Το αφεντικό μου είναι ο Λουϊτζίνο Πίτσα, που όλοι τον φωνάζουν έτσι ένεκα οι πιτσαρίες. Έχει ωραίο πρόσωπο, αραιά μαλλιά και μοιάζει με τον Μπιάνκι, τον παλιό προπονητή της Νάπολη. Είναι τύπος που δείχνει πάντα ήρεμος, αλλά έτσι και του γυρίσουνε, ακόμα και τα τσιράκια του τα κάνουν πάνω τους.
Ο Λουϊτζίνο Πίτσα έχει υπό τον έλεγχό του πλήθος από πιτσαρίες. Όταν βάλει στο μάτι κάποια καινούρια πιτσαρία, της οποίας τον έλεγχο επιθυμεί να αποκτήσει, στέλνει τα τσιράκια του, κάνει υπομονή και στο τέλος πάντα καταφέρνει τον στόχο του, όσο και αν αντισταθεί ο ιδιοκτήτης, ακόμα και αν απευθυνθεί σε κάποιον άλλο μαφιόζο, θα βρεθεί, αργά ή γρήγορα, υπάλληλος στην επιχείρησή του. Βλέπετε, οι μαφιόζοι έχουν χωρίσει τους τομείς δραστηριότητάς του με τέτοιον τρόπο, ώστε να υπάρχει μια ισορροπία, κάπως εύθραυστη είναι η αλήθεια.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος, και αφηγητής της ιστορίας, ονομάζεται Πέρικλε Σκαλτσόνε και δουλεύει για τον Λουϊτζίνο Πίτσα. Η δουλειά του έγκειται στο να ξεφτιλίζει όποιον του υποδεικνύει το αφεντικό του, σοδομίζοντάς τον. Αν, παρόλ' αυτά, εκείνος επιμείνει να αντιστέκεται και να μην υπακούει, αναλαμβάνουν δράση τα υπόλοιπα τσιράκια. Ζει στο σπίτι του θείου του, με μια αμοιβαία και αναγκαστική ανοχή. Μια μέρα, μια ακόμα μέρα στη δουλειά, ο Πέρικλε θα τα θαλασσώσει, στρέφοντας εναντίον του το μένος των μαφιόζων της Νάπολης, οι οποίοι ζητούν την κεφαλή του επί πίνακι. Έτσι αναγκάζεται να φύγει για να σώσει το τομάρι του.
Με ύφος κοφτό και απότομο και γλώσσα φαινομενικά αφτιασίδωτη, ο Φεραντίνο, με έντονες επιρροές τόσο από τον Βιάν, όσο και από την αμερικανική λογοτεχνία του περιθωρίου, διηγείται την ιστορία του Πέρικλε Σκαλτσόνε, και μέσω αυτού σκιαγραφεί τη σκληρή πραγματικότητα του ναπολιτάνικου υποκόσμου, σε ένα μυθιστόρημα βίαιο, που διαβάζεται μεν απνευστί, καταφέρνει δε να ενοχλήσει τον αναγνώστη που επιθυμεί τις όμορφες λέξεις και τον λογοτεχνικό εξωραϊσμο της πραγματικότητας. Το Φέρτε μου το κεφάλι του Πέρικλε Σκαλτσόνε, γνώρισε εμπορική επιτυχία πρώτα στη Γαλλία, γεγονός που του επέτρεψε να βρει μεγαλύτερο εκδότη στην Ιταλία.
Η αλήθεια είναι πως η ανάγνωση μου προκάλεσε μια αίσθηση δηθενιάς εκ μέρους του συγγραφέα, μια επιτήδευση ύφους, που μου φάνηκε μάλλον αδικαιολόγητη, γεγονός που μου δημιούργησε την επιθυμία να διαβάσω ξανά Βιάν ή Μπουκόφσκι, χρόνια μετά, μήπως και μπορέσω να ξεκαθαρίσω αν όντως αυτό που με ενόχλησε είναι ο τρόπος του συγγραφέα ή αν πια έχουν περάσει τα χρόνια εκείνα που με έλκυε αυτού του είδους ή ύφους λογοτεχνία. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ήταν ένα αδιάφορο ανάγνωσμα.
Μετάφραση Ζακ Σαμουήλ
Εκδόσεις Τραυλός (σειρά Κρύσταλλο)