Μπορεί αυτός να 'ναι ο λόγος για τούτη την ιστορία. Ίσως έτσι να πρέπει ν' αρχίζει: με την ενοχή, μια ενοχή που δεν γίνεται να εξαλειφθεί, μόνο να βιωθεί μέσα από τη ζωή. Ίσως δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση ότι η ενοχή μπορεί να αποσυντεθεί, λες και είναι κάποιο μετάλλευμα ή άνθρακας, να θρυμματιστεί, να γίνει συντρίμμια, θρύψαλα, που τα πετάς, τα κονιορτοποιείς, τα διαλύεις. Ίσως η αφήγηση ταιριάζει στη ζωή με τον ίδιο τρόπο που η σιωπή ταιριάζει στον θάνατο. Κι ακόμα, ίσως μόνο έτσι, με την αφήγηση, μπορεί να γίνει κατανοητή η «μακριά αλήθεια» της ιστορίας αυτής.
Στο γυμνάσιο η Έμκε είχε συμμαθητή τον Ντάνιελ. Εκείνη ήταν αρκετά δημοφιλής, εκπρόσωπος της τάξης. Εκείνος βρέθηκε σταδιακά στο επίκεντρο της απαξίωσης και της παρενόχλησης από την πλειοψηφία των μαθητών. Η υπεύθυνη καθηγήτρια του τμήματος, για να τον προστατέψει, τον έβαλε να κάτσει ανάμεσα στην Έμκε και τον Γιοχάνες, που επίσης είχε τον σεβασμό και την αποδοχή της τάξης. Οι δύο έφηβοι το αντιμετώπισαν αυτό ως μια ηθική υποχρέωση, ως ένα καθήκον απόρροια της δημοφιλίας τους. Δεν τον ένιωθαν όμως συναισθηματικά κοντά τους και ας μη συμμετείχαν στις επιθέσεις προς εκείνον. Ο Ντάνιελ άλλαξε γυμνάσιο. Λίγα χρόνια αργότερα αυτοκτόνησε. Αυτή είναι η πρώτη ενοχή που βίωσε η Έμκε. Ακολούθησαν και άλλες. Το συναίσθημα της ενοχής, η απόπειρα διαπραγμάτευσης μαζί της, είναι ο λόγος για τούτη την προσωπική ιστορία. Η Έμκε, λίγα χρόνια αργότερα, θα συνειδητοποιήσει την έλξη που νιώθει για το γυναικείο σώμα, μέχρι τότε τις άρεσαν κοπέλες μα ερωτευόταν αγόρια. Αυτό, ανάμεσα σε άλλα, θα τη βοηθήσει να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι νόρμες. Το διατυπώνει εύστοχα: «Εκείνος που ανταποκρίνεται στις νόρμες διαθέτει την πολυτέλεια να αμφισβητεί την ύπαρξή τους». Μόνο όταν δεν χωράς μέσα σε μια νόρμα μπορείς να την αντιληφθείς. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Βρισκόμενος εκτός νόρμας ή ασφυκτιώντας εντός αυτής, έρχεσαι αντιμέτωπος και με τον ίδιο σου τον εαυτό, καθώς διάφορα ερωτήματα γυρεύουν απάντηση, το κοινωνικό λυσάρι, που περνά από γενιά σε γενιά, δεν βοηθάει και τόσο.
Η Έμκε αν και εκτός της επικρατούσας και κυρίαρχης νόρμας, για διάφορους λόγους, πολλοί εκ των οποίων τυχαίοι, βρίσκεται σε -ας την πούμε έτσι- πλεονεκτική θέση. Εκεί ανθίζει η ενοχή, στο προνόμιο για το οποίο δεν μόχθησες και όμως το απολαμβάνεις. Θα μπορούσε να 'ναι εκείνη στη θέση του Ντάνιελ. Θα μπορούσε να 'χει κάνει κάτι για εκείνον. Θα μπορούσε να 'χει γεννηθεί σε διαφορετική οικογένεια, περιβάλλον, χρόνο ή τόπο. Θα μπορούσε, βέβαια, να σκέφτεται διαφορετικά: μου αξίζει, τι να κάνεις, κρίμα μωρέ. Στάση στην οποία στηρίζεται μέρος της παγκόσμιας αδικίας. Η εσωτερική διαπραγμάτευση με τα προνόμιά μας είναι καθοριστική για τη θέση μας απέναντι στα πράγματα, για τη θέση μας στον κόσμο, για την κατανόηση του ίδιου μας του εαυτού, είναι μια πράξη πρωτίστως πολιτική αλλά και φιλοσοφική. Σε αυτή τη διαπραγμάτευση συνδέθηκα -κυρίως συναισθηματικά- με την αυτοβιογραφική αφήγηση της Έμκε.
Ο δικός μας πόθος είναι ένα βαθιά προσωπικό βιβλίο, μια αφήγηση
χειμαρρώδης, μια απόπειρα πρωτίστως για εκείνη να κατανοήσει, να
φιλτράρει το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί, να διαχειριστεί το αίσθημα της ενοχής. Η ιστορία του Ντάνιελ επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο της αφήγησης για να συναντήσει άλλες ατομικές ιστορίες, παρακλάδια που τυλίγουν την προσωπική ιστορία της Έμκε. Μία ακόμα βασική έννοια που συναντάται εδώ είναι το ψέμα. Η ανάγκη να υποκριθείς κάτι διαφορετικό, για να προστατέψεις εσένα ή τους άλλους. Η μη παραδοχή της αλήθειας, το ζύγισμα του κόστους σε ερωτήσεις φαινομενικά απλές, όπως, για παράδειγμα, το αν είναι παντρεμένη. Η Έμκε ως δημοσιογράφος ταξιδεύει συχνά σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπου η ομοφυλοφιλία δεν είναι απλώς ένα ταμπού ή μια εκτός νόρμας προτίμηση, αλλά διώκεται αυστηρά από τον νόμο. Εκείνη μπορεί πάντοτε να επιστρέφει στο Βερολίνο, να φιλάει την κοπέλα της μέσα σ' ένα γεμάτο μπαρ, να μη φοβάται να πει πως είναι ομοφυλόφιλη, να νιώθει πως ορίζει η ίδια τη ζωή της. Δεν ήταν πάντοτε έτσι τα πράγματα όμως στην «προοδευτική» Γερμανία. Και αν ο φόβος έχει ως ένα βαθμό παραμεριστεί, κυρίως επειδή κάποιες κοιτίδες ελευθερίας έχουν δημιουργηθεί, η νόρμα είναι πανταχού παρούσα, στο σπίτι, στον δρόμο, στη δουλειά, στον νόμο τον ίδιο. Το σύμφωνο συμβίωσης, για παράδειγμα, που ως έννοια επινοήθηκε για να παρακαμφθεί ο γάμος και να διατηρηθεί ως προνόμιο για τα ετερόφυλα ζευγάρια, ή οι περιορισμοί στην υιοθεσία. Υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος για να διανυθεί.
Στο Ο δικός μας πόθος το πρώτο πληθυντικό δεν στέκει κενό περιεχομένου. Η Έμκε δεν το χρησιμοποιεί για να προσδώσει έναν χαρακτήρα ομοιομορφίας, να μιλήσει μέσω αυτού εξ ονόματος όλων μας, το αντίθετο, αυτό το «μας» έρχεται να συμπεριλάβει τη διαφορετικότητα του συναισθήματος του πόθου, δεν είμαστε όλοι ίδιοι, έχουμε όμως όλοι δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και την ελευθερία, είναι ο δικός μας πόθος απέναντι στη νόρμα και τον ετεροκαθορισμό, η δική μας ζωή. Οι σπουδές φιλοσοφίας και η επαγγελματική ιδιότητα της διεθνούς ρεπόρτερ και πολεμικής ανταποκρίτριας στο βιογραφικό της Έμκε πλαισιώνουν το βίωμα, προσφέρουν στην Έμκε τη δυνατότητα να προσδιορίσει τη θέση της στον κόσμο, να κατανοήσει έτσι καλύτερα τον ίδιο της τον εαυτό, να εκτιμήσει με διαφορετικό τρόπο τους αγώνες που προηγήθηκαν και να δηλώσει και η ίδια παρούσα σε όσους μένει να δοθούν. Πετυχαίνει να καταστήσει ένα απόλυτα προσωπικό κείμενο βαθιά πολιτικό, να ενσωματώσει τη θεωρία στο βίωμα και να μιλήσει για την ενοχή, την ταυτότητα, το παρελθόν, τη σεξουαλικότητα, τα δικαιώματα, τους αγώνες, κινούμενη ανάμεσα στο αυτοβιογραφικό αφήγημα και το δοκίμιο, σε ένα σχετικά πρόσφατο είδος, παρακλάδι της φεμινιστικής και της queer θεωρίας, που περιγράφεται με τον όρο autotheory.
Το Ο δικός μας πόθος συνομιλεί ευθέως με ακόμα ένα σπουδαίο βιβλίο που διάβασα πρόσφατα, τους Αργοναύτες της Maggie Nelson (περισσότερα εδώ) και μαζί με το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι του Ocean Vuong (περισσότερα εδώ) δημιουργούν μια πολύ ενδιαφέρουσα αναγνωστικά τριάδα.