Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

The sense of an ending (2017)


 

Υπάρχουν διαστήματα κατά τα οποία σε μια πιθανή -και διόλου σπάνια- πρόχειρη και στιγμιαία συγκρότηση μιας λίστας με τα αγαπημένα μου βιβλία το Ένα κάποιο τέλος του Τζούλιαν Μπαρνς διεκδικεί με αξιώσεις την παρουσία του εκεί. Γεγονός που, ακόμα και αν τελικά δεν περιληφθεί σε αυτήν, δηλώνει με σαφήνεια κάτι αναφορικά με το στίγμα του βιβλίου αυτού, οκτώ χρόνια μετά την πρώτη εκείνη ανάγνωση. Γιατί είναι ο χρόνος ο κριτής εκείνος ο αξιόπιστος για τις αναγνώσεις που κάτι μέσα μας χάραξαν, κάτι ουσιαστικό και πέρα από τον ενθουσιασμό της στιγμής.

Όταν το 2017 κυκλοφόρησε η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος αυτού, δίστασα. 

Η κινηματογραφική διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου είναι μια διαδικασία που διέπεται από τους δικούς της κανόνες, όσο και αν οι κανόνες στη δημιουργία υπάρχουν συχνά για να καταπατούνται στην πορεία προς την τέχνη. Δεν είναι απλό να ισχυριστεί κανείς πως ο κινηματογράφος καταφεύγει στη λογοτεχνία ως μια εύκολη λύση σε μια εποχή που η πηγή με τα πρωτότυπα σενάρια μοιάζει να στερεύει, καθώς είναι συχνά πιο δύσκολο να κινηθεί κανείς σε δοθέντα όρια. Γι' αυτό τις περισσότερες φορές έχουμε να κάνουμε με ταινίες βασισμένες σε αφηγήματα και όχι με αφηγήματα διασκευασμένα σε κινηματογραφικά σενάρια. Στη μετάβαση αυτή καθοριστικό ρόλο παίζει η εμπλοκή ή όχι του συγγραφέα. Όταν, πριν ακόμα ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας, ο σκηνοθέτης συναντήθηκε με τον Μπαρνς, ήταν -κατά δήλωση του ίδιου- τόσο νευρικός που δεν θυμάται τίποτα από όσα συζήτησαν, συγκρατώντας μόνο την ατάκα του Μπαρνς φεύγοντας που τον καλούσε να τον προδώσει.

Ο Τόνι Γουέμπστερ (Jim Broadbent) -με το φοβερό βλέμμα- χωρισμένος και συνταξιούχος, διατηρεί ένα κατάστημα με μεταχειρισμένες φωτογραφικές μηχανές Λάικα και μια ιδιαίτερη σχέση με την πρώην γυναίκα του. Η κόρη του αποφάσισε, στο πνεύμα της εποχής, να γίνει μητέρα άνευ πατέρα και ο Τόνι κάνει ό,τι μπορεί για να την υποστηρίξει σε αυτή της την απόφαση. Ένα γράμμα θα τον ενημερώσει για τον θάνατο της μητέρας του πρώτου του έρωτα και τη συμπερίληψή του στη διαθήκη της. Εκτός από λίγα χρήματα η εκλιπούσα του κληροδοτεί και το ημερολόγιο του κολλητού του στο πανεπιστήμιο. Η εν πολλοίς προκαθορισμένη καθημερινότητα του Τόνι ανατρέπεται, η συναισθηματική ηρεμία διαταράσσεται, το παρελθόν διεκδικεί το μερίδιο του. 

Με τα χρόνια έχω διαπιστώσει πως οι ιστορίες εκείνες μεσήλικων ή και ηλικιωμένων αντρών που βλέπουν ξαφνικά τη ζωή τους να ανατρέπεται με εμπλέκουν έντονα συναισθηματικά, με συγκινούν με μια ευκολία θαρρείς αδικαιολόγητη. Το αυτό συνέβη και τούτη τη φορά. Και σε αυτό σίγουρα συντέλεσε τόσο η ερμηνεία του Broadbent όσο και η ήπιων τόνων σκηνοθετική προσέγγιση σε μια ιστορία από τη φύση της χαμηλόφωνη, ενώ η φωτογραφία, τυπική βρετανική, δημιούργησε μια αντίστιξη με τον αναβρασμό στην ψυχή του Τόνι. Εκείνο που με ενόχλησε ήταν η παρουσία του ηλικιωμένου Τόνι στις αναλήψεις του νεαρού, ένα εύρημα εύκολο και κενό νοήματος, μια -αποτυχημένη- απόπειρα συναισθηματικής καθοδήγησης. 

Ο εσωτερικός μονόλογος της λογοτεχνίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια κατά την κινηματογραφική μεταφορά. Αυτός -υποθέτω- υπήρξε και ο λόγος που ο Μπάρτα επέλεξε να προχωρήσει σε αρκετές δομικές αλλαγές σχετικά με το βιβλίο. Η ανάγκη ύπαρξης ενός ακροατή της αφήγησης του Τόνι γέννησε την παρουσία της πρώην συζύγου και την ιδιότυπη σχέση του χωρισμένου από χρόνια ζευγαριού. Αυτή η αλλαγή καθιστά την ταινία λιγότερο εσωτερική και προσωποκεντρική σε σχέση με το μυθιστόρημα, η εμπλοκή ενός τρίτου -όσο αμέτοχος και αν επιδιώκει να είναι- στην πάλη κάποιου με το παρελθόν του αναπόφευκτα προσθέτει στην εξίσωση την εκλογίκευση, καταρρίπτει την απαραίτητη υπερβολή της προσωπικής αναπόλησης, δίνοντας στον θεατή το πάτημα να αναρωτηθεί προς τι ο τόσος ντόρος, κινδυνεύοντας έτσι να μην εμπλακεί συναισθηματικά με την ιστορία του Τόνι, θεωρώντας τη συμπεριφορά του πιθανά υπερβολική.

Βεβαίως αυτή είναι η άποψη κάποιου που έχει διαβάσει -και αγαπήσει- το βιβλίο. Η ταινία, ανεξάρτητη από το βιβλίο, διαθέτει δεδομένες αρετές, όντας καλογυρισμένη και με καλές ερμηνείες, μια ταινία που δεν είναι αριστούργημα αλλά αξίζει να τη δει κανείς, ιδιαίτερα αν είναι λάτρης του βρετανικού σινεμά. 

Τώρα θέλω, με την πρώτη ευκαιρία, να διαβάσω ξανά το μυθιστόρημα, για το οποίο το 2012 έγραφα τα εξής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου