα. Λογοτεχνία κλασική, αναπόσπαστο μέρος κάθε αξιόλογης σειράς για εφήβους. Γραμμένο το 1943, γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία, δύο χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε από τον Ελίας Καζάν στη μεγάλη οθόνη, η ιστορία της μικρής Φράνσι μεγάλωσε αρκετές γενιές έως σήμερα.

Και εγώ πού ήμουν;

Η τύχη θα έπαιξε σίγουρα το ρόλο της σε αυτή την εξέλιξη, αλλά δε γίνεται να αποδίδουμε διαρκώς τα πάντα στο τυχαίο. Έλλειψη λογοτεχνικής παιδείας. Ίσως εκεί θα έπρεπε να σταθούμε, στην απουσία ερεθισμάτων. Θαυμάζω τους γονείς που επιστρέφουν σε βιβλία όπως αυτό παρέα με τα παιδιά τους αλλά δυστυχώς όσο όμορφο και αν είναι δεν αρκεί.

Με το βιβλίο της, Αμερικανίδας με ιρλανδικές ρίζες, Σμιθ δίπλα από το πληκτρολόγιο αναρωτιέμαι τι έχει άραγε χαθεί από την αναγνωστική μου αθωότητα όλα αυτά τα χρόνια. Από τότε, που η ανάγνωση του Υπογείου μου δημιουργούσε εφιάλτες καθώς περπατούσα στην πόλη ρίχνοντας φοβισμένες ματιές στα παράθυρα των ημιυπογείων, έως σήμερα. Ανατρέχω σε αντίστοιχες περιπτώσεις βιβλίων που διάβασα ετεροχρονισμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Νανά του Εμίλ Ζολά, βιβλίο το οποίο δεν κατάφερα να απολαύσω παρόλο που οι αρετές του ήταν ορατές. Είμαι σίγουρος πως αν το είχα διαβάσει κάποια χρόνια νωρίτερα θα επρόκειτο για μια πιο ολοκληρωμένη αναγνωστική εμπειρία. Αναγνωστική αλλοτρίωση στην οποία εκτός των προσωπικών βιωμάτων του αναγνώστη ρόλο σημαντικό παίζει και η εξέλιξη της ίδιας της τέχνης. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στη Νέα Υόρκη την οποία έχω «επισκεφθεί» μέσα από τις σελίδες σπουδαίων σύγχρονων Αμερικανών συγγραφέων, μια Νέα Υόρκη σκοτεινή, ακόμα πιο τρομακτική από την καφκική της εκδοχή, θα αναγνωρίσω άραγε εκείνη τη γωνιά της;

Το βιβλίο το αγόρασα δεύτερο χέρι. Έχει ακόμη στη ράχη την τιμη από γνωστή αλυσίδα σούπερ μάρκετ, 1.450 δραχμές. Δεν είναι ιδιαίτερα ταλαιπωρημένο αν και η ηλικία του είναι ορατή. Θα μπορούσα να το έχω ανασύρει από την παιδική μου βιβλιοθήκη, χρόνια μετά την τελευταία φορά, από επιθυμία να επιστρέψω ξανά στις σελίδες του τώρα που είναι καλοκαίρι.

Η ανάγνωση ξεκινά.

«Αργά το δείλι οι αχτίδες του ήλιου έπεφταν λοξά μες στην υγρή αυρή ενός σπιτιού του Μπρούκλιν, που ζούσε η Φράνσι Νόουλαν.»
 

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Ο Εξώστης - Νίκος Καχτίτσης







" Τις σελίδες που ακολουθούν τις βρήκα, νοτισμένες από μία τροπική μούχλα, μαζί μ' ένα σωρό άχρηστα χαρτιά, έτοιμα για κάψιμο, στο υπόγειο ενός βιβλιοπωλείου, όπου δούλευα κάποτε ως ταξινομητής. Πρόκειται για το ιστορικό των τελευταίων στιγμών ενός που έχει να δώσει λόγο για τις πράξεις του."


Η εύρεση ενός χειρόγραφου, σύνηθες λογοτεχνικό εύρημα, προλογίζει τον Εξώστη του Καχτίτση. Ο συγγραφέας εκείνη την περίοδο ζει στο Μόντρεαλ του Καναδά. Μέσω χρονοβόρας αλληλογραφίας προσπαθεί να επιβλέψει την έκδοσή του σε τυπογραφείο της Θεσσαλονίκης. Οι δυσκολίες και τα παράπονά του θα γεννήσουν την Περιπέτεια ενός βιβλίου, το οποίο και θα εκδώσει με δικά του έξοδα ο Ήλειος λογοτέχνης. Καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος του Ε.Χ. Γονατά. Η γόνιμη αλληλογραφία, με τις υποδείξεις και τις διορθώσεις, αποτέλεσε ουσιαστικά την επιμέλεια του κειμένου. Ο Γονατάς, εκτός από εξαίρετος λογοτέχνης, υπήρξε μέγας κυνηγός ταλέντων. Το 1986, δεκαέξι χρόνια μετά από το θάνατο του Καχτίτση, ο Γονατάς θα επιμεληθεί τη νέα έκδοση του Εξώστη από τις Εκδόσεις Στιγμή.

Πρόσφατα, και σε πείσμα των καιρών, οι Εκδόσεις Κίχλη προχώρησαν σε νέα έκδοση του σημαντικότατου αυτού μυθιστορήματος. Και πρόκειται για νέα έκδοση και όχι για απλή επανέκδοση, κάτι το οποίο γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον αναγνώστη. Βάση της παρούσας έκδοσης αποτέλεσαν οι δύο προηγούμενες καθώς και στοιχεία που αντλήθηκαν από την αλληλογραφία του Καχτίτση με τον Γονατά αλλά και από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα. 

Λίγα λόγια για την υπόθεση.

Ο Σ.Π., "πρώην αρχαιπώλης και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων, και πάλαι ποτέ επιφανής κάτοικος της πόλεως Γάνδης" βρίσκει καταφύγιο στην Αφρική. Η οικονομική του επιφάνεια του επιτρέπει να διάγει βίο γεμάτο ανέσεις, ικανές να αντισταθμίσουν τις δυσκολίες της εκεί ζωής. Η ηρεμία που του προσφέρει η πεποίθηση πως το ένοχο παρελθόν παραμένει ένα επτασφράγιστο μυστικό θα διασαλευθεί από δύο περιστατικά. Τρομοκρατημένος θα αποφασίσει να συντάξει το παρόν ημερολόγιο με πρόθεση να απολογηθεί στα μάτια αυτών που θα διαβάσουν τη μαρτυρία του μετά το θάνατό του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μετακαφκικού μυθιστορήματος (αν και ο ίδιος, σε επιστολή του στον Γονατά, αναφέρει πως τον καιρό εκείνο δεν είχε διαβάσει ακόμα κάποιο έργο του Κάφκα) με το συναίσθημα της αγωνίας να κατακλύζει το κείμενο από άκρη σε άκρη. Ο Σ.Π. δε θα αρκεστεί στην απλή ημερολογιακή παράθεση των γεγονότων. Μέσα από τις γραμμές ξεπηδά διαρκώς ένας εσωτερικός διάλογος, μία προσπάθεια, συχνά μάταιη, να παραμείνει πιστός στις υποσχέσεις που δίνει στον ίδιο του τον εαυτό. Σχέδια που με ορμή αποτυπώνονται στο χαρτί για να υποστούν τη ματαίωση λίγο αργότερα. Εγκλωβισμένος σε μία πραγματικότητα από την οποία αδυνατεί να εξέλθει.

Είναι τέτοια η ένταση των λέξεων που, πέρα από τη δεδομένη ικανότητα του συγγραφέα, αφήνει να διαφανεί η προσωπική του εμπλοκή στην ιστορία. Ίσως να είναι και αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους επιλέγει το ρόλο του αποδέκτη και όχι του δημιουργού.

Τα υπέροχα σχέδια της Εύης Τσακνιά ντύνουν κατάλληλα την παρούσα έκδοση και συνεισφέρουν τα δέοντα στη νοσταλγικότητα που αποπνέει ο λόγος του Καχτίτση. Τα κείμενα που αποτελούν το επίμετρο φαντάζουν απαραίτητο συνοδευτικό για τον απαιτητικό αναγνώστη, σε μία έκδοση που αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για την υπεροχή του χαρτιού έναντι του ψηφιακού. 



