Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Μικρή ιστορία αποχαιρετισμού






Ας πάρουμε το λεωφορείο των επτά και δώδεκα, είπα. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από σένα, είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει· όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, συμπλήρωσε με έναν σβηστό ερωτηματικό τόνο. Βγήκαμε στη στάση στις επτά, αφού πρώτα είχαμε ελέγξει, ξανά και ξανά, πως δεν είχε αφήσει τίποτα πίσω της. Εγώ θα έφευγα την επομένη. Έκανε κρύο. Ακόμα ένας λόγος να κατηγορήσει τη μανία μου να είμαι έγκαιρα -έτσι όπως εγώ το ορίζω- σε κάποιο μέρος. Στο δρόμο για τη στάση δεν είπαμε τίποτα. Το λεωφορείο ήρθε στις επτά και δώδεκα. Ανεβήκαμε και καθίσαμε αφού πρώτα τακτοποιήσαμε τη βαλίτσα. Τότε ξεκίνησε ο οδηγός. Θυμάμαι, της είπα, τη σκηνή από ένα βιβλίο - πάντα είναι η σκηνή από ένα βιβλίο, φάνηκε να σκέφτηκε, όμως δεν μίλησε παρά γύρισε νωχελικά και με ελαφριά κλίση προς τα κάτω το πρόσωπό της προς εμένα- ο άντρας, συνέχισα, πρόκειται να φύγει για μια αποστολή σε κάποιον άλλον πλανήτη. Στο αυτοκίνητο, που οδηγεί η σύντροφός του, καθώς κατευθύνονται προς τον διαστημικό σταθμό, μένουν αμίλητοι σχεδόν σε όλη τη διαδρομή, δεν έχουν τι να πουν. Αργότερα θα το μετανιώσουν, αλλά θα είναι αργά. Με κοίταξε και δεν είπε τίποτα. Ούτε την ελάχιστη υπόθεση δεν μπόρεσα να κάνω για τις σκέψεις και τα συναισθήματά της πίσω από εκείνο το βλέμμα. Γύρισα προς το παράθυρο. Λίγο μετά είπα: θυμήθηκα και τον τίτλο του βιβλίου: Το βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων.

Είχαμε ήδη διακρίνει το αεροδρόμιο πριν μας ενημερώσει σχετικά το μαγνητοφωνημένο μήνυμα, μοιάζοντας να γνωρίζει κάτι: τέλος διαδρομής, παρακαλούνται οι επιβάτες να αποβιβαστούν. Είχαμε φτάσει νωρίς και εκείνη είχε ήδη κάνει το τσεκ ιν από την προηγούμενη μέρα. Παρέδωσε τη βαλίτσα της. Πήγαμε στο μπαρ, παραγγείλαμε δυο καφέδες. Επέμεινε να πληρώσει εκείνη. Έξω στο κρύο σκεφτόμουν πως ίσως δεν ήταν καλή ιδέα να φτάσω μέχρι εκεί, ίσως το ίδιο να σκεφτόταν και εκείνη. Ηλιθιωδώς και από αμηχανία δεν σταμάτησα να κοιτάζω το κινητό τηλέφωνο που εδώ και χρόνια έχει αντικαταστήσει το ρολόι. Βρήκα τη στιγμή να κάνω χιούμορ: τουλάχιστον γλιτώσαμε απ' το σημάδι του μη μαυρίσματος το καλοκαίρι στον καρπό. Σαν να βιαζόμουν ο χρόνος να κυλήσει, σαν να ήλπιζα στο τέλος, έτσι έδειχνα, το σκεφτόμουνα μετά όταν πια δεν ήταν καθόλου επίκαιρο. Ρώτησα ξανά πράγματα που ήξερα: τι ώρα προσγειώνεσαι, θα προλάβεις το τελευταίο λεωφορείο; Ρώτησε ξανά πράγματα όπως: τι θα φας, θα πας για μπύρα, τι ώρα δουλεύεις αύριο;

Φτάσαμε παρέα μέχρι τον έλεγχο. Αγκαλιαστήκαμε, μου χάιδεψε το πρόσωπο, φιληθήκαμε. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Έμεινα ακίνητος μέχρι που χάθηκε στο τέλος του διαδρόμου. Το λεωφορείο περίμενε στη στάση και εγώ είχα προνοήσει να πάρω εισιτήριο μετ' επιστροφής. Κοίταζα έξω από το παράθυρο τα σπίτια να πυκνώνουνε και να ψηλώνουν, καθώς πλησιάζαμε στο κέντρο της πόλης. Σκεφτόμουν τότε που ήμουνα μικρός, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη -πόλη τη λέγαμε εμείς, χωριό ήταν στην πραγματικότητα, απλώς το μεγαλύτερο σε ακτίνα κάποιων χιλιομέτρων- σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, εκεί μετά της Παναγίας, που οι καλοκαιρινοί μας φίλοι -οι Αθηναίοι όπως τους λέγαμε- έφευγαν ο ένας μετά τον άλλον, ένιωθα εκείνη τη θλίψη της καθημερινότητας που αδειάζει, το επόμενο καλοκαίρι έμοιαζε τόσο μακρινό και αβέβαιο, οι υποσχέσεις για διατήρηση επαφής αβέβαιες. Τα σχολεία σε λίγο θα άνοιγαν και οι θερινές ιστορίες θα εξαντλούνταν γρήγορα στα πρώτα θέματα έκθεσης. Αυτό θα ήθελα να της το πω, σκέφτομαι τώρα, και θα διευκρίνιζα: δεν το έχω διαβάσει σε κάποιο βιβλίο αυτό.

Την επόμενη μέρα πέταξα κι εγώ. 
   

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Σταθμός Έντεκα - Emily St.John Mandel





Ο θάνατος του ηθοποιού Άρθουρ Λιάντερ πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια της παράστασης του Βασιλιά Ληρ θα ήταν μια συγκλονιστική είδηση που θα απασχολούσε τα μέσα για αρκετές μέρες· η κηδεία, τα αφιερώματα στη ζωή και το έργο του, τα κληρονομικά, οι πρώην σύζυγοι και οι ερωμένες θα παρέλαυναν απ' τις οθόνες και τις στήλες των εφημερίδων. Όμως όχι, τίποτα από αυτά δεν έγινε. 

Είναι το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε αλλά -δεν ξέρω αν- νιώθω εντάξει. Αν τα ρεφρέν από τα τραγούδια μάς επισκέπτονται κάπως ανεξήγητα, τη στιγμή που η πομπή των αυτοκινήτων μένει στάσιμη, ή που το καυτό νερό πέφτει στο γυμνό κορμί, αφήνοντας μια αίσθηση έκπληξης καθώς αναζητούμε την ελάχιστη χαραμάδα από την οποία εισέβαλε εκείνη η μελωδία, συχνά παράταιρη και μιας άλλης, περασμένης εποχής, υπάρχουν και εκείνες οι στιγμές, που τίποτα δεν μπορεί να αποδώσει καλύτερα το παρόν από ένα ρεφρέν, από ένα απλό ρεφρέν: είναι το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε αλλά -δεν ξέρω αν- νιώθω εντάξει. Αυτό το ρεφρέν έρχεται αυτόματα στα χείλη του ήρωα, ή καλύτερα του επιζήσαντος Τζίβαν Σόντρι, το ρεφρέν και η τροποποίησή του, πώς γίνεται να νιώθει κανείς εντάξει;, και δυστυχώς δεν βρίσκεται σε φάση ύπνου REM, είναι ξύπνιος εν μέσω ενός εφιάλτη.

Και ο εφιάλτης έχει όνομα: Γρίπη της Γεωργίας. Μέσα σε ελάχιστες μέρες ένα τεράστιο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού αποβιώνει. Και η γη μοιάζει πια με ένα εγκαταλελειμμένο θέατρο, χωρίς φώτα και θέρμανση, χωρίς ηθοποιούς και θεατές, χωρίς τεχνικούς και φροντιστές, με το βεστιάριο γεμάτο ρούχα και το κυλικείο με αρκετές προμήθειες λόγω της πρεμιέρας του Βασιλιά Ληρ, με τον εξοπλισμό και τα σκηνικά να καταρρέουν σιγά σιγά, όσα δηλαδή έχουν γλιτώσει από τις επιδρομές των πλιατσικολόγων, που όμως ας μην τους κατηγορούμε ελαφρά τη καρδία, αφού αναγκάστηκαν να αναμετρηθούν με τις ηθικές τους αξίες για να επιβιώσουν, ή για να έχουν έστω κάποια ελπίδα να επιβιώσουν. 
Τι χάθηκε μετά την κατάρρευση: σχεδόν τα πάντα, σχεδόν όλοι, αλλά υπάρχει ακόμα τόση ομορφιά. Η δύση του ηλίου στον αλλαγμένο κόσμο, μια παράσταση του Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας σε ένα πάρκινγκ σε μια πόλη με το μυστηριώδες όνομα Σεντ Ντέμπορα μπάι δε Γουότερ, η Λίμνη Μίσιγκαν που αστράφτει ένα χιλιόμετρο μακριά.
Και ένας όμως άνθρωπος να επιζήσει, μαζί του θα επιζήσει και η μνήμη του παλιού κόσμου, εκείνοι που χάθηκαν, τα αεροπλάνα που πετούσαν, το διαδίκτυο που είχε απαντήσεις για όλα και τώρα έχει απλώς εξαφανιστεί. Η μνήμη όλων εκείνων των καθημερινών πραγμάτων που ήταν δεδομένα και που τώρα απλώς δεν υπάρχουν. Το ένστικτο της επιβίωσης θα ξυπνήσει το ένστικτο της αγέλης στους ανθρώπους, την ανάγκη να σχηματίσουν ομάδες, να επιμερίσουν τις εργασίες, να εξασφαλίσουν την ασφάλεια τους. Κάποιοι θα περιπλανηθούν για καιρό μόνοι τους, ανάμεσα σε χαλάσματα και επικίνδυνα περάσματα, μια περιπλάνηση ενστικτώδης, καθώς κανείς δεν γνωρίζει πού είναι καλύτερα.

Τη Μάντελ δεν την ενδιαφέρει μόνο να στήσει τον μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, την ενδιαφέρουν οι συνδέσεις με τον τωρινό, η ανάδειξη των προσωπικών ιστοριών, τα νήματα -ορατά και μη- που διασταυρώνονται, ένας ήπιος και ψιθυριστός στοχασμός πάνω στα πράγματα που σήμερα μοιάζουν τόσο σημαντικά και δεδομένα. Και μπορεί η κατασκευή και παρουσίαση του νέου κόσμου να μην είναι το αποκλειστικό της ενδιαφέρον, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν τα καταφέρνει υπέροχα, έχοντας μπολιάσει στο προσωπικό της ταλέντο και σημαντικές αναφορές όπως ο Δρόμος του Κόρμακ ΜακΚάρθυ για παράδειγμα.

Εκείνο που πάντα με εντυπωσιάζει, και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο θεωρώ το μυθιστόρημα την ύψιστη μορφή της γραπτής έκφρασης, είναι η σύλληψη και η εκτέλεση ενός οράματος. Και εδώ η συγγραφέας, γεννημένη στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά, έχει ένα όραμα, και το έχει τόσο καθαρό στο μυαλό της, που μπορεί με άνεση να σπάει τον αφηγηματικό χρόνο κατά το δοκούν, να κινείται στον χώρο με τεράστια ελευθερία, χωρίς να μπερδεύει και να αποσυντονίζει τον αναγνώστη, να αφήνει μικρές και -φαινομενικά- ασήμαντες λεπτομέρειες εδώ και εκεί, σχεδόν αόρατους γάντζους από τους οποίους στην εξέλιξη της αφήγησης θα περάσει ακόμα ένα δοκάρι για να στηρίξει ένα μέρος της συνολικής κατασκευής. Ο περιπλανώμενος θίασος που επιμένει να παίζει μόνο έργα του Σέξπιρ, τα δύο εγκυβωτισμένα κόμιξ -το ένα με τίτλο Σταθμός Έντεκα και την εμφανή επιρροή της Ούρσουλα Λε Γκεν- και το Μουσείο των Πραγμάτων του Παλιού Κόσμου, αποτελούν κοσμήματα-ευρήματα στο σύμπαν της Μάντελ.

Ο Σταθμός Έντεκα είναι μια στέρεη και λαμπερή κατασκευή, ένα υπέροχο μυθιστόρημα.


(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Βάσια Τζανακάρη
Εκδόσεις Ίκαρος


  

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Ένα ολόγραμμα για τον βασιλιά - Dave Eggers




Ο Άλαν Κλέι ξύπνησε στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Ήταν 30 Μαΐου του 2010. Είχε περάσει δύο μέρες μέσα σε αεροπλάνα για να φτάσει εκεί.
Ο Άλαν Κλέι φτάνει στη Τζέντα για να παίξει το τελευταίο του επαγγελματικό χαρτί, οι καλές μέρες ανήκουν πια στο παρελθόν, η ευκολία με την οποία κέρδιζε χρήματα -και εν συνεχεία τα σπαταλούσε- επίσης, τώρα πρέπει να πείσει τον βασιλιά Αμπντουλάχ να υπογράψει με την Reliant, την εταιρεία που εκπροσωπεί, συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας για την οικοδόμηση της νέας πόλης, στη μέση της ερήμου, που μελλοντικά  -αν όλα πάνε καλά- θα αποτελέσει μια ισχυρή οικονομική ζώνη στην περιοχή. Η προμήθεια που θα λάβει ο Άλαν -αν όλα πάνε καλά- θα είναι αρκετή για να τον ξελασπώσει, έτσι τουλάχιστον υπολογίζει. Δεν είναι μόνο τα χρέη του, είναι και τα χρήματα που χρειάζονται, ώστε να καλυφθούν τα δίδακτρα του κολλεγίου της κόρης του, υποχρέωση την οποία έχει εξ ολοκλήρου αναλάβει αυτός μετά το διαζύγιο με την πρώην σύζυγό του. Δεν υπάρχουν περιθώρια λάθους.

Ο Έγκερς, με απλότητα και οικονομία στα μέσα, παραδίδει ένα υπέροχο μυθιστόρημα, προσωποκεντρικό μα ταυτόχρονα πολυεπίπεδο. Στο κέντρο της αφήγησης ένας αποτυχημένος ή μάλλον ένας πρώην επιτυχημένος, ο μεσήλικας Άλαν, που μετά από μια σειρά άστοχων επιχειρηματικών επιλογών, βρέθηκε να μένει φιλοξενούμενος στο ίδιο του το σπίτι, το οποίο βρίσκεται υπό πώληση και η μεσίτρια το έχει αδειάσει από ό,τι περιττό, και αυτός να κρύβεται -όχι πάντα επιτυχώς- την ώρα που οι επίδοξοι αγοραστές ξεναγούνται στα δωμάτια του σπιτιού. Θύμα μιας γενικότερης οικονομικής κρίσης, καθώς η Αμερική δεν κατέχει πια τα ηνία στην τεχνολογία και οι Κινέζοι μπορούν πια να μειοδοτήσουν σε κάθε δαιγωνισμό, να προσφέρουν τιμές σχεδόν εξευτελιστικές, να αποκλείσουν κάθε αντίπαλο από τη διεκδίκηση ενός έργου. Αποτυχημένος και σε προσωπικό επίπεδο, με ελάχιστες πραγματικές προσωπικές σχέσεις, απομακρυσμένος από την κόρη του, ο Άλαν φτάνει στη Τζέντα, μετά από ταξίδι δύο ημερών, ζαλισμένος και αποπροσανατολισμένος. Η εκεί πραγματικότητα, διαφορετική απ' ό,τι έχει ποτέ συναντήσει, χαρακτηρίζεται ιδανικά από την έκφραση: σπεύδε βραδέως· όλα μοιάζουν να γίνονται γρήγορα και ταυτόχρονα αργά, καθώς η έρημος απλώνεται ατελείωτη και η θάλασσα στέκει ακύμαντη, η κατασκευή της νέας πόλης προχωρά, και ο Άλαν με την ομάδα του πρέπει να περιμένουν τον βασιλιά Αμπντουλάχ, για να του κάνουν την επίδειξη. Όμως, για λόγους ασφαλείας και κύρους, κανείς δεν ξέρει -ή έτσι ισχυρίζεται- πότε θα εμφανιστεί ο βασιλιάς. Και η ομάδα πρέπει να είναι διαρκώς έτοιμη.

Η σταδιακή μετάβαση του Άλαν από την αμερικάνικη πραγματικότητα σε εκείνη της ερήμου είναι ό,τι καλύτερο έχει να παρουσιάσει αυτό το υπέροχο βιβλίο, αυτό το βύθισμα, το χάσιμο, η απώλεια της ταυτότητας, η απομάκρυνση από τον άλλο κόσμο. Ο Άλαν θα μπορούσε να είναι ο σύγχρονος ήρωας ενός μυθιστορήματος του σπουδαίου Πωλ Μπόουλς. Και η παράξενη γωνία από την οποία ο Έγκερς παρατηρεί την οικονομική κρίση, ή μάλλον τη μετατόπιση του οικονομικού ενδιαφέροντος, τις νέες δυνάμεις, την παρακμή μια αυτοκρατορίας και την ανατολή άλλων, μια γωνία κάπως υπαρξιστική, με έντονο βαθμό ματαιότητας, με κάτι από το Περιμένοντας τον Γκοντό, αλλά και κάτι από το λογοτεχνικό-φιλοσοφικό σύμπαν του Καμύ, με ένα χιούμορ οριακό, θλιμμένο.

Ο Έγκερς, όπως έδειξε και στον Κύκλο, έχει πιάσει τον σφυγμό της εποχής, καταπιάνεται με θέματα που βρίσκονται σε εξέλιξη, χωρίς να αναμασάει κλισέ, με εύστοχη παρατήρηση και κυρίως με ξεκάθαρο λογοτεχνικό προσανατολισμό στη χρήση των θεμάτων, γλιτώνοντας έτσι τον πνιγμό από το ίδιο του το θέμα. Μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίπτωση συγγραφέα.

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου
Εκδόσεις Κέδρος       


Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Ένα κείμενο που να σε κάνει να γελάσεις






Λένε: όταν γράφεις, σ' έναν αναγνώστη συγκεκριμένο απευθύνεσαι. Και μάλλον άδικο δεν έχουν. Ακόμα κι αν δεν ξέρεις σε ποιον, εκείνη τη δεδομένη στιγμή που γράφεις. Λένε επίσης: όταν γράφεις, έναν συγκεκριμένο αναγνώστη επιθυμείς να γοητεύσεις. Ή να συγκινήσεις, θα συμπλήρωνα εγώ. Αυτά λέμε.

Σήμερα όμως σκέφτομαι κάτι διαφορετικό. Η αλήθεια είναι πως το σκέφτομαι από τότε που σε είδα πρώτη φορά να γελάς, ή που σε ονειρεύτηκα πρώτη φορά με την πλάτη γυρισμένη να γελάς. Θέλω να γράψω ένα -ναι, τουλάχιστον ένα- κείμενο που να σε κάνει ν' αρχίσεις να γελάς, να γελάς δυνατά, τόσο που να κοκκινίσει το πρόσωπό σου, και να γεμίσουνε δάκρυα τα μάτια σου. Με κάποιες παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις, για ν' αναπνέεις, το τέμπο ν' ανεβαίνει αργά και σταθερά, υπακούοντας σ' ένα σύνθετο μαθηματικό μοντέλο, που αγνοώ. Πρόταση την πρόταση να λύνονται μέσα σου οι κόμποι, να χαλαρώνει το σώμα σου, το βλέμμα σου να καθαρίζει. Αυτό σκέφτομαι.

Όχι γοητεία, όχι συγκίνηση, κυρίως όχι υποσχέσεις. Αυτό σκέφτομαι. Ένα ερωτικό γράμμα -γιατί ναι, περί αυτού πρόκειται- που θα σε κάνει να γελάσεις, να σκεφτείς ότι μπορώ να σε κάνω να γελάσεις. Αυτό σκέφτομαι θα σου έδειχνε με ακρίβεια όσα νιώθω για σένα, χωρίς αόριστες περιγραφές, χωρίς συγκριτικά επίθετα αύξουσας έντασης σε σχέση με το παρελθόν, χωρίς υποσχέσεις -το είπαμε όμως αυτό. Κανένας συναισθηματικός εξαναγκασμός, καμία θυσία αναίμαχτη, μόνο να σε κάνω να γελάσεις. Αυτό σκέφτομαι.

Δεν είναι εύκολο. Το εύκολο -θεωρητικά τουλάχιστον- είναι να σε συγκινήσω: πόση μοναξιά νιώθω μακριά σου, πόσο άδεια μοιάζει η ζωή χωρίς εσένα, η λάμψη των ματιών σου φωτίζει τη ζωή μου κ.τ.λ., κ.τ.λ. ή να σε γοητεύσω: το βάδισμά σου το -χ επίθετο-, το πρόσωπό σου το -χ επίθετο- όταν ξυπνάς, το ξεραμένο σαλάκι στην άκρη του στόματός σου, που με -χ ρήμα-, η Κυριακή, που -χ ρήμα- μαζί κ.τ.λ., κ.τ.λ. ή να σου υποσχεθώ: για πάντα -όποια πρόταση το περιλαμβάνει αυτό αρκεί.

Είναι δύσκολο. Οτιδήποτε αβίαστο είναι δύσκολο. Το ξέρω, όμως αυτό σκέφτομαι. Σήμερα, τουλάχιστον, ξανά.   

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Η σκούπα και το σύστημα - David Foster Wallace






/α/
Η υπόθεση. Πολλοί πιστεύουν πως σε ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα η υπόθεση αποτελεί για τον συγγραφέα κάτι το δευτερεύον, έναν χαλαρό ιστό πάνω στον οποίο μπορεί να υφάνει και να επιδείξει όλα τα ευφάνταστα στοιχεία που διαθέτει στη φαρέτρα του. Η μορφή και η φόρμα απαιτούν θυσίες. Αυτό στον κύριο Γουάλας δεν ισχύει.

Ποιος μπορεί να αποδώσει καλύτερα την υπόθεση από την ίδια την ηρωίδα; Λέει, λοιπόν, η Λινόρ:
Άκου, ίσως κάλλιστα μπορούμε να πούμε ότι αισθάνομαι σκατά επειδή συμβαίνουν άσχημα πράγματα, εντάξει; Η Λινόρ φέρεται απίστευτα αλλόκοτα και μελοδραματικά σχεδόν έναν μήνα τώρα και μετά αποφασίζει να σηκωθεί και να φύγει από το μέρος όπου υποτίθεται ότι διαμένει σαν ψύχραιμη και μισοανάπηρη, και να πάρει και κόσμο μαζί της, παρότι είναι ενενήντα δύο ετών, και δεν κάνει τον κόπο να τηλεφωνήσει και να πει τι συμβαίνει, ενώ ο πατέρας μου είναι σαφές ότι ξέρει τι τρέχει, και δεν κάνει τον κόπο να τα πει και σ' εμένα, και φεύγει για την Κέρκυρα, και πιστεύω συν τοις άλλοις ότι κάποιος μάλλον έχει δώσει LSD στο πουλί μου τον Βλαντ τον Παλουκωτή, διότι μωρολογεί τώρα όλη την ώρα, κάτι που δεν έκανε πριν, ποτέ, και αυτά που λέει είναι ως επί το πλείστον αισχρολογίες που θα κάνουν την κυρία Τίσοου να πάθει νευρικό κλονισμό και να μου κάνει έξωση, και η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου γιατί έχουν μπλέξει αγρίως οι τηλεφωνικές γραμμές και δεν πιάνει ο αριθμός μας κανονικά και συνεχώς μας τηλεφωνούν και ζητάνε ένα σωρό αλλόκοτα πράγματα.
Υπάρχει, φυσικά, και ο Ρικ.
Ο Ρικ είναι ο Ρικ. Ο Ρικ είναι μόνιμο στοιχείο σε κάθε εξίσωση. Ας αφήσουμε τον Ρικ απέξω εν προκειμένω.
Εντάξει Λινόρ, ας τον αφήσουμε απέξω εν προκειμένω, αλλά να πούμε πρώτα πως πρόκειται για το αφεντικό σου.

[Η Λινόρ: είκοσι πέντε χρονών εν μέσω ενός χάους, τα πάντα γύρω της καταρρέουν. (Λινόρ λένε και την προγιαγιά της σε περίπτωση που μπερδευτήκατε.)]

/β/
Αν ήμουν αναγνώστης σε κάποιον εκδοτικό οίκο, λέμε τώρα, και μία μέρα έφτανε με το ταχυδρομείο αυτό το μυθιστόρημα, και το διάβαζα, και ύστερα έριχνα μια ματιά στο βιογραφικό του συγγραφέα, πώς θα ένιωθα;

/γ/
Το χιούμορ. Είναι το βασικό συστατικό. Ένα χιούμορ οξύ, καυστικό, ευθύ, ενίοτε μαύρο και θλιμμένο, που στρέφεται ακόμα και προς τον εαυτό του. Στον αντίποδα της κατάθλιψης. Το καταφύγιο από τον κόσμο που περιβάλλει, το καταφύγιο που συνορεύει με τον σαρκασμό, τη μισανθρωπία και την απομόνωση. Τον κόσμο που περιβάλλει -και αυτό είναι αρκετά ενδιαφέρον- ευαίσθητους ανθρώπους όπως ο Γουάλας για παράδειγμα, ευαίσθητους όχι αποκλειστικά και μόνο με την έννοια της αδυναμίας αλλά της ικανότητας να λαμβάνουν τα μηνύματα σήψης και παρακμής -σαφέστατα περισσότερα από τα επιθυμητά αντίθετά τους- που το περιβάλλον αφειδώς και διαρκώς εκπέμπει. Και είναι ενδιαφέρον αυτό γιατί αν υποθέσουμε πως ο κόσμος μας αποτελούσε ένα ομορφότερο σύμπαν για να ζει κανείς, τότε αναρωτιέμαι πώς θα γινόταν η γονιμοποίηση, τι θα ήταν εκείνο που θα αποτελούσε την έμπνευση για αυτά τα μυαλά, τα πολυπύρηνα. Άνθρωποι που ζουν μέσα στον κόσμο που ύστερα τον θέτουν στον αντιδραστήρα της οργιώδους έμπνευσής τους και της απαράμιλλης αφηγηματικής τους χάρης, και όχι μόνο ζουν και αυτοί εκεί αλλά αποτελούν και μέρος του, και αυτή η αντίφαση μπορεί να προκαλέσει αυτανάφλεξη.
Ξέρεις από πού λαμβάνω όλες τις αληθινά θλιμμένες ιστορίες; Από πιτσιρικάδες. Από πιτσιρικάδες που είναι στο κολέγιο. Αρχίζω να σκέφτομαι ότι κάτι πάει πολύ στραβά με τη νεολαία της Αμερικής. Πρώτα απ' όλα, ένας ενοχλητικά μεγάλος αριθμός των νέων μας ενδιαφέρονται στ' αλήθεια να γράψουν μυθοπλασία. Όλο θλιμμένες, αληθινά θλιμμένες ιστορίες. Μα τι απέγιναν οι χαρούμενες, οι ευτυχισμένες ιστορίες, Λινόρ; Ή τουλάχιστον οι διδακτικές; Ανησυχώ για τους σημερινούς πιτσιρικάδες. Οι σημερινοί πιτσιρικάδες θα έπρεπε να βγαίνουν και να πίνουν μπίρες και να βλέπουν κινηματογράφο και να κάνουν τρελά πάρτι και να χάνουν την παρθενιά τους και να σφαδάζουν με επιβλητική μουσική, κι όχι να σκαρφίζονται πολυσέλιδες, θλιμμένες, εσωστρεφείς ιστορίες.
/δ/
Οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ, οι ιστορίες υπάρχουν παράλληλα στην ιστορία που διηγείσαι αυτή τη στιγμή. Θα μου πεις μια ιστορία ακόμα; Μια μικρή παρέκβαση απ' αυτό που ζούμε; Θα σου πω, αφού το θες, θα σου πω μία ακόμα θλιμμένη ιστορία. Αυτό που δεν θα σου πω είναι ότι την σκαρφίστηκα εγώ. Θα σου πω: άκου μια θλιμμένη ιστορία που μου έστειλε κάποιος.

/ε/
Τα πολυπύρηνα μυαλά δεν είναι μόνο πιο έξυπνα από τα δικά μας τα συμβατικά όπως μπορεί εν πρώτοις να υποθέσει κανείς. Τα πολυπύρηνα μυαλά διαθέτουν ανεπτυγμένη σε υψηλό βαθμό την ικανότητα πρόσληψης, αποθήκευσης και ανάκλησης της πληροφορίας. Τέτοιο μυαλό ο κύριος Γουάλας. Εντυπωσιάζει με την ευρυμάθειά του στην εποχή της απόλυτης εξειδίκευσης, της τέλειας -ελάχιστης- γνώσης. Παρατηρητής και αναγνώστης, ένα παμφάγο ον που υπερβαίνει τους φραγμούς ανάμεσα στη φιλοσοφία, την ποπ κουλτούρα, την ψυχολογία, τα αθλητικά, τη λογοτεχνία, την τεχνολογία, οτιδήποτε αποτελεί τον κόσμο που τον περιβάλλει μπορεί να αποτελέσει συστατικό για τον κόσμο που κατασκευάζει.

/ζ/
Ο κόσμος που κατασκευάζει έχει διαρκώς ζωή, ακόμα και όταν ο συγγραφέας δεν στρέφει τον προβολέα σε εκείνο το σημείο της σκηνής, τα γρανάζια που έχει τοποθετήσει εξακολουθούν να λειτουργούν τέλεια και με ακρίβεια, οι ήρωες συνεχίζουν να περπατούν, η βροχή να πέφτει εδώ και ώρα, έτσι ώστε την κατάλληλη στιγμή να μυρίσουμε το βρεγμένο χώμα εμείς.

/η/
Και μιλώντας για τον κύριο Γουάλας πρέπει να το αναφέρεις αυτό;, φωνάζει μια φωνή πέρα απ' το βάθος. Ναι, απαντώ μέσ' απ' τα δόντια, και λέω: ο συγγραφέας που είναι πρώτα και κύρια αναγνώστης και λάτρης της λογοτεχνίας, που βρίσκει ικανοποίηση διαβάζοντας λογοτεχνία, που έχει τις αναφορές του στη λογοτεχνία, τις αγάπες και τα απωθημένα του. Τέτοιος συγγραφέας ο κύριος Γουάλας.

/θ/
Συνήθως, για βιβλία όπως αυτό, ισχυρίζομαι πως δεν έχει σημασία η απάντηση διπλής επιλογής- μου άρεσε/δεν μου άρεσε. Κάποια έργα μυθοπλασίας είναι τόσο σημαντικά γιατί καταφέρνουν κάτι μαγικό: να κεφαλαιοποιήσουν -όλα θαρρείς- τα προηγούμενα και να θέσουν μια νέα χοντρή κουκίδα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Εδώ δεν ισχύει αυτό. Μπορώ να ισχυριστώ ότι μου άρεσε, και αυτό έχει σημασία, και η κουκίδα κουκίδα.

/υγ/
Αν η λογοτεχνία του κύριου Γουάλας ήταν μουσική, θα ήταν post rock, και θα ακουγόταν κάπως έτσι μέσα από τα ακουστικά στα αυτιά κάποιου που τρέχει μες στο δάσος.



Μετάφραση Γ.Ι. Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Κριτική
       

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη - Raymond Carver





Αναγνωστικό απωθημένο χρόνων: Ρέυμοντ Κάρβερ. Κατά πολλούς, ο κορυφαίος Αμερικανός διηγηματογράφος. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, τους οποίους επίσης ελπίζω μια μέρα να διαβάσω, βιβλίο του Κάρβερ δεν είχα κανένα. Ένιωθα πως πρέπει να αντισταθώ, και διαμέσου της αναμονής να μεγιστοποιήσω -πιθανά- την απόλαυση. Έχω επαναλάβει αρκετές φορές την άποψή μου ως προς τη μικρή φόρμα: λιγότερες λέξεις, μεγαλύτερη ευκολία· είναι ένα από τα πολλά σχολικά κατάλοιπα. Στην πραγματική ζωή ισχύει: λιγότερες λέξεις, μεγαλύτερη δυσκολία. Η ιδέα που είχες ένα βράδυ πριν ξαπλώσεις και την έστειλες σε έναν φίλο σου ηλεκτρονικά, δεν είναι διήγημα, όσο και αν ενθουσιάστηκε ο φίλος σου (ακόμα και αν είσαι ο Κάρβερ). Εδώ, θα πεις και θα έχεις απόλυτο δίκιο, υπάρχουν διηγήματα που κάνουν κοιλιά και από τα οποία περισσεύουν δεκάδες λέξεις. Τι να πεις; Αλλά η δυσκολία της μικρής φόρμας, πιστεύω, δεν είναι μόνο του δημιουργού, αλλά και του αναγνώστη, τον οποίο συχνά αμελούμε λες και είναι στο απυρόβλητο, σε μια ζώνη καταναλωτικής ασφάλειας. Και για τον αναγνώστη, λοιπόν: λιγότερες λέξεις, μεγαλύτερη δυσκολία. Λέω εγώ, κρίνοντας από μένα. Και μετά το διήγημα έρχεται η ποίηση: ακόμα λιγότερες λέξεις, ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία.

Η πρώτη φορά που φλέρταρα έντονα και συνειδητά με την ιδέα να διαβάσω κάτι δικό του ήταν όταν διάβασα το φοβερό κείμενο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου με τίτλο Οι δυο ζωές του Ρέιμοντ Κάρβερ. Είναι τέτοιο το πάθος που κατακλύζει το κείμενο, τέτοια η επιλογή των αποσπασμάτων, η εναλλαγή βιογραφικών στοιχείων και υποκειμενικών παρατηρήσεων, που είναι δύσκολο να αντισταθείς στην ήδη παρούσα επιθυμία.

Η δεύτερη φορά ήταν όταν είδα το υπέροχο Birdman του Αλεχάντρο Ινιάριτου στον κινηματογράφο. Ο ήρωας επιχειρεί να ανεβάσει στο θέατρο το διήγημα του Κάρβερ Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη, και ήταν τέτοια η ένταση των διαλόγων ανάμεσα στα δύο ζευγάρια που πρωταγωνιστούν, που αντίστοιχή της είχα νιώσει κάποτε παλιά διαβάζοντας το θεατρικό του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;

Η τρίτη φορά ήταν όταν, αργότερα την ίδια χρονιά, διάβασα τη συλλογή διηγημάτων του Τζορτζ Σόντερς Δεκάτη Δεκεμβρίου και ο ενθουσιασμός μου ήταν τέτοιος που ένιωθα την ανάγκη να παραμείνω στη μικρή φόρμα, στην αμερικάνικη μικρή φόρμα. Εκείνη, την τρίτη φορά, δεν ήταν συνειδητή η αναβολή της γνωριμίας με το έργο του Κάρβερ αλλά τυχαίο γεγονός.

Πριν λίγους μήνες, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, αγόρασα το Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη. Και περίμενα το καλοκαίρι.

Το πρώτο διήγημα με άφησε άφωνο. Δεν περίμενα να διαβάσω κάτι τέτοιο. Έτσι κύλησε όλη η συλλογή. Ακόμα δεν έχω λέξεις κατάλληλες να συνδεθούν μεταξύ τους σε ένα κείμενο σχετικό με τα διηγήματα της συλλογής, γι' αυτό και η πολυλογία σχετικά με τα γύρω τριγύρω της ανάγνωσης· θα δοκιμάσω να αφήσω κάποιες σκόρπιες σκέψεις, ελπίζοντας πως θα βγάζουν κάποιο νόημα, πως θα μεταφέρουν κάτι από τα αναγνωστικά μου συναισθήματα.

Η ανάγκη του Κάρβερ να διηγηθεί είναι τόσο αισθητή που σε αναγκάζει να διαβάσεις αυτό που έχει να πει. Τίποτα δεν μοιάζει να περισσεύει, καμία λέξη δεν είναι εκεί για να στολίσει το κείμενο, να αναδείξει τον συγγραφέα, να υψώσει ένα μνημείο θαυμασμού, οι λέξεις είναι εκεί για να αποδώσουν την ιστορία, την κάθε μία απ' αυτές. Δεν υπάρχει χρόνος για πολλά λόγια, η ιστορία πρέπει να λεχθεί το συντομότερο δυνατόν, άπαξ και έκανε την εμφάνισή της στην επιφάνεια. Ο ρεαλισμός και η απλότητα στη γραφή του Κάρβερ αποτελούν μόνο την επάνω στρώση των διηγημάτων και δεν στερούν τίποτα απ' τη μαγεία της μυθοπλασίας· εδώ μάλλον επανεμφανίζεται η παραπάνω σημείωση σχετικά με την ανάγκη του Κάρβερ να διηγηθεί. Δεν υπάρχουν ήρωες, η κάθαρση σπανίζει. Είναι μια λογοτεχνία ταξική, ο Κάρβερ γράφει για τους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν, αυτοί τον ενδιαφέρουν, σε κάποια συνέντευξη λέει: Στη ζωή μου, οι δικοί μου άνθρωποι τρομάζουν πραγματικά όταν κάποιος χτυπήσει την πόρτα τους, είτε μέρα είναι είτε νύχτα, ή αν χτυπήσει ξαφνικά το τηλέφωνο. Δεν ξέρουν πως θα μπορέσουν να πληρώσουν το νοίκι τους, ή τι θα κάνουν αν χαλάσει το ψυγείο τους.

Το αμερικάνικο όνειρο πάσχει από έλλειψη λάμψης. Αλκοόλ. Συναισθήματα πρωταρχικά, διόλου επεξεργασμένα μέσα από θεωρητικούς διαύλους, πραγματικά και αυθεντικά, μια αίσθηση γύμνιας μα όχι ένδειας, πυρετού μα όχι πάθους. Σκεφτόμουν τον Μαίηλερ και τον Μπουκόφσκι κατά την ανάγνωση. Μετά τα διηγήματα του Κάρβερ διάβασα το μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας η Σκούπα και το σύστημα, μια άκρως ενδιαφέρουσα διαδοχή αναγνωσμάτων, μια ευτυχής συγκυρία.

Θα ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα διηγήματά του. Με τις απαραίτητες επαναληπτικές αναγνώσεις. Ύστερα και τα ποιήματα. Ύστερα όμως.

Προσδοκώντας μια εντονότερη μέλλουσα αναγνωστική εμπειρία επίσης αναβάλλω τη συλλογή του επίσης Αμερικανού Τζον Τσίβερ Ο κολυμβητής. Και ίσως κάποτε νιώσω έτοιμος να πλησιάσω -φλέρταρα να γράψω αναμετρηθώ αλλά δεν αποτυπώνει αυτό που πραγματικά νιώθω- τον Άντον Τσέχωφ.


Μετάφραση Γιάννης Τζώρτζης
Εκδόσεις Απόπειρα

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Ο λύκος της στέπας - Hermann Hesse





Συχνά αναρωτιέμαι: πού πάνε όλες εκείνες οι ιστορίες που διαβάζω; Η μνήμη τις αποβάλλει, πολλές φορές αδυνατώ ν' ανακαλέσω έστω και το ελάχιστο από κάποιο βιβλίο, ακόμα κι αν θυμάμαι ή πιστεύω πως μου άρεσε. Θα πει κάποιος: εδώ ξεχνάς ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή σου, για τα βιβλία σκας; Αυτό θα πει και δεν θα έχει άδικο. Εδώ όμως μιλάμε για βιβλία.

Αχαρτογράφητοι οι δρόμοι του μνημονικού και ο αρχειοθέτης ανίκανος. Μια αόριστη αίσθηση μένει να πλανάται. Ωστόσο, έχω πείσει τον εαυτό μου: τίποτα δεν πάει χαμένο, όλα κάπου εγγράφονται. Και κάπως έτσι συνεχίζω απτόητος. 

Κάποια βιβλία όμως εντυπώνονται στη μνήμη άπαξ δια παντός. Θα είχε ενδιαφέρον η απάντηση στο ερώτημα: γιατί αυτό και όχι εκείνο; Θα είχε ενδιαφέρον να ανακαλύψει κανείς τι είναι αυτό που ενεργοποιεί τον μηχανισμό της μνήμης. Τέτοιο βιβλίο ήταν για μένα Ο λύκος της στέπας, και ας έχουν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από την πρώτη εκείνη φορά. Ειδικά το πρώτο κεφάλαιο, το σημείωμα του εκδότη. Ο μυστήριος ένοικος του δωματίου, ο ξένος που εξαφανίζεται ξαφνικά και αφήνει πίσω του, ανάμεσα σε άλλα, τις σημειώσεις του λύκου της στέπας, ζητώντας από τον σπιτονοικοκύρη του να τις εκδώσει.
Το βιβλίο αυτό περιέχει τις σημειώσεις του ανθρώπου που αποκαλούσαμε, όπως άλλωστε το συνήθιζε κι ο ίδιος, "λύκο της στέπας". Το ζήτημα αν τα χειρόγραφά του χρειάζονται κάποια εισαγωγή μένει ανοιχτό· για μένα, όμως, αποτελεί ανάγκη να προσθέσω στις σημειώσεις του λύκου της στέπας και μερικές δικές μου, όπου προσπαθώ να σκιαγραφήσω ό,τι αναμνήσεις έχω γι' αυτόν.

Ο λύκος της στέπας ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, που μια μέρα, πριν από μερικά χρόνια, ήρθε στο σπίτι της θείας μου και ζήτησε να νοικιάσει ένα επιπλωμένο δωμάτιο.

Στα όρια του αντικοινωνικού, με αλλόκοτα ωράρια ύπνου και ξαφνικές εξόδους από το γεμάτο βιβλία και σημειώσεις καταφύγιο του, ο λύκος της στέπας κατάφερε -έστω και άθελά του- να υφάνει ένα πέπλο μυστηρίου κατά την παραμονή του. Οι σημειώσεις που άφησε φεύγοντας δίνουν κάποιες απαντήσεις, δημιουργούν όμως ταυτόχρονα ακόμα περισσότερα ερωτήματα γύρω από την ταυτότητα του ξένου. Και ίσως είναι αυτό το διπλό παιχνίδι υπόθεσης που με εντυπωσίασε σε εκείνη την τρυφερή(!) μετεφηβική ηλικία, τότε που η διαμόρφωση του χαρακτήρα πήγαινε χέρι χέρι με την γνωριμία με τον εαυτό, την καθημερινή σχεδόν ανακάλυψη κάτι προσωπικού και την κόντρα, ναι κόντρα, με το περιβάλλον. Η εικόνα των άλλων για σένα και η εικόνα η δική σου για σένα, αυτό το ταυτόχρονο παιχνίδι υποθέσεων και βεβαιοτήτων. Η ταυτόχρονη ανάγκη απόκρυψης και φανέρωσης, διαφύλαξης και έκθεσης, ωραιοποίησης και μαυρίλας. Οι σημειώσεις, μια ιδιότυπη απολογία προς τους άλλους, και προς εμάς, απόπειρα κατανόησης που γεννά περισσότερα ακόμα ερωτηματικά, φωτίζει κάποιες γωνιές, για να εντείνει τελικά το σκότος.

Ο παράξενος ένοικος, που ξαφνικά εγκαταλείπει το δωμάτιο του, γυρίζει εκεί απ' όπου ήρθε, στο άγνωστο, ολοκληρώνοντας ένα σύντομο πέρασμα από τη σκηνή, και έχει, ή μοιάζει να έχει, τον τελευταίο λόγο: τις σημειώσεις του. Βάλτε στην άκρη τις υποθέσεις σας, τώρα μιλάω εγώ.

Ο λύκος της στέπας εκδόθηκε το 1927, όταν ο Έσσε ήταν πενήντα χρονών, γύρω στα πενήντα ήταν όταν το έγραφε, στην ηλικία του λύκου της στέπας. Ο Έσσε δεν αρκείται στην ιντριγκαδόρικη ιστορία του -κανείς πραγματικά σπουδαίος συγγραφέας δεν αρκείται ποτέ στην ιστορία του-  χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές αφήγησης, για να την υποστηρίξει και να την αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο, πετυχαίνοντας να παραδώσει το -κατ' εμέ- κορυφαίο βιβλίο του. Μιλώντας για τον Έσσε, θα ήταν ίσως περιττό να επισημάνουμε τη φιλοσοφική διάσταση, με συχνά δάνεια από την Ανατολή, που έχουν τα βιβλία του, κάτι που συμβαίνει και στον λύκο της στέπας. Ιδιαίτερα το κομμάτι εκείνο για την αυτοκτονία, χρόνια πριν ο Καμύ το επισημάνει ως το κορυφαίο κατ' εκείνον φιλοσοφικό ερώτημα, αυτή η αισιόδοξη και ζωοφόρος διάσταση της αυτοκτονίας, ο συνειδητός θάνατος ως μέτρο σύγκρισης του πόνου και του βάρους της ύπαρξης.   

Λαμβάνοντας ως δεδομένη την, από τον Ηράκλειτο προσαρμοσμένη, θέση πως είναι αδύνατο να διαβάσει κανείς δεύτερη φορά το ίδιο βιβλίο, συζητούσα με μια φίλη για το τι πραγματικά σημαίνει για την εξέλιξή μου, τόσο την προσωπική όσο και την αναγνωστική, η υψηλής επικάλυψης ταύτιση των δύο αναγνώσεων, τότε και τώρα. Κάναμε διάφορες υποθέσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων συνέκλιναν στη σπουδαιότητα του έργου και στη διάκριση ανάμεσα στην υποψία της ενστικτώδους πρώτης ανάγνωσης και τη βεβαιότητα της δεύτερης, συγκριτικά πιο ώριμης, βεβαιότητα σημερινή που μένει να αποδειχτεί υποψία σε μια μελλοντική επιστροφή σε ένα βιβλίο όπως αυτό.

υγ. Ο λύκος της στέπας κυκλοφορεί σε διάφορες εκδόσεις, η δική μου ανάγνωση έγινε από εκείνη των εκδόσεων Νεφέλη σε μετάφραση Ελένης Φαφούτη, έκδοση εξαντλημένη από το εμπόριο.



(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Ελένη Φαφούτη
Εκδόσεις Νεφέλη

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Η Ταυτότητα - Milan Kundera





Is all that we see or seem
But a dream within a dream?
                           (Edgar Allan Poe)


Ο γυρισμός είναι ταξίδι. Ποτέ όμως δεν είναι ίδιο το ταξίδι, χωρίς αυτό να αποτελεί ποιοτικό χαρακτηριστικό. Νοσταλγία για την ασφάλεια του καταφυγίου και τη μαγεία της διαδρομής, παιχνίδια της μνήμης -ή μάλλον της λήθης, καλύτερα ειπωμένο. Απ' όλα τα βιβλία του Μίλαν Κούντερα, απ' όλα τα σπουδαία βιβλία του, μυθιστορήματα και δοκίμια, εγώ ήθελα να διαβάσω ξανά την Ταυτότητα, ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα που έγραψε, ολιγοσέλιδο και απλό, αμιγώς γαλλικό και ελάχιστα φιλοσοφικό. Με κριτήρια σίγουρα υποκειμενικά, και μάλλον δυσδιάκριτα, η Ταυτότητα ήταν ο τόπος εκείνος στον οποίο περισσότερο απ' όλους επιθυμούσα να επιστρέψω. 

Την πρώτη σεκάνς τη θυμόμουν ολοκάθαρα: το ξενοδοχείο στις νορμανδικές ακτές, εκείνη, η Σαντάλ, φτάνει πρώτη, τρώει μόνη της στο εστιατόριο, κάνει βόλτα στην παραλία, εκείνος, ο Ζαν-Μαρκ, δεν θα φτάσει παρά την επομένη. Ο γάμος εκείνης ανήκει οριστικά στο παρελθόν, ο θάνατος του παιδιού της την ελευθερώνει ακαριαία και οριστικά, νιώθει βαθιά ευγνωμοσύνη παρά τις ενοχές. Η γνωριμία με τον Ζαν-Μαρκ τη ρίχνει ξανά, συνειδητά αυτή τη φορά -έτσι πιστεύει- στον ερωτικό στίβο, στην αρένα του πάθους, της αμφιβολίας, της συντροφικότητας και της ανασφάλειας. Ο Κούντερα, μέσω του αφηγητή, ενός αφηγητή παντογνώστη και παιχνιδιάρη, γδύνει, κυρίως, εκείνη συναισθηματικά, αποκαλύπτοντας μύχιες σκέψεις της, σκοτεινές και ανομολόγητες. 

Το πρόσωπο απέναντι στην κοινωνία. Αυτός θα μπορούσε να είναι ο κυρίως πυρήνας του μυθιστορήματος, πίσω από την ερωτική ιστορία. Η σχέση ως μεταίχμιο ανάμεσα στο προσωπικό και στο κοινωνικό, μια αντανάκλαση και μια διαπραγμάτευση. Η ανακούφιση της Σαντάλ για την απώλεια του παιδιού της, το οριστικό κάψιμο της γέφυρας με την προηγούμενη ζωή της, την οικογένεια του πρώην άντρα της, η σκέψη: δεν θα με ποθήσει ποτέ άλλος άντρας; 

Καθώς το ένα ολιγοσέλιδο κεφάλαιο διαδεχόταν το προηγούμενο, η μνήμη φωτιζόταν, η ιστορία ζωντάνευε ξανά μπροστά στα μάτια μου. Τότε, την πρώτη φορά, δεν κράτησα σημειώσεις, αν σε αυτό προσθέσει κανείς και την αποστροφή μου στην υπογράμμιση και τη σημείωση των βιβλίων, τότε τι έμεινε στην πραγματικότητα από εκείνη την πρώτη αναγνωστική εμπειρία; Μια αίσθηση, και τίποτα άλλο. Τίποτα; Και μια σκέψη ταμπού: η ανακούφιση της μάνας για την απώλεια του παιδιού της. Το γρανάζι εκείνο που ακούστηκε στρεφόμενο ενάντια στη στενοχωρία της σκέψης. Και η επιθυμία: να επιστρέψω ξανά κάποια στιγμή σε εκείνες τις ακτές.
Εκείνα τα λεπτά της παράξενης νοσταλγίας στην ακρογιαλιά, θυμήθηκε ξαφνικά το πεθαμένο της παιδί και την πλημμύρισε ένα κύμα ευτυχίας. Σε λίγο θα την έπιανε τρόμος μ' αυτό το συναίσθημα. Κανένας όμως δεν μπορεί να τα βάλει με τα συναισθήματα: βρίσκονται εκεί και ξεφεύγουν από κάθε λογοκρισία. Μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον εαυτό του για μια πράξη, για μια κουβέντα που ξεστόμυσε, δεν μπορεί όμως να τον κατηγορήσει για ένα συναίσθημα, απλούστατα επειδή δεν το εξουσιάζει καθόλου. Η ανάμνηση του πεθαμένου γιού της τη γέμιζε ευτυχία, και απορούσε τι μπορεί να σήμαινε αυτό.
(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης
Εκδόσεις Εστία 

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Η θετική πλευρά της απογοήτευσης





Αναπόσπαστο μέρος του καλοκαιρινού τελετουργικού των τελευταίων αρκετών χρόνων, αν και το συνειδητοποίησα τυχαία -όπως συνήθως συνειδητοποιώ τα πράγματα δηλαδή- αναζητώντας κάτι στο μπλογκ -ίσως όχι μία, αλλά περισσότερες φορές- αποτελεί η ανάγνωση ενός βιβλίου του Όστερ. Φέτος, η αλήθεια είναι, σχηματίζοντας τη στοίβα με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα -με ή χωρίς εισαγωγικά- ανάμεσα σε διάφορες διεργασίες μαθηματικού ή χημικού χαρακτήρα, προσθέσεων και αφαιρέσεων, ποσοστών παλαιότητας και φόρμας, υπέρμετρων φιλοδοξιών και ψύχραιμων δεύτερων σκέψεων -βλ. το βάρος του σάκου- ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα πρόσθεσα και το Τιμπουκτού, χωρίς άλλα κριτήρια και αξιολόγηση πέρα από το όνομα του συγγραφέα, και μάλιστα σε περίοπτη χρονικά θέση επικείμενης ανάγνωσης -νούμερο τρία ή τέσσερα, αν θυμάμαι καλά και αν έχει σημασία- καίτοι η χρονική σειρά επικείμενης ανάγνωσης -διαδικασία εξίσου σημαντική με εκείνη της επιλογής των βιβλίων- καταστρατηγήθηκε, ως συνήθως δηλαδή, το Τιμπουκτού, αυτό το μυθιστόρημα του Όστερ, το διάβασα.

Και απογοητεύτηκα.

Όμως υπάρχει η θετική πλευρά της απογοήτευσης -ω ναι, υπάρχει και τέτοια. Είναι κάτι που το σκέφτομαι κυρίως με τη μουσική. Έχω -όπως όλοι υποθέτω- κάποιους αγαπημένους μουσικούς, τη δουλειά των οποίων ακολουθώ χρόνια, πηγαίνω στις συναυλίες τους -όσο αυτό είναι δυνατόν- και αναμένω με λαχτάρα τις καινούριες τους κυκλοφορίες. Κάποιους απ' αυτούς τους αγαπώ από μικρός -συνειδητή και επί τούτου η χρήση του ρήματος- γεγονός που κάνει τη σχέση μου μαζί τους ακόμα πιο δυναμική. Λίγοι είναι εκείνοι που επέζησαν της ενηλικιώσεως, ελάχιστοι μάλλον. Εκείνα τα λίγα, μετρημένα στα δάκτυλα των χεριών, δικά τους τραγούδια, που τα θεωρώ κακά, ενοχλητικά, αδιάφορα κ.τ.λ., κ.τ.λ. είναι εκείνα που με κάνουν αντικειμενικό ως προς τον καλλιτέχνη και το έργο του, εκείνα που ενισχύουν την αγάπη μου και της αφαιρούν τις παρωπίδες, επιτρέποντας και τη δική μου ομαλή εξέλιξη τόσο ως ακροατή όσο και ως προσωπικότητας, σχέση που δεν στηρίζεται στη συνήθεια αλλά σε έναν διαρκή επαναπροσδιορισμό αναγκών και προτιμήσεων. Σας μπέρδεψα;

Ας γυρίσουμε στον Όστερ.

Ο Όστερ λοιπόν, ή μάλλον τα βιβλία του -γιατί τον ίδιο δεν τον γνωρίζω προσωπικά- μου ικανοποιούσαν πάντα -έως τώρα- πλήρως τις αναγνωστικές μου προσδοκίες, αποτελώντας τη σίγουρη λύση -μία απ' αυτές για την ακρίβεια- σε περιόδους αναγνωστικής αλλά και συναισθηματικής ξηρασίας. Μιλώντας και κουβεντιάζοντας για τον Αμερικανό συγγραφέα, προτείνοντας ή εκθειάζοντας εκείνο ή το άλλο βιβλίο του, πάντα -νομίζω- χρησιμοποιούσα την έκφραση: εγώ, βέβαια, δεν είμαι αντικειμενικός. Έως τώρα. Γιατί τώρα ξέρω, και αυτή είναι η θετική πλευρά της απογοήτευσης, ότι είμαι αντικειμενικός, ότι τουλάχιστον είμαι και αντικειμενικός ανάμεσα σε όλα τα άλλα, ότι μπορώ να διακρίνω την αδυναμία πίσω από την αφηγηματική έλξη, που δεδομένα μου ασκεί ο Όστερ, να πω: αυτό δεν είναι ένα βιβλίο άξιο να είναι μέρος της βιβλιογραφίας αυτού του σπουδαίου συγγραφέα. Δεν είναι κακό βιβλίο, σε καμία περίπτωση, ίσως μάλιστα για εφηβικό ανάγνωσμα να είναι και αρκετά καλό, όμως η ιστορία που επιλέγει να διηγηθεί δεν ένιωσα να με αφορά, δεν με συγκίνησε.



υγ. Η χρήση της έκφρασης Αναπόσπαστο μέρος του καλοκαιρινού τελετουργικού βρίθει υπερβολής και δηθενιάς και θα έπρεπε πάραυτα να αποσυρθεί και να αντικατασταθεί με κάποια άλλη. Το παραδέχομαι. Όμως, -αφήστε με να πω ότι- το κείμενο αυτό, αρχικώς τουλάχιστον, σκόπευε στη μετάβαση από την τιμπουκτική απογοήτευση στην αντίστοιχη ερωτική, οπότε η πρώτη πρώτη πρόταση μένει για να θυμίζει μια μετάβαση που δεν έγινε ποτέ.

υγ.2 Για το βιβλίο δεν είπα και πολλά, το οπισθόφυλλο είναι αρκετά κατατοπιστικό -άλλο που εγώ ήμουν τυφλωμένος από τα αισθήματά μου για τον Όστερ.

υγ3 Τιμπουκτού - Paul Auster (μτφρ.Βίκυ Κυριαζή, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος)