Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013
Το μυστικό της Λίλυ Νταλ - Σίρι Χούστβεντ
Γουέμπστερ, Μινεσότα. Η Λίλυ, δεκαεννέα ετών, δουλεύει σερβιτόρα σε ένα μπαρ προσπαθώντας να συγκεντρώσει χρήματα για τις σπουδές της. Οι γονείς της, μετακόμισαν στο ζεστό νότο καθώς ο άρρωστος πατέρας της είχε ανάγκη από έκθεση στον ήλιο και κλίμα φιλικότερο. Εκείνη άφησε το σπίτι στα προάστια και νοίκιασε ένα δωμάτιο πάνω από το μπαρ. Στο δίπλα διαμέρισμα μένει η Μέιμπελ, μία αινιγματική ηλικιωμένη, χήρα εδώ και χρόνια, η οποία προσπαθεί να γράψει την αυτοβιογραφία της. Στον ελεύθερο χρόνο της, η Λίλυ, παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου, μία από τις λίγες διεξόδους ψυχαγωγίας στη μικρή κωμόπολη. Διατηρεί σχέση με το Χανκ, αστυνόμο στο τοπικό τμήμα. Η καθημερινότητα στο Γουέμπστερ διέπεται από μία ρουτίνα στη οποία αν και πολλά πράγματα λέγονται εντούτοις ελάχιστα συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Στην καφετέρια συχνάζουν, σχεδόν πάντα, οι ίδιοι πελάτες που καταφτάνουν συγκεκριμένη ώρα και παραγγέλνουν καθημερινώς "μια από τα ίδια". Δουλειά με ελάχιστες απαιτήσεις αν εξαιρέσει κανείς το πρωινό ξύπνημα.
Την ήρεμη ζωή της Λίλυ θα διαταράξει η άφιξη ενός ξένου, του Έντουαρντ Σαπίρο. Ζωγράφος, εβραϊκής καταγωγής, που κατοικούσε στη Νέα Υόρκη πριν πάρει την απόφαση να μετακομίσει στο Γουέμπστερ και να νοικιάσει ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι της Λίλυ. Η άφιξη του ξένου πυροδοτεί τη φαντασία των ντόπιων, σενάρια επί σεναρίων διατυπώνονται γύρω από το μυστικό που κρύβεται πίσω από την ύποπτη απόφασή του να αφήσει τη Νέα Υόρκη για μία κωμόπολη της Μινεσότα. Η Λίλυ τον ερωτεύεται.
Στο δεύτερο μυθιστόρημά της - είχε προηγηθεί η έξοχη Τυφλόμυγα - η Χούστβεντ εγκαταλείπει τη Νέα Υόρκη και τοποθετεί το σκηνικό της στο μικρό και άσημο Γουέμπστερ της Μινεσότα, απόφαση που εξυπηρετεί δύο βασικές επιθυμίες της συγγραφέως. Πρώτον, εντείνει το αίσθημα "θαυμασμού" που βιώνει η Λίλυ γνωρίζοντας τον Εντ. Με τη σύγκριση της ζωής στην επαρχία και τις σειρήνες της μητρόπολης να ηχούν γλυκά, η προδιάθεση της Λίλυ να εγκαταλείψει το Γουέμπστερ για να σπουδάσει τροφοδοτείται και αποκτά τεράστιες διαστάσεις. Δεύτερον, η μικρή κοινωνία, οι φήμες και τα κουτσομπολιά, η άμεση επίδραση που έχει στην καθημερινότητα ακόμα και το πιο απλό γεγονός, όπως η άφιξη ενός ξένου. Η ιστορία απασχολεί το σύνολο του πληθυσμού και όχι μόνο όσους εμπλέκονται σε αυτή. Πιθανολογώ όμως πως υπάρχει και ένας τρίτος λόγος ικανός να εξηγήσει τη μετακόμιση αυτή, τα μυστικά των μικρών κοινωνιών. Μυστικά που κρατούνται επτασφράγιστα, οικογενειακές υποθέσεις αλλά και εγκλήματα, συμβάντα που όλοι γνωρίζουν αλλά αρνούνται να τα ομολογήσουν.
Η βασική ιδέα πίσω από το μυθιστόρημα της Χούστβεντ φαντάζει απλή. Μια νεαρή επαρχιωτοπούλα ερωτεύεται ένα μποέμ ζωγράφο που φτάνει από τη Νέα Υόρκη. Όμως στο συγγραφικό σύμπαν της Χούστβεντ τίποτα δεν είναι τόσο απλό όσο αρχικά φαντάζει. Αρχικά, με μαεστρία οδηγεί τον αναγνώστη να γνωρίσει τον τόπο και τους ήρωες. Οι σκηνές από το μπαρ, τόσο κινηματογραφικές και τόσο χαρακτηριστικά αμερικάνικες, χρησιμεύουν σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Η εμφάνιση του Εντ στη σκηνή θα πραγματοποιηθεί μόλις οι συνθήκες ωριμάσουν και θα σημάνει το πέρασμα στο κυρίως μέρος της ιστορίας.
Η Λίλυ προΐσταται χαρακτήρων υπέροχα δοσμένων, τόσο συνηθισμένων αρχικά αλλά τόσο ιδιαίτερων τελικά. Από τη μία η ηλικιωμένη γειτόνισσα Μέιμπελ, η συνάδελφος Μπερτ, η κουτσομπόλα ρεσεψιονίστ Άιντα, η πόρνη Ντολόρες και από την άλλη φιγούρες αντρικές ο αστυνόμος Χανκ, ο μποέμ ζωγράφος Εντ, ο παράξενος Μάρτιν, και οι δίδυμοι ρακοσυλλέκτες Μπόντλερ. Η Χούστβεντ συνηθίζει να κάνει διάκριση ανάμεσα στους χαρακτήρες της με βάση το φύλο, εδώ, με συνδετικό κρίκο τη Λίλυ, οι γυναίκες μοιάζουν να πατούν περισσότερο στη γη σε σχέση με τους αντρικούς χαρακτήρες. Η Λίλυ ισορροπεί, όχι πάντα με επιτυχία, ανάμεσα στους δύο κόσμους, νιώθει ασφάλεια στη ρουτίνα και στη βεβαιότητα αλλά ταυτόχρονα έλκεται έντονα από το ανείπωτο, το παράξενο, το σχεδόν μεταφυσικό, παράλληλο κόσμο που έχει τις ρίζες του στα παιδικά της χρόνια όταν ήταν η πιο θαρραλέα της παρέας και πρωτοστατούσε σε εκστρατείες σε μέρη σκοτεινά και επικίνδυνα στα παιδικά μάτια και όχι μόνο. Η παρουσία της Μέιμπελ είναι κομβικής σημασίας καθώς λειτουργεί σα γονεϊκό συμπλήρωμα για τη Λίλυ. Δεν πρόκειται όμως για κοινό γονιό αλλά για έναν ανομολόγητα επιθυμητό γονέα, που εκτός από την πείρα των χρόνων φέρει ταυτόχρονα μυστικά και πάθη, διατηρεί εντός του την παιδική φλόγα να καίει και καταφέρνει τελικά να πληρώσει περισσότερους ρόλους από εκείνον του γονεϊκού αρχέτυπου.
Καθώς κυλούν οι σελίδες, η Χούστβεντ, δίχως να ξεχνά τη Βιρτζίνια Γουλφ, εμπνέεται, τόσο από τη σκανδιναβική μυθολογία ( η συγγραφέας έχει καταγωγή από τη Νορβηγία), όσο και από δύο μεγάλους τεχνίτες του τρόμου, τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε και τον Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, και αρχίζει να παρατηρεί από κοντά τα λεπτά όρια ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, το απτό και το φανταστικό, τη λογική και την τρέλα. Κάπως έτσι το κοινότοπο ρομάντζο μετατρέπεται σε ένα, πολυδιάστατης θεματικής, θρίλερ.
Μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη
Εκδόσεις Scripta
υ.γ Η Σίρι Χούστβεντ ήταν για μένα μία από τις αναγνωστικές εκπλήξεις του 2012. Αρχικώς την πλησίασα ως σύντροφο του Πόλ Όστερ αλλά μετά τις πρώτες σελίδες η πληροφορία απέκτησε αμιγώς βιογραφικό χαρακτήρα. Στα μέσα του '12 κυκλοφόρησε - μετά από κενό χρόνων- ακόμα ένα βιβλίο της στα ελληνικά, Το καλοκαίρι δίχως άντρες. Τόσο η Τυφλόμυγα, όσο και το Μυστικό της Λίλυ Νταλ υπάρχουν -και μάλιστα σε προσφορά- σε κεντρικό αθηναϊκό βιβλιοπωλείο (τουλάχιστον τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές).
Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013
Ο ένοικος - Roland Topor
Τα λιμνάζοντα ύδατα, που άφησε πίσω του ο σουρεαλισμός στο δρόμο προς τη μόδα, θέλησαν να αναταράξουν τρεις πολιτιστικοί μετανάστες στο Παρίσι. Ο Ισπανός Fernando Arrabal, ο γεννημένος στη Χιλή Alejandro Jodorowsky και ο Παριζιάνος (Εβραίος πολωνικής καταγωγής) Roland Topor ιδρύουν το Κίνημα του Πανικού το 1962 στο Παρίσι. Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών αποτελεί η ενασχόλησή τους με ποικίλες εκφάνσεις της καλλιτεχνικής έκφρασης. Ο Τοπόρ, εκτός από τη ζωγραφική, ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή, την υποκριτική, τη σκηνοθεσία αλλά και τη μουσική. Το 1964 κυκλοφορεί ο Ένοικος, γνήσιο τέκνο των διακηρυγμένων αρχών του Κινήματος του Πανικού με ορατές τις συγγένειες αλλά και τις διαφορές με το σουρεαλισμό.
"Ο Τρελκόφσκι κινδύνευε να μείνει στο δρόμο, όταν ένας φίλος του, ο Σιμόν, του μίλησε για ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο στην οδό Πιρενέ."
Διαχρονικά τεράστιο το στεγαστικό πρόβλημα της γαλλικής πρωτεύουσας, μάχη πραγματική η εύρεση κατοικίας. Η ζήτηση, δυσανάλογη της προσφοράς, εκτοξεύει τις τιμές στα ύψη και περιορίζει τις απαιτήσεις των ενοικιαστών στο ελάχιστο. Ο Τρελκόφσκι, Γάλλος πολίτης και εργαζόμενος, αναγκάζεται να αλλάξει σπίτι. Κατακλύζεται από άγχος και φόβο καθώς η αναζήτησή του δε φέρει αποτέλεσμα. Όταν ο Σιμόν θα του μιλήσει για εκείνο το ενοικιαζόμενο δωμάτιο της οδού Πιρενέ θα αναθαρρήσει και θα τρέξει να βρει τον ιδιοκτήτη. Η προηγούμενη ένοικος προσπάθησε να θέσει τέρμα στη ζωή της πηδώντας στον ακάλυπτο. Βρίσκεται στο νοσοκομείο σε άσχημη κατάσταση. Ο Τρελκόφσκι χρειάζεται το σπίτι άμεσα. Ο θάνατος της κοπέλας του δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα, από τη μία λυπάται για το χαμό της αλλά από την άλλη είναι πλέον ελεύθερος να μετακομίσει στο νέο του σπίτι. Ο ιδιοκτήτης είναι ιδιαίτερα αυστηρός και οι γείτονες αρκετά παράξενοι και ελάχιστα ανεκτικοί στο θόρυβο. Ο Τρελκόφσκι δεν πτοείται όμως, είναι διατεθειμένος να κάνει όλες τις απαραίτητες θυσίες για να διασφαλίσει την κατοικία την οποία με τόσο κόπο απέκτησε...
Η διάθεση του συγγραφέα να σατιρίσει την στεγαστική πραγματικότητα που επικρατεί στο Παρίσι λειτουργεί αρχικώς παραπλανητικά για τον αναγνώστη. Οι καταστάσεις στις οποίες εμπλέκεται ο Τρελκόφσκι αν και οικείες, φαντάζουν κάπως υπερβολικές με αποτέλεσμα να προκαλούν το απερίσκεπτο γέλιο. Το πέρασμα των σελίδων όμως φανερώνει τις πραγματικές προθέσεις του Τοπόρ. Ο παραλογισμός των καταστάσεων προκαλεί σταδιακά ένα αίσθημα πανικού, τρόμος που υποβόσκει του μαύρου χιούμορ με το οποίο ντύνει τα λεκτικά του σκίτσα ο συγγραφέας. Ο αναγνώστης ακολουθεί πορεία παράλληλη με τον ήρωα καθώς ο κλοιός στενεύει και τα όρια της πραγματικότητας γίνονται δυσδιάκριτα. Η επιρροή του σπουδαίου Antonin Artaud εμφανής.
Το βιβλίο έγινε ιδιαιτέρως γνωστό μετά την κινηματογραφική του μεταφορά δια χειρός Ρομάν Πολάνσκι. Πάνε χρόνια που είδα την ταινία και πίστευα πως η ανάγνωση του βιβλίου θα μου επαναφέρει στη μνήμη τις εικόνες εκείνες, κάτι το οποίο με ανησυχούσε και αποτελούσε το βασικό λόγο για τον οποίο καθυστερούσα την ανάγνωση. Υποψία που όμως δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη αφού η εικονική αποτύπωση του κειμένου παρέπεμπε τελικώς σε μια σειρά από σκίτσα και όχι σε κινηματογραφικά καρέ. Θα είχε ενδιαφέρον ένα graphic novel του Ένοικου με σκίτσα του ίδιου του Τοπόρ.
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις opera
Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013
Με αφορμή ένα βιβλίο
Την Τετάρτη το βράδυ ξεκίνησα να διαβάζω Το Παρελθόν του Άλαν Πάουλς (εκδ. Πάπυρος). Χριστουγεννιάτικο δώρο από αγαπημένο πρόσωπο, πήρε τη θέση του στο προσεχώς μέρος της βιβλιοθήκης. Η σειρά του έφτασε σχετικά γρήγορα για δύο λόγους. α) Σε πρόσφατη συζήτηση σχετικά με το τελευταίο αναγνωστικό μου κόλλημα, τον Χαβιέρ Μαρίας, μου πρότειναν το συγκεκριμένο βιβλίο. β) Λόγω μεγέθους. Είχα την ανάγκη να χωθώ σε ένα πυκνό κείμενο, που να καταλάβει μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς μου και της σκέψης μου.
Το βιβλίο, αν και το σχόλιο φέρει το ρίσκο του ενθουσιασμού της αρχής, είναι εξόχως γοητευτικό, αλλά περισσότερα σε προσεχή ανάρτηση αφιερωμένη αποκλειστικά στο βιβλίο του Αργεντινού συγγραφέα. Σήμερα ήθελα να μιλήσω για μια ταινία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Όπως προέγραψα ήδη, διαβάζω το Παρελθόν του Πάουλς. Στις πρώτες σελίδες εμφανίζεται μια ανάμνηση από το παρελθόν κατά την οποία το ζευγάρι για πολλοστή φορά πηγαίνει στον κινηματογράφο για να παρακολουθήσει την ταινία του Βισκόντι, ο Ρόκο και τα αδέρφια του. Μια παράγραφο καταλαμβάνει η περιγραφή της σκηνής στο σινεμά, που όμως στάθηκε ικανή να με κινητοποιήσει.
Πίσω στη εποχή κατά την οποία οι κυριακάτικες (και όχι μόνο) εφημερίδες συνόδευαν αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, οι λάτρεις της έβδομης τέχνης και όχι μόνο είχαμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε μια μίνι ταινιοθήκη στο σπίτι μας. Μία από τις ταινίες αυτές ήταν και το (θεωρούμενο ως) αριστούργημα του ιταλικού κινηματογράφου, ο Ρόκο και τα αδέρφια του.
Και όμως μέχρι τώρα ποτέ δεν έτυχε, αν και πολλές φορές έφτασα κοντά, να τη δω. Ανασταλτικός παράγοντας συνήθως η διάρκειά της σε σχέση με την ώρα προβολής. Είχα και την κρυφή ελπίδα μήπως πετύχω κάποιο αφιέρωμα σε μεγάλη οθόνη και μπορέσω έτσι να μεγιστοποιήσω την προσδοκόμενη απόλαυση.
Την Πέμπτη το βράδυ λοιπόν, και ενώ η αρχική ιδέα για σινεμά (υπάρχει το αφιέρωμα στον Θεόδωρο Αγγελόπουλου αυτές τις μέρες) μούλιασε στο νερό της βροχής και στις δυσκολίες της μετακίνησης, αποφάσισα πως έφτασε η στιγμή. Έχοντας δει μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του Βισκόντι, με αγαπημένη στιγμή μάλλον το Θάνατο στη Βενετία - ταινία που ίσως ξεπερνά και το βιβλίο του Τόμας Μαν στα σημεία- , ο πήχης των προσδοκιών βρισκόταν ψηλά και το τελικό αποτέλεσμα ενέτεινε την πεποίθησή μου για τη σπουδαιότητα του σκηνοθέτη και μου υπενθύμισε πως καλό θα ήταν να ξεκινήσω μια ευρύτερη κινηματογραφική αναδρομή-επανάληψη.