Εκδόσεις Κίχλη




Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Η χαμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρου - Αντόνιο Ταμπούκι





Η είδηση της εύρεσης του αποκεφαλισμένου και με σημάδια κακοποίησης σώματος του Κάρλους Ρόζα θα αποτελέσει τον απαραίτητο σπόρο έμπνευσης για τον Ταμπούκι. Είχε προγηθεί η τεράστια επιτυχία (που αποτυπώθηκε τόσο σε βραβεύσεις όσο και σε πωλήσεις) του Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα με το επακόλουθο βάρος για τον Ιταλό συγγραφέα.

Ο Φιρμίνου είναι ένας νεαρός δημοσιογράφος που δουλεύει για μία λαϊκή εφημερίδα με έμφαση στο κουτσομπολιό. Γυρίζοντας στη Λισαβόνα από τις καλοκαιρινές του διακοπές, μία μέρα πριν την επίσημη λήξη της άδειας του, επισκέπτεται τα γραφεία της εφημερίδας υποκινούμενος από μία απροσδιόριστη επαγγελματική ευσυνειδησία. Ο διευθυντής της εφημερίδας, αφού πρώτα τον επιπλήττει για τη μη επαγγελματική στάση του κατά τη διάρκεια των διακοπών, άμεσα του αναθέτει την επόμενη αποστολή, με θέμα το φονικό που συγκλονίζει την κοινή γνώμη. Κάπως έτσι, ο Φιρμίνου παίρνει το τρένο για το Οπόρτο. Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε στον πορτογαλικό βορρά και οι αναμνήσεις του από εκείνες τις οικογενειακές διακοπές δεν είναι οι καλύτερες δυνατές. Παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, η πανσιόν που πρόκειται να μείνει είναι αρκετά συμπαθητική και η ιδιοκτήτρια, η ντόνα Ρόζα, δείχνει διάθεση να βοηθήσει το νεαρό χωρίς όμως να γίνεται φορτική.

Το ακέφαλο πτώμα βρέθηκε, σε ένα απομακρυσμένο προάστιο, από έναν τσιγγάνο, τον Μανόλου, που η γυναίκα του τον αποκαλεί Ελ Ρέι, δηλαδή βασιλιά. Η ντόνα Ρόζα θα μεσολαβήσει και κάπως έτσι ο Μανόλου θα δεχτεί να δώσει αποκλειστική συνέντευξη. Καθώς η ιστορία γίνεται ολοένα και πιο γνωστή ο Φιρμίνου θα αρχίσει να δέχεται ανώνυμα τηλεφωνήματα με λεπτομέρειες σχετικές με το έγκλημα. Η συνάντησή του με τον δικηγόρο, γνωστού στο Οπόρτο με το παρατσούκλι Λότον, είναι κομβικής σημασίας.

Για τον Ταμπούκι η υπόθεση της διαλεύκανσης της υπόθεσης αποτελεί απλώς την αφορμή. Τεχνικά πρόκειται για αστυνομικό/δικαστικό μυθιστόρημα αλλά πρακτικά είναι πολλά περισσότερα από αυτό.

Ο συγγραφέας "ξεπληρώνει" το χρέος της έμπνευσης τοποθετώντας στο επίκεντρο του μυθιστορήματος το σημαντικό ρόλο των μέσων. Η επιμονή του δημοσιογράφου (που υπακούει στις εντολές της διεύθυνσης με σκοπό την αύξηση των φύλλων) από τη μία δεν επιτρέπει την αρχειοθέτηση της ιστορίας ενώ από την άλλη η δημοσιότητα λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για τους μάρτυρες.

Η διαφθορά των αρχών, η δυσχερής κοινωνική θέση των τσιγγάνων, η οικονομική πραγματικότητα, η δύναμη του τύπου και η έννοια του δικαίου είναι ορισμένα από τα θέματα που θίγει, παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής, ο Ταμπούκι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύγκριση ανάμεσα στη Λισαβόνα και στο Οπόρτο, δείγμα της αγάπης του Ιταλού για τη χώρα του Πεσσόα στην οποία πέρασε ένα μέρος της ζωής του.

Εκείνο όμως που πραγματικά κάνει αυτό το μυθιστόρημα ξεχωριστό είναι οι χαρακτήρες με σημείο αναφοράς τον δικηγόρο, που φέρει κάτι από τον Αναρχικό τραπεζίτη, και ο τρόπος με τον οποίο δίνεται δημιουργεί κινηματογραφικές απεικονίσεις στον αναγνώστη. Σύνθεση αντιθέσεων. Ο ευκατάστατος γόνος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην υπεράσπιση των αδυνάτων θέτει το θεωρητικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος.

Το λευκό σπίτι στο Κασκάις της Λισαβόνας αποτελεί λεπτό νήμα που συνδέει το παρόν μυθιστόρημα με το Ρέκβιεμ.


Μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Εκδόσεις Ψυχογιός.  

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Αρχειοθέτηση σε Δύο Χρόνους (4)



"Κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν αλλού και ο κίνδυνος της απώλειας τα έφερε εδώ."




Μετά την ανάγνωση: Η ερυθρά παρθένα του Φερνάντο Αρραμπάλ



Η πρόκληση είναι αναπόσπαστο μέρος του έργου του Ισπανού δημιουργού, κάτι το οποίο αποδέχεται και ο ίδιος. Κύρια αιτία για την ίδρυση του Κινήματος του Πανικού υπήρξε η μετατροπή του σουρεαλισμού σε μόδα ή αλλιώς η αστικοποίηση ενός ρεύματος κατά φύσην περιθωριακού.

Σε αυτή την πρώτη επαφή με τον Αρραμπάλ ως μυθιστοριογράφο συναντάμε τον δημιουργό που με διαφορετικά υλικά επιδιώκει το ίδιο αποτέλεσμα. Επιχειρεί να τραβήξει στα όρια κάποιες καταστάσεις, να τονίσει μέσω της υπερβολής νοσηρά κοινωνικά και οικογενειακά φαινόμενα, να κατακεραυνώσει τη μπουρζουαζία της εποχής, κυρίως την εκπαιδευτική, να εναντιωθεί σε πρότυπα οικογενειακά, παρωχημένα.

Από την πρώτη κιόλας σελίδα μας αποκαλύπτει το σύνολο σχεδόν της πλοκής. Η μητέρα απευθυνόμενη στη δολοφονημένη, από την ίδια, κόρη της, συντάσσει το ημερολόγιο της σύντομης ζωής του πλάσματος που τόσο θέλησε να αποκτήσει και που στο τέλος αναγκάστηκε να σκοτώσει. Η παράξενη σχέση με τον πατέρα της και η επιμονή της να διαβάζει, παρά τις περί του αντιθέτου διαταγές του, καθώς και η προσύλωση στο μικρό της αδερφό του οποίου το μουσικό ταλέντο εντόπισαν τα λαγωνικά της βρετανικής εκπαίδευσης με αποτέλεσμα να τον απαγάγουν σε νεαρή ηλικία, είναι τα στοιχεία εκείνα που της δημιουργούν την επιθυμία να αποκτήσει μία κόρη χωρίς πατέρα. Οι προσπάθειες της να εντοπίσει τον διατεθειμένο άντρα να προσφέρει το σπέρμα του -καθώς είναι το μόνο που έχει ανάγκη για να υλοποιήσει το πλάνο της- στέφονται τελικώς με επιτυχία. Μένοντας έγκυος μετακομίζει παρέα με ένα φιλικό ομοφυλόφιλο ζευγάρι μακριά από τη χώρα της σκοπεύοντας απερίσπαστη να δώσει τη μορφή που αυτή επιθυμεί στο σπλάχνο της. Όμως το μυστικό γρήγορα θα διαρρεύσει και πολλοί θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα προσπαθήσουν να προσεγγίσουν μάνα και κόρη.

Η –συχνά ύπουλη – μητρική αγάπη, της οποίας πρωταρχικό χαρακτηριστικό είναι η πεποίθηση της παντογνωσίας, «για το καλό του παιδιού μου» σκέφτεται ο γονέας και πράττει ως μοναδικό φέροντας της απόλυτης γνώσης και της αίσθησης εμπειρίας που τα χρόνια επί της γης του προσδίδουν. Το παιδί σπάνια έχει άποψη, θαυμάζεται από τους γονείς ως αντανάκλαση στον προωπικό τους καθρέφτη, φέρει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες εκείνων παρέα με τα κόμπλεξ και τις ανασφάλειες τους. Ακόμα όμως και ο αιρετικός Αρραμπάλ αναγνωρίζει κάποιες αρετές σε μια σχέση φορτισμένη συναισθηματικά όπως αυτή μεταξύ μητέρας και κόρης. Απέναντι στις προθέσεις της μάνας στέκονται αχόρταγοι οι μισθοφόροι της εκπαίδευσης, έτοιμοι να αρπάξουν το παιδί-θαύμα και να το εντάξουν στα ιδρύματά τους με την πρόφαση της βοήθειας, κρυμμένη όχι και τόσο καλά πίσω από την επιθυμία να βοηθηθούν και να κεφαλαιοποιήσουν τη γνώση και το προσωπικό ταλέντο της νεαρής. Κριτική σε μια μορφή εκπαίδευσης που στερείται ελευθερίας, τυποποιώντας τη γνώση και επιχειρώντας να τοποθετήσει σε καλούπια τα ατομικά χαρακτηριστικά.  

Με έντονα τα χαρακτηριστικά της στρατευμένης λογοτεχνίας ο Αρραμπάλ κατορθώνει να παραδώσει ένα έργο με νεύρο και συναίσθημα, αποφεύγοντας τον στείρο διδακτισμό και τη χωρίς ψυχή θεωρία.

Δυστυχώς ελάχιστα είναι τα έργα του που κυκλοφορούν στα ελληνικά και αυτά μάλλον δυσεύρετα. Ένας από τους μεγάλους εν ζωή Ευρωπαίους δημιουργούς τον οποίον ανακήρυξε σε επίτιμο διδάκτορα το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου το 2007.


Μετάφραση Στέλιος Βαρβαρέσος.
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.


υ.γ Εδώ μπορείτε να βρείτε την ανάρτηση,  Πριν την ανάγνωση : Η Ερυθρά Παρθένα του Φερνάντο Αρραμπάλ


Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Αρχειοθέτηση σε Δύο Χρόνους (3)



"Κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν αλλού και ο κίνδυνος της απώλειας τα έφερε εδώ."




Πριν την ανάγνωση : Η ερυθρά παρθένα του Φερνάντο Αρραμπάλ


Ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού ο Φερνάντο Αρραμπάλ. Η ανάγκη του για έκφραση αδυνατεί να περιοριστεί σε μία και μόνη μορφή. Αν και είναι πιο γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας, εντούτοις η τεράστια εργογραφία του αποτελείται από μυθιστορήματα, ποίηση και δοκίμια. Ασχολείται επίσης με τη ζωγραφική και είναι ειδικός στο σκάκι.

Το 1962 ιδρύουν μαζί με τον Alejandro Jodorowsky και τον Roland Topor το Κίνημα του Πανικού (Panic movement) εμπνεόμενοι από τον Θεό Πάνα και επηρεασμένοι από τον Luis Buñuel και τον Antonin Artaud. Η κίνησή τους αυτή αποτελεί απάντηση στη μετάλλαξη του σουρεαλισμού σε μόδα της εποχής. Πρόθεση της ομάδος ήταν μέσα από βίαια θεατρικά δρώμενα να προκαλέσουν τον θεατή και να ενεργοποιήσουν το σύνολο των αισθήσεων. Η δράση της ομάδος θα διχάσει κοινό και κριτικούς.

Το 1967 προβάλλεται στο Φεστιβάλ του Ακαπούλκο η πρώτη ταινία σε σκηνοθεσία του Alejandro Jodorowsky, Φάντο και Λις, βασισμένη στο θεατρικό κείμενο του Arrabal. Θα προκληθεί σάλος και η προβολή της ταινίας στο Μεξικό θα απαγορευθεί.

Με τον κόσμο του Αρραμπάλ ήρθα σε επαφή το 2010 όταν είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση Φάντο και Λις από τη νεοσύστατη τότε θεατρική ομάδα, Θέατρο του Πανικού. Τότε ήταν που αναζήτησα περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Ισπανό δημιουργο ο οποίος δυστυχώς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ελληνικό κοινό. Ελάχιστα έργα του έχουν κυκλοφορήσει σε μετάφραση και μέχρι πρόσφατα η αναζήτηση κάποιου από τα μυθιστορήματά του υπήρξε άκαρπη.

Στα μάτια μου παρουσιάζει τρομερό ενδιαφέρον η επαφή με το σύνολο του έργου ενός δημιουργού. Ιδιαίτερα  σε περιπτώσεις όπως αυτή του Αρραμπάλ του οποίου το έργο επιμερίζεται σε διάφορες μορφές έκφρασης η επιθυμία αυτή λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.

Είναι λοιπόν καιρός να γνωρίσω τη λογοτεχνική πλευρά του πολυπράγμωνος δημιουργού και μέσω αυτής να αποκτήσω σφαιρικότερη άποψη για το έργο του. Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο της έκδοσης : « Μια γυναίκα της ισπανικής αριστοκρατίας, που επιθυμεί ένα παιδί “χωρίς πατέρα” εξασφαλίζει τις υπηρεσίες ενός ευκαιριακού γεννήτορα και φέρνει στον κόσμο ένα αλλόκοτο δημιούργημα.»

Είναι ο κινημοτογραφικός κόσμος του Μπουνιουέλ αυτός που ξεδιπλώνεται μπροστά μου με την παραπάνω περιγραφή. Σουρεαλισμός και μπουρζουαζία. 

Η ανάγνωση ξεκινά.

«Σου γράφω ενώ ρίγη διατρέχουν όλο μου το κορμί.»

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Χαρούκι Μουρακάμι και Χριστούγεννα




Είναι η περίοδος που οι εκδοτικοί οίκοι ρίχνουν σιγά σιγά στην αγορά τα "βαριά" χαρτιά. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα (με την εμπορική προσέγγισή τους) καθώς η κίνηση στα βιβλιοπωλεία αυξάνεται σταδιακά, για να κορυφωθεί τις μέρες εκείνες, αφού πολλοί είναι εκείνοι που επιλέγουν παραδοσιακά το βιβλίο για δώρο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και λίγο πριν από το καλοκαίρι.

Τα τελευταία χρόνια είχε γίνει προσωπική παράδοση η ανάγνωση κάποιου βιβλίου του Μουρακάμι κατά τη διάρκεια των διακοπών. Πέρυσι ήταν το αυτοβιογραφικό Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο ενώ πρόπερσι το Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου.

Το δελτίο τύπου των εκδόσεων Ψυχογιός μας πληροφόρησε για τη μεταγραφή του Ιάπωνα συγγραφέα και μας χαροποίησε με την είδηση πως η μετάφραση των βιβλίων του θα γίνεται πλέον απευθείας από τα ιαπωνικά και όχι από τα αγγλικά όπως συνέβαινε μέχρι πρότινος. Ορεκτικό αποτέλεσε η πρόσφατη επανακυκλοφορία του Νορβηγικού δάσους, με το κυρίως πιάτο να είναι το IQ84, για το οποίο ήδη έχουν γραφτεί εκατοντάδες κριτικές. Το αναγνωστικό κοινό έχει διχαστεί και το hype καλά κρατεί. Ο Μουρακάμι δίνεται κάθε χρόνο ως φαβορί για το Νόμπελ λογοτεχνίας αλλά ακόμα δεν έχει φτάσει στην πηγή.

Δε θυμάμαι κάτω από ποιες συνθήκες ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά με το έργο του, έχουν περάσει αρκετά χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι. Σκέφτομαι πως στάθηκα τυχερός αφού, ακόμα και αν ήταν ήδη τόσο δημοφιλής , τον γνώρισα χωρίς τυμπανοκρουσίες, μακριά από αναγνωστικά πρέπει. Πλέον, που η σχέση μας είναι δεδομένη, ελάχιστα με ενοχλεί ο ντόρος που γίνεται γύρω από το όνομά του. Δεν υπάρχει αεροδρόμιο που να έχω επισκεφθεί και να απουσιάζει ο Χαρούκι. Παραδέχομαι πως με χαροποιεί το γεγονός αλλά ταυτόχρονα ομολογώ πως προτιμώ να γνωρίζω πρώτα ένα συγγραφέα μέσα από το έργο του και όχι από εξώφυλλα και συνεντεύξεις, πρακτική η οποία παραπέμπει περισσότερο σε τακτικές μάρκετινγκ.

Η κυκλοφορία του IQ84 στα ελληνικά θα προκαλέσει τη σχετική συζήτηση σε λογοτεχνικούς και μη κύκλους. Φαντάζομαι ήδη πως θα γίνει λόγος για την τιμή (δεν είναι μακριά οι αντίστοιχες συζητήσεις για το 2666 του Μπολάνιο). Ως αναγνώστης αδυνατώ να λειτουργήσω υπό καθεστώς πίεσης. Όταν όλοι μιλάνε για ένα βιβλίο προτιμώ να δώσω χρόνο. Προφανώς και επιθυμώ να διαβάσω το βιβλίο του Μουρακάμι αλλά δε θα βιαστώ. Εκεί θα είναι και θα με περιμένει να νιώσω έτοιμος.

Αναρωτιόμουν αν η πλειοψηφία εκείνων που θα διαβάσει άμεσα το πολυαναμενόμενο αυτό μυθιστόρημα έχει πρότερη επαφή με το έργο του Ιάπωνα λογοτέχνη ή αν θα παρατηρηθούν φαινόμενα απογοητευμένων αναγνωστών που δεν ενθουσιάστηκαν από την πρώτη τους επαφή. Κάτι παρόμοιο είχε παρατηρηθεί σε κάποιο βαθμό με την περσινή έκδοση του 2666. Δεν ισχυρίζομαι πως ο επίδοξος αναγνώστης θα πρέπει να έχει διαβάσει το σύνολο της βιβλιογραφίας του συγγραφέα, αλλά έργα όπως το IQ84 ή το 2666, αποτελούν απόσταγμα της εξέλιξης των δημιουργών τους που συντελέστηκε βιβλίο το βιβλίο και συχνά κάτι ανάλογο απαιτείται και από τον αναγνώστη.  

Ελπίζω ο Γ. να κρατήσει την υπόσχεσή του και να μου δανείσει τα δύο δυσεύρετα βιβλία του συγγραφέα που κυκλοφόρησαν πριν χρόνια από τις εκδόσεις Καστανιώτη και έτσι να τηρήσω την παράδοση που με θέλει να διαβάζω Μουρακάμι λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου!  

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Η Υστάτη - Φαίδων Ταμβακάκης



Με το σκάφος του, τη ΜΑΝΙΑ, γύρισε τον κόσμο. Εφτά χρόνια μακριά από τον τόπο του. Με πολύ κόπο διανύει τα ναυτικά μίλια που χωρίζουν τη Μάλτα από την Ελλάδα, πιάνει λιμάνι στην άγονη Σαπιέντζα του Αιγαίου, δεύτερο μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος των μεσσηνιακών Οινουσσών. Ένα ζεστό πιάτο φαγητό, λίγη ξεκούραση και βοήθεια για τις επισκευές που απαιτούνται. Αυτα επιθυμεί, τίποτα περισσότερο. Άσχημο πράγμα ο νόστος, ωραιοποιεί το παρελθόν, βοηθά τις πληγές να κλείσουν.

Όλα τα χρόνια διατηρεί με αυστηρή πειθαρχία ημερολόγιο πορείας. Μήκος, πλάτος, ημερομηνία, ώρα, πληροφορίες σχετικές με τον άνεμο. Αυτές οι τελευταίες καταχωρήσεις αποτελούν την εισαγωγή στο μυθιστόρημα του Ταμβακάκη. "Μετανιώνω" θα γράψει στις 19/7/1987. Μετά την τελευταία καταχώρηση το πρώτο πρόσωπο θα δώσει τη θέση του στο τρίτο, η ιστορία παύει να είναι προσωπική και περιέρχεται στη φαντασία του συγγραφέα.

Η συγκίνηση πηγάζει από, το αυστηρά προσωπικό, εκείνο νήμα που συνδέει τον ήρωα με τον αναγνώστη. Η φυγή, που σα σκέψη, συχνά επισκέπτεται τον ανθρώπινο νου. Η βάρκα δεν είναι πάντα απαραίτητη. Ο γύρος της γης συχνά βρίσκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο. Να νιώθεις ξένος, ασχέτως τόπου. Η Οδύσσεια του φυγά τις περισσότερες φορές δεν είναι ηρωική, δεν περιλαμβάνει μυθικά τέρατα και τύμβους δόξας. Σιωπηλά, και στη σκιά, βαδίζει.

Τα κεφαλαία γράμματα του ονόματος του σκάφους αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα: Μάνια ή Μανία; Τελευταίο λιμάνι η Σαπιέντζα που στα ιταλικά σημαίνει σοφία, ένας ακόμα συμβολισμός πίσω από το γεωγραφικό ρεαλισμό.

Το εύρημα με το ημερολόγιο, στο οποίο στηρίζεται η εξιστόρηση, λειτουργεί και για έναν ακόμα λόγο πέραν της δομής του κειμένου αφού με αυτό τον τρόπο δίνεται στον αναγνώστη η ελευθερία και η δυνατότητα να δραπετεύσει, εάν το επιθυμεί, από τη συγγραφική ματιά και να αφήσει τη φαντασία του να τον οδηγήσει σε μέρη πιο οικεία, πιο προσωπικά.


Θα ήθελα, λίγο πριν από το κλείσιμο, να αναφερθώ και στο υπέροχο εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Η ομορφιά ενός βιβλίου δεν περιορίζεται στις λέξεις.


Εκδόσεις το Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Αρχειοθέτηση σε Δύο Χρόνους (2)




 "Κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν αλλού και ο κίνδυνος της απώλειας τα έφερε εδώ."









                                  Μετά την ανάγνωση : Ο Παραγιός του Ρόμπερτ Βάλζερ


Ο Γιόζεφ χτυπά την πόρτα της οικείας Τόμπλερ, μόλις έχει απολυθεί από τον στρατό και επιθυμεί να εργαστεί. Με τη βοήθεια του γραφείου ευρέσεως εργασίας θα προσληφθεί ως βοηθός του κ. Τόμπλερ. Το αφεντικό του ασχολείται με ευρεσιτεχνίες, εκεί έχει επενδύσει όλη του την περιουσία. Τα τελευταία χρόνια με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους κατοικούν σε μία έπαυλη στα περίχωρα ενός χωριού. Στον Γιόζεφ θα παραχωρηθεί ένα δωμάτιο.
Ως άμεσος συνεργάτης του συζύγου αλλά και ως συγκάτοικος της οικογένειας θα έρθει σε επαφή με τον τρόπο ζωής της αστικής τάξης. Θα θαμπωθεί, αρχικά, από τη λάμψη, θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ανταποκριθεί με επιτυχία στις απαιτήσεις της εργασίας του. Σε αυτό το σημείο παρουσιάζεται το πρώτο δείγμα (αυτο)κριτικής διάθεσης από τη μεριά του συγγραφέα, με τον υπάλληλο να αρκείται στα υλικά αγαθά (πούρα, κρασί, φαγητό, έπαυλη) και σχεδόν να παραιτείται από το δικαίωμά του στην αμοιβή.
Παρά τα οικονομικά προβλήματα τα οποία με τον καιρό αντιμετωπίζει, ο Τόμπλερ αρνείται να αλλάξει τρόπο ζωής επιμένοντας στο στόχο που έχει θέσει για την επιτυχία της επιχείρησης, απόφαση που θα επηρεάσει τόσο τις οικογενειακές όσο και τις προσωπικές/επαγγελματικές του σχέσεις.
Ο Βάλζερ παρουσιάζει το χρονικό μιας αστικής οικογένειας της εποχής του. Γράφει το μυθιστόρημα αυτό αφού έχει απολυθεί πρόσφατα από το στρατό και έχει δουλέψει στο πλευρό ενός ευρεσιτέχνη. Πρόκειται  λοιπόν για ένα κείμενο με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο.
Ο Γιόζεφ είναι το alter ego του συγγραφέα. Χαρακτήρας δύσκολος να σκιαγραφηθεί με λεπτομέρεια, ένας δυσθυμικός που μάταια προσπαθεί να υποτάξει το στιγμιαίο συναίσθημα στη λογική. Η αγάπη του για τους μοναχικούς περιπάτους είναι ένα χαρακτηριστικό το οποίο συναντάται σε οποιαδήποτε βιογραφία του συγγραφέα.
Μέσα από την περιγραφή της καθημερινότητας της οικογένειας Τόμπλερ, ο Βάλζερ θα τοποθετήσει στο επίκεντρο της κριτικής του όχι μόνο τους αστούς αλλά και την ελβετική κοινωνία σχεδόν στο σύνολό της.
 Ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας καταλαμβάνει η οικογένεια. Πίσω από τη βιτρίνα της καλής ζωής κρύβονται φόβοι, ανασφάλειες, εντάσεις και πάθη. Η κόρη, που ζει στο περιθώριο της προσοχής και της αγάπης, αντίθετα με τα αδέρφια της, υπό την εξουσία της υπηρέτριας, μοιάζει να πάσχει από κάποιο ψυχικό νόσημα το οποίο όμως δεν περιγράφεται περαιτέρω  και μένει να πλανάται απροσδιόριστο. Η σύζυγος κατέχει ένα μάλλον διακοσμητικό ρόλο και τα καθήκοντά της περιορίζονται εντός της οικείας, η ανάγνωση και η βραδινή χαρτοπαιξία είναι το αντίδοτο απέναντι σε μια άνευρη καθημερινότητα. Ο Τόμπλερ είναι ο αρχηγός της οικογένειας, διαθέτει το αλάθητο και τη δυνατότητα να αποφασίζει για το σύνολο των πραγμάτων, λείπει συχνά εκτός σπιτιού είτε για κάποιο επαγγελματικό ταξίδι είτε για να πιεί ένα ποτό στο καπηλειό του χωριού.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης μία από τις ευρεσιτεχνίες του Τόμπλερ, ένα ρολόι το οποίο διαθέτει ειδικό πλαίσιο για τοποθέτηση διαφήμισης. Αν σκεφτεί κάποιος πως βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε σίγουρα προκαλεί εντύπωση το γεγονός αυτό. Μέσα από το μυθιστόρημα αυτό, το στερεοτυπικό τρίπτυχο λιβάδια – τράπεζες - ρολόγια παίρνει σάρκα και οστά δείχνοντας την έντονη κριτική διάθεση του Βάλζερ για την εικόνα που παρουσιάζει η χώρα του. 
Μυθιστόρημα το οποίο σε μαγεύει με την απλότητά του.  Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ανακάλεσα αρκετές φορές τις Μαύρες σημαίες και τη Δεσποινίς Τζούλια του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, κείμενα στα οποία διέκρινα αρκετά κοινά στοιχεία με τον Παραγιό, ο οποίος,  όπως κάθε μεγάλο έργο της παγκόσμιας γραμματείας, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο παρά το πέρας εκατό χρόνων από την πρώτη του έκδοση.
 Ένας από τους λόγους που επέλεξα να διαβάσω το βιβλίο του Βάλζερ ήταν η επιθυμία μου να γνωρίσω τις επιρροές των επίσης γερμανόφωνων Ελβετών συγγραφέων Φρις και Ντύρενματ, όμως τελικά εμπρός μου εμφανίστηκε ο τεράστιος και άδικα χαμένος Ζέμπαλντ.

Μετάφραση Ιάκωβος Κοπερτί.
Εκδόσεις Ηριδανός.


υγ Εδώ μπορείτε να βρείτε την ανάρτηση: Πριν την ανάγνωση : ο Παραγιός του Ρόμπερτ Βάλζερ

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Αρχειοθέτηση σε Δύο Χρόνους (1)




"Κείμενα που πρωτοδημοσιεύτηκαν αλλού και ο κίνδυνος της απώλειας τα έφερε εδώ."




   Πριν την ανάγνωση : ο Παραγιός του Ρόμπερτ Βάλζερ.


Πώς αλήθεια επιλέγουμε το επόμενο βιβλίο από την απύθμενη στίβα των προσεχώς;

Αυτή τη φορά νομίζω πως η αιτία βρίσκεται στην καταγωγή του συγγραφέα.
Μία ιδιαίτερη αδυναμία στη γερμανόφωνη ελβετική λογοτεχνία την έχω, υπεύθυνοι γι’ αυτήν είναι κυρίως ο Μαξ Φρις και ο Φρίντριχ Ντύρενματ. Είναι νομίζω ο καιρός να βρεθώ πιο κοντά στις πηγές.
Ο Βάλζερ υπήρχε στη λίστα εδώ και καιρό. Ο Βίλα Μάτας στο Μπάρτλεμπυ & Σία τον αναφέρει ως έναν από τους επιφανείς αρνητές της γραφής. Κατάφερε έτσι να μου οξύνει τη διάθεση να διαβάσω τον Παραγιό που εδώ και καιρό περιμένει ήσυχος τη σειρά του.
Ακόμη πιο ιντριγκαδόρικες αναφορές στον Ελβετό έχουν κάνει ο Κάφκα, ο Μουζίλ, ο Τσβάιχ και ο Μπένγιαμιν. Για χρόνια το έργο του έμεινε μακριά από το ευρύ κοινό, φαινόμενο συχνό αλλά μάλλον δικαιολογημένο λόγω της μοντέρνας γραφής για την οποία μιλούν όλες οι αναφορές στο έργο του. Αντίθετα, αναγνωρίστηκε από τους ομότεχνούς του και επηρέασε αρκετούς εξ αυτών. Σύμφωνα με τον Ελίας Κανέτι, ο Βάλζερ ήταν ο πιο σημαντικός συγγραφέας της γενιάς του και χωρίς αυτόν ο Κάφκα δεν θα υπήρχε. Θέση που μοιάζει υπερβολική και απόλυτη αλλά δείχνει μάλλον την εκτίμηση που έτρεφε ο συγγραφέας της Τύφλωσης για τον Βάλζερ.

Και τώρα το κρατάω στα χέρια μου, το παρατηρώ λίγο πριν να γυρίσω την πρώτη σελίδα. Την μετάφραση την υπογράφει ο Ιάκωβος Κοπερτί για λογαριασμό των εκδόσεων Ηριδανός. Η έκδοση διαθέτει φορετό εξώφυλλο. Θα το αφαιρέσω, θα το αποθέσω και θα μείνει άθικτο ικανοποιώντας μια ακόμα αναγνωστική μου μανία περί της εξωτερικής ακεραιότητος. Λίγες περισσότερες από τριακόσιες σελίδες, μα όχι πυκνογραμμένες. Στο τέλος υπάρχει και παράρτημα με φωτογραφικό υλικό και χρονολόγιο. Χαζεύω τις φωτογραφίες. Μου προκαλεί εντύπωση η πυκνότητα του χειρόγραφου από το μυθιστόρημά του, ο Ληστής, προπομπός ίσως της «μανίας» που τον κατέλαβε, κατά την παραμονή του στο ψυχιατρείο, για την δημιουργία μικροσκοπικών γραμμάτων σε λιλιπούτεια κομμάτια χαρτιού. Σε κλινικές πέρασε τα τελευταία 27 χρόνια της ζωής του. Από το 1933 και μετά σταματά κάθε λογοτεχνική δραστηριότητα.

 Ο Ρόμπερτ Βάλζερ γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1878 στην Μπιεν της Ελβετίας. Θα περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του ανάμεσα στην Ελβετία και τη Γερμανία. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1956  πεθαίνει στην διάρκεια μοναχικού περιπάτου. Στο βιογραφικό σημείωμα παρατηρώ επίσης πως, ανάμεσα σε διάφορα άλλα επαγγέλματα, εργάστηκε και ως υπηρέτης σε σπίτια πλουσίων και είναι ο λόγος για τον οποίο μου σφηνώθηκε η ιδέα πως ο Παραγιός πιθανότατα θα φέρει στοιχεία αυτοβιογραφικά του συγγραφέα.

Η ανάγνωση ξεκινά.

«Κάποιο πρωί στις οχτώ, ένας νεαρός στάθηκε μπρος στην πόρτα ενός μοναχικού, κατά τα φαινόμενα, κομψού σπιτιού. Έβρεχε.» 

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Μέντιουμ - Γιώργος Συμπάρδης




Το τελευταίο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη, Υπόσχεση γάμου, επαινέθηκε από το σύνολο των κριτικών. Ο Πατριάρχης Φώτιος στο Βιβλιοκαφέ και ο Librofilo είχαν όμως εντελώς διαφορετική άποψη. Η διαμάχη αυτή αποτέλεσε αφορμή για συζήτηση με τον Γ. ο οποίος μου υπέδειξε να διαβάσω το πρώτο μυθιστόρημα του γεννημένου στην Ελευσίνα συγγραφέα, Μέντιουμ. Και επειδή τη γνώμη ορισμένων ανθρώπων τη θεωρώ ιδιαιτέρως σημαντική δεν παρέλειψα να το προμηθευτώ.

 Ανάγνωση που σχεδόν διαδέχτηκε εκείνη της Μηχανής του Αλέξανδρου Κοτζιά με συνέπεια η συγγένεια μεταξύ των δύο να καταστεί άμεσα ορατή. Όχι πως είναι απαραίτητα κακή η ύπαρξη συγγένειας.

Η ηρωίδα θα έρθει, από το χωριό της στη Βοιωτία, στην Αθήνα όπου μένει η παντρεμένη μικρότερη αδερφή της. Βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού και η ζωή στην πρωτεύουσα είναι αφόρητη λόγω της ζέστης. Είναι 29 χρονών αλλά θεωρείται (σχεδόν) γεροντοκόρη. Η πρόφαση για την κάθοδό της στην Αθήνα έχει να κάνει με την προχωρημένη εγκυμοσύνη της Αλεξάνδρας. Το ζευγάρι μένει σε μια μονοκατοικία στο Περιστέρι και μοιράζεται κοινή αυλή με τους ιδιοκτήτες. Ο Άγγελος, γιος των ιδιοκτητών, σπουδάζει ιατρική αλλά στον ελεύθερο χρόνο του είναι υποχρεωμένος να δουλεύει. Είναι αρκετά νεότερός της, εκείνη τον ερωτεύεται.

Ο Συμπάρδης τοποθετεί στο μικροσκόπιο του το μικροαστισμό. Δεν επιθυμεί όμως μήτε να καθαρίσει την εικόνα μήτε να πλησιάσει πιο κοντά. Από την κεντρική ιστορία ξεπροβάλουν παρακλάδια τα οποία όμως δεν ανθίζουν. Οι βασικοί χαρακτήρες δίνονται αρκετά αχνά, κάτι το οποίο πότε ενοχλεί και πότε κινεί το ενδιαφέρον. Κάποιες υπόνοιες για τη σεξουαλικότητα του Άγγελου μένουν να αιωρούνται. Γενικώς περισσότερα είναι εκείνα που εννοούνται παρά εκείνα που λέγονται.

Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ο συγγραφέας τόσο τους ήρωες όσο και την (κοινότυπη) ιστορία του προσδίδει μία ιδιαίτερη πινελιά στο τελικό αποτέλεσμα. Σε συνδυασμό με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί καταφέρνει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, η οποία διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη παρά την απουσία κορύφωσης. Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να προσεγγίσει τα παραπάνω υπό το πρίσμα της ρηχότητας. Στα πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι η κάπως νοσταλγική αποτύπωση της Αθήνας και των διαφόρων γειτονιών και προαστίων.

Ο συγγραφέας δε δείχνει να επιθυμεί την άμεση εμπλοκή του αναγνώστη στην ιστορία, μοιάζει να τον προτιμά εξωτερικό παρατηρητή. Το τελικό αποτέλεσμα αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα. Χωρίς σε καμία περίπτωση να πρόκειται για κακό βιβλίο εντούτοις δεν καταφέρνει να προσδώσει κάτι το καινούργιο στην ελληνική λογοτεχνία. Διαβάζεται ευχάριστα και γρήγορα. Πολλοί είναι οι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τον ελληνικό μικροαστισμό. Ο Συμπάρδης, αντίθετα με την πλειοψηφία των συναδέλφων του, δε συμβάλλει στη διαιώνισή του.
  
Εκδόσεις Κέδρος.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Τσάκισέ τα από μικρά, σκότωσέ τα από παιδιά - Κενζαμπούρο Όε



Η απόφαση για εκκένωση του αναμορφωτηρίου είναι δεδομένη. Οι ανήλικοι τρόφιμοι, με τη συνοδεία φυλάκων, παίρνουν το δρόμο αναζητώντας κάποιο μέρος το οποίο θα δεχτεί να τους φιλοξενήσει. Η πορεία είναι μακρά και επίπονη. Οι διαπραγματεύσεις του επικεφαλής της πομπής με τους κατά τόπους άρχοντες καταλήγουν σε αδιέξοδο, κανείς δεν επιθυμεί αυτά τα παιδιά στον τόπο του. Τελικά, οι κάτοικοι ενός ορεινού και δυσπρόσιτου χωριού θα τους δεχτούν. Θα στοιβάξουν τους νεαρούς σε μία αποθήκη με σκοπό να τους χρησιμοποιήσουν ως εργατικό δυναμικό. Όμως το χωριό θα πληγεί από πανούκλα και οι κάτοικοι θα τρέξουν μακριά αφήνοντας πίσω τους τα παιδιά.

Ο Όε εκδίδει αυτό το μυθιστόρημα, το πρώτο του, πριν ακόμα αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο. Νωρίτερα έχει κερδίσει ένα σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο για νέους συγγραφείς με το διήγημά του Το Κελεπούρι. Τυγχάνει εξαιρετικής υποδοχής από τους κριτικούς. Αν και η πρώτη του αγάπη ήταν τα μαθηματικά, στο Τόκιο θα σπουδάσει γαλλική φιλολογία. Η πτυχιακή του εργασία ήταν αφιερωμένη στο έργο του Σαρτρ. Οι επιρροές του υπαρξισμού στο έργο του είναι δεδομένες.

Μυθιστόρημα που πρέπει να προσεγγιστεί σε μία βάση συμβολισμού παρά ρεαλισμού. Ελάχιστα είναι τα ονόματα που αναφέρονται. Οι ενήλικες προσδιορίζονται με το επάγγελμά τους ενώ μόνο σε μερικούς νεαρούς δίνονται ονόματα. Ούτε οι τοποθεσίες ονοματίζονται. Το ανώνυμο χωριό του Όε φέρνει στο νου το Οράν, πόλη στην οποία διαδραματίζεται το μυθιστόρημα του Καμύ Πανούκλα, και το ερημονήσι του Γκόλντινγκ στον Άρχοντα των μυγών. Αυτά τα δύο προγενέστερα μυθιστορήματα αποτελούν αναφορά για το πρωτόλειο μυθιστόρημα του Ιάπωνα συγγραφέα.

Η ελευθερία των νεαρών είναι περιορισμένη. Από τη μία το δύσβατο του φυσικού τοπίου, από την άλλη η ύπαρξη του οπλισμένου φρουρού. Στην απουσία των ενηλίκων ο χρόνος κυλάει αργά. Η ανάγκη για επιβίωση θα φέρει τους ατίθασους νεαρούς πιο κοντά, θα γεννηθεί η αλληλεγγύη. Ο ρομαντισμός της παιδικότητας όμως θα διαρκέσει λίγο, η ενηλικίωση είναι κοντά.

Η ιστορία λαμβάνει χώρα κατά την περίοδο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου λίγο πριν την ήττα της Ιαπωνίας. Ο Όε, λίγα χρόνια αργότερα, επιδιώκει να συνταράξει την ιαπωνική κοινωνία που βρίσκεται σε μία μετάβαση και να επαναφέρει τον άνθρωπο στο επίκεντρο. Είναι αυτός ο ανθρωποκεντρισμός του έργου του που τον εξόρισε στη συνείδηση των ακραίων πολιτικών τάσεων, καθώς έγινε ερμηνεία των γραφομένων του με όρους αυστηρά και στενά πολιτικούς.

Το μυθιστόρημα του Όε, Μία προσωπική υπόθεση, είναι ένα από τα σκληρότερα και δυνατότερα βιβλία που έχω διαβάσει. Ο γιος του καθηγητή Μπερντ θα γεννηθεί με δύο κεφάλια και είναι εκείνος που πρέπει να λάβει την απόφαση για το αν θα εγχειριστεί, με όλο το ρίσκο της δύσκολης επέμβασης, ή όχι. Εδώ και καιρό είχα στα υπόψη μου να επιστρέψω σε κάποιο βιβλίο του Όε και ιδιαίτερα στο πρώτο του. Η έκπληξή μου όταν το είδα στις προσφορές κεντρικού βιβλιοπωλείου μετατράπηκε άμεσα σε ενθουσιασμό.

Στο Τσάκισέ τα από μικρά... είναι μεν ευδιάκριτες οι αρετές της γραφής του νομπελίστα συγγραφέα, με την ταυτόχρονη όμως ύπαρξη κάποιων στοιχείων που προδίδουν πως πρόκειται για το πρώτο του, μεγάλης φόρμας, έργο. Κυρίως κάποιες ποιητικές περιγραφές τοπίου οι οποίες φανερώνουν πως, εκτός από το έργο των υπαρξιστών και των νατουραλιστών, αναποφεύκτα επηρεάστηκε και από παλαιότερες σχολές της γαλλικής (κυρίως) λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα η προαναφερθείσα παραπομπή τόσο στην Πανούκλα του Καμύ όσο και στο μυθιστόρημα του Γκόλντινγκ Ο άρχοντας των μυγών στερούν πρωτοτυπία από την ιστορία.  Στο Μία προσωπική υπόθεση έχει πια βρει τη δική του φωνή, που παρά τις όποιες επιρροές διαθέτει αδιαμφισβήτητη αυθεντικότητα, ικανή να τον κατατάξει ανάμεσα στους κορυφαίους Ιάπωνες λογοτέχνες.


Μετάφραση Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Καστανιώτη


Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Το καλοκαίρι δίχως άντρες - Σίρι Χούστβεντ




Μετά από τριάντα χρόνια γάμου, η Μία Φρέντρικσεν νιώθει το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της, τα σταθερά θεμέλια της σχέσης αρχίζουν να τρίζουν επικίνδυνα όταν ο Μπόρις της ανακοινώνει πως επιθυμεί μία ανάπαυλα. Αιτία μια νεαρή Γαλλίδα. Το σοκ είναι ισχυρό, ψυχολογική κατάρρευση και εισαγωγή σε ψυχιατρική κλινική. Με το πέρας των εβδομάδων και την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική υποστήριξη καταφέρνει να ανακτήσει μέρος της ψυχραιμίας της και αποφασίζει να γυρίσει στη μικρή πόλη της Μιννεσότα όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Η μητέρα της, χήρα εδώ και κάποια χρόνια, ζει σε ένα κέντρο για ηλικιωμένους. Στο γειτονικό σπίτι ένα νεαρό ζευγάρι περνά κρίση, ο σύζυγος λείπει συχνά λόγω εργασίας. Η Μία θα οργανώσει ένα σεμινάριο ποίησης για εφήβους στο οποίο θα δηλώσουν συμμετοχή εφτά κοπέλες. Ένα καλοκαίρι δίχως άντρες.

Μια ματιά στο βιογραφικό της Χούστβεντ είναι ικανό να επιβεβαιώσει την υποψία, που αποκομίζει ο αναγνώστης από το μυθιστόρημα, πως η Μία αποτελεί το άλτερ έγκο της συγγραφέως. Ο τόπος καταγωγής, η ηλικία, το σκανδιναβικό επίθετο της Μία, οι σπουδές και τα ενδιαφέροντα, η κόρη που είναι ηθοποιός. Η βασική διαφορά βρίσκεται στο σύζυγο καθώς η Χούστβεντ είναι παντρεμένη με το γνωστό συγγραφέα Πωλ Ώστερ ενώ η Μία με ένα νευροεπιστήμονα. Εκεί συναντάται ακόμη μια θεμελιώδης διαφορά του ζευγαριού, πέραν της βασικής που είναι το φύλο, η διάκριση ψυχής και σώματος, η επιστημονική λογική απέναντι στο συναίσθημα.

Η Χούστβεντ χωρίζει τις γυναίκες του μυθιστορήματός της σε τέσσερις κατηγορίες με βάση την ηλικία. Οι έφηβες επίδοξες ποιήτριες, η κόρη της πρωταγωνίστριας και η νεαρή γειτόνισσά της, η Μία της έκτης δεκαετίας και τέλος η μητέρα της με τις φίλες της.

Το θέμα δε χαίρει πρωτοτυπίας, είναι τεράστιος, άλλωστε, ο όγκος των σελίδων που έχουν αφιερωθεί στο χωρισμό. Το στοιχείο εκείνο που κάνει ιδιαίτερο το βιβλίο αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα η συγγραφέας. Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, δράση εγκεφαλική και εξωτερική. Παράθεση πλήθους αναφορών που περιλαμβάνουν όχι μόνο τη λογοτεχνία και την ποίηση αλλά και την ψυχολογία, τη φιλοσοφία, την ηθική, ακόμα και τη βιολογία και τη φυσική. Αποτέλεσμα πολυεπίπεδο που όμως δεν παραμερίζει τα μυθιστορηματικά πρωτεία, η ιστορία είναι πάνω απ’όλα.

Κυρίαρχη η παρουσία της Βιρτζίνια Γουλφ στις σελίδες, ευδιάκριτες επιρροές που σκοπό έχουν να αποτελέσουν φόρο τιμής σε μία τεράστια συγγραφέα που έδωσε την απαραίτητη γυναικεία διάσταση στην, ανδροκρατούμενη ως τότε, λογοτεχνία, αποτελώντας φάρο για τις γενιές που ακολούθησαν.

Ευχάριστη καλοκαιρινή έκπληξη η κυκλοφορία, μετά από χρόνια, ενός βιβλίου της Χούστβεντ στα ελληνικά. Ας ελπίσουμε πως δε θα αποτελέσει πυροτέχνημα αλλά την αρχή για τη μετάφραση και των υπόλοιπων έργων της.


Μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Πατάκη

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Mixtape.gr)


υ.γ Εδώ μπορείτε να βρείτε την παρουσίαση της Τυφλόμυγας, του πρώτου μυθιστορήματος της Χούστβεντ.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Amour (2012)




Οι γείτονες καλούν την αστυνομία, έχουν μέρες να δουν το ηλικιωμένο ζευγάρι. Οι πυροσβέστες με τη βοήθεια του πολιορκητικού κριού εισβάλουν στο διαμέρισμα. Βρίσκουν τη γυναίκα νεκρή από μέρες, στο κρεβάτι, ξαπλωμένη ανάμεσα σε λουλούδια. Ο άντρας απουσιάζει. Τίτλοι αρχής, ο χρόνος γυρίζει πίσω. Η καθημερινότητα του ζευγαριού διαταράσσεται οριστικά όταν εκείνη θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας. Η ανθρώπινη φθορά και ο θάνατος. Πάνω απ' όλα όμως στέκει η αγάπη, η συντροφικότητα. Ο Ζώρζ και η Αν είναι ένα αστικό ζευγάρι, καλλιεργημένοι πρώην δάσκαλοι μουσικής. Ζουν σε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι. Η κόρη τους ακολουθεί το δικό της δρόμο στο εξωτερικό.

Ο Χάνεκε μαεστρικά θα καταστήσει το θεατή μέτοχο στην ιστορία του και η φαινομενικά απλή αρχική ιδέα θα μετατραπεί σε ένα πολυεπίπεδο σενάριο. Χωρίς να χρειάζεται να υψώσει τον τόνο της φωνής, καταφέρνει πολλά. Η ιστορία διαδραματίζεται αποκλειστικά στο διαμέρισμα του ζευγαριού και όμως η αίσθηση πως είσαι στο Παρίσι είναι έντονη. Τα μονόπλανα δίνουν την απαραίτητη ένταση, ο χρόνος που κυλά αργά, οι ήρωες που είναι διαρκώς αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα, μαζί τους και ο θεατής, οι λοιποί εισέρχονται για λίγο και αποχωρούν για να βρουν καταφύγιο στη δική τους ζωή, ο Ζωρζ και η Αν μένουν πάντα πίσω. Η κόρη που αρνείται να συνειδητοποιήσει την κατάσταση και καταφεύγει σε αναμενόμενες συμβουλές για περαιτέρω ιατροφαρμακευτική ταλαιπωρία, οι νοσοκόμες με τον επαγγελματισμό τους που όμως δεν αρκεί. Η Αν απαίτησε την ηρεμία και ο Ζωρζ της την υποσχέθηκε. Η έννοια της φροντίδας προκαλεί συχνά την ανθρώπινη σύγχυση.

Ο Jean - Louis Trintignant ( Τρία χρώματα: Κόκκινη) και η Emmanuelle Riva (Χιροσίμα αγάπη μου) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους είναι μοναδικοί, δίνουν μάθημα υποκριτικής, ασχολούνται με την κάθε μικρή λεπτομέρεια, σε ένα αποτέλεσμα τόσο φυσικό που δίνει σάρκα και οστά στο πολύ καλό σενάριο. Η σταδιακή κατάπτωση, ειδικά του Ζωρζ, είναι δύσκολο να περιγραφεί με λέξεις, αποτελώντας βιωματική εμπειρία.

Πρέπει να σταθούμε για λίγο στο μοντάζ, τη παρεξηγημένη αυτή συνιστώσα του κινηματογράφου. Ο εσωτερικός ρυθμός της ταινίας οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στο μοντάζ, χωρίς την αβάντα της μουσικής που πάντα βοηθάει στη συρραφή των πλάνων. Πλάνα μεγάλης διάρκειας που συνδέονται μεταξύ τους τόσο αρμονικά, οι εντάσεις που εμφανίζονται με μαθηματική ακρίβεια.

127' ταινία και είναι αδύνατο να εντοπίσει κάποιος κάτι το περιττό. Ο Χάνεκε κάνει ορθή χρήση του κάθε δευτερολέπτου για να αναδείξει τη σταδιακή φθορά μέχρι το αναπόφευκτο τέλος. Ειδικά η σεκάνς με τους πίνακες και την απουσία δράσης είναι τόσο απαραίτητη όσο και ο καθαρός αέρας.

Μετά τη Λευκή Κορδέλα ο Αυστριακός δημιουργός επανέρχεται δυναμικά αντλώντας έμπνευση και δύναμη από το βάρος των χρόνων και το επερχόμενο φυσικό τέλος. Μία ταινία σκληρή όσο και η ζωή, σκληρότερη για τους ίδιους τους συντελεστές και κυρίως για το συγγραφέα, που όμως δεν απαιτεί τη συγκίνηση κανενός. Η σύνδεση με το έργο του Κισλόφσκι είναι ορατή, τόσο λόγω της γλώσσας, όσο και των πρωταγωνιστών. Στις αναφορές θα πρόσθετα και τον τεράστιο Μπέργκμαν έστω και εν τη πλήρη απουσία του Θείου.

Το πέρας της ταινίας σου δημιουργεί την ανάγκη να μιλήσεις γι' αυτήν, να εντοπίσεις τα κρυφά μηνύματα, να ακούσεις τη γνώμη του άλλου, να εξετάσεις τα πράγματα από άλλη σκοπιά, να θυμηθείς μια λεπτομέρεια ... Πόσο καιρό έχεις να δεις μια τέτοια ταινία άραγε;






Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Η Μηχανή - Αλέξανδρος Κοτζιάς




Η πρόσφατη επανέκδοση του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Κοτζιά, Φανταστική περιπέτεια, και τα όσα διθυραμβικά σχόλια την συντρόφευσαν, πρόσθεσαν το όνομα του Αθηναίου λογοτέχνη στη λίστα με τα προσεχώς. Η σαββατιάτικη βόλτα σε παλαιοβιβλιοπωλείο του κέντρου είχε ως "λάφυρο", μεταξύ άλλων, τη Μηχανή.

Ο Κώστας ζει στην οδό Κεραμεικού. Ο μισθός του, ως κομπάρσου του Εθνικού, δεν του επιτρέπει τίποτα καλύτερο από την τρώγλη στην οποία κατέφυγε όταν η γυναίκα του τον πέταξε έξω πριν χρόνια. Έχει γενέθλια, κλείνει τα 50. Εκείνος θα επιθυμούσε η μέρα να κυλήσει αδιάφορα, κανείς να μην ασχοληθεί μαζί του. Όμως τα πράγματα θα κυλήσουν διαφορετικά. Πάντα υπάρχει περιθώριο για το χειρότερο.

Το στοιχείο το οποίο κυρίως χαρακτηρίζει τη νουβέλα είναι η ιδιαίτερη γλώσσα του συγγραφέα, η οποία θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως μια αργκό εκδοχή της καθαρεύουσας. Πρόζα ιδιόρρυθμη με ελάχιστα σημεία στίξης, με, συχνά, δυσδιάκριτες εναλλαγές υποκειμένου, με διαρκή παρεμβολή σχολίων και σκέψεων. Αποτέλεσμα των παραπάνω, ο χρόνος που απαιτείται για να βρει ο αναγνώστης ρυθμό. Ορισμένα αποσπάσματα απαιτούν μία δεύτερη ανάγνωση ώστε να γίνουν κατανοητά. Η αλήθεια είναι πως σε ορισμένα σημεία το κείμενο κολλάει σε αυτή τη γλωσσική ιδιαιτερότητα, εγκλωβίζεται. Το τελικό αποτέλεσμα αφήνει, μάλλον, μία ανάμεικτη γεύση.

Πέρα από τη δεδομένη ιστορία του Κώστα, ο Κοτζιάς βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει και να σατιρίσει την πραγματικότητα της εποχής (αλλά και ένα μεγάλο μέρος της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής), κάτι το οποίο μοιάζει να είναι ίδιον του έργου του. Αρχίζοντας από τη γειτονιά του Κεραμεικού, η οποία ήδη αρχίζει να γνωρίζει την εγκατάλειψη, ο συγγραφέας πραγματοποιεί ένα οδοιπορικό στην άσχημη πλευρά του κέντρου της πόλης. Μία αθηναϊκή νουβέλα.

Στο, υπό κατάρρευση, σπίτι του δεσπόζει μία έγχρωμη τηλεόραση την οποία ο ήρωας αγόρασε από ένα Λιβανέζο. Η συσκευή αυτή θα αποτελέσει αιτία διαμάχης στον επικείμενο αρραβώνα της κόρης του. Κοινωνική υποχρέωση για την οποία ο Κώστας καλείται να επιστρέψει προσωρινά στην οικογενειακή εστία. Η σημασία του φαίνεσθαι. Η γειτονιά ως κολαστήριο, παντελής απουσία ιδιωτικότητας.

Εκτός από το αθώο βρέφος στην κούνια και την κόρη του, οι υπόλοιποι χαρακτήρες καθοδηγούνται από κίνητρα ιδιοτέλειας. Σε σύγκριση μαζί τους ο Κώστας κερδίζει τη συμπάθεια χωρίς απαραίτητα να την αξίζει. Έχει το δικό του, τεράστιο, μερίδιο ευθύνης για όσα του συμβαίνουν, αλλά η εξέλιξη της ιστορίας του χαρίζει το δικαίωμα στη δικαιολογία. 

Συνοψίζοντας, η Μηχανή είναι μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα νουβέλα παρά τις όποιες ενστάσεις γύρω από τη γλώσσα και την τεχνική του συγγραφέα. Σίγουρα δεν είναι το αντιπροσωπευτικότερο έργο του πολυγραφότατου Κοτζιά και η ανάγνωσή της αποτέλεσε μία πρώτη γνωριμία με το λογοτεχνικό σύμπαν του δημιουργού.


Εκδόσεις Κέδρος