Όταν ήμουν παιδί ονειρευόμουν πως κάποια στιγμή θα έχω ένα διαβατήριο γεμάτο σφραγίδες από εκατοντάδες ταξίδια. Τίποτε δεν θα με κρατούσε σ' αυτή τη χώρα για πολύ. Τίποτε δεν θα με κρατούσε σε οποιαδήποτε χώρα για πολύ. Θα έμενα όπου ήθελα για ένα διάστημα, αλλά σύντομα θα βαριόμουν, θα μάζευα τις βαλίτσες μου και θα έφευγα. Έτσι, θα κέρδιζα μια νέα σφραγίδα στο διαβατήριο μου, το οποίο θα ήταν ελαφρώς τσαλακωμένο και πολύχρωμο απ' τις νέες σφραγίδες και τις διαφορετικές βίζες εισόδου που θα έβαζαν στις σελίδες του. Οι σελίδες θα τελείωναν πριν λήξει ημερολογιακά, θα αναγκαζόμουν να εκδώσω καινούργιο, για να ξεκινήσω για άλλη μια φορά τη συλλογή από σύμβολα.
Ο Δρόλιας ονομάζει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Check - in και ως τέτοιο το χρησιμοποιεί. Τα παιδικά όνειρα για διαβατήρια γεμάτα σφραγίδες που ενηλικιώθηκαν, η πρώτη ύλη για όσα θα ακολουθήσουν τοποθετημένα στο χαρτί, με την απομάγευση να καιροφυλακτεί. Ο συγγραφέας, αφού πρώτα έχει διευκρινίσει πως το ταξίδια με λάθος ανθρώπους είναι μυθιστόρημα, παραθέτει εδώ μέρος της ποιητικής του που συνοψίζεται εν πολλοίς στη φράση του Dr Johnson πως «Καμιά καλή ιστορία δεν είναι απόλυτα αληθινή». Η εισαγωγή αυτή λειτουργεί διττά, ως φανέρωμα και ως κρυψώνα, ως αλήθεια και ως μυθοπλασία, τοποθετεί στον πυρήνα της αφήγησης τον συγγραφέα ως βασικό πρόσωπο της πλοκής και τον αναγνώστη πίσω από το γκισέ στον έλεγχο διαβατηρίων. Και αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, το ταξίδι μπορεί να ξεκινήσει με το φτιάξιμο της βαλίτσας.
Το ταξίδια με λάθος ανθρώπους ανήκει στην οικογένεια της αυτομυθοπλασίας, διατηρώντας ευδιάκριτη και συνειδητή απόσταση από την αυτοβιογραφία ή το δοκίμιο, φέρνοντας στον νου, ανάμεσα σε άλλα, τα ταξίδια του Ζέμπαλντ στην Ιταλία. Ο αφηγητής-συγγραφέας επιλέγει να καταστήσει εαυτόν πλήρως ορατό και να χρησιμοποιήσει ως μόνο πέπλο τη διαρκή υπενθύμιση πως οι αφηγήσεις δεν είναι «αληθινές» αλλά ανήκουν σε εκείνη την γκρίζα ζώνη μεταξύ αλήθειας και μη αλήθειας που κάνει τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα και τη λογοτεχνία ένα μέρος δραπέτευσης. Ο δοκιμιακός χαρακτήρας, που στην πορεία του βιβλίου ολοένα και φθίνει, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας, το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης δηλαδή, παρατηρεί και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Ο στοχασμός, χωνεμένος καλά εντός της πρόζας, δίνει μια αίσθηση ταξιδιωτικού ημερολογίου παλαιάς κοπής, πετυχαίνοντας να επιβραδύνει και να απλώσει τον χρόνο, να δώσει την απαραίτητη απόσταση για παρατήρηση και επεξεργασία, να αποδώσει λεκτικά το βλέμμα του ταξιδιώτη που σκανάρει την αίθουσα αναμονής, κάτι που λειτουργεί περαιτέρω εντός του κειμένου δημιουργώντας μια γέφυρα που ενώνει στο ίδιο πρόσωπο τον επαγγελματία με τον ερασιτέχνη ταξιδιώτη, τον αφηγητή-στέλεχος με τον αφηγητή-συγγραφέα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τόποι. Αν και το κυρίως μέρος του μυθιστορήματος διαδραματίζεται σε μη τόπους, όπως είναι τα αεροδρόμια ή τα αεροπλάνα, με έντονο το στοιχείο της μετάβασης και του προσωρινού, υπάρχουν και κάποιες αφηγήσεις εκτός αερολιμένα, στους προορισμούς κάποιων εκ των ταξιδιών του συγγραφέα. Η επιλογή και η χρήση των τόπων σε αυτές τις αφηγήσεις έχει διπλή λειτουργία. Από τη μια λειτουργούν ως ένα παράθυρο με θέα στο πιο μακρινό παρελθόν του αφηγητή, συμπληρώνοντας την εικόνα μας για εκείνον, όπως για παράδειγμα το Αμβούργο, σκηνικό του πρώτου ταξιδιού που έκανε μόνος του, όταν ακόμα ήταν μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας και φρεσκοχωρισμένος. Από την άλλη, έρχονται να επεκτείνουν τον χαρακτήρα μη τόπου σε μέρη πέρα από τις διαστάσεις του αεροδρομίου, για να επισημάνουν μια θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στον τουρίστα και τον ταξιδιώτη, σε εκείνον που επιμένει να δει πίσω από τον πέπλο, σε εκείνον που επιστρέφει ξανά και ξανά, όπως είναι η περίπτωση της Σιγκαπούρης, σημείο το οποίο «συνομιλεί» με το τρίτο μέρος από τις Μαύρες διαθήκες του Νικήτα Σινιόσογλου (εκδόσεις Κίχλη, 2018).
Δεν είμαι σίγουρος πως το επίθετο σπονδυλωτό είναι αρκετό για να αποδώσει με ακρίβεια την κατασκευή του Δρόλια, ο οποίος καταφέρνει να υλοποιήσει κάτι περίτεχνο και δύσκολο να περιγραφεί με τρόπο που φαντάζει ιδιαιτέρως απλός, κάποιες στιγμές έως και ενοχλητικά απλός ή και νωχελικός ακόμα, αφού, από μακριά και με μια προσέγγιση μάλλον επιφανειακή, το ταξίδια με λάθος ανθρώπους μοιάζει να είναι απλώς μια συλλογή από κείμενα χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους γύρω από το ταξίδι με αεροπλάνο. Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το ταξίδια με λάθος ανθρώπους είναι μια μεταμοντέρνα κατασκευή την οποία ο Δρόλιας έστησε έξυπνα και λειτουργικά, με τρόπο που να εξυπηρετεί τον στόχο του. Δημιούργησε κοινή είσοδο και έξοδο για τον αφηγητή και τον αναγνώστη, και τοποθέτησε στο ενδιάμεσο, μια ιστορία προσωπική αλλά ταυτόχρονα με τον τρόπο της οικεία, αποτελούμενη από δεκάδες ψηφίδες. Η αποκάλυψη του τέλους της αφήγησης δεν αποτελεί σπόιλερ αλλά έναν τόπο κοινό, την έναρξη της πανδημίας και το πάτημα του πλήκτρου της παύσης· το παιδικό όνειρο ενός γεμάτου σφραγίδες διαβατηρίου και ο εφιάλτης ενός θανατηφόρου ιού.
Ο Δρόλιας δεν κρύβει τις λογοτεχνικές του αναφορές, η διακειμενικότητα αποτελεί άλλωστε αναπόσπαστο στοιχείο του μυθιστορήματος. Το ταξίδια με λάθος ανθρώπους έχει έντονο το στοιχείο του απολογισμού μιας περιόδου που μοιάζει να ανήκει οριστικά στο παρελθόν, με τα ανάμεικτα συναισθήματα που μια τέτοια παραδοχή φέρει μαζί της, παρασέρνοντας βεβαιότητες και επαναπροσδιορίζοντας τις συντεταγμένες πορείας. Ανάγνωσμα βραδυφλεγές παρά την ευκολία με την οποία γυρίζουν οι σελίδες του.
Εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου