Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Εσύ πόσα παγωτά έφαγες το καλοκαίρι;




Αυτό αναρωτιέται, ανάμεσα σε άλλα, ο Σταύρος Δάλκος  στο τραγούδι του Στην πόλη. Αυτό το κομμάτι ακούω τον τελευταίο καιρό, συχνότερα από κάθε άλλο, και ονειρεύομαι τη φυγή, να μετρήσω παγωτά και να μαζέψω πέτρες για κάθε μπάνιο, να βρω ωραία κοχύλια και να μείνω μακριά από τον αστικό και ψηφιακό κόσμο για κάποιες μέρες. Αυτά ονειρεύομαι.

Η κόπωση δεν μπορεί να νικήσει την προσδοκία, σκεφτόμουν τις προάλλες και έσπευσα να μοιραστώ τη σκέψη αυτή με τους ψηφιακούς μου φίλους, το σκεφτόμουν ενώ ένιωθα την κόπωση να με λυγίζει, τη ζέστη και την ανθρώπινη βλακεία, επίσης.

Μαζί με όσα δεν αντέχει κανείς, οφείλει στον εαυτό του να απομακρύνεται και από εκείνα που αγαπά, να δημιουργήσει την απόσταση, να επιφέρει καίριο πλήγμα στη ρουτίνα, να επαναφεύρει τη λαχτάρα. Χρειάζεται όμως να απομακρυνθεί και από όλα εκείνα τα αναγκαία της καθημερινότητας, εκείνα τα οποία, μέχρι κάποιον βαθμό τουλάχιστον, δεν μπορεί να αποφύγει. Είναι άλλωστε τώρα η κατάλληλη στιγμή να καταστρωθούν νέα σχέδια για τη χρονιά που έρχεται, να παρθούν θαρραλέες αποφάσεις, άσχετα αν ματαιωθούν ή αναβληθούν μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη.

Ήταν μια όμορφη χρονιά αυτή που πέρασε, ιδιαίτερα το δεύτερο μισό της. Τα ευχάριστα νέα κυριάρχησαν, ίσως να μην ήταν περισσότερα από άλλες χρονιές και απλώς να έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζω τα πράγματα, η ευκολία με την οποία εξορίζω εκείνους που παραπονιούνται διαρκώς, η κατηγοριοποίησή τους ως πηγές τοξικότητας, και η συναναστροφή με ανθρώπους που παρά τις δεδομένες δυσκολίες -όχι μόνο της συγκεκριμένης εποχής, ας μην γελιόμαστε- επιμένουν να ζουν, να δημιουργούν και να παθιάζονται. Έμαθα να αντιπαρέρχομαι το πικρόχολο βλέμμα, εκείνο που κατηγορεί αυτόν που λέει πως είναι καλά. Δεν με νοιάζει πια.

Ό,τι και αν κάνετε να το απολαύσετε, ακόμα και αν δεν είναι αυτό που πάνω απ' όλα θα θέλατε να κάνετε.  

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Ίσιντορ και Πάουλα - Ola Nilsson





Αν νομίζεις πως αλλάζοντας όνομα θα σβήσεις το παρελθόν, απατάσαι. Αν νομίζεις πως αλλάζοντας τόπο θα σβήσεις το παρελθόν, απατάσαι. Αν νομίζεις πως εμπιστευόμενος τον χρόνο θα σβήσεις το παρελθόν, απατάσαι. Και τι να κάνω τότε; Να παλέψεις με το παρελθόν. Και ας μην τα καταφέρεις ποτέ ολοκληρωτικά. Να είσαι τυχερός και να έχεις κάποιον να σου σταθεί όταν το έδαφος τρέμει. Και ας μην πάψει ποτέ το έδαφος να τρέμει εντελώς.
Ο Ίσιντορ και η Πάουλα: μαζί αδιαφορούν για τα μεγάλα κατορθώματα με το κεφάλι ψηλά. Λες και το να μένουν στην ησυχία τους ήταν ένα ακόμη μεγαλύτερο επίτευγμα, κάτι πολύ ευγενέστερο.
Είναι η ιστορία του Ίσιντορ και της Πάουλα, που δεν τους έλεγαν πάντα Ίσιντορ και Πάουλα, όμως εκείνοι, φεύγοντας, επέλεξαν νέα ονόματα, ελπίζοντας να κρυφτούν καλύτερα από ό,τι τους κυνηγούσε· τραύματα και αναμνήσεις.

Εκείνος δουλεύει ως οδηγός στον υπόγειο σιδηρόδρομο της Στοκχόλμης, εκεί που οι περισσότεροι βιάζονται να βρεθούν κάπου αλλού, εκεί που καταφεύγουν όσοι χάνονται, τρεκλίζοντας ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Εκείνη προσπαθεί, τις περισσότερες φορές δεν τα καταφέρνει, αναγνωρίζει πια τα οριακά σημεία και ζητάει βοήθεια, μέχρι να πατήσει στα πόδια της ξανά. Εκείνος στέκεται στο πλευρό της, όπως μπορεί και όσο εκείνη του επιτρέπει, ακολουθώντας το ένστικτο και το συναίσθημα. Δεν ξέρει πώς αλλιώς. Εκείνη τον διώχνει μακριά, όταν δεν τον αντέχει ή όταν θέλει να τον προστατεύσει. Συνήθως αυτά συνυπάρχουν ταυτόχρονα στο μυαλό της.

Το σκοτάδι εναλλάσσεται με το φως, το σκοτάδι διαρκεί περισσότερο και η ταχύτητα διέλευσης είναι μεγάλη, το φως διαρκεί λιγότερο, όμως η ακινησία είναι ανακουφιστική. Τα βάθη της πόλης. Οι σήραγγες που ενώνουν τους σταθμούς, η εμπιστοσύνη που πρέπει κάποιος να δείξει στις ράγες και στο κέντρο ελέγχου κυκλοφορίας. Αυτά όμως ισχύουν μόνο για τα τρένα και όχι για την ανθρώπινη ψυχή.

Ο Νίλσον ξέρει πως κάποια πράγματα δεν πρέπει να κατονομαστούν, κάποιες λέξεις δεν πρέπει να ειπωθούν, το βάρος τους θα είναι περιττό και συναισθηματικά εκβιαστικό. Επιχειρεί να αποδώσει την ιστορία των δύο ηρώων με ακρίβεια μέσα σ' ένα περιβάλλον λεκτικά ποιητικό και αφηγηματικά αφαιρετικό, όχι για να ξεφύγει, όχι για να ωραιοποιήσει, όχι για να λάβει τα παράσημα ως συγγραφέας, αλλά γιατί έτσι πιστεύει πως η ιστορία θα λειτουργήσει, και επειδή αυτός είναι ο στόχος του εξ αρχής, καταφέρνει, με επιμονή και ταλέντο, να ανασυνθέσει τον μύθο του Ορφέα και της Ευριδίκης, εκκινώντας από το ποίημα του Ρίλκε και καταλήγοντας στον Μπέργκμαν, σε ένα μυθιστόρημα ολιγοσέλιδο αλλά πυκνό, γεμάτο με εικόνες και συναισθήματα. Ένα μυθιστόρημα για το χέρι που πότε πρέπει να απλώσουμε και πότε να πιάσουμε, ελπίζοντας στην έξοδο από το σκοτάδι στο φως ή, για την ακρίβεια -και καθαιρώντας το φως από τον θρόνο του-, στην ανακάλυψη του διακόπτη που θα μας επιτρέπει την κατά βούληση εναλλαγή ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι -παρά τα όποια κατά καιρούς τεχνικά προβλήματα.

Μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης
Εκδόσεις Καστανιώτη   

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική - Enrique Vila Matas




Κάσελ. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να την προσδιορίσεις. Ήταν και μια πόλη. Σύμφωνα με την παλιά Εγκυκλοπαίδεια, στην οποία συχνά καταφεύγω για να αποφύγω την Wikipedia, νιώθοντας έτσι ότι ζω σε άλλη εποχή, το Κάσελ (έκταση 106,77 τ.χλμ., 196.345 κάτοικοι) είναι μια μικρή πόλη στις όχθες του ποταμού Φούλντα (παραπόταμου του Βέζερ) στην περιοχή της Έσσης. Έχει ορυχεία λιγνίτη, οπτικά και φωτογραφικά είδη, επεξεργασία δέρματος, υφαντουργία (τεχνητές ίνες και βαμβάκι). Στη δεκαετία του '30 παρήγε πολεμικό υλικό, ιδίως άρματα μάχης.
Από τη δεκαετία του '70 και μετά, το Κάσελ είναι γνωστό και για τη Documenta, έκθεση μοντέρνας τέχνης, που μετατρέπει το σύνολο σχεδόν της πόλης σε εκθεσιακό χώρο. Ο Βίλα-Μάτας θα λάβει πρόσκληση να συμμετάσχει στην έκθεση του 2012, και ας μην αποκάλυψε την πρόταση η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, όταν του ζήτησε να συναντήσει τους ΜακΓκάφιν για δείπνο, στο οποίο θα του αποκάλυπταν τη λύση στο μυστήριο του σύμπαντος. Η κοπέλα που θα παρουσιαστεί στο δείπνο θα τον προσκαλέσει στη Documenta, αφού πρώτα θα παραδεχτεί πως οι ΜακΓκάφιν δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα μακγκάφιν, ένα προσχηματικό, δηλαδή, αφηγηματικό στοιχείο πάνω στο οποίο θα στηνόταν η πλοκή της παρουσίας του στο Κάσελ, ή, για την ακρίβεια, της πρόσκλησης να βρεθεί στο Κάσελ. Κατά την παρουσία του εκεί, του εξηγεί η κοπέλα, η οποία υποδύεται κάποια άλλη, το μόνο που θα πρέπει να κάνει θα είναι να περνάει κάποιες ώρες σε ένα κινέζικο εστιατόριο στα περίχωρα της πόλης, σε έναν χώρο ειδικά διαμορφωμένο σε γραφείο, και να γράφει, ενώ οι επισκέπτες θα μπορούν να τον παρατηρούν. Ο Καταλανός συγγραφέας θα δεχτεί την πρόσκληση, παρά το γεγονός πως του δημιουργεί έντονη ανασφάλεια και φόβο.
Όταν ένας συγγραφέας είναι πρωτοποριακός, πρέπει να απαγορεύει στον εαυτό του να κατατάσσεται σε αυτήν την κατηγορία. Ποιος νοιάζεται όμως; Στην πραγματικότητα, η φράση μου είναι απλώς ένα μακγκάφιν και ελάχιστη σχέση έχει με αυτά που σκοπεύω να διηγηθώ, αν και στην πορεία μπορεί όλα όσα πω σχετικά με την πρόσκληση να πάω στο Κάσελ και το μετέπειτα ταξίδι μου σε αυτή την πόλη να καταλήξουν ακριβώς σε αυτή τη φράση.
Και κάπως έτσι, το αγαπημένο μοτίβο του Βίλα-Μάτας, όπως σε κάθε βιβλίο του, είναι και εδώ παρόν, ο ήρωας που ταξιδεύει, ο ήρωας που με κάποιον τρόπο σχετίζεται με τη λογοτεχνία, ταξιδεύει σε κάποιο μέρος με κάποια αφορμή, στην προκειμένη περίπτωση ο ίδιος ο συγγραφέας, και αφηγείται το ταξίδι του αυτό.

Για τον Βίλα-Μάτας, σε μεγάλη φόρμα για ακόμα μια φορά, κάθε τι είναι μια αφηγηματική αφορμή, ένα μακγκάφιν, αφορμή για να ελευθερώσει την οργιώδη φαντασία του, να του επιτρέψει να εντάξει λογοτεχνικές αναφορές και να παίξει με το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Διατηρώντας έναν χαλαρό αφηγηματικό ιστό, την πρόσκληση και την παρουσία του στο Κάσελ, χτίζει ένα μυθιστόρημα για τη σύγχρονη τέχνη, τη λογοτεχνία και τη συγγραφή, χωρίς να απουσιάζει από το κέντρο ο άνθρωπος σε ένα ξένο περιβάλλον, ο στοχασμός και το συναίσθημα, με τον μύθο να μοιάζει απών, καθώς πρωταγωνιστούν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και οι σκέψεις. Με τον μοναδικό τρόπο του, αποτέλεσμα ευφυΐας, καταφέρνει να αναφερθεί στην Documenta χωρίς να κάνει ξεκάθαρες στον αναγνώστη τις πραγματικές του σκέψεις γι' αυτήν, επιτυγχάνοντας να δημιουργήσει το ταυτόχρονο αίσθημα του θαυμασμού, του σαρκασμού, της καλοπέρασης και της όχλησης απέναντι σε ένα από τα πλέον περιβόητα καλλιτεχνικά δρώμενα, ενώ δεν διστάζει να υπονομεύσει και να σαρκάσει τον ίδιο του τον εαυτό. Το οξυμμένο βλέμμα του, η ικανότητά του στη σάτιρα, οι γνώσεις του, αλλά κυρίως η αγάπη του για τη λογοτεχνία υπάρχουν και σε αυτό το μυθιστόρημα. Η μαγική μεταμόρφωση ενός συμβάντος της ζωής του σε λογοτεχνία.  
Γιατί δεν της είπα αυτό ή το άλλο; Για άλλη μια φορά είπα στον εαυτό μου ότι η συγγραφή γεννιόταν από αυτό το πνεύμα της σκάλας· και κατά βάθος ήταν η ιστορία μιας μακρόχρονης εκδίκησης, η μακροσκελής αφήγηση σχετικά με το πώς να γράψεις αυτό που έπρεπε να έχεις κάνει στη ζωή σου την κατάλληλη στιγμή.
Αντικειμενικός με τον Βίλα-Μάτας δεν είμαι. Τον αγαπώ. Πιστεύω όμως ότι είναι ο ιδανικός συγγραφέας για κάθε φανατικό αναγνώστη. Αν ο Μαρίας διακρίνεται για το στιλιζάρισμά του, ο Θέρκας για την αφηγηματική του δεινότητα, τότε ο Βίλα-Μάτας, χάρη στο ευφάνταστο στήσιμο των μυθιστορημάτων του, συμπληρώνει την τριάδα των σημαντικότερων σύγχρονων Ισπανών συγγραφέων.

Μετάφραση Ναννά Παπανικολάου
Εκδόσεις Ίκαρος




Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Η μετάφραση - Pablo De Santis




Έχω πάνω στο γραφείο μου έναν κεραμικό φάρο. Μου χρησιμεύει για πρεσπαπιέ, αλλά κυρίως είναι μπελάς. Στη βάση του γράφει "Αναμνηστικό από το Πουέρτο Σφίγγα". Η επιφάνεια του φάρου είναι γεμάτη ρωγμές επειδή χτες, καθώς τακτοποιούσα τα χειρόγραφα μιας μετάφρασης, ο φάρος έπεσε από το γραφείο μου. Υπομονετικά μάζεψα τα κομματάκια. Όποιος έχει προσπαθήσει να ξανακολλήσει ένα σπασμένο βάζο ξέρει ότι, όσο σχολαστική προσπάθεια κι αν κάνεις, πάντα υπάρχουν μερικά κομμάτια που δεν βρίσκονται ποτέ.
Το ίδιο ισχύει και με μια ιστορία που συνέβη στο παρελθόν, όταν ο αφηγητής επιχειρεί να τη διηγηθεί, κάποια κομμάτια δεν βρίσκονται ποτέ. Ο Ντε Σάντις, γνωστός και αγαπημένος από τη Μαύρη Φιλολογία (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδόσεις Opera), τοποθετεί και σε αυτό το μυθιστόρημα τη λογοτεχνία στο επίκεντρο της ιστορίας του. Ο αφηγητής Μιγκέλ Ντε Μπλαστ, μεταφραστής στο επάγγελμα, θα λάβει μία πρόσκληση να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο μετάφρασης στο Πουέρτο Σφίγγα, και, παρ' όλες τις επιφυλάξεις του, θα αποδεχθεί την πρόσκληση. Εκεί, θα συναντήσει παλιούς γνωστούς, αλλά και την Άννα, με την οποία χώρισε πριν από δέκα χρόνια καιτην οποία έχει να συναντήσει από τότε.

Και ενώ όλα έδειχναν να κυλούν όπως συνήθως κυλούν εκδηλώσεις όπως αυτές, ένα κράμα δηλαδή από βαρεμάρα, τήρηση κοινωνικών συμβάσεων, κακεντρεχή πισώπλατα σχόλια και ελάχιστο επιστημονικό ενδιαφέρον, το πτώμα ενός σύνεδρου θα δώσει άλλη τροπή στο συνέδριο...

Το συνέδριο μετάφρασης δίνει στον Ντε Σάντις το απαραίτητο έδαφος να διατυπώσει διάφορες σκέψεις σχετικά με τη λογοτεχνία και τη γλώσσα, να αναφερθεί σε αυτό το παρασκηνιακό, αλλά τόσο απαραίτητο, επάγγελμα, στη μοναξιά και την απομόνωση, στις δυσκολίες και τις έριδες ανάμεσα στους συναδέλφους, να σαρκάσει διάφορα επινοημένα σκηνικά, όπως εκείνου του μεταφραστή που έχασε το μοναδικό αντίτυπο του μυθιστορήματος που μετέφραζε και όμως δεν πτοήθηκε και συνέθεσε, με βάση το εξώφυλλο και δύο-τρία στοιχεία της υπόθεσης που θυμόταν, τη δική του εκδοχή, και έτσι γνώρισε την εμπορική επιτυχία και την αναγνώριση των κριτικών, ή εκείνου του εκδοτικού οίκου που εξέδιδε οδηγούς αυτοβοήθειας, αποτέλεσμα κλοπής από αντίστοιχα εγχειρίδια του εξωτερικού, τους οποίους υπέγραφαν οι μεταφραστές με διάφορα ευφάνταστα ψευδώνυμα.

Ο Μιγκέλ Ντε Μπλαστ είναι ο αγαπημένος μου τύπος ήρωα-αφηγητή, κάπως παραιτημένος από τη ζωή, λίγο μίζερος αλλά και ρομαντικός, συνήθως λιγομίλητος, με συναισθηματικά μπλοκαρίσματα, κάπως αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει γύρω του, σε ένα ηλικιακό μεταίχμιο, σαφώς αποτυχημένος, ο ιδανικός για να αναφερθεί στο λογοτεχνικό σύμπαν, το τόσο λαμπερό από μακριά, και να το σαρκάσει χωρίς όρια. Το ιδανικό άλτερ έγκο του κάθε συγγραφέα, στο στόμα του οποίου θα τοποθετήσει τις σκέψεις και τα πικρόχολα σχόλιά του για την υποκρισία και τη δυσωδία ενός χώρου περίκλειστου, εκεί που όλοι χαμογελούν για να καρφώσουν, λίγο μετά, το μαχαίρι σ' εκείνον που γυρίζει πρώτος την πλάτη του.

Απολαυστικό μυθιστόρημα, με τη διαλεύκανση της δολοφονίας να αποτελεί απλώς ένα πρόσχημα, την αφηγηματική αφορμή, ώστε ο Ντε Σάντις να μιλήσει για εκείνα που αγαπάει -παρά τα στραβά τους- τη λογοτεχνία και τη γλώσσα, τους συγγραφείς, τους μεταφραστές, τους αναγνώστες και τους εκδότες, σε ένα μέρος-φάντασμα όπως το Πουέρτο Σφίγγα. Έξυπνο και με πηγαίο χιούμορ, Η μετάφραση είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί.


Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις angelus novus
 

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Ο Ύφαλος - Juan Villoro





Αυτή η ικανότητα των Λατινοαμερικάνων, κυρίως, συγγραφέων, να συνδυάζουν την παράνοια και τη δυστοπία με τον ρεαλισμό και το μαύρο χιούμορ, αλλά και τον έρωτα, πάντα τον έρωτα, είναι αξιομνημόνευτη, με τα φανταστικά εκείνα μέρη, που όμως διαθέτουν την αντιστοιχία τους στον χάρτη, να αποτελούν συνήθως το σκηνικό της δράσης. Και ο αναγνώστης, πέρα από τη δεδομένη γοητεία που νιώθει, δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει, να κλάψει ή να οργιστεί με όσα διαδραματίζονται. Έτσι συμβαίνει και με τον Ύφαλο, το πρώτο μυθιστόρημα του γνωστού και καταξιωμένου Μεξικανού συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά.
Πέρασα το πρώτο μέρος της ζωής μου προσπαθώντας να ξυπνήσω και το δεύτερο προσπαθώντας να κοιμηθώ. Αναρωτιέμαι αν θα υπάρξει και τρίτο.
Σε ένα μικρό νησί της Καραϊβικής, ο Μάριο Μίλερ, πρώην μέλος ενός ροκ συγκροτήματος, θα οραματιστεί ένα νέο μοντέλο τουρισμού. Η παρακμή του τόπου και η οικολογική καταστροφή θα αποτελέσουν το κατάλληλο σκηνικό για διακοπές υψηλού ρίσκου, τουρίστες του οικονομικά ανεπτυγμένου κόσμου, με οικονομική δυνατότητα και έντονη την πλήξη στην καθημερινή τους ζωή, έρχονται κατά κύματα για να δοκιμάσουν μια ζωή στα όρια, να βιώσουν την αδρεναλίνη μιας απαγωγής από ένοπλους αντάρτες, να έρθουν αντιμέτωποι με δηλητηριώδη φίδια και αράχνες, να ζήσουν εκτός πλαισίου ασφάλειας. Και ενώ όλα τα γειτονικά ξενοδοχεία στέκουν έρημα, αποτελώντας απλώς πλυντήρια μαύρου χρήματος, η Πυραμίδα είναι πάντα γεμάτη.

Ο αφηγητής, Τόνι Γκόνγκορα, μπασίστας στο συγκρότημα του Μίλερ, προσπαθεί να διαφύγει από τον κόσμο των ναρκωτικών, ο Μίλερ τον καλεί στον Ύφαλο και του προσφέρει τη δουλειά του μουσικοσυνθέτη στα ενυδρεία της Πυραμίδας, ως αφορμή για να τον σώσει. Ο Γκόνγκορα έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της μνήμης του, ο Μίλερ του θυμίζει διάφορα περιστατικά από το παρελθόν, κυρίως δυσάρεστα, είναι η αλήθεια. Όμως τελικά είναι ο Μίλερ εκείνος που έχει ανάγκη τον Γκόνγκορα.

Σε ένα περιβάλλον αφήγησης ονειρικό και ομιχλώδες, ο Βιγιόρο στήνει την παράλογη (;) ιστορία του, ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως οικολογικό, και που οι παρατηρήσεις και ο σχολιασμός για την τουριστική εκμετάλλευση, την πολιτική διαφθορά, τα ξένα κεφάλαια, τη φτώχεια, το εμπόριο ναρκωτικών και το υποκριτικό ενδιαφέρον του προηγμένου κόσμου για τη διάσωση του περιβάλλοντος σε τόπους μακρινούς, έρχονται να συναντήσουν τη φιλία και τον έρωτα, σε μία χειμαρρώδη αφήγηση οργιώδους φαντασίας.

Παράξενο που μόλις τώρα μεταφράστηκε κάποιο έργο του Βιγιόρο στα ελληνικά, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς τη δεδομένη αγάπη του ελληνικού κοινού για τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ. Μαζί με την έκδοση του μυθιστορήματος είχαμε και την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων του Βιγιόρο, Οι Ένοχοι (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδόσεις Κουκκίδα). Κάτι μου λέει ότι σύντομα θα δούμε και άλλα έργα του Μεξικανού συγγραφέα στα ελληνικά.


Μετάφραση Ασπασία Καμπύλη
Εκδόσεις Φιλύρα 

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Walkabout - Τάκης Κατσαμπάνης




Λες: χρειάζομαι ένα νέο ξεκίνημα. Σε ένα μέρος μακρινό. Να πάρω μαζί μου όσο το δυνατό λιγότερα. Ιδανικά τίποτα. Να παρουσιάσω την καινούρια εκδοχή του εαυτού μου. Αυτά λες. Και μια μέρα φεύγεις. Δεν είναι απλό. Ποτέ δεν είναι απλό.

Ο σπόρος του αυτοβιογραφικού δίνει μια διαφορετική δυναμική σε ένα κείμενο. Ιδίως η απόπειρα του γράφοντος να δει από απόσταση την ίδια του την εμπειρία, να μην αποκαλύψει τα πάντα, να κρυφτεί πίσω από την ελάχιστη υπόνοια μυθοπλασίας. 
17η Δεκεμβρίου, πρώτη μέρα. Στροβιλισμός. Τι γυρεύω εδώ; Ξυπνώ ζαλισμένος από το τζετ λαγκ σε ένα δωμάτιο ψηλά σ' έναν λόφο που τον λούζει ο δυνατός ήλιος, περιστοιχισμένος από τροπικά δένδρα και πολλά πουλιά που κελαηδούν άγνωστες μελωδίες. Πολίτης της Αυστραλίας με πλήρη δικαιώματα.
Ο Τάκης Κατσαμπάνης αφήνει την Αθήνα και μεταναστεύει στην Αυστραλία. Ιστορία γνωστή, όχι η δική του, αλλά η ιστορία τόσων και τόσων γνωστών και φίλων που εγκαταλείπουν τα τελευταία χρόνια τη χώρα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, προσδοκώντας κάτι καλύτερο, κάτι διαφορετικό. Η (ψευδ-)αίσθηση της καινούριας αρχής και η απομάγευση. Όχι για όλους, κάποιοι βρίσκουν αυτό που γυρεύουν ή προσαρμόζουν αυτά που βρίσκουν σε όσα γύρευαν. Κάποιοι άλλοι λαχταρούν να γυρίσουν, αναπολούν, και η απόσταση γιγαντώνει τη νοσταλγία, από μακριά όλα μοιάζουν υπέροχα, τα όμορφα μένουν στα ψηλά ράφια της μνήμης. Και όσοι τα καταφέρνουν να γυρίσουν έχουν, εκτός όλων των άλλων, να αντιμετωπίσουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την ενοχή της αποτυχίας.

Η ιστορία του Κατσαμπάνη, έτσι όπως αποφάσισε να τη γράψει, περιλαμβάνει δύο αφηγήσεις σε δύο χρόνους· από τη μία τα ημερολόγια από την πενταετή παραμονή του στην Αυστραλία και από την άλλη τις σκέψεις του μετά την επιστροφή. Δεν επιχειρεί να κάνει κάποιου είδους ταμείο, κάτι τέτοιο δεν θα είχε ενδιαφέρον, ούτε και νόημα ίσως, δεν είναι άλλωστε αυτός ο στόχος του. Ούτε επιθυμεί να κλείσει την προσωπική του ιστορία της Αυστραλίας σε κάποιο κουτάκι, για να το ανεβάσει στο πατάρι. Αναφέρεται στα συναισθήματά του -πώς αλλιώς;- και σε κάποιες αναμνήσεις που εντείνουν τη διαφορετικότητα των δύο τόπων· η αίσθηση της απλωσιάς του τοπίου, για παράδειγμα, σε σύγκριση με τον σαφώς πιο περιορισμένο ορίζοντα του τόπου μας, ή η (φαινομενική) ομαλότητα στην καθημερινότητα. Η ζωή μακριά από την πόλη, οι σχέσεις με άλλους μετανάστες Έλληνες, το μαύρο παρελθόν της χώρας ως προς την μανία εξόντωσης των ιθαγενών, η αίσθηση να είσαι και να νιώθεις ξένος.

Μια λυρικότητα διακρίνει τον λόγο του Κατσαμπάνη, που έως έναν βαθμό δικαιολογείται, καθώς αποτυπώνει τη διπλή νοσταλγία του συγγραφέα, για την Ελλάδα και την Αυστραλία, για το μέρος που, τη στιγμή της γραφής, είναι μακριά. Ιστορία που ξεπερνά το προσωπικό και παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον αναγνώστη σε μια χώρα που ανέκαθεν διέθετε πλήθος ιστοριών μετανάστευσης.

Εκδόσεις Εξάρχεια

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Έγκλημα στα φιορδ - Jorn Lier Horst



Το πούσι γλιστρούσε στη στεριά, μούσκευε την άσφαλτο και σχημάτιζε θολά φωτοστέφανα γύρω από τα φώτα του δρόμου. Ο Ούβε Μπάκερου οδηγούσε με το ένα χέρι στο τιμόνι καθώς το σκοτάδι πύκνωνε γύρω του. Του άρεσε αυτή η εποχή του χρόνου, λίγο πριν τα φύλλα των δέντρων κιτρινίσουν και πέσουν. Ήταν η τελευταία του επίσκεψη στο εξοχικό στο Στάβεν, για να ασφαλίσει τα πατζούρια στα παράθυρα, να τραβήξει τη βάρκα στη στεριά και να κλείσει το σπίτι για τον χειμώνα. Το περίμενε ολόκληρο το καλοκαίρι· ήταν το δικό του Σαββατοκύριακο. Οι δουλειές που έπρεπε να γίνουν δεν του έπαιρναν περισσότερο από καναδυό ώρες την Κυριακή το απόγευμα και είχε όλο τον υπόλοιπο χρόνο στη διάθεσή του.

Ο Ούβε Μπάκερου θα βρεθεί όμως αντιμέτωπος με μια δυσάρεστη έκπληξη, που θα του ανατρέψει τα σχέδια για ένα τελευταίο ήρεμο Σαββατοκύριακο μακριά από την πόλη, καθώς θα διαπιστώσει πως διαρρήκτες έχουν "επισκεφτεί" το εξοχικό. Σε κατάσταση σοκ θα περπατήσει μέχρι το γειτονικό σπίτι, που ανήκει σε έναν διάσημο τηλεοπτικό αστέρα, εκεί εκτός από την παραβιασμένη πόρτα θα αντικρίσει και το πτώμα ενός άντρα. Ο αστυνομικός επιθεωρητής Βίλιαμ Βίστιν θα αναλάβει άλλη μία υπόθεση.

Η παρουσία του πτώματος θα αναβαθμίσει τη σοβαρότητα της υπόθεσης, η περιοχή θα γεμίσει από άντρες της αστυνομίας, οι οποίοι αναζητούν το ελάχιστο ίχνος, που είναι πιθανό να τους οδηγήσει στα ίχνη του δολοφόνου. Όμως οι μέρες περνάνε και η υπόθεση περιπλέκεται, καθώς νέα στοιχεία εμφανίζονται και μια σειρά από γεγονότα λαμβάνουν χώρα. Την ίδια στιγμή η κόρη του επιθεωρητή, αστυνομικός ρεπόρτερ στο επάγγελμα, θα αποφασίσει να εγκαταλείψει τον σύντροφό της και να μετακομίσει προσωρινά στο εξοχικό της οικογένειας, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του εγκλήματος.

Ο Νορβηγός συγγραφέας Jorn Lier Horst θα στήσει την ιστορία του στηριζόμενος στη συνταγή του σύγχρονου σκανδιναβικού αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο γνωρίζει τεράστια απήχηση στις μέρες μας. Εκμεταλλευόμενος τις δεδομένες κλιματολογικές ιδιαιτερότητες της Νορβηγίας, θα επιχειρήσει να ενισχύσει την ατμόσφαιρα μυστηρίου, που έτσι και αλλιώς είθισται να συνοδεύει μια ιστορία φόνων. Η ομίχλη, το κρύο και η βροχή θα συνοδεύσουν την πορεία της έρευνας μέχρι την τελική λύση του μυστηρίου. Οι ανατροπές, απαραίτητες για κάθε συγγραφέα του είδους που σέβεται τον εαυτό του, διαδέχονται η μία την άλλη, καθώς κάποιο νέο στοιχείο επαναπροσδιορίζει τα δεδομένα, σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και ταυτόχρονα να οδηγηθεί το μυθιστόρημα σε μια εντυπωσιακή έξοδο. Εκείνο που λείπει, και κατά τη γνώμη μου καλώς, είναι η παρουσία υπερβολικής βίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πρόκειται για ένα σύμπαν αγγελικά πλασμένο. Ως προς τους χαρακτήρες, ο Horst μοιάζει να προσπαθεί να προσδώσει το ελάχιστο απαραίτητο βάθος, γνωρίζοντας πως δεν πρόκειται για το σημαντικότερο συστατικό. Το Έγκλημα στα φιόρδ αποτελεί το έβδομο βιβλίο με ήρωα τον επιθεωρητή Βίστιν· σε αυτές τις σειρές έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τα βιογραφικά στοιχεία των χαρακτήρων που επανέρχονται από ιστορία σε ιστορία, δημιουργώντας έναν ολόκληρο κόσμο, που λειτουργεί με συνέχεια, παράλληλα με το απαραίτητο έγκλημα, που βρίσκεται στον πυρήνα του κάθε βιβλίου, ενισχύοντας την επιθυμία του αναγνώστη να διαβάσει ακόμα μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Βίστιν στην προκειμένη περίπτωση.   

Ως είθισται, το μυθιστόρημα διαθέτει και μια κοινωνικοπολιτική διάσταση, μια απόπειρα να αιτιολογηθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι φόνοι και η εγκληματικότητα γενικότερα που ταλανίζει τη Νορβηγία. Η συνθήκη Σένγκεν, που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση ταξιδιωτών από τις χώρες της Βαλτικής, και η οικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών αποτελούν κάποιες από τις αιτίες, σύμφωνα τουλάχιστον με τον αφηγητή.

Ένα σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα της σκανδιναβικής σχολής, με τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία που το συνοδεύουν, για τους λάτρεις του είδους. 

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)

Μετάφραση Δέσπω Παπαγρηγοράκη
Εκδόσεις Διόπτρα

Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Το θρόισμα των εκδοχών - Αρίστη Προυσσιώτη





Του κειμένου προηγούνται τεχνικές οδηγίες ανάγνωσης.
Διάβασε πρώτα τις αριστερές σελίδες.
Ύστερα να ζευχθεί κάθε γραμμή με την απέναντί της.
Οπότε η αριστερή και η δεξιά σελίδα θα γίνουν μία.
Η απορία σχηματίζεται στο πρόσωπο μου. Ίσως και η καχυποψία. Τέχνημα χωρίς ψυχή; Γυρίζω τη σελίδα και αρχίζω την ανάγνωση ακολουθώντας τις οδηγίες. Αρκεί η πρώτη ιστορία για να πω: κάτι ενδιαφέρον, κάτι πραγματικά ενδιαφέρον υπάρχει εδώ. Καθώς η ανάγνωση συνεχίζεται εντυπωσιάζομαι όλο και περισσότερο. Από τη μία η τεχνική επιτυχία. Μια ιστορία χωρισμένη στα δύο, η αριστερή σελίδα αποτελεί μια ανεξάρτητη ιστορία, η σύζευξη της αριστερής και της δεξιάς σελίδας σε μία αποτελεί επίσης μια ανεξάρτητη ιστορία και μάλιστα διαφορετική. Από την άλλη το νόημα του τεχνικού ευρήματος, η ψυχή για την οποία αναρωτιόμουν παραπάνω. Αρκεί να αφαιρέσει μία φράση κανείς για να αλλάξει εντελώς το νόημα μιας ιστορίας, για να μετατραπεί ο προδότης σε ήρωα, για να αποκαλυφθεί ο υπεύθυνος.

Ένα εγχείρημα γοητευτικό, που απαιτεί από τον αναγνώστη να υποταχθεί σε μια νέα τυπογραφική διάταξη, αλλά τον αποζημιώνει. Από μόνη της η σύλληψη του τεχνικού ευρήματος δεν θα ήταν αρκετή, όμως η Προυσσιώτη την υποτάσσει στις ιστορίες που θέλει να διηγηθεί, στις διαφορετικές οπτικές γωνίες που θέλει να προσδώσει, στην επιθυμία της να ξεγελάσει τον αναγνώστη, που βιάζεται να βγάλει συμπέρασμα διαβάζοντας τη μισή ιστορία, να του γκρεμίσει τον ορίζοντα προσδοκιών που έχτισε πριν διαβάσει την ιστορία στο σύνολό της. Και ο αναγνώστης δεν αντιδρά θυμωμένος, αλλά απολαμβάνει αυτό το νοητικό παιχνίδι, αποκαλύπτεται καθώς το σύνολο της εικόνας.

Βιβλίο που κρύβει πίσω του πολλή δουλειά αλλά και έμπνευση. Έχω ξαναγράψει κάπου: ένα παιχνίδι με τον τρόπο που τα παιδιά αντιμετωπίζουν το παιχνίδι, ως κάτι πολύ σοβαρό. Για το βιβλίο -και για τη συγγραφέα- δεν γνώριζα τίποτα, μέχρι που αποφάσισα να στείλω μέηλ σε έναν νεκρό συγγραφέα, εκείνος με ευχαρίστησε για τα καλά μου λόγια και μου πρότεινε κάποια βιβλία, ανάμεσά τους και Το θρόισμα των εκδοχών. Αν διαβάσετε Το μηνολόγιο ενός απόντος θα καταλάβετε περισσότερα. Εξάλλου κανένα παιχνίδι δεν έχει ενδιαφέρον αν έχει κανείς εξαρχής το κλειδί για όλες τις πίστες.

Εκδόσεις Μελάνι


Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Όμορφοι έρωτες - Ιάκωβος Ανυφαντάκης




Πάνε πολλά χρόνια που είχα νοικιάσει από το βίντεο κλαμπ -ναι, τόσα χρόνια- μια ταινία, με τον προκλητικό τίτλο Μια πορνογραφική σχέση· η ιστορία ενός ζευγαριού που συναντιόταν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ύστερα χώριζε, με τον καθένα να συνεχίζει τη ζωή του. Διαβάζοντας τα διηγήματα της συλλογής του Ανυφαντάκη θυμήθηκα εκείνη την ταινία. Η συλλογή Όμορφοι έρωτες  αποτελείται από δεκαπέντε διηγήματα, τα οποία έχουν στο επίκεντρό τους ερωτικές σχέσεις, κρυφές ή φανερές, συνηθισμένες ή ασυνήθιστες, αλλά όλες ανεξαιρέτως, με τον τρόπο τους προβληματικές και δύσκολες.

Εκείνο που χαρακτηρίζει το κάθε διήγημα είναι η αποκοπή του εκάστοτε ζευγαριού από το εξωτερικό περιβάλλον, είτε βρίσκεται σε κάποιον κλειστό χώρο είτε όχι, ο Ανυφαντάκης στρέφει τον προβολέα πάνω τους, δημιουργώντας μία σκηνή λουσμένη στο φως, που περιβάλλεται από σκοτάδι, αναδεικνύοντάς τους σε αποκλειστικό θέαμα για τον αναγνώστη, θυμίζοντας κάποιο εργαστήριο έρευνας.
Τέσσερα μηδέν. Όταν ο Δημήτρης ήταν σαράντα γνώρισε τον Νίκο. Όταν ο Νίκος ήταν σαράντα αυτοκτόνησε. Τώρα η Μαρία είναι σαράντα. Τέσσερα μηδέν. Δεν σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Ιππεύει όρθια στο κρεβάτι τον Δημήτρη και σκέφτεται τον Νίκο. Όταν ο Νίκος ήταν είκοσι τέσσερα την παντρεύτηκε. Δύο τέσσερα. Εκείνη ήταν είκοσι χρονών. Δύο μηδέν. Ιππεύει τον Δημήτρη έως ότου εκείνος τελειώσει μέσα της δειλά. Δύο μηδέν. Τώρα είναι σαράντα. Δυσκολεύεται να θυμηθεί πώς τελείωνε ο Νίκος μέσα της. Ρωτάει τον Δημήτρη.
Η σεξουαλική έλξη και η συναισθηματική πληρότητα είναι συχνά ασύμβατες μεταξύ τους. Η σεξουαλικότητα είναι ακόμα και σήμερα ένα θέμα ταμπού, κάποιοι δεν το συζητάνε ούτε με τον ίδιο τους τον εαυτό, ακόμα περισσότεροι δεν μοιράζονται τους καρπούς της προσωπικής τους αναζήτησης με τον σύντροφό τους από ντροπή ή φόβο, μικρή σημασία έχει. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις σκέψεις και τα συναισθήματα, και τα ζευγάρια χωρίζουν ή δυστυχούν, και τα στερεότυπα διαιωνίζονται: ο έρωτας τελειώνει, η αγάπη τελειώνει, ό,τι απομένει η συνήθεια. Ο αφηγητής, παρών στις ιδιωτικές στιγμές του ζευγαριού της κάθε ιστορίας, αναλαμβάνει τον ρόλο του ρουφιάνου, αποκαλύπτει τις ενδόμυχες σκέψεις, τα σκοτεινά σημεία, φανερώνει το χάσμα που υπάρχει ακόμα και όταν δεν είναι ορατό στους πρωταγωνιστές, ακόμα και αν το σημείο τριβής δεν είναι γνώριμο στον αναγνώστη, η βάση του προβληματισμού είναι οικεία.

Όμως τον Ανυφαντάκη δεν τον ενδιαφέρει τόσο το αύριο της κάθε σχέσης, αλλά το παρόν, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το παρόν αποτελεί πάντα ένα ασφαλές δείγμα για την εξέλιξη των πραγμάτων. Τον ενδιαφέρουν τα σκοτεινά εκείνα σημεία στους ήρωές του, οι συναισθηματικές ανασφάλειες, τα κοινωνικά κατάλοιπα, οι διαφορετικές καταβολές, τα προσωπικά αιτήματα, η απόπειρα γεφύρωσης, η εκλογίκευση του σεξουαλικού ενστίκτου. Θα πόνταρα πως ένας από τους αγαπημένους του συγγραφείς είναι ο Μίλαν Κούντερα, αυτή η ψυχρή ανατομική ματιά στη σεξουαλικότητα και κατ' επέκταση στα ερωτικά συναισθήματα, στις σχέσεις, στον μικρόκοσμο εκείνον που θα έπρεπε να είναι το καταφύγιο από τον μεγάλο κόσμο, και όμως συχνά αποτελεί μικρογραφία του, πολλές φορές κακέκτυπη.

Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ασχολούμενος με το σεξ ο συγγραφέας επιχειρεί να προκαλέσει και να πουλήσει. Αυτή η κατηγορία δικαιώνει και την επιλογή του συγγραφέα να ασχοληθεί με τη σεξουαλική βάση των σχέσεων, ακριβώς αυτή η κατηγορία αποτυπώνει τη γενικότερη αίσθηση που επικρατεί, την ντροπή, τη εσφαλμένη αντίληψη περί ιδιωτικότητας, την άρνηση συνειδητοποίησης του σημαντικού ρόλου του σώματος.

Χωρίς να είναι άνισα, η αλήθεια είναι πως δεν απόλαυσα το ίδιο όλα τα διηγήματα της συλλογής, κάποια από αυτά ήταν εξαιρετικά, κάποια άλλα λιγότερο. Η μικρή φόρμα ταιριάζει πάντως στον Ανυφαντάκη.

Εκδόσεις Πατάκη