Τετάρτη 19 Απριλίου 2017
Αν
Αν δεν είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει, δεκαοχτώ χρονών κοπέλα, το σπίτι της, για να σπουδάσει υποκριτική, το όνειρό της ήταν να γίνει ηθοποιός, δεν θα είχε βρεθεί στην πρωτεύουσα της μικρής χώρας, μαζί με την καλύτερή της φίλη, να μετακομίζει από σπίτι σε σπίτι, να περνάει ώρες στη δραματική σχολή, πριν πάει στη δουλειά, και κάθε βράδυ σχεδόν θέατρο -αυτό θα έλεγε: κάθε βράδυ σχεδόν πήγαινα θέατρο εκείνα τα χρόνια-, δεν θα είχε γνωρίσει εκείνον τον πωλητή, το πρωί πωλητή σε εκδοτικό οίκο και το απόγευμα σπουδαστή δραματικής σχολής, εκείνον που κάποια μέρα της χάρισε ένα λεπτό βιβλίο μιας Γερμανίδας, το οποίο, χρόνια μετά, θα ήταν από καιρό εξαντλημένο. Όλα όμως θα μπορούσαν να είχαν έρθει και αλλιώς.
Αν δεν την είχε γνωρίσει ένα καλοκαίρι σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη αυτός, τότε δεν θα είχε ξυπνήσει εκείνο το πρωί σπίτι της, νωρίτερα από εκείνη, δεν θα αποτύχαινε τόσο οικτρά όταν επιχειρούσε να ετοιμάσει έναν καφέ στην ξένη κουζίνα, κυρίως λόγω συστολής στο άνοιγμα των ξένων ντουλαπιών, συστολή την οποία στιγμή δεν ένιωσε όταν εξερευνούσε τη βιβλιοθήκη στο σαλόνι -είχε δικαιολογία: ήθελα να διαβάσω κάτι, θα έλεγε- και ανακαλύπτοντας ένα λεπτό βιβλίο με τον παράδοξα ελκυστικό τίτλο " Ιστορία του γερασμένου παιδιού" μιας συγγραφέως που δεν γνώριζε, που τίποτα για εκείνη δεν είχε ακούσει, με το όνομα Τζέννυ Έρπενμπεκ. Όλα όμως θα μπορούσαν να είχαν έρθει και αλλιώς.
Αν δεν είχε το συνήθειο, πάλι αυτός, να τριγυρνάει στα παλαιοβιβλιοπωλεία, όχι μόνο τα σαββατοκύριακα, αλλά με κάθε ευκαιρία, χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο, μα ανοιχτός στις νέες προκλήσεις, εκείνα τα βιβλία που κάποιοι αναγνώστες για κάποιον λόγο αποχωρίστηκαν -έλλειψη χώρου, οικονομική ανέχεια, μετακόμιση, θάνατος-, συχνά αποτελούσαν τυχαίες -πόσο του άρεσε αυτή η λέξη- ανακαλύψεις, κάπως έτσι, εκείνο το απομεσήμερο, ανάμεσα σε άλλα, αρκετά σκονισμένα και άτακτα τοποθετημένα, δεν θα ανακάλυπτε ένα ακόμα λεπτό βιβλίο με τον επίσης παράδοξο και ελκυστικό τίτλο "θεωρία της απειλής" ενός συγγραφέα που επίσης δεν γνώριζε, που τίποτα για εκείνον δεν είχε ακούσει, με το όνομα Μπότο Στράους. Όλα όμως θα μπορούσαν να είχαν έρθει και αλλιώς.
Αν εκείνος ο συγγραφέας δεν είχε απομείνει μόνος στην αυγουστιάτικη Αθήνα, σε άδεια και άρα χωρίς την υποχρέωση να εγκαταλείπει το σπίτι καθημερινά στις εννέα το πρωί και να γυρίζει δέκα ώρες αργότερα, κουρασμένος και ψυχικά εξουθενωμένος, δεν θα είχε νιώσει την ανάγκη να ακονίσει ένα μαχαίρι και να διηγηθεί κάποιες ιστορίες ανθρώπων, και αργότερα, με τη χαρά και το άγχος της έκδοσης, αναζητώντας ιδανικούς αναγνώστες με κοινές αναφορές και αισθητική για τη λογοτεχνία, λογοτεχνία που ήδη επί χρόνια υπηρετούσε ως μεταφραστής, δεν θα έπεφτε πάνω στον αναγνώστη του Μπότο Στράους, και δεν θα έπαιρνε το θάρρος να του ζητήσει μία διεύθυνση αποστολής. Όλα όμως θα μπορούσαν να είχαν έρθει και αλλιώς.
Αν οι μεταφραστές εν γένει δεν ήταν πρωτίστως αναγνώστες που αγαπούν κάποιους συγγραφείς περισσότερο από κάποιους άλλους, άνθρωποι καθώς είναι κι αυτοί με πάθη, λίγο πιο έντονα από τον ευκταίο μέσο όρο, και αν δεν ένιωθαν κήρυκες μιας νέας θρησκείας και επιφορτισμένοι με την υποχρέωση να φροντίσουν τη μετάβαση από τη μία γλώσσα στην άλλη, διατηρώντας τους θησαυρούς αναλλοίωτους, να χαρίσουν την απόλαυση που οι ίδιοι ένιωσαν, διαβάζοντας το πρωτότυπο καθισμένοι για ώρες σε μια καρέκλα, χωρίς να σηκωθούν ούτε στιγμή. Όλα μπορεί να ήταν αλλιώς.
Όλα όμως έγιναν με αυτόν τον τρόπο.
υγ. Σκέψεις μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος "Η συντέλεια του κόσμου" της Τζέννυ Έρπενμπεκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου