Ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα κοιτάζει εμβριθώς την άσφαλτο, λες και σε κάθε βήμα του σκοντάφτει σε κάτι πολύτιμο. Κάθε τόσο μονολογεί: "Αναστενάζω με όσα χάθηκαν για μένα. Από πού ν' αρχίσω και πού να τελειώσω. Με λένε Μιχαήλ και ονομάζομαι Φαϊσίδης. Ένα παλούκι είναι χωμένο στην καρδιά μου. Όσο μιλάμε χάνουμε τα μαλλιά μας, χάνουμε τα δόντια μας, χάνουμε τον καιρό μας. Γενικώς χάνουμε".
Ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα ρίχνει κλεφτές ματιές πίσω από την πλάτη, στα περασμένα, στον δρόμο που χαράκτηκε ως εδώ, παιδικά καρότσια και βόλτες των τριών, ποδήλατα και κυνηγητά, παραμύθια και έδρανα, περίπατοι κατά μόνας και αλαμπρατσέτα, ύστερα πάλι κατά μόνας, επαρχία και πρωτεύουσα, μεσοτοιχίες και ανώνυμο πλήθος, μέρα και νύχτα, κοιτάζοντας χαμηλά και ψηλά, φωτογραφίζοντας, ηχογραφώντας, υποκλέπτοντας λέξεις, καταγράφοντας τες ύστερα, οικειοποιούμενος τες ενίοτε, απαρνούμενός τες τελικά. Τι κάνω εγώ εδώ; Ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα απευθύνεται πότε ευθέως στο αυτοβιογραφούμενο υποκείμενο, με το επιτακτικό εσύ, πρόσωπο δεύτερο της υπόδειξης, της ενοχής, της τιμωρίας, και πότε εμμέσως σε αυτό, ως ένας τυχαίος παντογνώστης αφηγητής, που παρουσιάζει τις περιπέτειες του ήρωά του, τις περιπλανήσεις του στην πόλη, στην οικογένεια και στον έρωτα, πιο συμπονετικός αυτός, λιγότερο αυστηρός. Ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα νιώθει αμήχανος με το μέλλον, το κοιτάζει λοξά, δοκιμάζει σιωπηλά να υπολογίσει το σημείο προσγείωσης επινοώντας παραμέτρους όπως η κεκτημένη θέληση, η ροπή μισανθρωπίας, η βαρύτητα αποστροφής και η νεκρική μάζα. Ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα νιώθει ολοένα να χάνει, μαλλιά, δόντια, τον καιρό τον ίδιο, και όμως δεν νιώθει διόλου ελαφρύτερος.
Κάθε ανάγνωση είναι μια καινούρια ανάγνωση, κάθε φορά κάπου αλλού θα σκοντάψει ο αναγνώστης και θα βρεθεί φαρδύς πλατύς σε μια σελίδα διαφορετική από την τελευταία φορά, καθώς εφησύχασε πετυχαίνοντας να ανασάνει στην προηγούμενη παγίδα, προχώρησε με σιγουριά και έφαγε τα μούτρα του. Αυτό θα συμβεί ξανά και ξανά. Υπάρχει ένα σημείο τομής, ένα εμβαδό ελάχιστου χώρου, ανάμεσα στην ταύτιση και την ενσυναίσθηση. Αφού αφαιρέσω όλα εκείνα που με διαφοροποιούν, φύσει και θέσει, από το υποκείμενο της βιογραφίας, και επιχειρώντας να διακρίνω τι είναι εκείνο που με συγκινεί σε αυτόν τον ξένο, αναγνωρίζω την παγίδα στην οποία έχω βουτήξει με μανία, την παγίδα που ήταν από την αρχή εκεί, μπροστά στα μάτια μου, κι εγώ έκανα πως δεν την βλέπω, αρνούμενος να δεχτώ πως το δίχτυ ήταν εκεί για μένα, πως ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα δεν δοκίμασε στιγμή να με ξεγελάσει, ο αυτοβιογράφος δεν έκρυψε ποτέ την ιδιότητά του. Εγώ άργησα να αντιληφθώ την παρουσία του στο δωμάτιο, να συνειδητοποιήσω πως τα δάκρυα δεν ήταν για εκείνον τον ξένο, που σε άλλα πέτυχε και σε άλλα απέτυχε, που παλεύει με τις λέξεις χωρίς να ξέρει γιατί, παρότι ισχυρίζεται πως το ξέρει καλά, ούτε για τον έρωτά του, σε αποσύνθεση εδώ και καιρό, ούτε για τα μηνύματα του πατέρα του στον τηλεφωνητή, ούτε για τις ιστορίες ενός ταρίφα με πρωταγωνιστές ζώα.
Ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα συνομιλεί με εγώ, αυτό είναι που ξέρει να κάνει -καλά ή κακά δεν έχει σημασία- και το κάνει -συνειδητά, υποσυνείδητα ή ακόμα πιο βαθιά δεν έχει σημασία- με τον καθένα μας. Μια επιφάνεια αντανάκλασης εμφανίζεται, οι μορφές και τα σχήματα καθαρίζουν. Απομένουμε εγώ και ο αυτοβιογράφος. Έτσι θα προτιμούσε τη σύνταξη εκείνος. Το εγώ πρώτα. Αέρας ξαφνικός φουσκώνει τα σεντόνια των φαντασμάτων, σηκώνει σκόνη, τα μάτια τσούζουν, τα βλέφαρα θυμίζουν υαλοκαθαριστήρες αυτοκινήτου σε καταιγίδα, στριγκός ήχος και μόνο. Ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα χρησιμοποιεί γλώσσα παλιά, γνώριμη όπως η θάλασσα, μια στο λάδι μια στο ξύδι, μια στο καρφί και μια στο πέταλο, καμία λέξη δεν περισσεύει, καμία λέξη δεν θα διστάσει να πει, δεν φοβάται την κρίση της διαγωγής πολλώ δε μάλλον μην κακοκαρδίσει. Ο τρόπος του μοιάζει σπασμωδικός αλλά είναι με προσοχή και στην εντέλεια σκηνογραφημένος, αλλάζει κατεύθυνση τη στιγμή που κοιτάζει αλλού, περιστρέφεται με επιτυχία γύρω από τον εαυτό του, ανοίγει την πόρτα χωρίς να χτυπήσει πρώτα, αιφνιδιάζει, δεν είναι ευγενικός, δεν θα ρωτήσει τι επιτρέπεται και τι όχι. Αν χρειαστεί, θα κόψει κομματάκια την αγάπη του που τον παράκουσε και όρμησε στο μολυσμένο κουφάρι. Αν δεν το πλησιάζουν οι λύκοι και τα σκυλιά, να μένεις μακριά, της έλεγε. Τώρα έμεινε μονάχος στην κορυφή. Ο αυτοβιογράφος του ενεστώτα γνωρίζει αρκετά κόλπα, ξέρει να κρύβεται, είναι ικανότατος μίμος φωνών, βλέπει στο σκοτάδι, υποδύεται αγνώστους στα λεωφορεία. Δεν διστάζει να ξύσει την ακαθαρσία με το γυμνό του νύχι, να την παρατηρήσει, να την πλησιάσει στη μύτη του και να τη γευτεί, πριν αποφασίσει τι θα κάνει μαζί της.
Δοκιμάζεις να περιγράψεις ένα όνειρο· μαζί με τις γνώριμες φυσιογνωμίες και εκείνες οι άγνωστες, που όμως είσαι σίγουρος πως γνωρίζεις καλά -ίσως να έχεις περάσει στο όνειρο του διπλανού διαμερίσματος έτσι κοντά που είναι τα κρεβάτια των ανθρώπων πια- οι ονειρικές αυτές μορφές σε γνωρίζουν καλά, ξέρουν τι σου αρέσει και τι σε φοβίζει, παίζουν με αυτό, εσύ, όταν δεν κοιμάσαι βαριά, δίνεις κουράγιο στον εαυτό σου, είναι όνειρο, λες, δεν θες όμως και να ξυπνήσεις, παρά τον τρόμο, παρά την αγωνία, το πρωί, αν είσαι από εκείνους που θυμούνται το βραδινό πρόγραμμα προβολών, μάταια προσπαθείς να επαναφέρεις την αίσθηση, αργότερα σε κάποιο ντιβάνι ή σε κάποιο ήσυχο καφέ επιχειρείς να εξηγήσεις, να φωτίσεις, να καταλάβεις, να αφήσεις πίσω, να προχωρήσεις. Τι ήταν εκείνο που με αναστάτωσε τόσο στο βλέμμα της;, αναρωτιέσαι. Η αναστάτωση θάβεται ολοένα και πιο βαθιά. Υπάρχουν και βιβλία που λειτουργούν κατά αυτόν τον τρόπο. Σε αυτά τα βιβλία η ανάγνωση αποτελεί μια εμπειρία προσωπική -συνειδητή χρήση κατακρεουργημένης από τη χρήση φράσης-, που έρχεται να συναντήσει την προσωπική εμπειρία του συγγραφέα, και αυτό το παράδοξο, μια γραφή τόσο ερμητική και προσωπική όσο το εγώ να αποδεικνύεται ένας ιδανικός αγωγός επικοινωνίας, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εμπειρίας.
Τεχνικές ερωτήσεις ως προς τη δομή και την πλοκή κατά την ανάγνωση διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν, υποχώρησαν κοινώς κάτω από το ίδιο τους το βάρος. Απαντήθηκαν όμως ερωτήματα που δεν τέθηκαν, προέκυψαν πρόσθετα που η φωνή τους θα
δυναμώσει μια μέρα ξαφνικά, ενώ άλλα έμειναν σε εκκρεμότητα για κάποια
επιστροφή στο μέλλον.
υγ. Το Aegypius monachus είναι το πέμπτο βιβλίο του Μισέλ Φάις που διαβάζω. Είχαν προηγηθεί τα: Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (περισσότερα εδώ), Από το πουθενά (περισσότερα εδώ), Lady Cortisol (περισσότερα εδώ) και Όπως ποτέ (περισσότερα εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου