Με καίει να μάθω αν θέλεις να ξεχάσεις. Πέντε φύλλα χαρτί χρειάστηκα για να φτάσω ίσαμε εκεί, πέντε φύλλα για να σου γράψω με το μολύβι: θες να ξεχάσεις; Όχι να με ξεχάσεις, να ξεχάσεις... Να μπεις στην αρένα άγγελος και να βγεις κτήνος, από μια πόρτα κρυφή που θα σου ανοίξει ο δαίμων της ευδαιμονίας, βλέπεις δεν είναι τυχαίο δαίμων και ευδαίμων, εδώ αν μπορείς δάμασε τη σημειολογία, βάλε τα δυνατά σου να κουμαντάρεις δυο λέξεις μαζί όταν η μια μπαίνει βαθιά μέσα στην άλλη· εγώ κι εσύ, δηλαδή, για να σου δώσω ένα παράδειγμα βγαλμένο από την ανθρώπινη συνθήκη.
Μετά τον χωρισμό, όταν το εμείς γίνει εγώ και εσύ, γίνεται διαμοιρασμός των ρόλων θύτη και θύματος, νικητή και νικημένου, γιατί καλή η θεωρία πως από έναν χωρισμό και τα δύο μέρη βγαίνουν πάντοτε χαμένα, όμως αυτό σχεδόν ποτέ δεν ισχύει, πάντα υπάρχει μια συναισθηματική ανισότητα, πάντα κάποιος από τους δυο λαχταρούσε πιο πολύ την έξοδο και την προετοίμαζε κρυφά από καιρό, πάντα κάποιος από τους δυο καταφέρνει ευκολότερα να βρει σεξουαλικό και συναισθηματικό βηματισμό. Και εκείνος ο άλλος δεν είναι εκεί απέναντι για να του απευθύνεις τον λόγο, να του πεις όσα σε ενοχλούν, να τον κατηγορήσεις για άλλα τόσα, να του πεις πως τον αγαπάς και ότι σου λείπει, και ας μην τον αντέχεις και ας μη θέλεις πια να τον βλέπεις μπροστά σου, δεν είναι εκεί απέναντι να του γκρινιάξεις για όλα αυτά που πάντοτε του γκρίνιαζες, για εκείνα τα μικρά καθημερινά προβλήματα, που δεν μπορούν να σταθούν στον έξω κόσμο, και που εκείνου του τα εκμυστηρευόσουν, γιατί ήξερες πως δεν θα σε θεωρήσει αφελή, όχι περισσότερο αφελή από ένα σ' αγαπάω, βρε χαζούλι.
Από τις παλαιότερες μορφές λογοτεχνίας, η επιστολική λογοτεχνία αποτέλεσε ένα ξεκάθαρο πέρασμα από την προσωπική ζωή στην τέχνη, καθώς προηγήθηκαν τα προσωπικά γράμματα, γεμάτα πόνο, μίσος και απελπισία, και ύστερα έγιναν δημόσια, συνήθως μετά τον θάνατο ή για λόγους εκδίκησης και χλευασμού, ακολούθως επινοήθηκαν οι χαρακτήρες και οι λεπτομέρειες ενός βίου φανταστικού, τέθηκαν οι λογοτεχνικοί κανόνες. Μια από τις καλύτερες λογοτεχνικές κρυψώνες του προσωπικού, απόλυτα σύμφωνη με την ίδια τη σύμβαση του είδους, που αφήνει περιθώρια να περάσουν τα μηνύματα στον παραλήπτη, που δίνει τη δυνατότητα στο θύμα να πάρει τον λόγο τώρα που ο θύτης διέκοψε την επικοινωνία, να πει όσα δεν μπόρεσε ή πρόλαβε. Και υπό αυτό το πρίσμα αξιολογώ τόσο την υποσημείωση επιστολική κομεντί, που προκαταβάλλει τον αναγνώστη του βιβλίου 40 γράμματα πένθους, πως όλα είναι μια κωμωδία, ο πόνος και η οργή, έτσι μοιάζει να λέει, σημασία έχει εσύ να γελάσεις, μια φάρσα είναι όλα αυτά, μια ερωτική παρωδία, ένα δήθεν πένθος, μια ευφάνταστη επίθεση κλαυσίγελου, κάτι για να περάσει η ώρα, δυο επινοημένα πρόσωπα, καρικατούρες εραστών τοποθετημένα εδώ με την καρδιά τους ανοιχτή τροφή για χλεύη, μην το πάρετε όλο αυτό στα σοβαρά. Κάπως έτσι αξιολογώ και την χρήση ψευδωνύμου από την πλευρά του συντάκτη των επιστολών, του/της συγγραφέα. Και τα δύο αυτά ευρήματα λειτουργούν υπέροχα, υπονομεύοντας τον εαυτό τους, ενισχύοντας την αίσθηση του αναγνώστη πως και ο πόνος είναι μεγάλος, και πως τα πρόσωπα είναι αληθινά. Και βέβαια ο συμβολικός πένθιμος αριθμός σαράντα.
Η ίδια η φύση της επιστολικής λογοτεχνίας θέτει και τα όρια της, τις δυσκολίες και τις απαιτήσεις της, ειδικά στην περίπτωση που αφηγητής και συντάκτης ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο. Και όχι μόνο γιατί δεν έχουν όλα τα γράμματα λογοτεχνική αξία, διάκριση η οποία ισχύει καθολικά στο τι ονομάζεται λογοτεχνία. Αλλά γιατί εδώ είναι ακόμα πιο επίκαιρο το ερώτημα του αναγνώστη: εμένα, γιατί με αφορά; Και σίγουρα ένα μέρος του κοινού της επιστολικής λογοτεχνίας διακατέχεται από το σύνδρομο του κοιτάγματος μέσα από την κλειδαρότρυπα, αλλά αυτό το κοινό επιζητά επίσης την γνησιότητα, την αδιαμεσολάβητη επαφή με τον μύχιο κόσμο κάποιου γνωστού προσώπου, κουτσομπολιό χωρίς φίλτρα. Δεν είναι λίγες οι φορές άλλωστε που οι επιστολές επισκιάζουν ακόμα και το ίδιο το έργο ενός λογοτέχνη, και εδώ ως παράδειγμα θα φέρω την αλληλογραφία Καρυωτάκη - Πολυδούρη. Και συνεχίζοντας τον συλλογισμό μου, διακρίνω δύο επιλογές για τον συγγραφέα επιστολικής αλληλογραφίας, και δη ερωτικής, από τη μία εκείνη των οικουμενικών μηνυμάτων και νοημάτων, από την άλλη εκείνη της συναισθηματικής αληθοφάνειας του συντάκτη. Βέλτιστη μοιάζει να είναι εκείνη που συνδυάζει τις δυο αυτές επιλογές επιτυχώς.
Αυτό η Νικοδήμος το πετυχαίνει. Και όχι μόνο υπονομεύοντας όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν αρκετό να κρατήσει το οικοδόμημα σε συνοχή. Επιλέγει την αφηγηματική αντίστιξη για να ανοίξει τον χαρακτήρα του συντάκτη, για να του δώσει πλάτος και ύψος, διαστάσεις ακόμα και αντικρουόμενες μεταξύ τους. Έτσι ο λόγος της είναι πότε αγοραίος και πότε ιντελεκτουέλ, πότε παλιακός και πότε μοντέρνος, αντίστιξη η οποία έρχεται σε αρμονία και με τη δεδομένη συναισθηματική αμφιθυμία της, που τη μισεί και την αγαπά, που θέλει το κακό και το καλό της, που θέλει να τη δει αλλά δεν θέλει κιόλας. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται καθένας το πένθος του είναι σίγουρα προσωπικός αλλά ακολουθεί κάποια στάδια, έχει μεγάλες διακυμάνσεις, από το ζενίθ στο ναδίρ και πάλι πίσω, ακόμα και το σώμα περνά στην εξάντληση μέσα σε μια στιγμή, ενώ ένιωθε ακμαιότατο και έτοιμο να αδράξει την καινούρια ζωή. Το γέλιο είναι πικρό. Η υπερβολή είναι πικρή. Το ανοίκειο είναι πικρό.
Κάποιο καλοκαίρι στη Φολέγανδρο διάβασα το Μαύρο κουτί του Άμος Οζ. Οι επιστολές ενός ζευγαριού που είχε χωρίσει και έμεναν πια σε διαφορετικές χώρες. Ο πόνος που ένιωθα από τη λεκτική ένταση, η απορία για το πού πήγε η αγάπη που κάποτε ένιωσαν ο ένας για τον άλλον, αν ποτέ υπήρξε κάτι τέτοιο δηλαδή. Από τότε, αυτό αποτελεί για μένα το πρότυπο του επιστολικού μυθιστορήματος, ένα από τα πλέον σκληρά και στενάχωρα κείμενα που διάβασα ποτέ. Το επιστολικό μυθιστόρημα καθώς απευθύνεται σε έναν και μόνο αναγνώστη διαθέτει ακόμα μεγαλύτερη αμεσότητα από τη συνήθη πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αυτό το διαρκές εσύ, το όχι και τόσο συχνό δεύτερο πρόσωπο της απεύθυνσης, αναπόφευκτα εντείνει συναισθηματικά την ανάγνωση. Ενώ, εκτός από την ενοχή πως διαβάζεις κάτι που δεν θα έπρεπε, υποσυνείδητα δημιουργείται μια αίσθηση που θυμίζει ανάγνωση αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς επιχειρείς να δεις πώς οδηγηθήκαν τα πράγματα ως το έγκλημα, να ανακαλύψεις τι πήγε στραβά και το σχέδιο της αγάπης απέτυχε, ίσως και να αναζητήσεις τον ένοχο από τους δυο, γιατί αν υπάρχει ένοχος τότε όλα μοιάζουν πιο απλά, τότε ο φόβος πως από τη μια μέρα στην άλλη θα βιώσεις μια αντίστοιχη μεταμόρφωση θα κοπάσει κάπως.
Τα 40 γράμματα πένθους εκτός από επιστολικό είναι και queer μυθιστόρημα. Η Νικοδήμος απευθύνεται στην πρώην σύντροφό της. Η αγάπη και ο πόνος του χωρισμού δεν έχουν να κάνουν με τα φύλα και τον προσανατολισμό όμως, αλλά με τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες. Το μόνο που ίσως διαφοροποιεί την παρούσα συνθήκη είναι πως εκείνη είναι πια με αρσενικό σύντροφο, κάτι το οποίο δίνει μια διαφορετική οπτική γωνία στην εποχή μετά τον χωρισμό, αλλά μάλλον ως εκεί. Θυμήθηκα πόσο μου είχε αρέσει ένα άλλο queer ελληνικό μυθιστόρημα το Μέσα σ' ένα κορίτσι σαν κι εσένα, της Άντζελας Δημητρακάκη, που το πρώτο μέρος του ήταν επίσης επιστολικό, ασχέτως αν εκείνες οι επιστολές της Κατίνας δεν παραδόθηκαν ποτέ.
Η τεχνολογία που τόσο επηρεάζει την επικοινωνία των ανθρώπων, δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει ένα λογοτεχνικό είδος, όπως το επιστολικό, κάτι που αναδεικνύεται και στο παρόν μυθιστόρημα. Η αμεσότητα και η ευκολία της επικοινωνίας, ο ελάχιστος χρόνος που μεσολαβεί από τη σκέψη μέχρι την αποστολή, μεγαλώνει τις πιθανότητες να μετανιώσει κανείς και να είναι πλέον αργά, καθώς λίγα γράμματα πλέον γράφονται και τελικώς δεν στέλνονται, λίγα μηνύματα διαγράφονται, η ψευδαίσθηση της ψηφιακής εγγύτητας δυσχεραίνει ούτως ή άλλως την αποκοπή, έτσι όπως είναι οι ζωές όλων μας συνδεδεμένες πια, θύματα όλοι μας μιας καινούργιας μορφής γραφειοκρατίας.
Στην επιστολική λογοτεχνία βρίσκουμε συχνά πράγματα δικά μας, κάτι που καθιστά την απόλαυση αντίστροφη της ποιότητας. Όσο πιο δυνατό είναι το κείμενο τόσο λιγότερο απολαμβάνουμε συναισθηματικά την ανάγνωσή του, τόσο πιο μέσα σε αυτό νιώθουμε, τόσο το βλέπουμε ως προέκταση του δικού μας βιώματος, καθώς οι αντιστοιχίες σελίδα με τη σελίδα γίνονται ολοένα και πιο ορατές.
Εκδόσεις Εξάντας