(Άντε τώρα να μιλήσεις για ένα βιβλίο όπως αυτό.)
Η πρόθεση να διαβάσω ξανά το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας βρισκόταν για καιρό σε εκκρεμότητα, ένα μόνο από τα δεκάδες αναγνωστικά σχέδια, λες και δεν αρκούν οι νέες κυκλοφορίες, λες και έχουν καλυφθεί όλα τα κενά. Η αφορμή εν τέλει βρέθηκε και η επιστροφή επιχειρήθηκε. Τις Παρασκευές συνηθίζω να ανεβάζω φωτογραφία του βιβλίου που πρόκειται να διαβάσω, τιτλοφορώ σταθερά την κάθε φωτογραφία με το παρένθετο σχόλιο: Παρασκευή είναι όταν διαλέγεις το επόμενο βιβλίο. Είμαι κάποιος που του αρέσουν τέτοιες επαναλαμβανόμενες ιεροτελεστίες· ασφάλεια εντός ρουτίνας. Έτσι συνέβη και αυτή τη φορά. Η ανταπόκριση υπήρξε -αναπάντεχα;- μεγάλη. Η ποικιλία των σχολίων πλούσια. Ξεκινούσε με τα: τυχερέ, κι εγώ θέλω, αριστούργημα. Συνέχιζε με τα: καλό κουράγιο, βαρέθηκα, όλο το ξεκινώ και μετά από δύο σελίδες το αφήνω. Κατέληγε με τα: αν είναι δυνατόν να προτείνεις το βιβλίο ενός φασίστα, ενός ναζί, ενός ρατσιστή. Ο Σελίν διατηρεί μια σταθερή παρουσία σε κάθε συζήτηση σχετικά με την αυτονομία ενός έργου τέχνης ή την πλήρη ταύτισή του με τον βίο και την ιδεολογία του δημιουργού. Η συζήτηση αυτή, όσο και αν επιχειρηματολογούν οι μεν και οι δε, ποτέ δεν καταλήγει σε συμφωνία.
Οι διαφωνίες σχετικά με το βιβλίο του Σελίν δεν αποτελούν συγκαιρινό φαινόμενο. Το 1932, όταν και κυκλοφόρησε το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, με την υπογραφή ενός ψευδώνυμου, άγνωστου ως τότε συγγραφέα, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, ομότεχνοι και κριτικοί διχάστηκαν, το μυθιστόρημα γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία, καθώς οι επανεκδόσεις του ακολουθούσαν η μία την άλλη. Εκείνο που περισσότερο τάραξε τα λογοτεχνικά ύδατα, από καιρό ήσυχα, ήταν η γλώσσα του αφηγητή. Η περίφημη εναρκτήρια πρόταση, Ça a débuté comme ça, που έβαζε στο στόμα του αφηγητή, για πρώτη φορά, το ομιλούμενο, και δη το δημώδες, ιδίωμα, στη θέση του ακαδημαϊκού, για κάποιους θεωρήθηκε ύβρις και για κάποιους επανάσταση. Εναρκτήρια φράση που κατέχει μια ξεχωριστή θέση στο πάνθεον της λογοτεχνίας, εφιάλτης για κάθε μεταφραστή, όπως σημειώνει η μεταφράστρια του στα ελληνικά Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, φράση που προοικονομεί την κυκλική τροχιά ολόκληρου του μυθιστορήματος. Να πώς άρχισε, λοιπόν. Τη λογοτεχνική πρόσληψη σύντομα, αν όχι ταυτόχρονα, ακολούθησε η ιδεολογική, πριν ακόμα ο Σελίν, κατά κόσμο Λουί Φερντινάν Ωγκύστ Ντετούς, αρχίσει να αρθρογραφεί, αποκαλύπτοντας την ρυπαρή ιδεολογία του, διαποτισμένη από αντισημιτισμό, πολύ πριν συνεργαστεί με το ναζιστικό καθεστώς. Ως προς την ονοματοποιία, αξίζει να σημειωθεί το όνομα της νονάς του, Σελίν Γκιγιού, γιαγιάς του από τη μεριά της μητέρας του. Η γκάμα της ιδεολογικής κατάταξης του έργου υπήρξε ευρεία και κάλυπτε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης.
Η απόπειρα νοηματοδότησης του μυθιστορήματος ενυπάρχει στο ίδιο το μυθιστόρημα, καθώς το υπό διαρκή διαφυγή νόημα χαρακτηρίζει, περισσότερο από κάθε τι άλλο, την αφήγηση και εν συνεχεία τη ζωή του Μπαρνταμού. Υπάρχει εδώ ένα παράδοξο, που εν πολλοίς συναντάται στο σύνολο της λογοτεχνίας, τουλάχιστον της καλής λογοτεχνίας, και έχει να κάνει με την απόπειρα -κριτικών και αναγνωστών- διάκρισης κινήτρων και προθέσεων από πλευράς συγγραφέα, που είθισται να οδηγούν σε μονοσήμαντες εξηγήσεις, που δεν είναι απαραίτητα λανθασμένες, αλλά στέκουν σίγουρα ελλιπείς και όχι αντάξιες, παρά μόνο ίσως κατά την άθροιση αυτών, του ίδιου του -λογοτεχνικού- έργου. Το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτού, και ίσως -λέω ίσως- εκεί να έγκειται η διαχρονική αμηχανία στην πρόσληψή του, η ένθερμη υποδοχή και η ορκισμένη απόρριψη, ο χαρακτηρισμός αριστούργημα ή σκουπίδι χωρίς να υπάρχει μέση οδός, θαρρείς, αλλά και η ανομοιογένεια του αναγνωστικού κοινού, η αντοχή του μυθιστορήματος σε έναν κόσμο που τόσο έχει αλλάξει από τότε. Γιατί, πέρα από ελάχιστα δεύτερα πρόσωπα της πλοκής, εδώ δεν υπάρχει κάτι το οικουμενικό με το οποίο εύκολα να μπορεί κανείς να ταυτιστεί, παρεκτός αυτής της πανταχού παρούσας αντίφασης, σύμφυτης της ανθρώπινης φύσης. Και δεν είναι μόνο το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο το οποίο έκτοτε έχει μεταβληθεί, παρά τις όποιες αντιστοιχίες μπορεί κανείς να επιχειρήσει, με το ρίσκο που πάντοτε μια τέτοια απόπειρα περικλείει, αλλά, ταυτόχρονα, όση αξία και αν έχει η τότε λογοτεχνική τομή, από μόνη της σήμερα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Σελίν δημιουργεί τον Μπαρνταμού, πρωτοπρόσωπο αφηγητή της ιστορίας, θυμίζει σύνθεση αυτοπροσωπογραφίας στο εργαστήρι ενός ζωγράφου, εκεί που η πιστότητα με το μοντέλο παραμερίζεται για να αποκαλυφθεί η εικόνα του εαυτού μπροστά σε αυτόν τον ιδιότυπο καθρέφτη. Ο Μπαρνταμού είναι ένας ενοχλητικός ήρωας, όπως και ο Ροβινσώνας -αυτός ο ευφυούς σύλληψης συνοδοιπόρος του-, που τίποτε το ηρωικό δεν διαθέτει, ούτε όμως και κάτι από τη γοητεία που ενίοτε οι αντιήρωες ασκούν. Είναι ενοχλητικός γιατί είναι αναγνωρίσιμος, όχι αποκλειστικά στο περιβάλλον του αναγνώστη, αλλά και εντός του, ίσως κυρίως εκεί, έτσι όπως απορροφά και ακολούθως αντανακλά τα χρώματα της εποχής, με τον τρόπο που αργότερα τελειοποίησε ο Μπέκετ. Είναι ενοχλητικός γιατί δεν προσφέρει στον αναγνώστη ούτε καν μια γέφυρα λύπησης, όχι εξατομικευμένης τουλάχιστον, αλλά μια εικόνα της ανθρώπινης ύπαρξης που επιτείνει την έλλειψη πίστης σε ένα υποφερτό παρόν και σε ένα καλύτερο μέλλον, επιδεινώνοντας και ουχί ανακουφίζοντας, όπως ενίοτε η λογοτεχνία κάνει, και το οποίο, για μερικούς, αποτελεί και τη μοναδική της αποστολή. Ο Μπαρνταμού ανήκει στην πλειοψηφία, που άγεται και φέρεται με βάση το φύσημα του ανέμου, χωρίς κάποιο ιδεολογικό υπόβαθρο, αντιμέτωπος με τη ματαιότητα της ύπαρξης, εκεί που ο φόβος του θανάτου δεν αποτελεί μια ζωοφόρο δύναμη, αλλά μια σανίδα επίπλευσης.
Ο Σελίν, χρόνια μετά, θα δηλώσει πως το μόνο που έχει είναι το ύφος, αρνούμενος πεισματικά πως στο έργο του υπάρχουν μηνύματα. Μοιάζει ο ίδιος, συνειδητά ή μη ελάχιστη σημασία έχει, εξ αρχής να διαχώρισε πλήρως το έργο του από τον ίδιο, και επομένως και από την ιδεολογία του. Η αναγνωστική αυτή επιστροφή, εκτός όλων των άλλων, που κάθε επιστροφή φέρει μαζί της, διέθετε και μια σχετική επιφυλακή για ενδεχόμενες ιδεολογικές αποχρώσεις. Και είναι αλήθεια πως διαβάζοντας κανείς το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας αδυνατεί να εντοπίσει ίχνη αντισημιτισμού και ναζιστικής ιδεολογίας σε αυτό, παρεκτός ίσως ενός διάχυτου μισογυνισμού, που όμως -δυστυχώς- δεν αποτελεί αποκλειστικό γνώρισμα μιας και μόνο συγκεκριμένης ιδεολογίας. Δεν είμαι σίγουρος αν σε αυτή την επιφυλακτική αρχικώς ανάγνωση ή στο ίδιο το μυθιστόρημα οφείλεται η έντονη αμφιθυμία κατά το πρώτο τρίτο της ανάγνωσης, όταν και αναγνώριζα ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας αλλά ταυτόχρονα δυσκολευόμουν να διαβάσω συνεχόμενα πάνω από έναν μικρό αριθμό σελίδων κάθε φορά, όπως και να έχει, μετά τη φυγή του αφηγητή από την Αφρική και την άφιξή του στην Αμερική, η ανάγνωση ολοένα και επιτάχυνε για να οδηγηθεί στην κορύφωση των τελευταίων σελίδων.
Από την τότε ανάγνωση ελάχιστα είναι εκείνα που η μνήμη είχε συγκρατήσει. Μία εικόνα δέσποζε όλων των άλλων, εκείνη του αφηγητή-γιατρού να περιδιαβαίνει το υγρό ημιαστικό τοπίο, και που το μέγεθός της μέσα μου δεν δικαιολογήθηκε από τη δεύτερη αυτή επαφή. Η έλλειψη ερωτικής επιθυμίας, η αδιαφορία για τα αισθηματικά ζητήματα από την πλευρά του αφηγητή και του Ροβινσώνα, είναι εκείνη που θα έλεγα πως περισσότερο από κάθε τι άλλο μου έκανε εντύπωση αυτή τη φορά, ίσως γιατί σε αυτή διέκρινα μια ευθεία αντιστοιχία με το σήμερα. Η διάκριση ανάμεσα στην ικανοποίηση της σεξουαλικής ορμής -και αυτή όμως φθίνουσα με το πέρας του χρόνου- και την ερωτική επιθυμία για να το θέσω με μεγαλύτερη ίσως ακρίβεια, και όχι τόσο η αντιμετώπιση του γυναικείου σώματος, παρότι κοινή και αυτή ως ένα βαθμό με το σήμερα. Χειρότερη από την έλλειψη της αγάπης είναι η έλλειψη της ανάγκης για αγάπη, και η έλλειψη αυτή έχει τόσο αιτίες όσο και αποτελέσματα, που δεν περιορίζονται, προφανώς, στις σελίδες του Ταξιδιού στην άκρη της νύχτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου