Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Φθινόπωρο (2008)

[Τις Πέμπτες τα βράδια, επιστρέφοντας σπίτι απ' τη δουλειά, κοντοστέκομαι συνήθως έξω από το Τιτάνια, στην αρχή της Θεμιστοκλέους, και τσεκάρω τη νέα τριάδα ταινιών. Με εξιτάρει η ιδέα των μίνι αφιερωμάτων, η δυνατότητα να δεις στη μεγάλη οθόνη κάποια παλιότερη ταινία, ίδιον των θερινών σινεμά συνήθως. Την ταινία του Alper δεν την γνώριζα, το ομολογώ.]





Δηλαδή, έχασες δέκα χρόνια από τη ζωή σου στη φυλακή για χάρη του σοσιαλισμού; τον ρωτάει εκείνη. Κάπως γλυκόπικρα, στεκόμενη θαρρείς κάπου ανάμεσα στο θαυμασμό και την ειρωνεία, την αδυναμία και την έλλειψη κατανόησης, όλα αυτά μαζί, ταυτόχρονα, σε μια ερώτηση και ένα βλέμμα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι δίπλα του. Ο Γιουσούφ, πρώην πολιτικός κρατούμενος σε φυλακές υψίστης ασφαλείας έξω από την Κωνσταντινούπολη, δε μιλά πολύ. Με προίκα δυο πνεύμονες κατεστραμμένους, απόρροια μιας παρατεταμένης απεργίας πείνας, μετά την αποφυλάκιση πήρε το δρόμο της επιστροφής στη γενέθλια γη.

Χωριό μικρό, στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας, σχεδόν πάνω στα σύνορα με τη Γεωργία, εκεί που οι ορεινοί όγκοι ξεκινούν από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας για να συναντήσουν τον ουρανό. Η ανάπτυξη βρίσκεται στον τουρισμό και επομένως μακριά από τους δυσπρόσιτους εκείνους δρόμους που περνούν μέσα από κατάφυτες εκτάσεις δασών, γλείφοντας το χείλος γκρεμών για να χαρίσουν όμως τελικώς στον επίμονο ταξιδιώτη την καθαρότητα του χιονιού. Εκεί τον περιμένει η μητέρα του.

Αρχικά, τα πλάνα αρχείου -με τον έντονο κόκκο στην εικόνα και την ένταση του ήχου- από αναταραχές στη φυλακή, δίνουν μια έντονη ρεαλιστική απόχρωση, ενώ οι πρώτες μέρες της επανόδου του Γιουσούφ στο χωριό κεντούν εικόνες νατουραλισμού στον αρχικό καμβά που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης· στοιχεία που μου έφεραν στο νου το Βασιλιά του Νίκου Γραμματικού. Στην πορεία της ταινίας όμως, μαεστρικά και ήσυχα, ο σκηνοθέτης αρχίζει να αναμειγνύει στα παραπάνω συστατικά, ήπιες δόσεις συμβολισμού και ρομαντισμού. Ο ρεαλισμός επανέρχεται μειούμενος, η ζωή στο χωριό εξισορροπείται με εκείνη στην πόλη, η μοναξιά με τον έρωτα, το βουνό με τη θάλασσα. Σκηνοθετικό ντεμπούτο αξιώσεων, με αναφορές στο παγκόσμιο σινεμά, δίχως αχρείαστες και ενοχλητικές ποιητικούρες και μελοδραματισμούς, δράμα βουβό και όχι συναισθηματικά εξαναγκαστικό. Φωτογραφία στην υπηρεσία του τοπίου, όχι στυλιζαρισμένη και επομένως λιγότερο εντυπωσιακή ως καρέ, μα στη συνολική αποτίμηση ουσιαστική και λειτουργική· τα κάδρα στον προβλήτα, εικόνες ανατριχιαστικής ομορφιάς, από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου.

υ.γ. Έξι άνθρωποι βρεθήκαμε στην προβολή. Η διατήρηση χώρων όπως το Τιτάνια είναι και δική μας ευθύνη. Βγαίνοντας από την αίθουσα, οχτώ παρά, είχε ακόμα φως!




Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

το άνοιγμα της μύτης - Άντζελα Δημητρακάκη





Σκόπιμη μετάθεση, μελλοντική, στηριζόμενη σε κολλήματα λογοτεχνικά, φύσεως προσωπικής, εκεί που τα διηγήματα λειτουργούν επικουρικά περισσότερο ως προς το σύνολο του έργου, αν και οι διαψεύσεις πυκνώνουν μαζί με τις παραινέσεις, τις γόνιμες και ουχί τις γεμιστές με δηθενιά και διδακτισμό υψωμένου δαχτύλου.

Τελικώς η στιγμή έφτασε, για λόγους μάλλον απροσδόκητους, ατάκτως παραχωμένους κάπου στο βάθος, με την ελπίδα να επαφίεται στη σκόνη που θα άφηνε πίσω του ο χρόνος, άρνηση και ηθελημένη τυφλότητα, επιλεκτική, μα ο αέρας φρόντιζε να απομακρύνει τους κόκκους, πριν εκείνοι συσσωρευτούν επαρκώς. Η στιγμή έφτασε, ο λογαριασμός να κλείσει.

Γνώρισα τη Μάγια ύστερα από μερικές βδομάδες συστηματικής παρακολούθησης, αλλά την έκανα να πιστέψει (με τρομακτική ευκολία) ότι γνωριστήκαμε τυχαία. Σχημάτισα την εντύπωση ότι ήταν εξαιρετικά αφηρημένη αφού δε μ' έβλεπε να την ακολουθώ κατά τη διαδρομή από το σπίτι της στο πανεπιστήμιο, στην κάβα, στη βιβλιοθήκη και στο αγαπημένο της κλαμπ, κάθε Πέμπτη βράδυ στις 11:00. Το εξέλαβα ως κάτι θετικό. Άμα ζεις σ' ένα μέρος σαν αυτό και σπούδαζε ό,τι κι εγώ , πιστεύεις ότι η αφηρημάδα είναι ενδεικτικό στοιχείο μιας απόλυτα ρομαντικής φύσης ή μιας ασυνήθιστης διάνοιας ή και των δύο σε συνδυασμό.

Και ήταν αυτή η λέξη: αφηρημένη, που περισσότερο από κάθε άλλη με έκανε να διαβάσω ξανά την πρώτη αυτή παράγραφο, παρά η συστηματική παρακολούθηση, που φευγαλέα με κυρίευσε σαν σκέψη ένα βράδυ, πρόσφατο της ανάγνωσης, σε μια σκοτεινή στάση λεωφορείου και η ύστερη αφήγησή της στάθηκε αφορμή για παράθεση όρων αγγλικών, συνδεδεμένων στο νου μου με τον κινηματογράφο και όχι με την ψυχιατρική ή ακόμα περισσότερο με την εγκληματολογία, και της οποίας η μη υλοποίηση, με την προσθήκη μιας δόσης χιούμορ, αποδείχτηκε σωτήρια για την έξωθεν σχετικά καλή μαρτυρία μου.

Η αφηρημάδα όμως, έδωσε γρήγορα τη θέση της στην αλήθεια του καθενός, διαφορετική και ξένη από του άλλου, ακόμα και από εκείνη του μοναδικού Άλλου, της οποίας η αποκάλυψη έπεται πολλών και προηγείται ίσως μόνο της τελικής και οριστικής αποκαθήλωσης, αναπόφευκτης ίσως, σύμφωνα με τους απαισιόδοξους ή τους ρεαλιστές, χαρακτηρισμός ανάλογος της θέσης και της στάσης απέναντι στα πράγματα της ζωής και όχι μόνο, μικρής τελικώς σημασίας εμπρός στην έκρηξη, απόρροια της αποκάλυψης της αλήθειας, αδύναμη θεωρία στη σκιά του οριστικού γεγονότος.

Έτσι κάπως ξεκίνησα να διαβάζω τα διηγήματα της συλλογής, με μια επανάληψη να επιτείνει τη δεδομένη αποφορά του τέλους, ήταν Σάββατο πρωί και έβρεχε. Στη συνέχεια η προσοχή αποσπάστηκε, ο κόσμος της Δημητρακάκη, όχι πάντοτε φιλόξενος και σε καμία περίπτωση αρμονικά βαρετός, γνώριμος όμως αν και ίσως κάπως άγουρος και πρώιμος σε ορισμένα σημεία, εντούτοις ικανός να έλξει και έτσι να με απομακρύνει σωτήρια. Μετά το κλείσιμο του βιβλίου η πραγματικότητα επανέρχεται δριμύτερη και αναζωογονημένη.
     
Το τέλος επανέφερε, πιο επίκαιρο από ποτέ, το ζήτημα της επιστροφής, με μια σειρά από πιθανές εκδοχές να ακολουθούν τα απόλυτα και μονολεκτικά, μαθηματικώς αποδεκτά, μα διόλου εφαρμόσιμα, ναι και όχι.



Εκδόσεις Οξύ

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Ποδήλατο






I

Ο θείος μου, μισό αιώνα πριν, βόλταρε στον Κολωνό με μονόροδο. Μόνος το έφτιαξε μαζεύοντας τα υλικά ένα ένα, σύνθεση άχρηστων αντικειμένων. Έμαθε γρήγορα να το ελέγχει, με χάρη και στυλ. Επέμενε να μοιράζει τα γυάλινα μπουκάλια, γεμάτα γάλα, έχοντας πάντα τον πατέρα του στο κατόπι του να τον απειλεί με ξυλοφόρτωμα ανεξάρτητα από την έκβαση της επιχείρησης.

II

"Δάγκωσα τη γλώσσα μου μικρός", απάντηση σε ερώτηση χρόνια, οδοντίατροι και ερωμένες κυρίως, μα και άλλοι, με τα χρόνια λιγότεροι. Έκανα κύκλους στην πλατεία κάτω από το σπίτι· κάθε 360 μοίρες περήφανος ένευα στη μητέρα μου, "την επόμενη, πιο γρήγορος": υπόσχεση που όπως οι περισσότερες έμεινε ανεκπλήρωτη. Έπεσα. Το πρώτο ξέπλυμα έγινε στην πέτρινη βρύση δίπλα στις κούνιες, το βράδυ εκείνο ήπια το γάλα σε ποτήρι, η πληγή ήταν ακόμα νωπή.

III

Όταν ήρθα σπίτι σου, πρώτη πρώτη φορά, ήταν αργά το πρωί, ένα ωραίο φως έπεφτε ελαχιστοποιώντας τις σκιές, βγήκα στο μπαλκόνι, δοκίμασα την ακροφοβία μου σκύβοντας και ακουμπώντας τα χέρια μου στο κάγκελο, δίστασα όμως να κοιτάξω προς τα κάτω, έμεινα να χαζεύω τον αστικό ορίζοντα, κεραίες και ηλιακοί, δυο πολυκατοικίες πιο πέρα, κάτι παιδιά έκαναν ποδήλατο στην ταράτσα. Λίγο καιρό έμεινες εκεί, ευτυχώς.

IV

Ύστερα από χρόνια, στο ρόλο του έμπειρου, σε είδα ξαφνικά να πέφτεις, σε μια στιγμή. Έπεισα τον εαυτό μου πως δεν ήταν κάτι το σοβαρό· ήταν. Ακόμα μετανιώνω για την ειρωνεία εκείνη πριν την απεικονιστική πλάκα.

V

Δεν κατάφερα ποτέ να σηκώσω τη μπροστινή ρόδα από το έδαφος· σούζα, το λένε. Τα καταφέρνω όμως καλά δίχως χέρια· διαρκής αναζήτηση ισορροπίας,




[αφορμή ή/και πρόφαση για τα παραπάνω: Εγκώμιο του ποδηλάτου, Marc Augé (μετάφραση Διονύσης Παπαδουκάκης, Εκδόσεις Αλήστου Μνήμης)]


Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Χρόνοι τέσσερις

 

 

 

 

Το Όνειρο





Μία φίλη μου σύστησε έναν ηλεκτρολόγο, εκείνος ήρθε εδώ στο σπίτι, έλειπαν όλοι, ήταν και η φίλη μου μαζί, αφού έκανε ενδελεχή μελέτη, μου είπε ποιες λάμπες χρειάζεται να αλλάξω, ύστερα συμπλήρωσε: και γιατί να το κάνεις αυτό; αφού να φύγεις θες, όχι να φωτίσεις καλύτερα.




Η Υπόσχεση





Μου έταξες τόσα, νησιά και ευδαιμονία, απαίτησες ρεαλισμό προς υποστήριξη της μαγείας, και βρέθηκα εδώ·



 

Η πραγματικότητα

 







Με ξέχασες, κι εγώ βρεχόμουν, τόσα μέτρα κάτω από τη γη.


 

 

Το Καταφύγιο

  




Να επιμένεις πάντα στη γραφή, ακόμα και τις μέρες εκείνες που οι λέξεις μοιάζουν να αρνούνται πεισματικά, είπε.





Το Τέλος



 "Όλα κάποτε τελειώνουν και ξαναρχίζουν, και αυτοί που ξαναρχίζουν θα είναι όμορφοι."
Διονύσης Καψάλης

(Η ηχοκινητική επένδυση του τέλους: εδώ.)





υ.γ Σήμερα είναι τα τέταρτα γενέθλια του μπλογκ· κάθε ευχή ευπρόσδεκτη.






Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Άννα, τώρα κοιμήσου - Κώστας Γ. Παπαγεωργίου





"Εσύ στις δέκα λέξεις που θα πεις οι πέντε έχουν να κάνουν με τη μνήμη", λέει η Φιλιώ απέναντί μου καθισμένη στο τραπέζι εκεί που τρώγαμε κι εγώ κρατούσα κάτω από το τραπέζι αλλά με τρόπο το χαρτί με λίγες λέξεις που ήθελα να πω αλλά δεν τις έστειλα την τελευταία στιγμή, κι ας είχα αποφασίσει να τις στείλω.

Υπάρχουν αναγνώσεις που πρέπει να παραμένουν κρυφές, εσωτερικές και προσωπικές, αλλιώς, αν τυχόν επιχειρήσεις να εξωτερικεύσεις τις σκέψεις σου, κινδυνεύεις να αποκαλύψεις περισσότερα για σένα τον ίδιο, παρά για το βιβλίο. Τέτοια περίπτωση βιβλίου είναι το Άννα, τώρα κοιμήσου.

Και θα έμενε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας (sic!), αν δεν υπήρχε μια ιδιαιτερότητα στη σύνταξη του λόγου του Παπαγεωργίου, ικανή να με ωθήσει σε σκέψεις περί επιμέλειας και σημείων στίξης. Λόγος μακροπερίοδος, εναλλαγή ευθέος και πλάγιου λόγου, επαναλήψεις λεκτικών μοτίβων και φράσεων, εώς εδώ όλα καλά· εκείνο που αρχικώς με ξένισε, μα στην πορεία με γοήτευσε, ήταν η αραιή χρήση κομμάτων, η προφανής απουσία τους. Στην αρχή, θυμίζοντας μάλλον διορθωτή παρά αναγνώστη, νοητά τα σημείωνα, πραγματοποιούσα τεχνητές αναγνωστικές παύσεις, ένα αίσθημα καχυποψίας με διακατείχε. Η επιμονή του όμως δικαιώθηκε, το κείμενο με υπνώτισε, η αναπνοή μου βρήκε ρυθμό, τα μάτια χαίρονταν για την απουσία περιττών λεκέδων ανάμεσα στις λέξεις.

Φανταζόμουν έναν επιμελητή να επιστρέφει με κοκκινίλες το κείμενο στον ντροπαλό συγγραφέα, εκείνος είτε να αποδέχεται τις "διορθώσεις" είτε να εγκαταλείπει τη μάχη της έκδοσης. Σκέφτομαι όλους εκείνους τους κακούς επιμελητές που σίγησαν ιδιαίτερες φωνές από αδυναμία να αναγνωρίσουν το ξεχωριστό από το λάθος, τους φιλόλογους που έμειναν πιστοί στο σώμα, ξεχνώντας την ψυχή. Στην περίπτωση αυτή, ο ποιητής επικράτησε. Ευτυχώς. Τύχη και ευχή η παρουσία ενός ικανού επιμελητή, για τον δημιουργό πρωτίστως, ακολούθως και για εμάς τους αναγνώστες.

Συζητώ τον παραπάνω προβληματισμό μου με την Ε., εκείνη προσπαθεί αρχικώς να καταλάβει τι εννοώ, βγάζω το βιβλίο και το αφήνω στο τραπέζι, εκείνη το ανοίγει σε μια τυχαία σελίδα και αρχίζει να διαβάζει δυνατά, δεν κομπιάζει πουθενά, θαρρείς και είχε προηγηθεί ικανός αριθμός προβών· "είναι λόγος προφορικός" μου λέει χαμογελώντας με νόημα, σε τρεις λέξεις σύνοψη.

Η απόλαυση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βρίσκεται στη γλώσσα, τα αδιέξοδα του έρωτα, άλλωστε, είναι χιλιοειπωμένα. Πάντως, και αν με ρωτάτε, τη Φιλιώ εγώ λυπήθηκα, με εκείνη ταυτίστηκα.


υ.γ στη σειρά αυτή των εκδόσεων Γνώση υπάρχουν αρκετά διαμαντάκια.
υ.γ2 αν δανείζεις, σου δανείζουν.
υ.γ3 "...εγώ κρατούσα κάτω από το τραπέζι αλλά με τρόπο το χαρτί με λίγες λέξεις που ήθελα να πω αλλά δεν τις έστειλα την τελευταία στιγμή, κι ας είχα αποφασίσει να τις στείλω."



Εκδόσεις Γνώση 
   

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Το Ρωμαϊκό Λουτρό @ Θέατρο Σημείο





Ο ήρωας της ιστορίας μας για χρόνια λάμβανε την άδειά του καταμεσής του χειμώνα, μήνα Γενάρη συνήθως, τότε που οι θερμοκρασίες στη Βουλγαρία φλερτάρουν με επίπεδα ιδιαιτέρως χαμηλά και οι παραθαλάσσιες πόλεις απομένουν έρημες να ονειρεύονται το επόμενο καλοκαίρι. Εσωτερικώς σιχτίριζε, εξωτερικώς όμως  το αποδεχόταν με στωικότητα και συγκατάβαση, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει άραγε; Καλοκαίρι 1974, επιτέλους και εξαιτίας μιας σειράς συμπτώσεων, όχι μόνο γραφειοκρατικών μα και ανθρώπινων, το θαύμα συντελείται, άδεια καλοκαιρινή! Φεύγοντας για τη θάλασσα, αφήνει τα κλειδιά του σπιτιού σε ένα ζευγάρι εργατών, επιθυμώντας να συνδυάσει την απουσία του με την επισκευή του πατώματος. 

Όμως τα πράγματα δε θα εξελιχθούν κατά τρόπο φυσιολογικό και αναμενόμενο. Γυρίζοντας, ύστερα από τρεις εβδομάδες, έκπληκτος θα αντικρίσει ένα ρωμαϊκό λουτρό εκεί που κάποτε βρισκόταν το σαλόνι του πατρικού του, βλέπετε, η συντήρηση του πατώματος έφερε στην επιφάνεια ένα εύρημα μοναδικής αξίας. Και ο εφιάλτης ξεκινά. Διατηρεί βεβαίως το δικαίωμα να παραμείνει στο σπίτι του, όμως πλέον οφείλει να το μοιράζεται με έναν καριερίστα αρχαιολόγο, τον διορισμένο από το κράτος ναυαγοσώστη, τον εκπρόσωπο της τοπικής σοσιαλιστικής οργάνωσης, τους διάφορους τυχοδιώκτες με τις δυτικές άκρες και τα δολάρια στην τσέπη. Ένα απλό, και με ελάχιστα έπιπλα, σαλόνι μετατρέπεται σε αρένα ετερόκλητων διεκδικήσεων και συμφερόντων.

Εκεί που το παράλογο συναντά τη ζωή ενός απλού ανθρώπου, το κωμικό και το τραγικό πλησιάζουν τόσο, που τις περισσότερες φορές με δυσκολία διακρίνονται. Είναι αυτή η αντίθεση ένα σημείο πρόσφορο, όχι μόνο για τη σκέψη και την έμπνευση του συγγραφέα, αλλά και για τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, να εντοπίσουν τις ισορροπίες για να τις διαφυλάξουν ή να τις διαρρήξουν.

Ο χαρακτηρισμός κωμωδία, για μένα λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά, ιδιαίτερα εξαιτίας του φόβου περί καταφυγής στη βωμολοχία και (προσφάτως) τη δήθεν σατιρική διάθεση απέναντι στην οικονομική κρίση. Ευτυχώς, το Ρωμαϊκό Λουτρό, αποδείχτηκε μια παράσταση απαλλαγμένη από τις παραπάνω ιδιοπάθειες. Στιγμές έντονου γέλιου, όχι κοινές για όλους τους θεατές και μάλλον ερωτηματικό και για τους ίδιους τους συντελεστές, γέλιο όμως που στιγμή δεν έπαψε να λειτουργεί ως αντίστιξη του τραγικού και του παράλογου, της ολικής ανατροπής μιας ανθρώπινης ζωής.

Το σκηνικό, παντελώς άδειο στην αρχή, συναρμολογούμενο σταδιακώς, χρησιμοποιείται με τρόπο έξυπνο από τον σκηνοθέτη, ως μία μη λεκτική υπογράμμιση της περιπλοκής μιας παράλογης κατάστασης, της δημιουργίας διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στους ήρωες, την απώλεια του κοινού τόπου των ανθρώπινων διεκδικήσεων.   

Εντυπωσιάστηκα ανακαλύπτοντας πως το έργο του Στάνισλαβ Στρατίεβ πρωτοπαρουσιάστηκε το 1974 στο Κρατικό Σατιρικό Θέατρο της Σόφιας, όπου και παρέμεινε για δέκα έτη, αναρωτιέμαι πώς κατάφερε να διαφύγει από τις δαγκάνες των περιβόητων επιτροπών λογοκρισίας...
  
Μια παράσταση που απόλαυσα πραγματικά, διάλειμμα σε μια ακραία μέρα.



υ.γ Η επίγνωση των ορίων και των δυνατοτήτων είναι συχνά σωτήρια.


info: Το Ρωμαϊκό Λουτρό σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, στο Θέατρο Σημείο από 14/3 έως 13/4.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Φυλαχτό - Roberto Bolaño



Αυτή θα είναι μια ιστορία τρόμου. Θα είναι μια αστυνομική ιστορία, ένα αφήγημα μαύρης λογοτεχνίας και τρόμου. Όμως δεν θα μοιάζει τέτοιο. Δεν θα μοιάζει επειδή η αφηγήτρια είμαι εγώ. Αυτός που μιλάει είμαι εγώ και δε θα μοιάζει τέτοια. Όμως κατά βάθος είναι η ιστορία ενός απάνθρωπου εγκλήματος.

Αυτή θα είναι μια ιστορία τρόμου. Από την πρώτη γραμμή. Μόνο η ποίηση μπορεί να διαστείλει τις χωροχρονικές σταθερές, μόνο· η αφηγήτρια φροντίζει να μας το υπενθυμίσει, και δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε αφηγήτρια: η Αουξίλιο Λακουτύρ είναι η μητέρα της ποίησης του Μεξικού, και όχι μόνο.

Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής εισβολής βρέθηκε παγιδευμένη στην τουαλέτα του πανεπιστημίου, το παράθυρο της πρόσφερε μια θέα προνομιακή, σκατά προνόμιο, επέστρεψε στο αποχωρητήριο και την ποίηση. Δώδεκα μέρες έμεινε εκεί. Ύστερα, όταν η ομαλότητα επέστρεψε, η ιστορία της -δίχως εκείνη- ενέπνευσε, προσαρμόστηκε στις ανάγκες του κάθε αφηγητή, αποσχίστηκε οριστικά, συνάντησε το μύθο, συνηθισμένα πράγματα δηλαδή.   

Η Ιστορία· πάντα αυτή, και ο τρόμος.

Φυλαχτό προστασίας από την πραγματικότητα, τον έξω κόσμο, την ασχήμια. Η ποίηση, η τέχνη. Οι δημιουργοί, πραγματικοί και επινοημένοι, οι αναφορές και τα βιώματα, το ταραγμένο μέρος μιας ηπείρου χωρισμένης ανέκαθεν στην αντίστιξη. Η αφήγηση του συγκεκριμένου, στα χέρια του δημιουργού, αποτελεί εργαλείο για την επιτακτική συνεισφορά στην παγκόσμια μνήμη, μέρος που μυρίζει οικειότητα, όχι όμως απαραίτητα και θαλπωρή. 

Κάθε ανάγνωση έργου του -μου- αφήνει μια βαθιά αίσθηση απλότητας, αυτό προσμένω και αποζητώ πρωτίστως· η ευκολία στην αφήγηση, στη σύνθεση μιας πραγματικότητας τόσο κοντινής σε εκείνη την τρομακτική που μας περιβάλλει, μιας πραγματικότητας εξίσου τρομακτικής μα συνάμα μαγικής, ξέχειλης από έμπνευση. Μια ανακεφαλαίωση της λογοτεχνίας από την πρώτη της αρχή, με παρατεταμένες στάσεις στους υπέροχους σταθμούς της διαδρομής για το σήμερα, συνοδεία υποσχέσεων για συνέχιση του ταξιδιού μέχρι το τέλος της πραγματικότητας.

Το Φυλαχτό, εκ του σύνεγγυς, αποτελεί μια ιδιοφυή σύνθεση φράσεων, καθεμία εκ των οποίων θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομη, ως στίχος ή απόφθεγμα, ένα κόσμημα δουλεμένο στη λεπτομέρεια, λίθοι πολύτιμοι, ξεχωριστά ζηλευτοί, που όμως παίρνουν υπάκουα τη θέση που ο τεχνίτης προστάζει, δραπετεύοντας για πάντα από την ανάγκη για μικροσκόπιο και φως.



υ.γ Παίρνοντάς το Φυλαχτό στα χέρια μου, πίστευα πως δεν επρόκειτο για αντιπροσωπευτικό έργο του Μπολάνιο, έτσι, δίχως κάποιο στοιχείο, αυθαίρετα. Το πρώτο κιόλας βράδυ κατάλαβα το λάθος μου· ένας συγγραφέας του διαμετρήματός του είναι αδύνατο να δραπετεύσει από το προσωπικό. Ευτυχώς.
 
υ.γ2 και μια έντονη επιθυμία να διαβάσω ξανά το Τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο, και ας μην αναφέρεται στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών, η επίσκεψη της Αουξίλιο στο σπίτι της Λίλιαν στάθηκε αρκετή.



Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Άγρα

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Το Δείπνο - Herman Koch




"Θα βγαίναμε έξω για φαγητό. Δεν θα πω σε ποιο εστιατόριο, γιατί τότε την επόμενη φορά θα 'ναι μάλλον φίσκα στον κόσμο που θα 'χει έρθει για να δει μήπως είμαστε κι εμείς εκεί. Τραπέζι είχε κλείσει ο Σερζ. Αυτός το κανονίζει πάντα, αυτός κλείνει τραπέζι. Το εστιατόριο είναι απ' αυτά που πρέπει να τηλεφωνήσεις τρεις μήνες νωρίτερα - ή έξι, ή οχτώ, έχω χάσει τον λογαριασμό πια."


Αποφεύγω επίμονα να γράφω για βιβλία που μου φάνηκαν μέτρια, αρνούμαι να ξοδέψω περαιτέρω χρόνο από εκείνον της ανάγνωσης. Δε μετανιώνω όμως ποτέ και παρατάω εξαιρετικά σπάνια γιατί πιστεύω βαθιά πως για την ανάπτυξη και θωράκιση του αισθητικού κριτηρίου απαιτείται η μέγιστη δυνατή ποικιλία ερεθισμάτων. Το Δείπνο, του Ολλανδού Χέρμαν Κοζ, αποτελεί όμως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κατάρρευσης του ορίζοντα προσδοκιών που ως αναγνώστης είχα δημιουργήσει, κρατώντας στα χέρια μου το βιβλίο και διαβάζοντας την οπισθόφυλλη περίληψη.

Κάποτε, διατηρούσα μια εβδομαδιαία στήλη σε ένα ηλεκτρονικό περιοδικό, είχε τον τίτλο: Ανάγνωση σε δύο χρόνους. Η ιδέα ήταν η εξής: χώριζα την ανάγνωση στα δύο, στο πριν και το μετά. Την πρώτη εβδομάδα το Πριν: σκέψεις, συναισθήματα, οι λόγοι που με οδήγησαν στο επόμενο βιβλίο· ανάμεσα σε όλα τ' άλλα, όχι πάντα φανερά, τρύπωναν στα κείμενα εκείνα και οι αναγνωστικές προσδοκίες, αναπόφευκτα. Έμοιαζε - ίσως και να ήταν κιόλας - με ένα παιχνίδι προβλέψεων, μία επιβράδυνση του χρόνου πριν από το γύρισμα της πρώτης σελίδας. Μια βδομάδα ύστερα ακολουθούσε το Μετά.

Το περιοδικό ανέστειλε μέχρι νεωτέρας τη λειτουργία του, η στήλη μπήκε σε προσωρινή(;) αργία, όμως από εκείνη τη σύντομη εμπειρία κάτι απέμεινε· το Πριν, έστω και σε μορφή προφορική, κατέχει θέση ξέχωρη πια στην αναγνωστική διαδικασία, επεκτεινόμενο αρκετά πέρα από την απλή πίστη σχετικά με την προσδοκόμενη απόλαυση.

Πριν διαβάσω το Δείπνο λοιπόν, σκεφτόμουν/φαντασιωνόμουν τα εξής: Ένα οικογενειακό δράμα βορειοευρωπαϊκού στυλ, στα πρότυπα των σκανδιναβικών, με την αρχική ευγένεια και εσωστρέφεια να υποχωρούν σταδιακά και να προετοιμάζουν το έδαφος για την εκτόνωση, την κορύφωση του δράματος, την αποδόμηση των συμβάσεων της οικογενειακής/κοινωνικής συνοχής και ισορροπίας, την απελευθέρωση συναισθημάτων αληθινών, την ανάδυση των μυστικών στην επιφάνεια και, τελικώς, την κάθαρση. Συνοδευτικά: την ψυχρότητα στο βλέμμα, την αυτοκυριαρχία, το ελεγχόμενο - μέχρι την έκρηξη - πάθος. Μια Οικογενειακή Γιορτή δηλαδή, στον αντίποδα του νότιου ταπεραμέντου που μας περικλείει.

Ελάχιστα από τα παραπάνω βρήκα.

Και τώρα το μετά: Βρήκα το κείμενο αρκετά άνευρο, δίχως ουσιαστική κορύφωση, παρά μόνο μια τεχνητή, αποσχισθείσα θαρρείς από κάποιο εγχειρίδιο δημιουργικής γραφής. Ασφαλή flashback, δίχως αφηγηματικό ρίσκο, στερεοτυπικά εν πολλοίς και φλύαρα στην πορεία του βιβλίου, με ελάχιστη προσφορά στην τελική έκβαση παρά την απόπειρα για ένα τέλος ανοιχτό σε εξηγήσεις και ερμηνείες, μια επιδίωξη αποτυχημένη. Τα κοινωνικά θέματα θίγονται με έναν τρόπο αρκετά απλοϊκό και επιφανειακό, συμπληρωματικό ή μάλλον διακοσμητικό στο κυρίως μενού. Ένας κεντρικός αφηγητής που επιμένει να μην αποκαλύπτει λεπτομέρειες σχετικά με ονόματα και τοποθεσίες, δίχως προφανή αιτία από τη στιγμή που η ταυτότητα του αδερφού του - υποψήφιου πρωθυπουργού - είναι γνωστή από την πρώτη στιγμή. Οι σελίδες πάντως γυρίζουν εύκολα.

Θυμήθηκα μια άλλη ταινία όμως, όχι σκανδιναβική, αλλά προερχόμενη από τη Ρουμανία -απ' όπου έρχονται καλές ταινίες αρκετά συχνά. Πρωτότυπος τίτλος: Pozitia Copilului (Εδώ το τρέιλερ.), ενώ στη χώρα μας βγήκε στις αίθουσες ως Οικογενειακή Υπόθεση. Ένα οικογενειακό δράμα, συγγενούς θεματικής με το Δείπνο, με ένα σενάριο σφιχτοδεμένο και τη Luminita Gheorghiu σε μια συγκλονιστική ερμηνεία. Βραβευμένη με Χρυσή Άρκτο. Δύο εκτελέσεις μιας αντίστοιχης ιδέας, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, απόδειξη πως μια ιδέα δεν είναι ποτέ αρκετή από μόνη της.

Οι προσδοκίες είναι συχνά υπερβολικές και ανεδαφικές, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δε νομίζω πως ισχύει κάτι τέτοιο, το οπισθόφυλλο και οι πρώτες γραμμές σκιαγραφούσαν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που διαμόρφωσε εν πολλοίς τον προσωπικό ορίζοντα προσδοκιών. Ύστερα αυτός κατέρρευσε.
 

Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.
Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Meine Engel brauchen keine Flügel




  
         
Mario Wirz (1956-2013)
Μετάφραση από τα γερμανικά: Αλέξανδρος Κπριώτης




Meine Engel brauchen keine Flügel,
um mich zu erstaunen,
keinen Glanz,
der mich erschreckt,
behutsam stellen sie mich auf die Füße,
halten mich,
bei meinen ersten Schritten in das Tageslicht,
meine Engel sind weiblich oder männlich,
sie brauchen keine Harfen,
um mich zu wecken,
keine Vollkommenheit,
die mich verwirrt,
manchmal pfeifen sie kess
oder trällern die neuesten Schlager,
sie necken übermütig meine Gespenster,
scherzen mit meinem Schatten,
meine Engel verwandeln mein dunkles Schweigen
in ein Lachen,
füttern mich mit Hoffnung,
ihre Hände trösten den geschundenen Körper,
zähnen seinen Schmerz,
meine Engel verteidigen mich,
halten Wache,
auch in dieser Nacht…




Οι δικοί μου οι άγγελοι δεν χρειάζονται φτερά,
για να με θαμπώνουν,
ούτε λάμψη
που να με τρομάζει,
προσεχτικά με βάζουν να σταθώ στα πόδια μου,
με κρατάνε,
στα πρώτα μου τα βήματα στο φως της μέρας,
οι δικοί μου οι άγγελοι είναι θηλυκοί ή αρσενικοί,
δεν χρειάζονται άρπες,
για να με ξυπνάνε,
ούτε τελειότητα,
που να με μπερδεύει,
καμμιά φορά σφυρίζουνε αλήτικα
ή τραγουδάνε τις τελευταίες επιτυχίες,
πειράζουνε ανέμελα τα φαντάσματά μου,
κάνουν αστεία με τη σκιά μου,
οι δικοί μου οι άγγελοι μεταμορφώνουνε τη σκοτεινή σιωπή μου
σε γέλιο,
με ταΐζουνε ελπίδα,
τα χέρια τους παρηγορούν το βασανισμένο σώμα,
δαμάζουνε τον πόνο του,
οι δικοί μου οι άγγελοι με προστατεύουνε,
φυλάνε σκοπιά,
κι αυτή τη νύχτα…


Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Style is the answer to everything.







 Style
 του Charles Bukowski  (μεταφράζει η Ανάδυση)


Style is the answer to everything.
A fresh way to approach a dull or dangerous thing
To do a dull thing with style is preferable to doing a dangerous thing without it
To do a dangerous thing with style is what I call art

Το στυλ είναι η απάντηση σε όλα.
Ένας καινούργιος τρόπος να προσεγγίσεις κάτι ανιαρό ή κάτι επικίνδυνο
Να κάνεις κάτι ανιαρό με στυλ, το προτιμώ, απ’ το να κάνεις κάτι επικίνδυνο χωρίς.
Να κάνεις κάτι επικίνδυνο με στυλ, αυτό το λέω τέχνη.

Bullfighting can be an art
Boxing can be an art
Loving can be an art
Opening a can of sardines can be an art

Οι ταυρομαχίες μπορεί να είναι τέχνη
Το μποξ μπορεί να είναι  τέχνη
Το ν’ αγαπάς μπορεί να είναι τέχνη
Να ανοίγεις μια κονσέρβα με σαρδέλες, μπορεί να είναι τέχνη.

Not many have style
Not many can keep style
I have seen dogs with more style than men,
although not many dogs have style.
Cats have it with abundance.

Δεν είναι πολλοί αυτοί που έχουν στυλ.
Δεν είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να διατηρήσουν το στυλ
Έχω δει σκύλους που έχουν πιο πολύ στυλ απ’ τους ανθρώπους,
αλλά δεν είναι πολλοί οι σκύλοι που έχουν στυλ.
Οι γάτες το έχουν άφθονο.

When Hemingway put his brains to the wall with a shotgun,
that was style.
Or sometimes people give you style
Joan of Arc had style
John the Baptist
Jesus
Socrates
Caesar
García Lorca.

Ο Χέμινγουεϊ τίναξε τα μυαλά του στον αέρα με μια καραμπίνα,
αυτό ήταν στυλ.
Ή, μερικές φορές, οι άνθρωποι σου δίνουν στυλ.
Η Ιωάννα της Λωρραίνης είχε στυλ
ο  Ιωάννης ο Βαπτιστής
ο Χριστός
ο Σωκράτης
ο Καίσαρας
ο Λόρκα.

I have met men in jail with style.
I have met more men in jail with style than men out of jail.
Style is the difference, a way of doing, a way of being done.
Six herons standing quietly in a pool of water,
or you, naked, walking out of the bathroom without seeing me.

Στη φυλακή βρήκα πολλούς άντρες με στυλ
Βρήκα πιο πολλούς άντρες με στυλ στη φυλακή, παρά έξω απ’ αυτή.
Στυλ είναι η διαφορά,τρόπος να κάνεις, ο τρόπος να την κάνεις.
Έξι ερωδιοί που στέκουν ήσυχα σε μια λιμνούλα με νερό,
ή εσύ, γυμνή, βγαίνοντας  απ’ το μπάνιο χωρίς να μ’ έχεις δει.