Ο Βιτσέντζο (Σπύρος Φωκάς) έχει μεταναστεύσει στον ιταλικό βορρά, στο Μιλάνο, για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Άφησε πίσω τη χήρα μάνα του και τα τέσσερα αδέρφια του. Η ταινία ξεκινά με την άφιξη της οικογένειας στο σταθμό των τρένων του Μιλάνο (έναν από τους ομορφότερους σταθμούς τρένων που έχω δει), όμως, αν και έχουν στείλει γράμμα στο οποίο ανακοινώνουν την άφιξή τους, ο Βιτσέντζο δεν τους περιμένει στο σταθμό. Κατάκοποι από το πολύωρο ταξίδι και με εφόδιο μόνο μια διεύθυνση θα καταφέρουν τελικώς να φτάσουν στο σπίτι του πρωτότοκου που όμως αποδεικνύεται πως φιλοξενείται στο σπίτι της οικογένειας της κοπέλας του και για εκείνο το βράδυ είναι προγραμματισμένοι οι αρραβώνες. Η άφιξη, παρά την αρχική χαρά, προκαλεί τον πανικό με αποτέλεσμα ο αρραβώνας να ματαιωθεί και η οικογένεια Παρόντι να βρεθεί στο δρόμο.
Το κυρίαρχο θέμα της ταινίας είναι η μετανάστευση από τον ιταλικό νότο στο βορρά, εκατοντάδες χιλιάδες Ιταλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για να αναζητήσουν δουλειά στον πλούσιο βορρά. Είναι χαρακτηριστικό το σημείο στο οποίο η μάνα λέει πως τόσα χρόνια έβλεπε τον άντρα της να ταλαιπωρείται για ένα κομμάτι ψωμί στα χωράφια και εκείνη φανταζόταν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, ένα μέλλον με σταθερή δουλειά, σπίτι και ένα πιάτο φαγητό. Όμως, ακόμα και εντός της ίδιας χώρας, ο οικονομικός μετανάστης αντιμετωπίζεται πάντοτε ως ξένος, το επίθετο νότιος μόνο υποτιμητική χροιά έχει. Αλλά και ο μετανάστης δυσκολεύεται να προσαρμοστεί καθώς του λείπει ο τόπος του.
Δε λείπει όμως και ο έρωτας. Μία πόρνη γίνεται σημείο τριβής ανάμεσα στο Ρόκο και το Σιμόνε. Η υπέροχη σκηνή στη στέγη του καθεδρικού ναού ανάμεσα στο Ρόκο και εκείνη αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας.
Η ταινία, χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια, ένα για κάθε αδερφό, αν και φέρει αρκετά στοιχεία νεορεαλισμού (σημαντικό κομμάτι άλλωστε στη φιλμογραφία του Βισκόντι) εντούτοις δεν περιορίζεται σε αυτό και φλερτάρει σε αρκετά σημεία με τον ποιητικό κινηματογράφο. Οικογενειακό δράμα ( με έντονες αιχμές για τη μεσογειακού τύπου αντίληψη περί οικογένειας) που άφησε έντονο το στίγμα του. Γυρισμένο την ίδια χρονιά με το φιλμ του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Με κομμένη την ανάσα, φέρει κάτι από το φρέσκο παρισινό αέρα της γαλλικής Nouvelle Vague. Ακόμα μια φορά ο Βισκόντι εμπνέεται από τον Τόμας Μαν και πιο συγκεκριμένα από το βιβλίο του, Ο Ιωσήφ και τα αδέρφια του.
Μια ακόμα σπουδαία ταινία του ιταλικού κινηματογράφου, του παλιού γιατί ο σύγχρονος περνάει περίοδο τρομακτικής κρίσης με ελάχιστες εξαιρέσεις και πυροτεχνήματα.
Το βιβλίο, αν και το σχόλιο φέρει το ρίσκο του ενθουσιασμού της αρχής, είναι εξόχως γοητευτικό, αλλά περισσότερα σε προσεχή ανάρτηση αφιερωμένη αποκλειστικά στο βιβλίο του Αργεντινού συγγραφέα. Σήμερα ήθελα να μιλήσω για μια ταινία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Όπως προέγραψα ήδη, διαβάζω το Παρελθόν του Πάουλς. Στις πρώτες σελίδες εμφανίζεται μια ανάμνηση από το παρελθόν κατά την οποία το ζευγάρι για πολλοστή φορά πηγαίνει στον κινηματογράφο για να παρακολουθήσει την ταινία του Βισκόντι, ο Ρόκο και τα αδέρφια του. Μια παράγραφο καταλαμβάνει η περιγραφή της σκηνής στο σινεμά, που όμως στάθηκε ικανή να με κινητοποιήσει.
Πίσω στη εποχή κατά την οποία οι κυριακάτικες (και όχι μόνο) εφημερίδες συνόδευαν αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, οι λάτρεις της έβδομης τέχνης και όχι μόνο είχαμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε μια μίνι ταινιοθήκη στο σπίτι μας. Μία από τις ταινίες αυτές ήταν και το (θεωρούμενο ως) αριστούργημα του ιταλικού κινηματογράφου, ο Ρόκο και τα αδέρφια του.
Και όμως μέχρι τώρα ποτέ δεν έτυχε, αν και πολλές φορές έφτασα κοντά, να τη δω. Ανασταλτικός παράγοντας συνήθως η διάρκειά της σε σχέση με την ώρα προβολής. Είχα και την κρυφή ελπίδα μήπως πετύχω κάποιο αφιέρωμα σε μεγάλη οθόνη και μπορέσω έτσι να μεγιστοποιήσω την προσδοκόμενη απόλαυση.
Την Πέμπτη το βράδυ λοιπόν, και ενώ η αρχική ιδέα για σινεμά (υπάρχει το αφιέρωμα στον Θεόδωρο Αγγελόπουλου αυτές τις μέρες) μούλιασε στο νερό της βροχής και στις δυσκολίες της μετακίνησης, αποφάσισα πως έφτασε η στιγμή. Έχοντας δει μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του Βισκόντι, με αγαπημένη στιγμή μάλλον το Θάνατο στη Βενετία - ταινία που ίσως ξεπερνά και το βιβλίο του Τόμας Μαν στα σημεία- , ο πήχης των προσδοκιών βρισκόταν ψηλά και το τελικό αποτέλεσμα ενέτεινε την πεποίθησή μου για τη σπουδαιότητα του σκηνοθέτη και μου υπενθύμισε πως καλό θα ήταν να ξεκινήσω μια ευρύτερη κινηματογραφική αναδρομή-επανάληψη.
Ο Βιτσέντζο (Σπύρος Φωκάς) έχει μεταναστεύσει στον ιταλικό βορρά, στο Μιλάνο, για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Άφησε πίσω τη χήρα μάνα του και τα τέσσερα αδέρφια του. Η ταινία ξεκινά με την άφιξη της οικογένειας στο σταθμό των τρένων του Μιλάνο (έναν από τους ομορφότερους σταθμούς τρένων που έχω δει), όμως, αν και έχουν στείλει γράμμα στο οποίο ανακοινώνουν την άφιξή τους, ο Βιτσέντζο δεν τους περιμένει στο σταθμό. Κατάκοποι από το πολύωρο ταξίδι και με εφόδιο μόνο μια διεύθυνση θα καταφέρουν τελικώς να φτάσουν στο σπίτι του πρωτότοκου που όμως αποδεικνύεται πως φιλοξενείται στο σπίτι της οικογένειας της κοπέλας του και για εκείνο το βράδυ είναι προγραμματισμένοι οι αρραβώνες. Η άφιξη, παρά την αρχική χαρά, προκαλεί τον πανικό με αποτέλεσμα ο αρραβώνας να ματαιωθεί και η οικογένεια Παρόντι να βρεθεί στο δρόμο.
Το κυρίαρχο θέμα της ταινίας είναι η μετανάστευση από τον ιταλικό νότο στο βορρά, εκατοντάδες χιλιάδες Ιταλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για να αναζητήσουν δουλειά στον πλούσιο βορρά. Είναι χαρακτηριστικό το σημείο στο οποίο η μάνα λέει πως τόσα χρόνια έβλεπε τον άντρα της να ταλαιπωρείται για ένα κομμάτι ψωμί στα χωράφια και εκείνη φανταζόταν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά της, ένα μέλλον με σταθερή δουλειά, σπίτι και ένα πιάτο φαγητό. Όμως, ακόμα και εντός της ίδιας χώρας, ο οικονομικός μετανάστης αντιμετωπίζεται πάντοτε ως ξένος, το επίθετο νότιος μόνο υποτιμητική χροιά έχει. Αλλά και ο μετανάστης δυσκολεύεται να προσαρμοστεί καθώς του λείπει ο τόπος του.
Δε λείπει όμως και ο έρωτας. Μία πόρνη γίνεται σημείο τριβής ανάμεσα στο Ρόκο και το Σιμόνε. Η υπέροχη σκηνή στη στέγη του καθεδρικού ναού ανάμεσα στο Ρόκο και εκείνη αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας.
Η ταινία, χωρισμένη σε πέντε κεφάλαια, ένα για κάθε αδερφό, αν και φέρει αρκετά στοιχεία νεορεαλισμού (σημαντικό κομμάτι άλλωστε στη φιλμογραφία του Βισκόντι) εντούτοις δεν περιορίζεται σε αυτό και φλερτάρει σε αρκετά σημεία με τον ποιητικό κινηματογράφο. Οικογενειακό δράμα ( με έντονες αιχμές για τη μεσογειακού τύπου αντίληψη περί οικογένειας) που άφησε έντονο το στίγμα του. Γυρισμένο την ίδια χρονιά με το φιλμ του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Με κομμένη την ανάσα, φέρει κάτι από το φρέσκο παρισινό αέρα της γαλλικής Nouvelle Vague. Ακόμα μια φορά ο Βισκόντι εμπνέεται από τον Τόμας Μαν και πιο συγκεκριμένα από το βιβλίο του, Ο Ιωσήφ και τα αδέρφια του.
Μια ακόμα σπουδαία ταινία του ιταλικού κινηματογράφου, του παλιού γιατί ο σύγχρονος περνάει περίοδο τρομακτικής κρίσης με ελάχιστες εξαιρέσεις και πυροτεχνήματα.
Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013
Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι...
Έφτασε η στιγμή για το ετήσιο παζάρι βιβλίου που φέτος αλλάζει χώρο και μετακομίζει στην πλατεία Κοτζιά, τα καλαθάκια στην είσοδο και οι ορδές του κόσμου δε θα λείψουν όμως!
Πάω κάθε χρόνο στο παζάρι και το ευχαριστιέμαι - εντάξει όταν αντικρίζω βιβλίο που το ακριβοπλήρωσα τσαντίζομαι αλλά το ξεπερνάω γρήγορα -. Δεν παίρνω καλάθι γιατί μου πλήττει την αισθητική και ύστερα το μετανιώνω καθώς η στοίβα τραμπαλίζει στην αγκάλη μου. Συνήθως την πρώτη φορά δεν ψωνίζω τίποτα, πηγαίνω ώρα που δε γίνεται πανικός και μένω να χαζεύω με τις ώρες. Υπάρχουν μέρη τα οποία απορρίπτονται με την πρώτη ματιά, οδηγοί μαγειρικής, κηπουρικής, σεξ και ζωδίων. Η φαινομενικά άναρχη τοποθέτηση των βιβλίων υπακούει ευτυχώς στον κανόνα του εκδοτικού οίκου κάνοντας έτσι τη βόλτα του επισκέπτη λίγο πιο ευχάριστη.
Μετά το τέλος της πρώτης επίσκεψης αφήνω λίγο χρόνο να περάσει, να κατακάτσει εντός μου το σύνολο της οπτικής πληροφορίας. Ρίχνω ματιές στο ίντερνετ, ρωτάω φίλους σχετικά με συγγραφείς για τους οποίους κάτι μου λέει το όνομά τους αλλά δεν είμαι και σίγουρος.
Οι αγορές πραγματοποιούνται τη δεύτερη φορά ( ή και την τρίτη, πάντα υπάρχει και τρίτη φορά..). Πειραματίζομαι ελάχιστα - με τόσες προσφορές στο χώρο του βιβλίου δεν είναι πια δύσκολο να δείξεις πειθαρχία- αγοράζω συνειδητά και δεν πέφτω στην παγίδα της τιμής (θέλω να πιστεύω). Περνάω υπέροχα ανάμεσα σε τόσα βιβλία και γυρίζω σπίτι με μερικά καινούρια ακόμα!
Θα συμβούλευα όποιον πάει να προσπαθήσει να μην κάνει ευαγγέλιο την τιμή. Θυμάμαι μια φορά δύο νεαρές να προβληματίζονται σχετικά με την έκδοση της Δίκης του Κάφκα που θα αγόραζαν ευρισκόμενες σε δίλημμα ανάμεσα σε δύο βιβλία των οποίων η μοναδική διαφορά (πέρα από το εξώφυλλο) ήταν τα 50 λεπτά της τιμής...
Κάθε χρόνο πάω στο παζάρι με μικρό καλάθι προσδοκιών αλλά κάθε χρόνο εκπλήσσομαι ευχάριστα. Ένα μόνο εύχομαι για φέτος : τα αυτοκόλλητα των τιμών να ξεκολλάνε πιο εύκολα από τις ράχες των βιβλίων!
υ.γ και λίγο σεβασμό, τόσο στα βιβλία όσο και σε όσους εργάζονται στο παζάρι. Με ηρεμία και προσοχή να κοιτάζουμε, να ξεφυλλίζουμε αλλά να μην ταλαιπωρούμε τα βιβλία και τους υπαλλήλους ανακατεύοντας το σύμπαν...
Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013
Καρδιά τόσο άσπρη - Javier Marías
Το μακρινό παρελθόν. Σαράντα χρόνια πριν από τη γέννηση του αφηγητή, η θεία του και πρώην σύζυγος του πατέρα του θα αυτοκτονήσει αμέσως μετά την επιστροφή του ζεύγους από το γαμήλιο ταξίδι.
Το κοντινό παρελθόν. Ο Χουάν και η Λουίσα εργάζονται ως διερμηνείς. Γνωρίστηκαν όταν εκείνη κλήθηκε να λειτουργήσει ως δίχτυ της διερμηνείας του στη συνομιλία δύο πολιτικών. Μετά από μερικούς μήνες αποφασίζουν να παντρευτούν. Τελευταίος σταθμός του γαμήλιου ταξιδιού η Αβάνα. Ο Χουάν καταλαμβάνεται από διάφορες σκέψεις σχετικές με τα υπέρ και τα κατά του έγγαμου βίου. Από το δωμάτιο του ξενοδοχείου θα γίνει μάρτυρας της συζήτησης δύο εραστών.
Το παρόν. Η αφήγηση, προσπάθεια για σύνθεση και κατανόηση.
Η Καρδιά τόσο άσπρη θα μπορούσε να είναι ένα σκοτεινό αστυνομικό μυθιστόρημα, όμως ο Χαβιέρ Μαρίας επιχειρεί κάτι πιο σύνθετο κινούμενος στα όρια του φιλοσοφικού στοχασμού και σε συνέχεια του βηματισμού σπουδαίων συγγραφέων όπως ο Μπέρνχαρντ. Η εξιχνίαση αποτελεί απλώς την αφορμή, την απαιτούμενη δύναμη για να γυρίσει ο τροχός. Λόγος ασφυκτικός που δοκιμάζει τα όρια του εγκεφάλου, υφαντό περίτεχνο με βελόνι ακριβείας.
Εν αρχή ην ο λόγος. Στον πυρήνα του έργου η Λέξη. Η δύναμη που διαθέτει, η πλέον απλή και συνηθισμένη λέξη, είναι ικανή να αλλάξει άρδην τη ζωή εκείνου που θα την ακούσει. Τα μυστικά, λέξεις που για χρόνια παραμένουν ανενεργές στο βυθό, βάρος στη συνείδηση αυτών που γνωρίζουν. Η υποψία, σαράκι που αλλοτριώνει την ψυχή και δημιουργεί ρωγμές στο δεσμό. Η επιλογή του επαγγέλματος του αφηγητή μόνο τυχαία δε μπορεί να θεωρηθεί. Ο Μαρίας, που σπούδασε αγγλική φιλολογία και έχει αρκετές μεταφράσεις στο ενεργητικό του, γνωρίζει καλά τη σημασία της γλωσσικής διαμεσολάβησης, της ανάγκης για πιστή απόδοση των λεγομένων ενός τρίτου προσώπου, τη σημασία που έχει η παράλειψη ή η λάθος μετάφραση μίας και μόνο λέξης.
Οι χαρακτήρες του Μαρίας έχουν γωνίες που δημιουργούν σκιές υπό το φως του προβολέα και γεννούν στον αναγνώστη το ταυτόχρονο συναίσθημα της έλξης και της αποστροφής, της κατανόησης και του τρόμου. Αναγνωστικό συναίσθημα παρεμφερές με εκείνο του οστερικού ζεύγους (ιδιαίτερα των πρώτων έργων τους). Η παρακολούθηση, μοτίβο επαναλαμβανόμενο στο μυθιστόρημα, άλλοτε οπτική και άλλοτε ακουστική. Ξαφνικά οι ρόλοι αντιστρέφονται και ο παρατηρητής μετατρέπεται σε παρατηρούμενο. Κυρίαρχο το αίσθημα της υποβολής και του μυστηρίου, ψυχολογικό θρίλερ φτιαγμένο από τα πιο απλά υλικά.
Πρώτη επαφή με τον Ισπανό δημιουργό και δηλώνω γοητευμένος, συναίσθημα, που όσο περνούν τα αναγνωστικά χρόνια, σπανίζει.
Μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου
Εκδόσεις Σέλας
Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013
Σημείο Ωμέγα - Ντον ΝτεΛίλλο
Σημείο Ωμέγα. Τίτλος που παραπέμπει στο τέλειο σημείο της γεωμετρίας αλλά φέρει και μία χροιά τελολογική. Εξάλλου, η προφητική διάσταση αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό του συνόλου της κριτικής προσέγγισης στο έργο του ΝτεΛίλλο. Ενόραση που οφείλεται στο χάρισμα της παρατήρησης. Χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει ορισμένους από την κατηγορία των καλών και ταλαντούχων δημιουργών και τους τοποθετεί στη φραξιά των πραγματικά σπουδαίων.
Ρυθμικός δημιουργός. Τα έργα του διέπονται από ένα σταθερό, υποβλητικό τέμπο, ολοένα επιβραδυνόμενο από βιβλίο σε βιβλίο. Ένα χρονικό zoom-in. Τα καρέ παγώνουν, μεγεθύνονται, αποκτούν ατομικότητα και περιγράφονται με ευκρίνεια που τρομάζει. Είναι η αργή κίνηση της υποβολής μακριά από το στείρο εντυπωσιασμό και τη στιγμιαία επίδραση της μεγάλης ταχύτητας.
Το 2006, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης φιλοξενεί την εικαστική εγκατάσταση «24 Hour Psycho» του Ντάγκλας Γκόρντον. Σε μια αίθουσα σκοτεινή, μοναδική πηγή φωτός αποτελεί μία οθόνη στην οποία προβάλλεται η κλασική ταινία του Χίτσκοκ επιβραδυμένη ώστε να διαρκεί 24 ώρες.
Σε εκείνη την αίθουσα λαμβάνει χώρα η εισαγωγή και ο επίλογος του αφηγήματος. Οι σκέψεις του ανθρώπου που επισκέπτεται καθημερινά την έκθεση και παραμένει στην αίθουσα μέχρι τα μεγάφωνα να ειδοποιήσουν για το κλείσιμο του μουσείου. Μια νέα ματιά πάνω σε μια ταινία που έχει παρακολουθήσει δεκάδες φορές στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Η σκηνή στο ντουζ, καρέ καρέ. Ο τρόμος στα μάτια της πρωταγωνίστριας διαρκεί βασανιστικά πολύ αλλά εκείνο που χαράσσεται στη μνήμη του είναι οι κρίκοι της κουρτίνας -που είναι μάλλον πέντε- να στριφογυρνάνε ενώ η κουρτίνα έχει σκιστεί. Όλα αυτά θα συμβούν στις 3 και 4 Σεπτεμβρίου του 2006, τελευταίες μέρες της έκθεσης.
Εκείνες οι δύο επισκέψεις στο μουσείο πλαισιώνουν τα τέσσερα μόλις κεφάλαια του μυθιστορήματος. Η πλοκή είναι στοιχειώδης. Ο Ρίτσαρντ Έλστερ, πρώην σύμβουλος για θέματα πολέμου στο Πεντάγωνο, αποσύρεται στην έρημο. Ο νεαρός κινηματογραφιστής, Τζιμ Φίνλι, τον πολιορκεί για να τον πείσει να λάβει μέρος στο βίντεο πρότζεκτ που ετοιμάζει. Οραματίζεται τον Έλστερ σε ένα μονόλογο αυτοβιογραφικό γύρω από τη ζωή του στο Πεντάγωνο. Τα μυστικά του πολέμου στο Ιράκ σε ένα μονοπλάνο χωρίς cut με φόντο ένα συγκεκριμένο τοίχο πίσω στην πόλη. Ο Έλστερ αρνείται αλλά τον καλεί να περάσει μερικές μέρες μαζί του. Ο Φίνλι θα δεχτεί την πρόταση.
Μακριά από τους «καταραμένους αντίλαλους» της Νέας Υόρκης, η έρημος, για εκείνον που την κοιτάζει επίμονα, είναι γεμάτη λεπτομέρειες που εμφανίζονται με τη σταδιακή υποχώρηση του μανδύα της ομοιομορφίας. Μια ιδιαίτερη καθημερινότητα θα αναπτυχθεί μεταξύ των δύο αντρών. Συζητήσεις στο γέρμα της μέρας, ουίσκι σε χαμηλά ποτήρια, εξορμήσεις στη γειτονική πόλη για προμήθειες. Όμως, η άφιξη της κόρης του Έλστερ θα περιπλέξει το σκηνικό.
Η πλοκή σε δεύτερο πλάνο, σημασία εδώ έχουν τα ίχνη που αφήνουν οι ιστορίες και ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται. Ο ΝτεΛίλλο συνομιλεί με τον Γκόρντον. Οι δυο τους, αποτελούν το βασικό ζεύγος πάνω στο οποίο πατάει ο εσωτερικός διάλογος του άντρα στο μουσείο αλλά και οι συζητήσεις του Έλστερ με τον Φίνλι. Ο χρόνος και η επίδρασή του στην εικόνα, το Ψυχώ του Χίτσκοκ και η απέραντη έρημος. Η επιβράδυνση ως ελάχιστη απάντηση στη σύγχρονη επιτάχυνση, αλλά και αναπόφευκτη τροπή των πραγμάτων.
Ολιγοσέλιδο και μινιμαλιστικό το τελευταίο αφήγημα του ΝτεΛίλλο, γεμάτο κινηματογραφικές εικόνες σχεδόν στατικές, φλερτάρει με το δοκίμιο τέχνης και εισέρχεται σε φιλοσοφικά εδάφη αλλά παραμένει, πάνω και πρώτα απ’ όλα, δείγμα υψηλής λογοτεχνίας.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στο mixtape.gr)
Μετάφραση: Ελένη Γιαννακάκη
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013
η χώρα, όπως είναι - Ρίτσαρντ Φορντ
" Ότι διάλεξα μια ζωή μικρότερη από τα <<ταλέντα>> μου, επειδή με αυτή τη μικρότερη ζωή ένιωθα πιο ευτυχισμένος; (Διπλοτσεκαρισμένο)"
Το συναίσθημα, όταν τελειώνεις ένα τεράστιο -τόσο σε έκταση όσο και σε ομορφιά- μυθιστόρημα, πλησιάζει περισσότερο στη μεριά της θλίψης παρά σε εκείνη της ικανοποίησης. Σαν εκδρομή σε καινούριο μέρος, μία απόδραση από την καθημερινότητα γεμάτη με νέες εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα. Η τελευταία σελίδα σε αφήνει με τη μελαγχολία της επιστροφής στο σπίτι. Καιρό είχα να διαβάσω κάτι αντίστοιχο σε όγκο και πυκνότητα.
Ο Φρανκ Μπάσκομπ στα 55 του, βίωνε με ικανοποίηση τη Μόνιμη Περίοδο (όπως ονομάζει ο συγγραφέας τη μέση ηλικία). Στο πρόσωπο της δεύτερης γυναίκας του είχε βρει την ευτυχία και την απαραίτητη συντροφικότητα, ενώ η επαγγελματική του επιτυχία ως μεσίτη του χάριζε, εκτός από ηθική ικανοποίηση, τη δυνατότητα να ζει άνετα και να μετακομίσει δίπλα στη θάλασσα. Όμως, η μονιμότητα δέχτηκε δύο ισχυρά χτυπήματα. Πρώτα τον εγκατέλειψε εκείνη και ύστερα από λίγους μήνες ήρθε αντιμέτωπος με τον καρκίνο του προστάτη. Με ένα κράμα σκεπτικισμού και αισιοδοξίας, ο Φρανκ, θα προσπαθήσει να αντεπεξέλθει στις νέες συνθήκες.
Φθινόπωρο του 2000, λίγες μέρες πριν από την Ημέρα των Ευχαριστιών, η Αμερική ταλανίζεται από το εκλογικό θρίλερ με πρωταγωνιστές τους Μπους και Γκορ. Ο Φρανκ κυκλοφορεί, στις συντηρητικές ακτές του Νιου Τζέρσεϋ, με αυτοκόλλητο ενάντια στο Μπους κολλημένο στο αυτοκίνητο. Έχει παραγγείλει ήδη τη γαλοπούλα για την Ημέρα των Ευχαριστιών και ετοιμάζεται να υποδεχτεί τα δύο παιδιά του από τον πρώτο του γάμο. Παράλληλα με τις προετοιμασίες, θα προσπαθήσει, παρέα με τον Θιβετιανό συνεργάτη του, να κλείσει μερικές δουλειές, θα επιστρέψει στην παλιά του γειτονιά όπου και θα συναντήσει την πρώτη γυναίκα του, θα παρακολουθήσει την ελεγχόμενη κατεδάφιση ενός κτιρίου, θα γνωρίσει το νέο σύντροφο της κόρης του...
Δεν πρόκειται για page turner μυθιστόρημα. Ο Φορντ, στο ρόλο του μαέστρου αποφασίζει για το αναγνωστικό τέμπο και ο αναγνώστης άλλη επιλογή δεν έχει παρά να ακολουθήσει τις εντολές του. Ένα μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα. Ο Φρανκ είναι ένας άριστα δοσμένος χαρακτήρας για τον οποίο, τελειώνοντας το βιβλίο, έχεις την αίσθηση πως τον γνωρίζεις προσωπικά και πως ξέρεις για εκείνον περισσότερα πράγματα απ' όσα για πολλούς κοντινούς σου ανθρώπους. Θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που βρίσκεται στο δεύτερο μισό της ζωής και προσπαθεί να βρει την ηρεμία της μόνιμης περιόδου, αντιμέτωπος με τη ζωή που κρύβει εκπλήξεις, συνήθως δυσάρεστες. Δεν αρνείται να πληρώσει για τα λάθη του αλλά επιμένει να διεκδικεί την ευτυχία, τη γεύση της οποίας γνώρισε και βρήκε γλυκιά. Διακατέχεται από πάθη και επιθυμίες, νιώθει ίλιγγο στην ανάμνηση της απώλειας του δεκάχρονου γιου του, φοβάται το θάνατο και τη μοναξιά.
Η χώρα, όπως είναι ,αποτελεί το τελευταίο μέρος της τριλογίας του Ρίτσαρντ Φορντ με ήρωα τον Φρανκ Μπάσκομπ. Είχαν προηγηθεί ο (εκπληκτικός) Αθλητικογράφος και το Independence Day (δεν έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά). Το κάθε βιβλίο δύναται να διαβαστεί και αυτόνομα αλλά η τριλογία στο σύνολό της τονίζει ακόμα περισσότερο τη συγγραφική διάνοια του Φορντ, ο οποίος καταφέρνει να αποδώσει, σε βάση πρωτίστως ανθρωποκεντρική, τρεις δεκαετίες αμερικανικής ιστορίας διανθισμένες με κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές προεκτάσεις. Το τελικό αποτέλεσμα μυρίζει αυθεντική Αμερική των προαστίων, της διαχρονικής διαμάχης προοδευτικών και συντηρητικών, των ακτών και της ενδοχώρας, της αναζήτησης θρησκευτικής ταυτότητας, του φόβο της τρομοκρατίας, των περιόδων ύφεσης και ανάπτυξης, του αμερικανικού ονείρου, της γαλοπούλας στο τραπέζι της Ημέρας των Ευχαριστιών.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως, παρά την τεράστια έκτασή του (734 σελίδες), το μυθιστόρημα δεν κάνει "κοιλιά" σε κανένα σημείο. Άκρως υποβλητικό, μέρες μετά το πέρας της ανάγνωσης. Μια απαλή τζαζ ακούγεται ενώ εκείνος οδηγεί πότε στους φρακαρισμένους δρόμους και πότε στη νυχτερινά προάστια, μια θλίψη αναβλύζει από το τραγούδι των γλάρων της ακτής. Μία λεπτομερής σύνθεση από ψηφίδες διαφόρων μεγεθών και αποχρώσεων, ένα πραγματικά υπέροχο μυθιστόρημα.
Τη γνωριμία με τον Ρίτσαρν Φορντ την οφείλω στο Librofilo.
Μετάφραση Σπύρος Τσούγκος
Εκδόσεις Πατάκη
Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013
Η χρονιά του έρωτα - Paul Nizon
Κεντρικός ήρωας -και ταυτόχρονα αφηγητής- στο μυθιστόρημα του Πάουλ Νίτσον είναι ένας Ελβετός συγγραφέας που εγκαταλείπει τη μικρή Βέρνη για να ζήσει στο Παρίσι.
Επιθυμεί να κάνει μια νέα αρχή, να περπατήσει στα βουλεβάρτα, να χαθεί στην πολύβουη παριζιάνικη νύχτα, να ανακαλύψει την πηγή της έμπνευσης και του έρωτα. Μακριά από το παρελθόν, σε ένα περιβάλλον που τον συνδέει με την παιδική του ηλικία όταν και επισκεπτόταν τη θεία του που έμενε εκεί. Στο τελευταίο σπίτι της νεκρής θείας θα βρει καταφύγιο καθώς τα οικονομικά του δεν του επιτρέπουν να κάνει διαφορετικές σκέψεις.
Στα χνάρια του σπουδαίου Ρόμπερτ Βάλζερ βαδίζει ο αφηγητής, ένας παρατηρητής-επισκέπτης που καταγράφει τις σκέψεις του τοποθετώντας τες ανάμεσα σε εικόνες αστικές. Ο ήρωας (ο οποίος φέρει κάποια κοινά στοιχεία με τον συγγραφέα) επιχειρεί τη νέα αρχή, την τόσο ποθητή συχνά. Αφήνει πίσω του τη Βέρνη, αλλά δυστυχώς το παρελθόν τον ακολουθεί. Αδύνατο να αποκοπεί η σκέψη και να σφραγιστεί η πόρτα ενάντια στη νοσταλγία. Καταφεύγει, όπως πάντα, στη γραφή για να μπορέσει να ισορροπήσει, να φιλτράρει, να διατηρήσει αλλά και να αποβάλει. Καταγράφει τη κάθε φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια. Παρατηρεί για ώρες το γείτονά του να προσπαθεί να δώσει τροφή στο αγαπημένο του περιστέρι. Γράφει ώστε να μπορέσει να γράψει, απαραίτητο συγγραφικό πάρεργο, μέρος της διαδικασίας διαμόρφωσης των κατάλληλων συνθηκών.
Η μοναξιά αποτελεί συχνά το τίμημα που καλείται να καταβάλει ο εμπρηστής της γέφυρας με το παρελθόν. Η επαναστατική ηδονή της νέας αρχής με όρους απόλυτους και δίχως συμβιβασμούς, είναι δρόμος που εκτός από πέταλα έχει και σημεία αγκαθωτά. Ο αφηγητής δε θέλει να γυρίσει πίσω αλλά αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η απώλεια της ρουτίνας, κύριο χαρακτηριστικό του χτες, κοστίζει. Παρά τις παιδικές αναμνήσεις, ο αφηγητής δεν παύει να βρίσκεται σε μια εντελώς νέα πραγματικότητα αντιμέτωπος με νέες καταστάσεις και μόνο σύμμαχο τον εαυτό του. Μία αφήγηση αυτογνωσίας στη μεγαλούπολη, θέμα που συναντάται συχνά στην παράδοση της γερμανόφωνης λογοτεχνίας.
Το Παρίσι πρωταγωνιστεί. Η ματιά του ξένου. Η ικανότητα του Νίτσον να αναδείξει το φαινομενικά ασήμαντο και να το ντύσει πότε με λάμψη και πότε με μελαγχολία. Πόλη αντιθέσεων. Φως και σκοτάδι. Έρωτας και πορνεία. Πλήθος και μοναξιά. Το Παρίσι, πόλη λογοτεχνική. Καταφύγιο για δεκάδες συγγραφείς στο πέρας των χρόνων. Μερικά από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας γεννήθηκαν εκεί. Ο Νίτσον αναφέρεται, πότε έμμεσα και πότε άμεσα, σε αρκετά βιβλία (και συγγραφείς) που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την Πόλη του Φωτός. Ενδιαφέρουσες επίσης οι εικαστικές αναφορές και παρατηρήσεις.
Ικανότατος τεχνίτης του λόγου ο Νίτσον. Παρά το μακροπερίοδο λόγο, η χρήση των σημείων στίξης είναι ιδανική και προσδίδει ρυθμό, άλλοτε νωχελικό και άλλοτε καταιγιστικό, στην αφήγηση. Τα χρονικά περάσματα είναι τόσο αρμονικά δεμένα που δε διακόπτουν μήτε στο ελάχιστο τον ειρμό. Πλήρης απουσία διαλόγων. Ένας συνεχής μονόλογος μέχρι τέλους. Μοντάζ που δίνει ρυθμό σε ένα υλικό, όπως αυτό του εσωτερικού μονολόγου, τόσο δύσκολο συχνά στην διαχείρισή του. Το τελικό αποτέλεσμα εντυπωσιακό, αμιγώς λογοτεχνικό, αποδεικνύει πως η πρώτη ύλη της έμπνευσης συχνά βρίσκεται εντός και πως η ανάγκη για συγγραφή, εκτός από σωτήρια, είναι ικανή να αποδώσει αρωματικούς καρπούς. Η μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου καταφέρνει να σταθεί αντάξια του πρωτότυπου παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζει ο λόγος και η σύνταξη του Νίτσον.
Ακόμα ένα διαμαντάκι από τη γερμανόφωνη περιοχή της Ελβετίας ήρθε να προστεθεί στη συλλογή. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα -γνήσιο τέκνο της γερμανικής σχολής- είναι ξεκάθαρη η επιρροή του Βάλζερ αλλά και του Φρις σε κάποια σημεία. Άλλωστε ο Νίτσον, με σπουδές στην ιστορία της τέχνης και διδακτορικό που αφορούσε τον Βαν Γκογκ, αποφάσισε να γίνει συγγραφέας αφού γνώρισε τον Μαξ Φρις στη Ρώμη!
Το βιβλίο το διάβασα μετά από προτροπή της Βιβής από τη Λέσχη Degas.
Μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδόσεις Πατάκη
Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013
Η ανάγκη για ανάγνωση
Πριν κάποια χρόνια, ο ελληνικός στρατός μου χτύπησε την πόρτα. Άντρας, σωματικά και ψυχικά ικανός, χωρίς δικαιολογία για αναβολή, με λίγα λόγια κάποιος με το κατάλληλο προφίλ. Κλήθηκα λοιπόν να ασκήσω το συνταγματικό μου δικαίωμα (sic!) και παρουσιάστηκα έναν Φλεβάρη παρέα με μερικούς εκατοντάδες ακόμα.
Δε θα σας μιλήσω για τη θητεία μου και για τα διάφορα ευτράπελα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτής, ούτε για τις φιλίες ζωής που έκανα, ούτε για τις ιδεολογικές προσεγγίσεις του ζητήματος. Ο χαρακτήρας της ανάρτησης είναι βιβλιοφιλικός.
Τους πρώτους δύο μήνες δεν κατάφερα να διαβάσω ούτε μία γραμμή από τα βιβλία με τα οποία είχα φροντίσει να εξοπλιστώ. Παρέμεναν κρυμμένα στο βάθος του στρατιωτικού σάκου. Παρά το γεγονός πως υπήρχε αρκετός, για τα δεδομένα των συνθηκών "ελεύθερος" χρόνος η κόπωση ήταν τέτοια που απέτρεπε τις όποιες αναγνωστικές μου βλέψεις. Η επιθυμία για ύπνο ήταν ισχυρότερη. Ήταν μια δύσκολη περίοδος, η προσαρμογή σχεδόν αδύνατη, η καθημερινότητα γεμάτη από ανεξήγητα συμβάντα, η υποχρεωτική απραξία εξουθενωτική.
Αντίστοιχα άσχημα τα περνούσαν και οι δικοί μου άνθρωποι, η μονοδιάστατη επικοινωνία που περιοριζόταν σε φλέγοντα ζητήματα όπως το χάλια φαΐ, οι υπηρεσίες, η έξοδος που αργούσε, η φήμη που μετατρεπόταν σε ράδιο αρβύλα, το κρύο... Ακόμα χειρότερο από τα παραπάνω υπήρξε το γεγονός πως κατέρρευσαν εντός μου όλες οι γέφυρες μεταξύ συνειδητού και υποσυνειδήτου, δεν έβλεπα όνειρα, η φαντασία μου περιοριζόταν επικίνδυνα, οι σκέψεις μου έφταναν μέχρι την πύλη και επέστρεφαν πίσω χλομές και αδύναμες.
Ο καιρός δεν περνούσε, οι μέρες όλες μία. Ώσπου μια μέρα κάτι έσπασε μέσα μου. Δεν θυμάμαι την αιτία πια, μικρή σημασία έχει. Το σημαντικό ήταν πως λειτούργησε σαν καμπανάκι, ένας συναγερμός προσωπικός. Θα τολμούσα να το αποκαλέσω και ένστικτο επιβίωσης έχοντας συνείδηση της βαρύτητας της έκφρασης αυτής. Η μοναχική σκοπιά από την αρχή λειτουργούσε λυτρωτικά για μένα. Ώρες κατά τις οποίες είχα το χρόνο να μείνω μόνος μου. Ένα βράδυ, λίγο μετά το παραπάνω συμβάν, επικέντρωσα τη σκέψη μου στις δυνατότητες που είχα για να αλλάξω κάπως την κατάσταση. Ανάμεσα σε σκέψεις ακραίες, εμφανίστηκε και μία εφικτή και ελπιδοφόρα: να αρχίσω πάλι να διαβάζω.
Το ίδιο βράδυ, μετά την επιστροφή στο θάλαμο, έβαλα το σχέδιο σε εφαρμογή και γύρισα διστακτικά την πρώτη σελίδα. Από τότε, μόλις έβρισκα τον ελάχιστο χρόνο, διάβαζα. Συχνά μια πρόταση μονάχα. Και όμως ήταν αρκετό! Με το πέρας των ημερών και την συστηματική αγωγή ο ασθενής έγιανε! Άρχισα να βλέπω όνειρα ξανά, η φαντασία μου βρήκε αποκούμπι, ανέκτησα την ικανότητα στη συγκέντρωση. Δεν έγιναν όλα τέλεια προφανώς, αλλά η διαφορά ήταν αισθητή και ο δρόμος προς την απόλυση ομαλότερος.
Πολλά είναι εκείνα τα οποία οφείλω στα βιβλία και την ανάγνωση, αλλά η παραπάνω εμπειρία είναι ίσως η πλέον αντιπροσωπευτική. Ένα από τα ελάχιστα αναμνηστικά εκείνης της περιόδου υπήρξε η συνειδητοποίηση πως η ανάγνωση, για μένα, εκτός από απόλαυση είναι και ανάγκη.
Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013
Θεωρία της απειλής - Botho Strauss
( Πρόσφατα διάβασα την Αριστερόχειρη γυναίκα του Πέτερ Χάντκε. Στο άκρως ενδιαφέρον προλογικό σημείωμα της μεταφράστριας, Σώτης Τριανταφύλλου -το οποίο προσπέρασα για να επανέλθω σε αυτό μετά το πέρας της ανάγνωσης της νουβέλας, όπως πιστεύω ότι θα έπρεπε να κάνει ο κάθε αναγνώστης με κάθε αντίστοιχο προλογικό σημείωμα/επίμετρο- γίνεται παραλληλισμός της προαναφερθείσας νουβέλας με την Αφιέρωση του Γερμανού συγγραφέα, Μπότο Στράους. Νωρίτερα, σε βόλτα σε παλαιοβιβλιοπωλείο είχα αγοράσει τη Θεωρία της απειλής, ευρισκόμενος εν μέσω γερμανόφωνων αναγνωσμάτων. Ένα ακόμα νήμα με αρκετή δόση σύμπτωσης.)
" Έχοντας ξυπνήσει από βαθειά ανάγνωση, φερμένος από το ασίγητο ρυθμό των αράδων στην ομιλία, με το στόμα μισό ακόμη στο σκοτάδι, έτσι αφιερώνεται λοιπόν ο πάλι ηχογραφούμενος μονόλογος στην πρώτη ημερολογιακή μέρα του χειμώνα."
Ο ήρωας-συγγραφέας έχει απομονωθεί αναζητώντας τις ιδανικές συνθήκες για συγγραφή. Το πυκνό δάσος οριοθετεί το χώρο γύρω από το σπίτι καθώς το χιόνι σκεπάζει κάθε σπιθαμή του εδάφους. Αδυνατεί να δαμάσει τη συγκέντρωσή του, η σκέψη του κατακλύζεται από την παρουσία της τηλεφωνικής συσκευής, όλο του το είναι εύχεται μία κλήση. Μετά από ώρες το τηλέφωνο θα χτυπήσει, στην άλλη άκρη της γραμμής ο δρ. Β διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής της γειτονικής πόλης Φ. Ισχυρίζεται πως μία ασθενής, η Λεία, τον αποζητά με υστερικές κραυγές. Αν και δεν τη γνωρίζει θα αποδεχτεί την πρόσκληση του γιατρού και θα την επισκεφτεί.
Από την πρώτη κιόλας πρόταση ο συγγραφέας τοποθετεί τον αναγνώστη στο μυαλό του αφηγητή, ανάμεσα σε νευρώνες και κύτταρα, θέση προνομιακή μα συνάμα άβολη. Η απουσία του έρωτα και το διαταραγμένο πνεύμα του πρωταγωνιστή. Δύσκολο να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα για το ποιο γέννησε το άλλο. Οι δυνατότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου τεράστιες αλλά μόνο μερικώς ελεγχόμενες και γι' αυτό συχνά τρομακτικές. Το λεπτό όριο που τέμνει το λογικό από το παράλογο και το πλήθος των όψεων της πραγματικότητας. Η διάκριση ανάμεσα στη νευρολογία και την ψυχιατρική.
Αφήγηση των γεγονότων από τον ήρωα σε μια προσπάθεια να κατανοήσει πρωτίστως ο ίδιος, να πιάσει το νήμα ξανά από τη στιγμή που το τηλέφωνο χτύπησε και η πραγματικότητα ακολούθησε παράξενα μονοπάτια. Απόπειρα ψύχραιμης ματιάς του εφιάλτη. Ο Στράους μαεστρικά, σελίδα τη σελίδα, χτίζει τον τρόμο και παραθέτει τα γεγονότα όπως εκείνα επανέρχονται σταδιακά στη μνήμη του αφηγητή. Το αντικειμενικό απουσιάζει σε μια κλειστοφοβική και εσωτερική αφήγηση την οποία ο μεταφραστής, Αλέξανδρος Κυπριώτης, αποδίδει υπέροχα. Ο υποκειμενικός χαρακτήρας προσδίδει στην εμπειρία του ήρωα μια τρομακτική αληθοφάνεια, μια αίσθηση του πιθανού που καθηλώνει και δεν επιτρέπει στην ένσταση της υπερβολής να μειώσει την ένταση της ιστορίας. Αν και το θέμα της απουσίας του έρωτα αποτελεί κοινό τόπο στη λογοτεχνία, ο Στράους το προσεγγίζει με έναν τρόπο ξεχωριστό που χαρακτηρίζεται από έμπνευση στη σύλληψη και ταλέντο στην πραγμάτωση του εγχειρήματος.
Άκρως ενδιαφέρουσα γνωριμία με ένα συγγραφέα του οποίου την ύπαρξη ομολογώ πως αγνοούσα μέχρι πρόσφατα.
Μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης.
Εκδόσεις Ίνδικτος.
Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013
Νυμφαίος Θάνατος - Βασίλης Παπαγεωργίου
" Κάθε στιγμή, κάθε ασύλληπτη υποδιαίρεση της στιγμής ο κόσμος περιμένει ν' αρχίσει απ' την αρχή. Ο κόσμος αρχίζει ούτως ή άλλως απ' την αρχή, αλλά κάποιο σημείο του κόσμου περιμένει, παραμένει πότε διακριτικά, πότε επιδεικτικά ανοιχτό για ν' αρχίσει από τη δική του αρχή. Γι' αυτό και ο θάνατος, που ούτως ή άλλως είναι πάντα παντού, είναι πάντα σ' ένα διαφορετικό πάντα και σ' ένα διαφορετικό παντού. Ο θάνατος είναι ένα πάντα και ένα παντού, γι' αυτό όταν μου είπε << Πάνε να μου φέρεις το θάνατο >>, δεν έκανα καμία κίνηση."
Θεσσαλονίκη, η Νύμφη του Θερμαϊκού. Πόλη αντιθέσεων και συνθέσεων. Το κέντρο και τα προάστια, η θάλασσα και το βουνό, η λάμψη και το σκοτάδι, ο έρωτας και η πορνεία. Προορισμός της εσωτερικής μετανάστευσης και αφετηρία για αναζήτηση καλύτερης τύχης στο εξωτερικό. Συντηρητισμός και πρωτοπορία. Η Θεσσαλονίκη του Παπαγεωργίου καλύπτεται από μια διαρκή ομίχλη, πότε ποιητική και πότε σκοτεινή, ομίχλη που παραπέμπει στα πλάνα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Ομίχλη που άλλοτε επισκιάζει την ομορφιά και άλλοτε την αναδεικνύει. Ομίχλη του χρόνου που σκεπάζει τη ματιά στο παρελθόν.
Ο θάνατος πανταχού παρών στο κείμενο, διαρκής υπενθύμιση του τέλους και ελπίδα για νέα αρχή. Φαινομενικά άναρχη δομή, αντίστοιχη της νοσταλγίας. Όλα εκείνα που έλαβαν τέλος και επιμένουν να χτυπούν την πόρτα του παρόντος, δεκανίκια και εμπόδια στην πορεία για το μέλλον. Το φίδι που δάγκωσε τον πατέρα, η Μάρθα και το ανεκπλήρωτο του έρωτα. Βόλτες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αναμνήσεις από τη ζωή στο προάστιο και τις μετέπειτα εξορμήσεις στη γείτονα, στο άστυ, εξοχή.
Η αγάπη για τη λογοτεχνία, αυτοβιογραφική πινελιά του συγγραφέα στον καμβά της ζωής. Ο Πεντζίκης και ο Δημητριάδης σημεία αναφοράς, αναπόσπαστο μέρος της Θεσσαλονίκης του συγγραφέα, η αρχή της διαδρομής στο λογοτεχνικό στερέωμα. "Η εμπειρία του θανάτου μοιράζεται το μαξιλάρι του Πεντζίκη (όπως και του Εμπειρίκου και του Ελύτη και του Δημητριάδη). Εμπειρία που τανιέται ξεσκέπαστη στο ζεστό κρεβάτι της Θεσσαλονίκης. Στο Μητέρα Θεσσαλονίκη ο θάνατος που θανατώνει και ο θάνατος που θανατώνεται." Η άρρηκτη σχέση ανάμεσα στο λόγο και την ύπαρξη, "δείξε μου κάποιο σημείο στο οποίο δεν εισχωρεί ο λόγος."
Κείμενο απαιτητικό, λόγος ποιητικός. Ο συγγραφέας με μαεστρία διαχειρίζεται την ανάμνηση. Οι εναλλαγές στην ιστορία και οι προσωπικές παρεκβάσεις δεν αποτελούν εμπόδιο για τον αναγνώστη. Διάθεση φιλοσοφικής προσέγγισης, όχι μόνο του θανάτου αλλά και της μνήμης. Η νοσταλγία του μετανάστη παρούσα. Αναφορές και παραπομπές, κυρίως λογοτεχνικές, γόνιμες και απαραίτητες στο συγγραφικό όραμα και όχι απλή επίδειξη γνώσεων. Γραφή και σύνθεση που μαγνητίζουν.
Ο Βασίλης Παπαγεωργίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1955. Διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία,δημιουργική γραφή και δραματουργία στο πανεπιστήμιο Växjö, στη Νότια Σουηδία. Έχει δημοσιεύσει ποίηση στα σουηδικά και θεατρικά έργα στα ελληνικά και στα σουηδικά. Έχει μεταφράσει Σουηδούς συγγραφείς στα ελληνικά και Έλληνες στα Σουηδικά.
Η παρούσα έκδοση συνοδεύεται από δύο σχέδια της Lo Snöfall.
Εκδόσεις Ροές.